11 Ιουλ 2012

Η Μουσική Παράδοση της Κύθνου (Θερμιά)


Γράφει ο Μουσικός-Κοινωνιολόγος Γεώργιος Ι. Μπουρίτης Κύθνος ή Θερμιά:

 Νησί των Δυτικών Κυκλάδων. Άμα ανέβεις στην κορυφογραμμή της μπορείς να διακρίνεις περίπου το μέγεθός της. Δεν είναι ούτε από τα πιο μεγάλα νησιά, μα ούτε και μικρή. Όταν έχει ο καιρός τα καλά του, και θέλει να παίξει με τα χρώματα και το φως, από ψηλά μπορείς να δει ένα γύρω τα Κυκλαδονήσια σαν τόξο από τον Βορά, την Ανατολή, το Νότο. Βορειοδυτικά φανερώνεται το Σούνιο, ενώ στα δυτικά συχνά διακρίνονται η Ύδρα και τα βουνά της Πελοποννήσου. Όχι, δεν σας κάνω μάθημα γεωγραφίας, για τη μουσική θα μιλήσουμε, δεν τον ξέχασα τον τίτλο.

 Έλα όμως που όλα μπερδεύονται μεταξύ τους και αν δεν πιάσεις μία – μία τις άκρες δεν μπορείς να τα ξεμπερδέψεις και να κατανοήσεις πως δημιουργήθηκε αυτό που υπάρχει σήμερα. Αυτό που φτάνει από γενιά σε γενιά, αφού προσθέσει κάτι με τη σειρά της η κάθε μια, για να το παραδώσει στην επόμενη. Νάτο, το είπα κιόλας: «παραδώσει». Για την παράδοση ο λόγος και συγκεκριμένα τη μουσική παράδοση της Κύθνου (Θερμιά).

Και έχει σχέση η μουσική του νησιού με τη γεωγραφία; Και βέβαια έχει σχέση. Είναι η μία άκρη της. Άλλες άκρες που μας βοηθάνε να την κατανοήσουμε είναι η ιστορία, η οικονομία, η κοινωνιολογία, η λαογραφία. Επιστήμες που η κάθε μια από τη μεριά της φωτίζει και μια πλευρά σ’ αυτό το όμορφο κόσμημα που έχουν και καυχιόνται οι Θερμιώτες :

«τη Θερμιώτικη μουσική». Η μουσική είναι ήχος. Ο ήχος είναι κύματα.

Κι από κύματα ξέρουνε πολλά οι Θερμιώτες. Τα κύματα της μουσικής σαν τα κύματα της θάλασσας δεν έχουν αρχή και τέλος. Ταξιδεύουν από στεριές σε θάλασσες, βρίσκουν λιμάνια, ανεβαίνουν στα βουνά, ξανακατεβαίνουν στο γιαλό. Ακολουθούν τον ψαρά, το ναυτικό, το μετανάστη, και περνάνε σε άλλες πατρίδες. Η ομορφιά είναι ότι σε κάθε ταξίδι, σαν τους καραβοκύρηδες, πλουτίζει και γίνεται πιο γεμάτη από εμπειρίες και πιο δουλεμένη.

 Έτσι λοιπόν και στο νησί της Κύθνου, όπως και σε κάθε τόπο, από τις πιο κοντινές στεριές περισσότερο, μα και τις πιο μακρινές μέσα στην ιστορία, περάσανε μουσικές μελωδίες που αφήσανε απογόνους πάνω στον τόπο. Το νησί αυτό, που το κατοικήσανε οι άνθρωποι από τα πολύ παλιά χρόνια χωρίς διακοπή έως τις μέρες μας, έδωσε τροφή και καταφύγιο σε πολλούς δουλευταράδες ξωμάχους, τολμηρούς θαλασσοπόρους και κυνηγημένους αδούλωτους πατριώτες, που έφταναν στην Κύθνο μέσα στους αιώνες και είναι αυτοί που έφτιαξαν τη θερμιώτικη ράτσα.

 Μια ράτσα που χορεύει και τραγουδάει και γλεντάει ασταμάτητα. Ίσως να είναι το αντιστάθμισμα στη ζωή τους, επειδή πάντα το φαγητό και το νερό ήταν γι’ αυτούς φτωχό και λιγοστό. Τον κόπο τους και την έλλειψή τους τα έκαναν φιλοσοφία και τη φιλοσοφία τους τραγούδι. Επειδή όμως η φύση του νησιού είναι γλυκιά, προσιτή, οικία και ανθρώπινη, ο άνεμος όμως δαιμονισμένος και ασταμάτητος που δεν σ’ αφήνει σε ησυχία, γι’ αυτό και τα θερμιώτικα τραγούδια έχουν στίχους απλούς χαριτωμένους, παιχνιδιάρικους κι ο έρωτας κυριαρχεί στη θεματολογία τους.

 «Ας πάνε όσα δούλεψα κι όσα ΄χα δουλεμένα για μιας αυγής αγκάλιασμα όλα ξεπληρωμένα». Ο Θερμιώτης τραγουδάει τον έρωτα , τραγουδάει και την επίπονη εργασία του, που τον θέλει να εκτίθεται σε σκληρές και αντίξοες καιρικές συνθήκες: 

«Το Μάη και το Θεριστή με βαλαν να θερίσω για να με δέρνει ο άνεμος κι ο ήλιος να μαυρίσω»

 Δεν υπάρχουν εδώ ακραίες καταστάσεις. Στο θερμιώτικο τραγούδι ο άνθρωπος είναι πάντα στο επίκεντρο και όχι τα στοιχεία της φύσης.

 Για παράδειγμα μπορούμε να αντιδιαστείλουμε τις περιγραφές δημοτικών τραγουδιών, στεριανών περιοχών, που γίνεται συχνότατη αναφορά στα βουνά, στα δέντρα, στα πουλιά που πολλές φορές τα ζηλεύει ο άνθρωπος γιατί έχουν ιδιότητες και δυνατότητες, που δεν έχει εκείνος και θα ήθελε να τους μοιάσει. Στα Θερμιά, όλα τα έχει προσαρμόσει ο άνθρωπος στις ανάγκες του και η φύση του είναι υποταγμένη και η κάθε σπιθαμή γης είναι αξιοποιημένη. Είναι λιτός και ολιγαρκής ο Θερμιώτης και στα τραγούδια του.

Άμα θέλει και «κανά δεντρί» θα πάει να το βρει μα κι αυτό «μόνο και μοναχό του» θα είναι όπως περιγράφεται στον ακόλουθο θερμιώτικο στίχο: «Θα πα’ να εύρω ένα δεντρί, να είναι μοναχό του για να του πω τον πόνο μου κι αυτό τον εδικό του». Ο τόπος του είναι σαφής προσδιορισμένος και οριοθετημένος. Ακόμα και στα χωράφια και στις ρεματιές και στα βράχια έχει δώσει ονόματα και τα έχει τραγουδήσει:

 «Στον Αγιο Κωνσταντίνο θα χτίσω κατοικιά να βλέπω την Κανάλα και πίσω τα Λουτρά»

 Στα τραγούδια του δεν μπορούσε να μην γίνεται αναφορά και στο Θείο (κύρια στην Παναγία και τους Αγίους) που τους θεωρεί προσιτούς, οικείους μα και προστάτες:



 «Παναγιά μου που μας ξέρεις βολικά να μας τα φέρεις».

 «Επήγα και τον άναψα τον Άγιο Κιντύνη και τον επαρακάλεσα υγεία να μας δίνει». Θερμιώτικο γλέντι του περασμένου αιώνα Είπαμε παραπάνω για τη φύση, μα είπαμε και για τον άνεμο που φυσά όλο το χρόνο και έχει σφιχταγκαλιάσει το νησί, έχει γίνει ένα μαζί του. Πρόκειται για σχέση έρωτα και πάθους. Παίζει και ο άνεμος με τους ανθρώπους. Πότε τους σπρώχνει και τους κάνει να τρέχουν, πότε τους μποδίζει και δεν τους αφήνει να κάνουν τη δουλειά τους.

 Συνήθισαν τότε κι αυτοί και το έκαναν χορό. Παίρνει λοιπόν ο καθένας τη ντάμα του και γυρίζουν γύρω – γύρω μέσα σε έναν νοητό κύκλο, μετά πιάνονται και οι δυο μαζί και στριφογυρίζουν χαρούμενα και χαριτωμένα σα να παίζουν παιδιά. Και το ερωτικό παιχνίδι έτσι ανάλαφρα, σαν το χορό τους, το αντιμετωπίζουν. Και επειδή ο έρωτας αφορά «ζευγάρι» γι’ αυτό και οι περισσότεροι χοροί στην Κύθνο είναι ζευγαρωτοί – συρτοί και μπάλλοι. Βέβαια, παλαιότερα ο Θερμιώτης όταν ήθελε να κάνει ένα έργο που δεν μπορούσε μόνος του, όπως για παράδειγμα το χτίσιμο των ξερολιθιών και των κελιών (μικρές πέτρινες αγροικίες), χρειαζότανε τη βοήθεια και των υπολοίπων αντρών συγγενών ή φίλων.

Τότε λοιπόν δούλευαν όλοι «συχεριά» για να βοηθήσουν τον έναν. Επειδή ήταν πολύ σπουδαίο το αποτέλεσμα για την επιβίωσή τους το ενσωμάτωσαν κι αυτό στο γλέντι τους. Αναρωτιέστε που το πάω; Μα πρόκειται για τα τραγούδια «του τραπεζιού» που τραγουδούσανε όλοι οι άντρες μαζί και οι πρώτοι χοροί σε κάθε γλέντι που ήταν ομαδικοί αντρικοί χοροί: χασάπικοι, χασαποσέρβικοι, τσάμικοι κλπ. Βέβαια μη το παρακάνουμε, όχι και πολλά από αυτά.

 Ξανά πάλι χώριζαν και χόρευαν μαγκιόρικα παραδοσιακά ζεϊμπέκικα και καρσιλαμάδες. Όχι όμως όπως τώρα ένας – ένας αλλά, αντικριστά δύο άντρες μαζί, δύο φίλοι, δύο βλάμηδες. Βλέπετε, άλλα χρόνια εκείνα. Το γλέντι πάντα καθρέφτης των αξιών, των ηθών, των προτύπων κάθε κοινωνίας. Θα ήθελα να κλείσω με έναν γνήσιο θερμιώτικο στίχο που εκφράζει το νησιώτικο σπιρτόζικο, ανάλαφρο και αλέγρο πνεύμα αυτών των τραγουδιών:

 «εμένα η αγάπη μου μοιάζει του ατζιτζίκου που ανεβαίνει στη συκιά και τραγουδά του σύκου».

 (Το κείμενο αυτό αφιερώνεται στο Αιγάλεω, που είναι η δεύτερη πατρίδα των περισσοτέρων Κυθνίων).





 (Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό πολιτιστική ΕΝΝΕΑΔΑ, τ, 10ο, 2002)

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...