2 Αυγ 2017

Τη δυσανάλογη σχέση, μεταξύ της ανάπτυξης στον τουρισμό και της ελληνικής οικονομίας, βάζει στο «μικροσκόπιο» μελέτη για τον τουρισμό της ΓΣΕΕ

Τη μελέτη «Τουρισμός και ανάπτυξη: Βασικά μεγέθη, κλαδικές διασυνδέσεις, αγροτροφικό σύστημα», εξέδωσαν η ΓΣΕΕ, η Ομοσπονδία Εργαζομένων στον Τουρισμό – Επισιτισμό και το Ινστιτούτο Εργασίας της Συνομοσπονδίας, με συγγραφέα τον Ευάγγελο Νικολαΐδη.
Στην ενδιαφέρουσα αυτή μελέτη του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, σημειώνεται, πως τα τελευταία χρόνια, ενώ βασικοί δείκτες της οικονομίας βρίσκονται στο φάσμα της ύφεσης ή της στασιμότητας, ο αριθμός των αφίξεων τουριστών από το εξωτερικό στην Ελλάδα αυξάνεται με εξαιρετικά δυναμικό ρυθμό.
Τα προφανή οφέλη από τις ιδιαίτερα θετικές εξελίξεις στον αριθμό των αφίξεων συμπίπτουν χρονικά με τη δραματική υποχώρηση της εγχώριας παραγωγικής βάσης, καθώς και με την επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων. Ως εκ τούτου τίθεται το εύλογο ερώτημα κατά πόσο το όφελος από τον τουρισμό διαχέεται, σε όρους εισοδήματος και απασχόλησης, αφενός μεταξύ των επιχειρήσεων που άμεσα συνδέονται με τον τουρισμό, αφετέρου αν συμμετέχουν σε αυτό και οι κλάδοι οι οποίοι συνδέονται με τον τουρισμό με έμμεσο τρόπο. Το εν λόγω γενικό ερώτημα μπορεί να τεθεί και όσον αφορά τη γεωγραφική-περιφερειακή διάσταση, στο πλαίσιο μιας σχέσης εθνικού-περιφερειακού και περιφερειακού- τοπικού. Βασικό, ωστόσο ερώτημα της μελέτης, είναι ο τρόπος με τον οποίο το συγκεκριμένο όφελος μπορεί να επιμεριστεί σε μεγαλύτερο βαθμό τόσο γενικά στην ελληνική οικονομία και κοινωνία όσο και σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο.
Μονομερής εστίαση
Όπως εξηγεί στην εισαγωγή του ο κ. Νικολαΐδης, «η μονομερής έμφαση στον αριθμό τον αφίξεων οδήγησε– μεταξύ άλλων αιτιών– και στη μονομερή εστίαση της πολιτικής σε δραστηριότητες μάρκετινγκ και δημοσίων σχέσεων, σε βάρος μιας αναπτυξιακής πολιτικής για την ολοκληρωμένη ένταξη του τουρισμού στο σύνολο της οικονομίας. Στον βαθμό που ο αριθμός των αφίξεων, καθώς μάλιστα βαίνει αυξανόμενος, εκλαμβάνεται σχεδόν ως δεδομένος και συγχρόνως θεωρείται το κυριότερο κριτήριο επιτυχίας, ενδέχεται να λειτουργήσει προς την αναπαραγωγή τής ανωτέρω μονομερούς προσέγγισης, να δημιουργεί εφησυχασμό και να αδρανοποιεί τα αναπτυξιακά αντανακλαστικά. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας αντίληψης θα είναι να παραμείνει στο παρασκήνιο η αναγκαιότητα για μια ολοκληρωμένη ανάπτυξη και δυναμική αναβάθμιση των πολλαπλασιαστικών και ουσιαστικών αναπτυξιακών δυνατοτήτων του τουρισμού».
