Δευτερεύουσα είναι η σημασία των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών στη δυναμική του δημοσίου χρέους, σύμφωνα με μελέτη της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υποθέσεων της Κομισιόν, που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα. Με την έκθεση δίνεται έμμεση «απάντηση» στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, οι εμπειρογνώμονες του οποίου είχαν υποστηρίξει τους προηγούμενους μήνες ότι η υποτίμηση των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών, δηλαδή της επίπτωσης που έχουν τα μέτρα λιτότητας στην οικονομική ανάπτυξη και το ΑΕΠ, ήταν εκ των βασικών λόγων εκτροχιασμού των βασικών μεγεθών του ελληνικού Προγράμματος.
Οι συντάκτες της έκθεσης της Κομισιόν, με τίτλο «Effects of fiscal consolidation envisaged in the 2013 Stability and Convergence Programmes on public debt dynamics in EU Member States» συμφωνούν με τη «βιβλιογραφία» ότι οι δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές είναι υψηλοί σε εποχές κρίσης, όπως αυτή που διερχόμαστε σήμερα. Ως εκ τούτου, η δημοσιονομική προσαρμογή οδηγεί σε συρρίκνωση του ΑΕΠ και αύξηση του χρέους. Ωστόσο, οι αρνητικές αυτές επιπτώσεις είναι πρόσκαιρες και δεν ξεπερνούν συνήθως τα τρία χρόνια από την έναρξη ενός προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής. Ακόμη και με τους χειρότερους δυνατούς πολλαπλασιαστές στην εφαρμογή μέτρων λιτότητας, έπειτα από λίγα χρόνια το χρέος αρχίζει να μειώνεται, ενώ αντιθέτως αν δεν γίνει καμία προσπάθεια δημοσιονομικής προσαρμογής (και επομένως δεν υπάρχουν πολλαπλασιαστές), το χρέος αποκτά, για την περίπτωση της Ελλάδας, εκρηκτικές διαστάσεις.
Σε περίπτωση, όμως, που η αντίδραση των αγορών είναι «μυωπική», όπως την αποκαλούν οι συντάκτες της έκθεσης, και τα επιτόκια των κρατικών ομολόγων παραμείνουν υψηλά, τότε ανεξαρτήτως πολλαπλασιαστών, η αποκλιμάκωση του χρέους καθυστερεί κατά τουλάχιστον μία δεκαετία. Σε μία τέτοια περίπτωση, όση δημοσιονομική προσπάθεια και να κάνει ένα κράτος, ακυρώνεται στην πράξη, λόγω των υψηλών επιτοκίων στην αναχρηματοδότηση του χρέους. Για την περίπτωση της Ελλάδας, μάλιστα, οι προβολές της έκθεσης δείχνουν ότι θα ήταν «προτιμότερο» να μην έπαιρνε κανένα μέτρο προσαρμογής απ’ όσα προβλέπονται στο Πρόγραμμά της, παρά να πάρει μέτρα, τα οποία λόγω της «μυωπικής» αντίδρασης των αγορών και του υψηλού δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή θα οδηγήσουν σε μεγαλύτερη εκτίναξη του χρέους. Και στις δύο περιπτώσεις αυτές, το χρέος θα αυξάνεται, αλλά με την επίπτωση της λιτότητας και των υψηλών επιτοκίων θα αυξάνεται ακόμη πιο γρήγορα, απ’ ό,τι αν δεν εφαρμοζόταν κανένα μέτρο.
Με τον όρο «μυωπική» αντίδραση των αγορών, οι συντάκτες της έκθεσης ορίζουν την αύξηση των επιτοκίων των κρατικών ομολόγων κατά 200 μονάδες βάσης για κάθε μονάδα μείωσης του ελλείμματος, μέσω δημοσιονομικής προσαρμογής. Πρόκειται για ένα σενάριο που δεν είναι ακραίο, σύμφωνα με στελέχη της Κομισιόν, καθώς έχει παρατηρηθεί ότι λόγω της πρόσκαιρης αύξησης του χρέους που προκαλεί η λιτότητα, οι αγορές «πανικοβάλλονται και ζητούν υψηλότερα επιτόκια». Υπό κανονικές συνθήκες, το φαινόμενο αυτό υποχωρεί μόλις οι αγορές διαπιστώσουν τη μεσοπρόθεσμη θετική επίδραση της δημοσιονομικής προσαρμογής στις προοπτικές της οικονομίας. Αν όμως οι αγορές μείνουν «μυωπικές» και συνεχίσουν να ζητούν υψηλά επιτόκια, τότε κάθε προσπάθεια προσαρμογής, ειδικά για τη χώρα μας, θα αποδειχθεί ατελέσφορη και το χρέος θα συνεχίσει να αυξάνεται.
Τα πρακτικά συμπεράσματα της μελέτης δεν αφορούν την Ελλάδα, για όσο δανείζεται με τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια που προσφέρει ο μηχανισμός στήριξης Ευρωζώνης και ΔΝΤ. Αν η Ελλάδα, όμως, επιστρέψει στις αγορές και βρεθεί αντιμέτωπη με υψηλά επιτόκια, τότε κάθε προσπάθεια προσαρμογής θα αυτοακυρωθεί. Μάλιστα, είναι κρίσιμο να έχει τελειώσει με όλα τα μέτρα λιτότητας πριν βγει στις αγορές, διότι αν χρειαστεί να συνεχίσει την προσαρμογή και μετά το τέλος του Μνημονίου και οι αγορές αντιδράσουν «μυωπικά» στην προσπάθειά της, τότε το χρέος θα φτάσει σε εξωπραγματικά επίπεδα.
Πηγή : http://news.kathimerini.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου