Η Ειρήνη Κονιτοπούλου την εποχή που μεσουρανούσε στη δισκογραφία
Αυθόρμητη, πηγαία, αυθεντική. Ανθρωπος γνήσια λαϊκός, πελεκημένος με τις αξίες μιας άλλης εποχής. Την είπαν «Κυρά του Αιγαίου». Εκείνη δε γύρεψε τίτλους. Από κορίτσι κράτησε γερά το νήμα της μουσικής παράδοσης του τόπου της. Το τραγούδησε, το χόρεψε, το πέρασε σε εμάς.
«Η μουσική είναι ανάγκη της ψυχής. Ετσι το 'χω νιώσει εγώ και όλοι της εποχής μου. Τότε γλεντάγανε οι άνθρωποι με την ψυχή τους και με το τίποτα. Ενα κρασάκι κι ένα μεζεδάκι. Κάθονταν οι γέροι στις πεζούλες και τα παιδιά χορεύανε στην πλάτσα. Ετσι λέγαμε τις πλατείες. Στους γάμους πηγαίνανε τη νύφη στην εκκλησιά με την πατινάδα και γυρίζοντας έκαναν έναν γύρο στην πλάτσα.
»Ο πατέρας μου ήταν τότε πολύ ελκυστικός στο βιολί. Σε έκανε να νιώθεις μέσα σου μεγάλα πράγματα. Κι έπαιζε πάντα σε αυτή την περίσταση ένα συρτό, το πολίτικο. Μπορώ να σου πω πως, πόσα χρόνια έχουν περάσει, κι όμως, μόλις βρεθώ στην πλάτσα στον Κινίδαρο, ακούω μέσα μου αυτόν τον σκοπό. Και μπορεί και να το ψιθυρίζω λιγάκι. Να, τώρα που το σκέφτομαι, μούδιασα...»
«Είμαι το '31 γεννηθείσα. Μεγάλωσα στην Αθήνα αλλά κάθε καλοκαίρι ήμαστε στη Νάξο. Κι όταν άρχισε ο πόλεμος, πήγαμε μόνιμα. Να σας πω την αμαρτία μου, η Νάξος μου άρεσε όπως ήτανε εκείνη την εποχή. Ηταν όλα απλά και ήσυχα. Οι άνθρωποι ήτανε ζεστοί και διασκεδάζανε απλά. Ητανε λεύτεροι. Η φύση μ' άρεσε και καμιά φορά λέω πως το μετάνιωσα που έφυγα από το χωριό. Θα χαιρόμουνα τους γονείς μου, θα ζύμωνα, θα άναβα τον φούρνο, θα είχα τον μπαξέ μου. Μ' αρέσουν τα απλά πράγματα. Δεν μπορώ τα φανταχτερά ή μάλλον τα φοβάμαι, επειδή είναι ψεύτικα»...
«Από πολύ μικρό μ' αρέσανε τα τραγούδια και τα γλέντια. Ισως επειδή τ' άκουγα από την κοιλιά της μάνας μου. Ο πατέρας μου έπαιζε βιολί, ο θείος μου λαούτο και σαντούρι, η μάνα μου τραγούδαγε και χόρευε κι ο πατέρας της έπαιζε τσαμπούνα. Από κορίτσι δεν είχα άλλη χαρά. Το μόνο που μ' ευχαριστούσε ήταν να τραγουδώ. Ολα ήταν αυθόρμητα τότε, γι' αυτό ήταν ωραία. Τώρα τα έχουνε κάνει όλα επαγγελματικά. Ολα για τα λεφτά...
Εγώ μπροστά σε ανθρώπους ντρεπόμουνα να τραγουδήσω, αλλά μόνη μου χάλαγα τον κόσμο. Δεν πέρναγε από το μυαλό μου τίποτε άλλο, αυτή την τρέλα είχα μόνο. Δεν σταμάταγε το στόμα μου. Δεν υπάρχει πιο ωραίο πράγμα από τη μουσική. Και τους νεκρούς ανασταίνει. Οταν είναι βέβαια καλή, όχι ότι να 'ναι»...
«Οταν πέρασε ο πόλεμος και φύγανε οι Γερμανοί, πήγαμε από τη Χώρα στον Κινίδαρο. Ο πατέρας μου είχε τρέλα με το χωριό του. Εγώ ήθελα να έρθω στην Αθήνα, αλλά τότε την Αθήνα την είχαμε ξενιτιά. Δεν ήθελε ο πατέρας μου ούτε η μάνα μου. Τελικά έφυγα και πήγα σε μια θεια μου στον Πειραιά.
Αιτία για να πάω στο ραδιόφωνο ήτανε ο θείος μου ο Δημήτρης Φυρογένης. Οταν ήρθε η θεια μου και μου το είπε, εγώ έσκασα στα γέλια. Δεν μας είχαν μάθει να σκεφτόμαστε έτσι. Για τις γυναίκες ούτε καν το σκεφτόντουσαν να βγαίνουν να τραγουδάνε. Εγώ ό,τι έκανα το έκανα για πάρτη μου. Δεν με ένοιαζε ποιος με ακούει. Εκείνα τα χρόνια όλος ο κόσμος μουρμούραγε τραγουδάκια. Στα κτήματα, στα αλώνια, στα σπίτια, όλοι μουρμουράγανε. Τώρα δεν ακούς τίποτα τέτοιο»...
«Μήπως ξέρω πόσους δίσκους έχω κάνει; Εγώ έβγαινα όπως ήμουν και πριν, απλή. Κι επειδή δεν ήμουν έξαλλη, βάζανε τα γέλια. Από τότε αρέσανε τα έξαλλα στους πιο πολλούς ανθρώπους. Αλλά εγώ ποτέ δεν ένιωσα επαγγελματίας, ούτε τότε ούτε τώρα»...
«Δεν θα την άλλαζα τη Νάξο ποτέ. Εδώ είναι ήσυχα κι ωραία. Στην Αθήνα στο διαμέρισμα είναι σαν να με έχουνε φυλακή. Εδώ έχω αέρα στην ψυχή μου. Από το σπίτι μου στη Φανερωμένη βλέπω τη Μύκονο και την Τήνο. Και τη θάλασσα. Κι άγρια και ήρεμη, είναι ωραίο πράγμα. Δεν μπορώ να ζήσω σε μέρος που να μη βλέπω μακριά».
«Σήμερα οι σκέψεις και ο τρόπος που έχουν οι άνθρωποι δεν μ' αρέσουνε. Υπάρχει μια ζήλια, ένας ανταγωνισμός. Τα μοντέρνα νησιώτικα δεν νομίζω πως έχουνε σχέση με αυτά που ξέραμε. Αλλά δεν θα χαθεί ο πλούτος της μουσικής και του χορού. Αμα χαθούν κι αυτά, πάει η Ελλάδα. Τι θα έχει πια νόημα;»
«Για αγαπημένο μου τραγούδι δεν έχω τίποτα ιδιαίτερο. Εκείνο που μ' αρέσει πολύ και βγαίνει από τα μέσα μου είναι ένας μπάλος, πολίτικο τραγούδι, που το πήρα και το είπα όπως το 'νιωσα – ωραία που 'ναι την αυγή όταν γλυκοχαράζει»...
* Η Ειρήνη Κονιτοπούλου – Λεγάκη είναι κόρη του βιολιστή Μιχάλη Κονιτόπουλου, που έμεινε στην ιστορία ως «το μωρό», επειδή όταν πρωτόπαιξε βιολί τα πόδια του δεν έφταναν από την καρέκλα στο πάτωμα. Ξεκίνησε 20 χρόνων να τραγουδά στη χορωδία της ΕΡΤ και γρήγορα ξεχώρισε. Ηχογράφησε δεκάδες τραγούδια, εμφανίστηκε σε Ελλάδα και Αμερική.
Πηγή : http://www.thetravelbook.gr/
Αυθόρμητη, πηγαία, αυθεντική. Ανθρωπος γνήσια λαϊκός, πελεκημένος με τις αξίες μιας άλλης εποχής. Την είπαν «Κυρά του Αιγαίου». Εκείνη δε γύρεψε τίτλους. Από κορίτσι κράτησε γερά το νήμα της μουσικής παράδοσης του τόπου της. Το τραγούδησε, το χόρεψε, το πέρασε σε εμάς.
«Η μουσική είναι ανάγκη της ψυχής. Ετσι το 'χω νιώσει εγώ και όλοι της εποχής μου. Τότε γλεντάγανε οι άνθρωποι με την ψυχή τους και με το τίποτα. Ενα κρασάκι κι ένα μεζεδάκι. Κάθονταν οι γέροι στις πεζούλες και τα παιδιά χορεύανε στην πλάτσα. Ετσι λέγαμε τις πλατείες. Στους γάμους πηγαίνανε τη νύφη στην εκκλησιά με την πατινάδα και γυρίζοντας έκαναν έναν γύρο στην πλάτσα.
»Ο πατέρας μου ήταν τότε πολύ ελκυστικός στο βιολί. Σε έκανε να νιώθεις μέσα σου μεγάλα πράγματα. Κι έπαιζε πάντα σε αυτή την περίσταση ένα συρτό, το πολίτικο. Μπορώ να σου πω πως, πόσα χρόνια έχουν περάσει, κι όμως, μόλις βρεθώ στην πλάτσα στον Κινίδαρο, ακούω μέσα μου αυτόν τον σκοπό. Και μπορεί και να το ψιθυρίζω λιγάκι. Να, τώρα που το σκέφτομαι, μούδιασα...»
«Είμαι το '31 γεννηθείσα. Μεγάλωσα στην Αθήνα αλλά κάθε καλοκαίρι ήμαστε στη Νάξο. Κι όταν άρχισε ο πόλεμος, πήγαμε μόνιμα. Να σας πω την αμαρτία μου, η Νάξος μου άρεσε όπως ήτανε εκείνη την εποχή. Ηταν όλα απλά και ήσυχα. Οι άνθρωποι ήτανε ζεστοί και διασκεδάζανε απλά. Ητανε λεύτεροι. Η φύση μ' άρεσε και καμιά φορά λέω πως το μετάνιωσα που έφυγα από το χωριό. Θα χαιρόμουνα τους γονείς μου, θα ζύμωνα, θα άναβα τον φούρνο, θα είχα τον μπαξέ μου. Μ' αρέσουν τα απλά πράγματα. Δεν μπορώ τα φανταχτερά ή μάλλον τα φοβάμαι, επειδή είναι ψεύτικα»...
«Από πολύ μικρό μ' αρέσανε τα τραγούδια και τα γλέντια. Ισως επειδή τ' άκουγα από την κοιλιά της μάνας μου. Ο πατέρας μου έπαιζε βιολί, ο θείος μου λαούτο και σαντούρι, η μάνα μου τραγούδαγε και χόρευε κι ο πατέρας της έπαιζε τσαμπούνα. Από κορίτσι δεν είχα άλλη χαρά. Το μόνο που μ' ευχαριστούσε ήταν να τραγουδώ. Ολα ήταν αυθόρμητα τότε, γι' αυτό ήταν ωραία. Τώρα τα έχουνε κάνει όλα επαγγελματικά. Ολα για τα λεφτά...
Εγώ μπροστά σε ανθρώπους ντρεπόμουνα να τραγουδήσω, αλλά μόνη μου χάλαγα τον κόσμο. Δεν πέρναγε από το μυαλό μου τίποτε άλλο, αυτή την τρέλα είχα μόνο. Δεν σταμάταγε το στόμα μου. Δεν υπάρχει πιο ωραίο πράγμα από τη μουσική. Και τους νεκρούς ανασταίνει. Οταν είναι βέβαια καλή, όχι ότι να 'ναι»...
«Οταν πέρασε ο πόλεμος και φύγανε οι Γερμανοί, πήγαμε από τη Χώρα στον Κινίδαρο. Ο πατέρας μου είχε τρέλα με το χωριό του. Εγώ ήθελα να έρθω στην Αθήνα, αλλά τότε την Αθήνα την είχαμε ξενιτιά. Δεν ήθελε ο πατέρας μου ούτε η μάνα μου. Τελικά έφυγα και πήγα σε μια θεια μου στον Πειραιά.
Αιτία για να πάω στο ραδιόφωνο ήτανε ο θείος μου ο Δημήτρης Φυρογένης. Οταν ήρθε η θεια μου και μου το είπε, εγώ έσκασα στα γέλια. Δεν μας είχαν μάθει να σκεφτόμαστε έτσι. Για τις γυναίκες ούτε καν το σκεφτόντουσαν να βγαίνουν να τραγουδάνε. Εγώ ό,τι έκανα το έκανα για πάρτη μου. Δεν με ένοιαζε ποιος με ακούει. Εκείνα τα χρόνια όλος ο κόσμος μουρμούραγε τραγουδάκια. Στα κτήματα, στα αλώνια, στα σπίτια, όλοι μουρμουράγανε. Τώρα δεν ακούς τίποτα τέτοιο»...
«Μήπως ξέρω πόσους δίσκους έχω κάνει; Εγώ έβγαινα όπως ήμουν και πριν, απλή. Κι επειδή δεν ήμουν έξαλλη, βάζανε τα γέλια. Από τότε αρέσανε τα έξαλλα στους πιο πολλούς ανθρώπους. Αλλά εγώ ποτέ δεν ένιωσα επαγγελματίας, ούτε τότε ούτε τώρα»...
«Δεν θα την άλλαζα τη Νάξο ποτέ. Εδώ είναι ήσυχα κι ωραία. Στην Αθήνα στο διαμέρισμα είναι σαν να με έχουνε φυλακή. Εδώ έχω αέρα στην ψυχή μου. Από το σπίτι μου στη Φανερωμένη βλέπω τη Μύκονο και την Τήνο. Και τη θάλασσα. Κι άγρια και ήρεμη, είναι ωραίο πράγμα. Δεν μπορώ να ζήσω σε μέρος που να μη βλέπω μακριά».
«Σήμερα οι σκέψεις και ο τρόπος που έχουν οι άνθρωποι δεν μ' αρέσουνε. Υπάρχει μια ζήλια, ένας ανταγωνισμός. Τα μοντέρνα νησιώτικα δεν νομίζω πως έχουνε σχέση με αυτά που ξέραμε. Αλλά δεν θα χαθεί ο πλούτος της μουσικής και του χορού. Αμα χαθούν κι αυτά, πάει η Ελλάδα. Τι θα έχει πια νόημα;»
«Για αγαπημένο μου τραγούδι δεν έχω τίποτα ιδιαίτερο. Εκείνο που μ' αρέσει πολύ και βγαίνει από τα μέσα μου είναι ένας μπάλος, πολίτικο τραγούδι, που το πήρα και το είπα όπως το 'νιωσα – ωραία που 'ναι την αυγή όταν γλυκοχαράζει»...
* Η Ειρήνη Κονιτοπούλου – Λεγάκη είναι κόρη του βιολιστή Μιχάλη Κονιτόπουλου, που έμεινε στην ιστορία ως «το μωρό», επειδή όταν πρωτόπαιξε βιολί τα πόδια του δεν έφταναν από την καρέκλα στο πάτωμα. Ξεκίνησε 20 χρόνων να τραγουδά στη χορωδία της ΕΡΤ και γρήγορα ξεχώρισε. Ηχογράφησε δεκάδες τραγούδια, εμφανίστηκε σε Ελλάδα και Αμερική.
Πηγή : http://www.thetravelbook.gr/
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου