Ο ιδιοκτήτης της Στράτος Τριαντάφυλλος μιλάει στην Popaganda για το
μαγαζί που συμβίωναν πανκιά και καρεκλάδες και για να το βρεις πρέπει να
ακολουθήσεις το φως του φεγγαριού.
Φτιάχνοντας μια ενδεικτική λίστα για το τι μπορείς να κάνεις στην Αντίπαρο
πρέπει να βάλεις το μπάνιο στα πεντακάθαρα νερά της παραλίας του Σωρού,
άραγμα και φαγητό στο Beach House στο Απάντημα, φρέσκο ψαράκι στον
καπετάν Πιπίνο, χύμα παγωτό στο Vicky’s, θερινό σινεμαδάκι στο Σινέ
Ωλίαρος, χαλαρό κοκτέιλ στο Soul Sugar και ποτό στο ροκάδικο Lucky luk.
Για το κλείσιμο της βραδιάς όμως θα αφήσεις το καλύτερο που ακούει στο
όνομα disco La luna. H πιο θρυλική ντισκοτέκ του Αιγαίου ακούγεται από
τα στόματα όσων έχουν πάει με έναν βαθύ αναστεναγμό που υπονοεί το «Τι
έχω κάνει εγώ στα νιάτα μου εκεί μέσα». Ιστορίες και ιστορίες έχουν
συμβεί στην πίστα που οι χορευτικές φιγούρες υποκινούνται από τη μουσική
των Alpaville, της Samantha Fox και των Modern Talking. Zευγάρια
ερωτεύτηκαν, ζευγάρια χώρισαν, ιδιοκτήτης σχολής χορού έκανε πρόταση σε
θαμώνα να διδάξει στη σχολή του, οπαδοί του Παναθηναϊκού αλλαξοπίστησαν –
μετά από πολλές μπύρες προς υπεράσπισή τους- φωνάζοντας συνθήματα του
Ηρακλή.
Ο Στράτος Τριαντάφυλλος υπήρξε μηχανικός του εμπορικού ναυτικού και στα υπεραντλαντικά ταξίδια του εξερεύνησε τη νυχτερινή ζωή πολλών λιμανιών και αρκετές ντίσκο της εποχής. Μπαρκάροντας πίσω στην Αθήνα τιμούσε καθημερινά τα αντίστοιχα μαγαζιά που υπήρχαν τότε στην περιοχή της Πλάκας και τα πρώτα ηχεία της La luna ήταν δώρο του ιδιοκτήτη της ντισκοτέκ Καρυάτιδες. Αρχικά, είχε ανοίξει ένα μπαρ στην κεντρική πλατεία το οποίο έπαιζε ακριβώς την ίδια μουσική με το σημερινό αλλά ο χώρος ήταν πολύ μικρός και καθότι το νησί δεν είχε τους επισκέπτες που έχει σήμερα, τα μετρημένα μπουκάλια που υπήρχαν στα ράφια του μαγαζιού καταναλώνονταν από τον Στράτο και την παρέα του χωρίς να περνάει κανείς από το ταμείο για να πληρώσει. Όταν το ’81 αποφάσισε να κάνει μεγαλύτερο άνοιγμα και να εκμεταλλευτεί το οικόπεδο που είχε λίγο πιο πέρα από την καρδιά της χώρας του νησιού, την ιδέα για το όνομα του μαγαζιού του την έδωσε μια νεαρή τότε Γερμανίδα που έλεγε συνεχώς πως για να βρεις τον δρόμο προς τα εκεί πρέπει να ακολουθείς το φως του φεγγαριού, αφού ο τεχνητός φωτισμός στο μονοπάτι ήταν (και παραμένει μέχρι σήμερα) ελάχιστος. «Υπήρχε άλλο ένα παρόμοιο μαγαζί από την άλλη πλευρά της χώρας, το οποίο άνηκε σε έναν κολλητό μου, οπότε δεν υπήρξε πρόβλημα γιατί λέγαμε πως αφού άνοιξε εκείνος από εκείνη τη μεριά θα ανοίξω εγώ από την άλλη. Ουσιαστικά όμως και τα δύο εκείνη την περίοδο έμοιαζαν σα να τα δουλεύαμε για την πλάκα μας, μέχρι τότε δεν είχε το νησί τουρισμό και ότι είχε ξεκινήσει δειλά δειλά να έρχεται κόσμος. Τα λεγόμενα παιδιά των λουλουδιών ερχόντουσαν επί της ουσίας που έστηναν τις σκηνές τους στο κάμπινγκ και έτσι όσοι έμεναν εκεί το βράδυ έπαιρναν το δρόμο για να έρθουν προς τα εδώ και να διασκεδάσουν. Γέμιζα από Έλληνες, Ιταλούς και μερικούς Σουηδούς αλλά παρατηρούσα πως οι τελευταίοι είχαν πρόβλημα με τους Έλληνες, έδειχναν να τους κοιτάνε σα να ήταν φρικιά επειδή είχαν λίγο πιο εκκεντρικό ντύσιμο και κούρεμα. Εκείνα τα παιδιά όμως διαμόρφωσαν μια εποχή στο νησί χωρίς αυτό να σημαίνει πως όποιος είχε μακριά μαλλιά ήταν και καλό παιδί, άλλοι ήταν ήσυχοι και πιστοί στον χιπισμό και άλλοι απλά ακολουθούσαν το ρεύμα της εποχής αλλά κατά τα άλλα δημιουργούσαν φασαρίες και πουλούσαν νταηλίκια. Από αυτούς τους λίγους, οι κάτοικοι άρχισαν να μην θέλουν αυτού του είδους τον κόσμο συνολικά. Ωστόσο αυτοί οι άνθρωποι αγάπησαν το μαγαζί και έρχονται μέχρι σήμερα έχοντας πλέον οικογένεια για να δείξουν στα παιδιά τους τον χώρο που είχαν περάσει τις καλύτερες στιγμές των νεανικών τους χρόνων, γεγονός που με συγκινεί ιδιαίτερα. Ακόμη και όσοι δεν έχουν πλέον την οικονομική δυνατότητα να κάνουν κάθε χρόνο διακοπές και όσο να είναι έχουν χορτάσει και λίγο από αυτό λόγω ηλικίας, δίνουν στους πιτσιρικάδες τους χαρτζιλίκι για να έρθουν και τους λένε να μου δώσουν χαιρετίσματα».
Όποιον και να ρωτήσεις, που να έχει φάει τουλάχιστον τρεις μέρες στο νησί, τι ώρα γίνεται η καλή φάση στην La luna θα σου πει χωρίς δεύτερη σκέψη μετά τις τέσσερις. «Παλαιότερα το μαγαζί άνοιγε από τις έντεκα και ακόμη και εκείνη την ώρα δεν μπορούσα να χωρέσω μέσα όλους αυτούς που περίμεναν από πιο νωρίς στην πόρτα. Τώρα έχει αλλάξει η νυχτερινή ζωή του νησιού, ο κόσμος βγαίνει πιο αργά και αναγκαστικά ανοίγω και εγώ κατά τη μία. Νωρίς λοιπόν περνάει ο μεγαλύτερος κόσμος που έλεγα και κάθεται στη μπάρα και όταν το ρολόι δείξει τρεις ξεκινάει το χορευτικό πρόγραμμα για αυτούς που, αφού πιουν τα ποτά τους στα μαγαζιά της πλατείας, παίρνουν το δρόμο προς τα εδώ. Έχουν στο μυαλό τους πως εγώ λειτουργώ ως άφτερ και με κάνουν να ξενυχτάω μέχρι τις εφτά το πρωί που φεύγουν και οι τελευταίοι. Δεν μπορώ να πω όμως, περνάω ωραία όταν τους βλέπω να ουρλιάζουν από χαρά μπαίνοντας στο μαγαζί, να χορεύουν ασταμάτητα και να μην σταματούν να τραγουδούν ακόμη και όταν βγαίνουν και έχει πια ξημερώσει. Νομίζω πως το ότι το μαγαζί είναι πλέον μύθος φαίνεται από το ότι με πιάνουν κάτι νέα παιδιά και μου λένε πως ήρθαν στο νησί μόνο και μόνο για να δουν πως είναι επιτέλους αυτή η ντίσκο, για την οποία έχουν ακούσει τόσες ιστορίες. Η φήμη του μάλλον έχει κάνει τον γύρω του κόσμου αν κρίνω από το ότι ακόμη και τουρίστες μου περιγράφουν σκηνικά που έζησαν οι γονείς τους εδώ μέσα. Σκέψου πως υπήρξε μια χρονιά που μερικοί γείτονες κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια για να με κλείσουν, τα κατάφεραν για μερικούς μήνες και άνθρωποι ερχόντουσαν μέχρι εδώ κλαίγοντας και έπαιρναν τσιμεντόλιθους από την έξω μάντρα και μια ταμπέλα που είχα αφού νόμιζαν πως δεν θα ξανανοίξω ποτέ. Πριν δύο επίσης είχαν βάλει φωτιά σε κάτι λουλούδια που είχα απ’ έξω και ευτυχώς δεν έπαθα μεγάλη ζημιά αλλά με στενοχώρησε το ότι κάηκε η μεγάλη μπουκαμβίλια που στόλιζε τον εξωτερικό τοίχο. Ευτυχώς φέτος πέταξε πάλι ένα κλωνάρι και αναμένω πως και πως να ξανανθίσει. Δεν έχει αλλάξει τίποτα στο μαγαζί τόσα χρόνια, ούτε ο χώρος ούτε η μουσική και μπορεί το στυλ του να χαρακτηρίζεται ως καλτ αλλά αυτό είναι που φέρνει τον κόσμο και τον κρατάει. Ένα σκηνικό που συνέβη πριν καμιά εικοσαριά χρόνια και δεν θα ξεχάσω ποτέ ήταν όταν ένα βράδυ μπήκε ένας τύπος που έμοιαζε πολύ άγριος και έτοιμος για τσαμπουκά, οπότε παρακολουθούσα ενστικτωδώς τις κινήσεις του γιατί δυστυχώς όταν δουλεύεις νύχτα κόβεις φάτσες. Κάποια στιγμή αρχίζει μια παρέα να τσακώνεται πολύ έντονα και τα ποτήρια τους έφευγαν από το τραπέζι και έσπαγαν κάτω στο τσιμέντο ενώ πολύς κόσμος κυκλοφορούσε ξυπόλητος. Ανησυχούσα πάρα πολύ μην γίνει κανένα ατύχημα και τους έκανα και μια και δυο και τρεις φορές παρατήρηση, αλλά εκείνοι τίποτα, τον χαβά τους. Όταν πια αγανάκτησα, ο τύπος που φοβήθηκα στην αρχή πως θα μου δημιουργήσει πρόβλημα τους έπιασε και τους έβαλε στη θέση τους λέγοντας τους πως αυτό το μαγαζί ανήκει σε έναν συγκεκριμένο κόσμο που γίνεται όλος μια παρέα και αυτοί προφανώς δεν χωρούν εκεί».
Καταλαβαίνεις πως έφτασε το τέλος της ξέφρενης βραδιάς σου όταν από τα ηχεία ακουστεί η μελωδική φωνή της Nina Simone που κοκορεύεται για τον τρελό της έρωτα τραγουδώντας το My baby just cares for me. «Έχω καθιερώσει αυτό το κομμάτι και δεν το αλλάζω γιατί έτσι καταλαβαίνουν όλοι όσοι ξεμένουν μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες πως κάπου εδώ ήρθε η ώρα να πάμε όλοι για ύπνο και να τα ξαναπούμε το επόμενο βράδυ. Έχω ακούσει σε ταξί της Αθήνας έναν ραδιοφωνικό παραγωγό να προλογίζει το συγκεκριμένο τραγούδι ως αυτό που κλείνει κάθε βράδυ τη θρυλική ντίσκο της Αντιπάρου».