«Προϋπόθεση όμως για την τουριστική ανάπτυξη είναι η αναβάθμιση της αντίληψης που αφορά την πύκνωση και την ενδυνάμωση των κλαδικών διασυνδέσεων. Για την εμπέδωση της κρισιμότητας των κλαδικών διασυνδέσεων απαιτείται η αποκατάσταση της αμοιβαιότητας στη σχέση του αριθμού των αφίξεων και του ρόλου των άλλων κλάδων της οικονομίας», αναφέρεται.
Διπλασιασμός επισκεπτών, μείωση διανυκτερεύσεων
Περνώντας στα στοιχεία, όπως αναφέρει η μελέτη, αυτό που παρατηρείται είναι ότι από το 2013 υπάρχει μια αλματώδης ποσοτική αλλαγή η οποία τείνει σχεδόν στον διπλασιασμό του αριθμού των επισκεπτών, ο οποίος το 2016 ανήλθε στο επίπεδο των 28 εκατ. ατόμων. Ανάλογη περιοδολόγηση με αυτή των αφίξεων μπορεί να γίνει και στην περίπτωση των εισπράξεων.
Οι αφίξεις των τουριστών πραγματοποιούνται κατά κύριο λόγο αεροπορικώς (63,5%) και οδικώς (33,8%)∙ διά θαλάσσης σε ποσοστό μόλις 2,7%, ενώ σχεδόν ανύπαρκτη είναι η χρήση του σιδηροδρόμου.
Ο αριθμός των διανυκτερεύσεων επηρεάζεται από τον αριθμό των αφίξεων και από τη μέση διάρκεια παραμονής. Αυτά τα δύο μεγέθη εμφανίζουν αποκλίνουσα πορεία. Ενώ οι αφίξεις μεταβάλλονται θετικά, η μέση διάρκεια παραμονής περιορίζεται. Η μέση διάρκεια παραμονής μειώθηκε από 10,7 ημέρες το 2005 σε 6,9 το 2016.
κατά την περίοδο της δυναμικής αύξησης των εισπράξεων το 3ο τρίμηνο είναι αυτό που κατά κύριο λόγο τροφοδοτεί την αύξηση και συνεπώς η εν λόγω δυναμική αύξηση δεν συμβάλει στην άμβλυνση της εποχικότητας των εισπράξεων
Ανακόλουθη η αύξηση με την οικονομία
Για το μελετητή, η σχέση αφίξεων και εισπράξεων αντανακλά και μια ιδιαίτερα σημαντική παράμετρο, που είναι ο βαθμός της άμεσης και της έμμεσης διασύνδεσης της τουριστικής κατανάλωσης με την εγχώρια οικονομία.
Η τουριστική δαπάνη δεν ακολουθεί τον ρυθμό αύξησης των αφίξεων. Το πάγιο χαρακτηριστικό της σχέσης αφίξεων-εισπράξεων στο διάστημα 2002-2016 είναι ότι η ετήσια μεταβολή των εισπράξεων υστερεί της μεταβολής των αφίξεων. Πτωτική τάση παρουσιάζει κατά το ίδιο χρονικό διάστημα και η δαπάνη ανά ταξίδι, καθώς από 745,7 ευρώ το 2005, μειώθηκε σε μόλις 470,5 ευρώ το 2016. Σε όρους ποσοστιαίας μεταβολής, το 2016 η μέση δαπάνη ανά ταξίδι διαμορφώθηκε στο 63,1% του επιπέδου του 2005
Η ερμηνεία αποδίδεται σε αρκετούς παράγοντες, όπως τη μείωση της διάρκειας παραμονής, της δαπάνης ανά ταξίδι, τις χαμηλότερες τιμές, τη μετατόπιση προς επισκέπτες χαμηλότερου εισοδήματος, το διεθνή ανταγωνισμό κ.ά. Πρόκειται για ερμηνείες που, όπως επισημαίνεται, προσανατολίζονται κυρίως σε εξωγενείς παράγοντες, ωστόσο, για μια πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση θα πρέπει να υπάρξει αναζήτηση και προς την κατεύθυνση των ενδογενών αιτιών, δηλαδή αυτών που σχετίζονται με τις άμεσες και τις έμμεσες διασυνδέσεις της τουριστικής κατανάλωσης με την εγχώρια οικονομία. Η οπτική αυτή έχει ενδιαφέρον και είναι δυνατόν να αποτελέσει αντικείμενο στοχευμένης αναπτυξιακής πολιτικής
Σε κάθε περίπτωση, βάσει της μελέτης, το ερώτημα που τίθεται από τις ευνοϊκές εξελίξεις στο επίπεδο των αφίξεων είναι ποιο είναι το άμεσο, το έμμεσο και το συνολικό αποτύπωμα για την ελληνική οικονομία. Κατά πόσο δηλαδή η αυξημένη τουριστική ζήτηση (σε τελικά και ενδιάμεσα αγαθά και υπηρεσίες) δημιουργεί όφελος για το σύνολο των εμπλεκόμενων κλάδων και περιοχών, την απασχόληση, τα δημόσια οικονομικά, τα έσοδα του ασφαλιστικού συστήματος, και εν ολίγοις τι συμβολή έχει στην ανασυγκρότηση της παραγωγικής βάσης σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο. Η σημερινή ευνοϊκή εξέλιξη στο επίπεδο των αφίξεων συνιστά μια εξαιρετική ευκαιρία, όπως αναφέρεται, για πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα, για δημιουργία νέων βάσεων για την ανάπτυξη του τουρισμού σε υψηλότερο επίπεδο. Συνεπώς, η θεαματική ποσοτική αύξηση σε όρους αφίξεων δεν θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως κάτι δεδομένο και επαρκές, αλλά να ενεργοποιήσει πολιτικές για τον πολλαπλασιασμό και τη διάχυση του οφέλους.
Το συμπέρασμα από την ανάλυση σχετικά με τις σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στις οικονομικές δραστηριότητες που συνδέονται με άμεσο τρόπο με την τουριστική δραστηριότητα και τα προϊόντα των λοιπών κλάδων της οικονομίας είναι ότι, ενώ είναι αξιόλογες, βρίσκονται σε τροχιά αποδυνάμωσης
Λύση ο θεματικός τουρισμός
Ως μία δυναμική λύση στον παραπάνω προβληματισμό, εκτιμάται η ανάπτυξη του θεματικού τουρισμού, ο οποίος συνδέεται οργανικά με βασικούς στόχους της τουριστικής ανάπτυξης.
Όπως σημειώνεται, ο θεματικός τουρισμός αναδεικνύει ευκρινέστερα τη διασύνδεση του τουρισμού με άλλους κλάδους της οικονομίας, πέραν αυτών που συνιστούν τον πυρήνα του τουρισμού ή όσων παραδοσιακά συνδέονται στενά με αυτόν. Ο λόγος είναι ότι καθεμιά από τις ιδιαίτερες εκφάνσεις του θεματικού τουρισμού (ιαματικός, συνεδριακός, ιατρικός, αθλητικός, θρησκευτικός, καταδυτικός κ.ά.) συνδέει τον τουρισμό με άλλους κλάδους και με διαφορετικές οικονομικές δραστηριότητες.
Παράλληλα, ο θεματικός τουρισμός διευρύνει την ποικιλία της προσφοράς και διαφοροποιεί το προϊόν. Τα στοιχεία αυτά έχουν θετική επίδραση στην επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου, στην αποκέντρωση της προσφοράς σε γεωγραφικούς όρους, στη μείωση του βαθμού εξάρτησης από το παραδοσιακό μοντέλο του τουρισμού, στη μείωση του κινδύνου από συγκυριακές εξελίξεις. Ο θεματικός τουρισμός επιτελεί ακόμα έναν σημαντικό ρόλο.
Για τους παραπάνω λόγους, η μελέτη καταλήγει, πως ο θεματικός τουρισμός αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής τουριστικής ανάπτυξης και διάχυσης του οφέλους σε όλη την οικονομία.
Πηγή : http://www.koinignomi.gr

to synoro blog

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...