10 Μαρ 2013

Το τέλος της ιστορίας

 του ΚΙΜΠΙ
Ένας διάσημος αγγλόφωνος συγγραφέας, πολυβραβευμένος δημιουργός best sellers, ευαισθητοποιημένος από τον μακρινό απόηχο της ελληνικής κρίσης στην πατρίδα του, αποφάσισε να συνθέσει το αφήγημά της, ένα λογοτεχνικό χρονικό με όλα τα γοητευτικά συστατικά αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. 
 
Συναρπασμένος από το νέο του εγχείρημα, ταξίδεψε στην Ελλάδα.
 
 Για δύο μήνες, Μάιο και Ιούνιο του 2012, που για καλή του τύχη ήταν και προεκλογικοί, παρατηρούσε, παρακολουθούσε, μάζευε πληροφορίες και υλικό. 
 
Πήγε σε προεκλογικές συγκεντρώσεις, συμμετείχε σε διαδηλώσεις, μίλησε με κάθε καρυδιάς καρύδι – δημόσιους υπάλληλους, εργάτες, συνταξιούχους, ανέργους, συγγενείς αυτοχείρων, επιχειρηματίες, τραπεζίτες, ανθρώπους της κυβέρνησης, εκπροσώπους των κομμάτων, αντιεξουσιαστές, νεοναζί, ακόμη και με ανθρώπους από τα τεχνικά κλιμάκια της τρόικας που μάλλον γοητεύονταν στην ιδέα ότι μπορεί να απαθανατιστούν ως σκοτεινές, αλλά καταλυτικές φιγούρες ανάμεσα στους ήρωες του βιβλίου.
 
 Με το ογκώδες υλικό της έρευνάς του, ο συγγραφέας επέστρεψε στην πατρίδα του και αποσύρθηκε στο ησυχαστήριό του, μια αγροικία έξω από μια ήρεμη κωμόπολη, με θέα μια μικρή λίμνη.
 
Η φιλοδοξία του συγγραφέα ήταν να δώσει στο έργο του τη διάσταση ενός κοινωνικού, οικονομικού και πολιτικού έπους, με κλιμάκωση αρχαίας τραγωδίας και στο ύφος του σκληρού ρεαλισμού με τον οποίο πάντα κέρδιζε κοινό και κριτικούς. Προβληματίστηκε αρκετά για τους χαρακτήρες που θα έβαζε στο κέντρο της μυθοπλασίας. 
 
Ταλαντεύτηκε για το αν οι κεντρικοί ήρωές του θα ήταν πρόσωπα της εξουσίας, κατά τεκμήριο υπαίτιας της κρίσης, ή τα ανυποψίαστα θύματά της, απλοί, καθημερινοί άνθρωποι που είδαν τη γη να φεύγει κάτω απ’ τα πόδια τους. 
 
Αναρωτήθηκε αν το κέντρο βάρους έπρεπε να είναι η πολιτική ή αν θα ήταν προτιμότερο να επικεντρώσει στα τραυματικά βιώματα απλών ανθρώπων. 
 
Τελικώς, κατέληξε σε μια ιδέα συνθετική: ο κεντρικός του ήρωας θα ήταν ένας άνθρωπος που σε ελάχιστο χρόνο διατρέχει την κοινωνική κλίμακα από πάνω προς τα κάτω. Πρακτικά, θα περιέγραφε μια δραματική πτώση, μιαν εις Άδου καθοδο.
 
Σε αδρές γραμμές, η σύλληψή του ήταν η εξής: 
 
Πολλά υποσχόμενος ώριμος επιχειρηματίας, με πολύ καλές διασυνδέσεις με τα κόμματα εξουσίας και με κέντρα της διαπλοκής των οποίων ήταν πρόθυμος δορυφόρος, φανατικός οπαδός των νεοφιλελεύθερων ιδεών και συστηματικός αποδέκτης κρατικών επιδοτήσεων, κοινοτικών ενισχύσεων και γενναιόδωρων τραπεζικών χορηγήσεων με τις οποίες μέσα σε μια δεκαετία έστησε και ξέστησε κάμποσα επικερδή επενδυτικά πρότζεκτ σε οτιδήποτε καινοτόμο εμφανιζόταν, από φωτοβολταϊκά μέχρι διαδικτυακές πωλήσεις, έρχεται αντιμέτωπος με τη χρεοκοπία. 
 
Η ροή του χρήματος από κάθε πηγή διακόπτεται, αδυνατεί να εξυπηρετήσει τα δάνειά του και τα χρέη του στο Δημόσιο, αφήνει απλήρωτους κι ανασφάλιστους δεκάδες υπαλλήλους του, χάνει το σπίτι του και το αγαπημένο του εξοχικό σε νησί των Κυκλάδων, η δίμετρη γκόμενά του -μοντέλο που έχει κάνει κι ένα πέρασμα από το «Όλα» του Αναστασιάδη- τον παρατάει, η πρώην γυναίκα του τον βομβαρδίζει με αγωγές για τη διατροφή, τα παιδιά του δεν του μιλάνε κι ο ίδιος καταλήγει ανέστιος και πένης. 
 
Οι κολλητοί του τού δίνουν μερικές ευκαιρίες να βγάζει κανένα μεροκάματο, αλλά τα κύματα των απολύσεων τον παρασέρνουν το ένα μετά το άλλο, αδύνατο να στεριώσει σε δουλειά. Και δεν έχει προϋποθέσεις για επίδομα ανεργίας. 
 
Το προσωπικό του αδιέξοδο κλιμακώνεται παράλληλα με το αδιέξοδο της χώρας, κάποια στιγμή φλερτάρει με την ιδέα της αυτοκτονίας, αλλά η μοναδική του πραγματική απόπειρα με χάπια εξελίσσεται σε μια γελοία δηλητηρίαση που καταλήγει σε κάθαρση με κανονικό καθαρτικό, κι όχι αυτήν που θα ταίριαζε σε μια τραγωδία. 
 
 Κάποιοι γνωστοί του τον βλέπουν τον Ιούνιο του 2011 στις πρώτες γραμμές των Αγανακτισμένων, να φωνάζει και να μουντζώνει με πάθος, έπειτα τα ίχνη του χάνονται. 
 
Αλλά ο παντογνώστης συγγραφέας τον παρακολουθεί σε μια σκοτεινή διαδρομή που περνάει μέσα από απελπισμένες και ατυχείς προσπάθειες να ανακτήσει τις παλιές πολιτικές του επαφές στα κόμματα που συγκυβερνούν, μια εξίσου ατυχή βολιδοσκόπηση του ΣΥΡΙΖΑ ως αξιωματικής αντιπολίτευσης πια, συνεχίζεται με ένα πέρασμα από τη Χρυσή Αυγή που του υπόσχεται δουλειά, αλλά του ζητάει και βρομοδουλειά, και καταλήγει στις επαφές του με μια νεοσύστατη ομάδα που ονειρευόταν αντάρτικο πόλεων -τα νεότερα μέλη της θα μπορούσαν να είναι παιδιά του- στην οποία προσφέρει τεχνογνωσία στόχων. 
 
Για ένα διάστημα μοιάζει να έχει βρει τον εαυτό του ή, τουλάχιστον ένα δοχείο εκτόνωσης του θυμού του, μέχρι που συλλαμβάνεται. Όχι για τρομοκρατία, αλλά για χρέη στο Δημόσιο.
 
Ο συγγραφέας μας, που θα ήθελε πολύ να αποσπάσει τον τίτλο του Ντοστογιέφσκι του 21ου αιώνα από τους ανταγωνιστές του. Είναι συναρπασμένος από την τοιχογραφία που έχει ξεδιπλώσει, αλλά πιστός στη φιλοδοξία του να ακολουθήσει γραμμή ελληνικής τραγωδίας, δυσκολεύεται να καταλήξει στο τέλος της ιστορίας που θα πρέπει να υπηρετεί τον στόχο της κάθαρσης.
 
 Αλλά, καθώς η ζωντανή ιστορία είναι σε πλήρη εξέλιξη, είναι αναγκασμένος να μελλοντολογήσει. Κι εκεί κολλάει. Παθαίνει μπλακ άουτ. Οι εκδότες του τον πιέζουν, βιάζονται μην τους προλάβουν πραγματικές εξελίξεις κι αποφασίζουν να διευκολύνουν τον συγγραφέα. Στέλνουν τα χειρόγραφά του σε τρεις ταλαντούχους νέους συγγραφείς και τους ζητούν να δώσει ο καθένας το δικό του τέλος της ιστορίας.

Ο πρώτος συνθέτει ένα κεφάλαιο που κάνει ένα χρονικό άλμα.

Πέντε χρόνια μετά τη σύλληψή του, ο ήρωάς μας εμφανίζεται αποκαταστημένος σε ένα νέο περιβάλλον, σταθερός υπεργολάβος γερμανικής εταιρείας που διαχειρίζεται τη νέα πηγή πλούτου, τα σκουπίδια. Έχοντας μυστηριωδώς διαγράψει το σκοτεινό παρελθόν του, προβάλλεται ως ένα από τα επιτυχέστερα επιχειρηματικά start up και διαπραγματεύεται θέση γραμματέα υπουργείου στην κυβέρνηση του Ευρωπαϊκού Κόμματος -προϊόντος σύνθεσης Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ κ.ά.- που στηρίζεται στην ανοχή της Χ.Α.
 
Ο δεύτερος νέος συγγραφέας οδηγεί το τέλος της ιστορίας σε μια αιματηρή εξέγερση που θυμίζει τη «Σιδερένια Φτέρνα» του Λόντον και βυθίζει στο χάος για πολλές εβδομάδες τη χώρα, με τον ήρωά μας σε ρόλο μεσόκοπου Γαβριά στα οδοφράγματα να συγκρούεται άλλοτε με τη μισοδιαλυμένη Αστυνομία και άλλοτε με τις πολύ πιο οργανωμένες ένοπλες ομάδες της Χρυσής Αυγής. 
 
Η εξέγερση μεταδίδεται αστραπιαία σε όλο τον ευρωπαϊκό Νότο, κυβερνητικοί αξιωματούχοι διαφεύγουν με ελικόπτερα από κρατικά μέγαρα και η μισή Ευρώπη μετατρέπεται σε ένα τεράστιο εργαστήριο κοινωνικών και πολιτικών πειραματισμών λατινοαμερικανικού τύπου.
 
Ο τρίτος συγγραφέας, οπαδός των θεωριών συνωμοσίας, πιάνει το νήμα από τη σύλληψη του ήρωα και τον καθιστά επίκεντρο σειράς αποκαλύψεων που εμπλέκουν κορυφαία στελέχη της κυβέρνησης και επιταχύνουν την κατάρρευσή της. Το «ατύχημα» της σύλληψης γίνεται η αφορμή να ξεδιπλωθεί το μεγαλύτερο πολιτικοοικονομικό σκάνδαλο που τα έχει όλα: μίζες, απάτες, χρηματοδοτήσεις νεοναζιστών, τρομοκρατία, ακόμη και σεξ.
 
 Το κομματικό σύστημα καταρρέει, η τρόικα εγκαταλείπει την Ελλάδα, από τις εκλογές που ακολουθούν προκύπτει μια νέα πολιτική Βαβέλ και μια κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας που αντιμετωπίζει το δίλημμα εξόδου από το ευρώ. Αλλά τη λύση σ’ αυτό δίνουν τελικά όχι οι Έλληνες, ούτε οι Ιταλοί και οι Ισπανοί, που βρίσκονται σε ανάλογη κρίση, αλλά οι Γερμανοί.
 
 Η Μέρκελ χάνει τις εκλογές και ο μεγάλος συνασπισμός Χριστιανοδημοκρατών, Σοσιαλδημοκρατών, Πράσινων που ακολουθεί προσφεύγει σε δημοψήφισμα για την επιστροφή της Γερμανίας στο μάρκο.
 
Περιττό να πούμε πως οι εκδότες ενθουσιάζονται με την τρίτη εκδοχή, ενώ ο συγγραφέας θεωρεί ότι η πρώτη είναι προτιμότερη, καθώς εμπεριέχει στοιχεία τραγικής ειρωνείας, αλλά αφήνει τους εργοδότες του να επιλέξουν – κι αυτοί, αβέβαιοι, βάζουν τις τρεις εκδοχές σε κλήρωση. Ο ίδιος ο συγγραφέας κρατάει το προνόμιο του τίτλου.
 
 «Το τέλος της ιστορίας», τιτλοφορεί το βιβλίο του, κι ας είναι το μόνο που δεν είχε γράψει. Τον διασκεδάζει αυτός ο αυτοσαρκασμός, αλλά κι ο σαρκασμός για εκείνον τον ανεκδιήγητο Φουκουγιάμα που το «Τέλος της ιστορίας» του αποδείχθηκε αρχή της ανοησίας του.
 
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Τα χείλη μου ξερά και διψασμένα
γυρεύουνε στην άσφαλτο νερό
περνάνε δίπλα μου τα τροχοφόρα
κι συ μου λες μας περιμένει η μπόρα
και με τραβάς σε καμπαρέ υγρό Βαδίζουμε μαζί στον ίδιο δρόμο
μα τα κελιά μας είναι χωριστά
σε πολιτεία μαγική γυρνάμε
δε θέλω πια να μάθω τι ζητάμε
φτάνει να μου χαρίσεις δυο φιλιά
Με παίζεις στη ρουλέτα και με χάνεις
σε ένα παραμύθι εφιαλτικό
φωνή εντόμου τώρα είν’ η φωνή μου
φυτό αναρριχώμενο η ζωή μου
με κόβεις και με ρίχνεις στο κενό
Πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία
πώς η ιστορία γίνεται σιωπή
τι με κοιτάζεις Ρόζα μουδιασμένο
συγχώρα με που δεν καταλαβαίνω
τι λένε τα κομπιούτερς κι οι αριθμοί.
Πηγή :
Άλκη Αλκαίου, «Ρόζα» (από τον δίσκο του Θ. Μικρούτσικου «Στου αιώνα την παράγκα», 1996)
(Επενδυτής, 9/3/2013)

to synoro blog

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...