Πηγή : http://popaganda.gr
Ο Στράτος Τριαντάφυλλος υπήρξε μηχανικός του εμπορικού ναυτικού και στα υπεραντλαντικά ταξίδια του εξερεύνησε τη νυχτερινή ζωή πολλών λιμανιών και αρκετές ντίσκο της εποχής. Μπαρκάροντας πίσω στην Αθήνα τιμούσε καθημερινά τα αντίστοιχα μαγαζιά που υπήρχαν τότε στην περιοχή της Πλάκας και τα πρώτα ηχεία της La luna ήταν δώρο του ιδιοκτήτη της ντισκοτέκ Καρυάτιδες. Αρχικά, είχε ανοίξει ένα μπαρ στην κεντρική πλατεία το οποίο έπαιζε ακριβώς την ίδια μουσική με το σημερινό αλλά ο χώρος ήταν πολύ μικρός και καθότι το νησί δεν είχε τους επισκέπτες που έχει σήμερα, τα μετρημένα μπουκάλια που υπήρχαν στα ράφια του μαγαζιού καταναλώνονταν από τον Στράτο και την παρέα του χωρίς να περνάει κανείς από το ταμείο για να πληρώσει. Όταν το ’81 αποφάσισε να κάνει μεγαλύτερο άνοιγμα και να εκμεταλλευτεί το οικόπεδο που είχε λίγο πιο πέρα από την καρδιά της χώρας του νησιού, την ιδέα για το όνομα του μαγαζιού του την έδωσε μια νεαρή τότε Γερμανίδα που έλεγε συνεχώς πως για να βρεις τον δρόμο προς τα εκεί πρέπει να ακολουθείς το φως του φεγγαριού, αφού ο τεχνητός φωτισμός στο μονοπάτι ήταν (και παραμένει μέχρι σήμερα) ελάχιστος. «Υπήρχε άλλο ένα παρόμοιο μαγαζί από την άλλη πλευρά της χώρας, το οποίο άνηκε σε έναν κολλητό μου, οπότε δεν υπήρξε πρόβλημα γιατί λέγαμε πως αφού άνοιξε εκείνος από εκείνη τη μεριά θα ανοίξω εγώ από την άλλη. Ουσιαστικά όμως και τα δύο εκείνη την περίοδο έμοιαζαν σα να τα δουλεύαμε για την πλάκα μας, μέχρι τότε δεν είχε το νησί τουρισμό και ότι είχε ξεκινήσει δειλά δειλά να έρχεται κόσμος. Τα λεγόμενα παιδιά των λουλουδιών ερχόντουσαν επί της ουσίας που έστηναν τις σκηνές τους στο κάμπινγκ και έτσι όσοι έμεναν εκεί το βράδυ έπαιρναν το δρόμο για να έρθουν προς τα εδώ και να διασκεδάσουν. Γέμιζα από Έλληνες, Ιταλούς και μερικούς Σουηδούς αλλά παρατηρούσα πως οι τελευταίοι είχαν πρόβλημα με τους Έλληνες, έδειχναν να τους κοιτάνε σα να ήταν φρικιά επειδή είχαν λίγο πιο εκκεντρικό ντύσιμο και κούρεμα. Εκείνα τα παιδιά όμως διαμόρφωσαν μια εποχή στο νησί χωρίς αυτό να σημαίνει πως όποιος είχε μακριά μαλλιά ήταν και καλό παιδί, άλλοι ήταν ήσυχοι και πιστοί στον χιπισμό και άλλοι απλά ακολουθούσαν το ρεύμα της εποχής αλλά κατά τα άλλα δημιουργούσαν φασαρίες και πουλούσαν νταηλίκια. Από αυτούς τους λίγους, οι κάτοικοι άρχισαν να μην θέλουν αυτού του είδους τον κόσμο συνολικά. Ωστόσο αυτοί οι άνθρωποι αγάπησαν το μαγαζί και έρχονται μέχρι σήμερα έχοντας πλέον οικογένεια για να δείξουν στα παιδιά τους τον χώρο που είχαν περάσει τις καλύτερες στιγμές των νεανικών τους χρόνων, γεγονός που με συγκινεί ιδιαίτερα. Ακόμη και όσοι δεν έχουν πλέον την οικονομική δυνατότητα να κάνουν κάθε χρόνο διακοπές και όσο να είναι έχουν χορτάσει και λίγο από αυτό λόγω ηλικίας, δίνουν στους πιτσιρικάδες τους χαρτζιλίκι για να έρθουν και τους λένε να μου δώσουν χαιρετίσματα».
Όποιον και να ρωτήσεις, που να έχει φάει τουλάχιστον τρεις μέρες στο νησί, τι ώρα γίνεται η καλή φάση στην La luna θα σου πει χωρίς δεύτερη σκέψη μετά τις τέσσερις. «Παλαιότερα το μαγαζί άνοιγε από τις έντεκα και ακόμη και εκείνη την ώρα δεν μπορούσα να χωρέσω μέσα όλους αυτούς που περίμεναν από πιο νωρίς στην πόρτα. Τώρα έχει αλλάξει η νυχτερινή ζωή του νησιού, ο κόσμος βγαίνει πιο αργά και αναγκαστικά ανοίγω και εγώ κατά τη μία. Νωρίς λοιπόν περνάει ο μεγαλύτερος κόσμος που έλεγα και κάθεται στη μπάρα και όταν το ρολόι δείξει τρεις ξεκινάει το χορευτικό πρόγραμμα για αυτούς που, αφού πιουν τα ποτά τους στα μαγαζιά της πλατείας, παίρνουν το δρόμο προς τα εδώ. Έχουν στο μυαλό τους πως εγώ λειτουργώ ως άφτερ και με κάνουν να ξενυχτάω μέχρι τις εφτά το πρωί που φεύγουν και οι τελευταίοι. Δεν μπορώ να πω όμως, περνάω ωραία όταν τους βλέπω να ουρλιάζουν από χαρά μπαίνοντας στο μαγαζί, να χορεύουν ασταμάτητα και να μην σταματούν να τραγουδούν ακόμη και όταν βγαίνουν και έχει πια ξημερώσει. Νομίζω πως το ότι το μαγαζί είναι πλέον μύθος φαίνεται από το ότι με πιάνουν κάτι νέα παιδιά και μου λένε πως ήρθαν στο νησί μόνο και μόνο για να δουν πως είναι επιτέλους αυτή η ντίσκο, για την οποία έχουν ακούσει τόσες ιστορίες. Η φήμη του μάλλον έχει κάνει τον γύρω του κόσμου αν κρίνω από το ότι ακόμη και τουρίστες μου περιγράφουν σκηνικά που έζησαν οι γονείς τους εδώ μέσα. Σκέψου πως υπήρξε μια χρονιά που μερικοί γείτονες κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια για να με κλείσουν, τα κατάφεραν για μερικούς μήνες και άνθρωποι ερχόντουσαν μέχρι εδώ κλαίγοντας και έπαιρναν τσιμεντόλιθους από την έξω μάντρα και μια ταμπέλα που είχα αφού νόμιζαν πως δεν θα ξανανοίξω ποτέ. Πριν δύο επίσης είχαν βάλει φωτιά σε κάτι λουλούδια που είχα απ’ έξω και ευτυχώς δεν έπαθα μεγάλη ζημιά αλλά με στενοχώρησε το ότι κάηκε η μεγάλη μπουκαμβίλια που στόλιζε τον εξωτερικό τοίχο. Ευτυχώς φέτος πέταξε πάλι ένα κλωνάρι και αναμένω πως και πως να ξανανθίσει. Δεν έχει αλλάξει τίποτα στο μαγαζί τόσα χρόνια, ούτε ο χώρος ούτε η μουσική και μπορεί το στυλ του να χαρακτηρίζεται ως καλτ αλλά αυτό είναι που φέρνει τον κόσμο και τον κρατάει. Ένα σκηνικό που συνέβη πριν καμιά εικοσαριά χρόνια και δεν θα ξεχάσω ποτέ ήταν όταν ένα βράδυ μπήκε ένας τύπος που έμοιαζε πολύ άγριος και έτοιμος για τσαμπουκά, οπότε παρακολουθούσα ενστικτωδώς τις κινήσεις του γιατί δυστυχώς όταν δουλεύεις νύχτα κόβεις φάτσες. Κάποια στιγμή αρχίζει μια παρέα να τσακώνεται πολύ έντονα και τα ποτήρια τους έφευγαν από το τραπέζι και έσπαγαν κάτω στο τσιμέντο ενώ πολύς κόσμος κυκλοφορούσε ξυπόλητος. Ανησυχούσα πάρα πολύ μην γίνει κανένα ατύχημα και τους έκανα και μια και δυο και τρεις φορές παρατήρηση, αλλά εκείνοι τίποτα, τον χαβά τους. Όταν πια αγανάκτησα, ο τύπος που φοβήθηκα στην αρχή πως θα μου δημιουργήσει πρόβλημα τους έπιασε και τους έβαλε στη θέση τους λέγοντας τους πως αυτό το μαγαζί ανήκει σε έναν συγκεκριμένο κόσμο που γίνεται όλος μια παρέα και αυτοί προφανώς δεν χωρούν εκεί».
Καταλαβαίνεις πως έφτασε το τέλος της ξέφρενης βραδιάς σου όταν από τα ηχεία ακουστεί η μελωδική φωνή της Nina Simone που κοκορεύεται για τον τρελό της έρωτα τραγουδώντας το My baby just cares for me. «Έχω καθιερώσει αυτό το κομμάτι και δεν το αλλάζω γιατί έτσι καταλαβαίνουν όλοι όσοι ξεμένουν μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες πως κάπου εδώ ήρθε η ώρα να πάμε όλοι για ύπνο και να τα ξαναπούμε το επόμενο βράδυ. Έχω ακούσει σε ταξί της Αθήνας έναν ραδιοφωνικό παραγωγό να προλογίζει το συγκεκριμένο τραγούδι ως αυτό που κλείνει κάθε βράδυ τη θρυλική ντίσκο της Αντιπάρου».
Πηγή : http://popaganda.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου