Γιώργος Φαρσακίδης
«… Η Ελλάς προστάζει, Μάνα πατρίδα
Μερακλωμένος ο Νικολίνταγας μ’ άλλους καλλίφωνους πιάσαν τ’ αντάρτικα. Κι ύστερα εκείνο το «Λευτεριά πανώρια κόρη…», που τόσο αρέσει σ’ όλους μας. Από κοντά σμίξαν κι οι νέοι κι οι μεγαλύτεροι χωριανοί να τραγουδάνε μαζί μας κι αντιβούιξε η ρεματιά. Φάλτσος κι άχαρος σε τραγούδι και σε χορό, ανοιγοκλείνω το στόμα μου να δείξω συμμετοχή. Κι όσο κομπλάρω εγώ, άλλο τόσο με ξεσηκώνουν εκείνα:
Μη δεν είναι βαθιά ερωτικός ο θρύλος του Ντάνκο που ξεριζώνει και καίει την καρδιά του; Και κείνος του Άδωνη; Κι ο θρήνος για τον Ιησού, μ’ όλες τις υστερικές παρακρούσεις των γυναικών για τον Σταυρωμένο Νυμφίο; Τον άντρα μπροστάρη που θυσιάζεται για τη «σωτηρία ημών»;
Κι άλλες ώρες πορείας, με τον ήλιο να ζεματάει στις ξερές ρεματιές.
Καταμεσήμερο κουρνιάσαμε σ’ ένα φαράγγι να περάσει η μέρα, να
πορευτούμε νύχτα για το Ανταλί. Ξημερώματα αράξαμε σε μαντρί κοντά στο
χωριό, στείλαμε σύνδεσμο και τ’ απόγευμα ήρθαν να μας καλωσορίσουν οι
χωριανοί. Φέραν μαζί τους κεράσματα κι άναψε γλέντι τρικούβερτο.
Κοπελιά ντυμένη τα γιορτινά της, με χαμηλωμένο το βλέμμα, προσφέρει σύκα, καρύδια, ρακί. Φευγαλέες οι ματιές, κρυφαγκαλιάζουν τα λιοκαμένα, σφιχτοδεμένα της μπράτσα, γλιστράνε ένοχες στο λαιμό και τον κόρφο. Ηρθε κοντά, κοντανασαίνεις τη ζεστή, μεθυστική ευωδιά του γυναικείου κορμιού. Κι ύστερα ένα σφίξιμο μέσα σου και δεν ξέρεις τι είναι. Κάτι σα χαρά και λύπη μαζί.
Κοπελιά ντυμένη τα γιορτινά της, με χαμηλωμένο το βλέμμα, προσφέρει σύκα, καρύδια, ρακί. Φευγαλέες οι ματιές, κρυφαγκαλιάζουν τα λιοκαμένα, σφιχτοδεμένα της μπράτσα, γλιστράνε ένοχες στο λαιμό και τον κόρφο. Ηρθε κοντά, κοντανασαίνεις τη ζεστή, μεθυστική ευωδιά του γυναικείου κορμιού. Κι ύστερα ένα σφίξιμο μέσα σου και δεν ξέρεις τι είναι. Κάτι σα χαρά και λύπη μαζί.
«… Η Ελλάς προστάζει, Μάνα πατρίδα
παιδιά της τα προσκαλεί…»
Μερακλωμένος ο Νικολίνταγας μ’ άλλους καλλίφωνους πιάσαν τ’ αντάρτικα. Κι ύστερα εκείνο το «Λευτεριά πανώρια κόρη…», που τόσο αρέσει σ’ όλους μας. Από κοντά σμίξαν κι οι νέοι κι οι μεγαλύτεροι χωριανοί να τραγουδάνε μαζί μας κι αντιβούιξε η ρεματιά. Φάλτσος κι άχαρος σε τραγούδι και σε χορό, ανοιγοκλείνω το στόμα μου να δείξω συμμετοχή. Κι όσο κομπλάρω εγώ, άλλο τόσο με ξεσηκώνουν εκείνα:
«…Η αγάπη θέλει φίλημα κι ο πόλεμος τραγούδια,
στην κεφαλή λουλούδια και φλόγα στην καρδιά.
Κι ας έρθει ο χάρος για να δει με τι κορμιά θα μπλέξει,
ας έρθει κι ας διαλέξει κι ας μπει στη μαύρη γη…»
Ασυνήθιστοι στίχοι για το, στερημένο τον έρωτα, ασκητικό μας
αντάρτικο. Λόγια για λεβεντιά, γι’ αγάπη, για θάνατο, βάλσαμο και
μαχαίρι, αναταράζουνε κάποιους κρυφούς λογισμούς. Τ’ ακούς και
στοχάζεσαι τι ‘ναι τούτο που στέκει πάνω κι απ’ τη ζωή μας ακόμα.
Αναμετράς τον εαυτό σου, αν μπορέσεις σαν έρθει η ώρα ν’ απλώσεις
αντρίκια το χέρι, να χαιρετήσεις το χάρο, να σύρεις μαζί του την
τελευταία στροφή.
Δε γνωρίζεις ακόμα πως στο μονοπάτι της ζωής ο Χάρος κι ο Έρωτας βαδίζουν αντάμα. Πως τούτη η διαλεχτική, όλο αντιφάσεις, μπολιάζει και συντηρεί τη ζωή. Ο καταπιεσμένος ερωτισμός των είκοσι χρόνων φόρεσε πανοπλία πολέμου. Το νιώθει μα δεν το ξέρει πως πίσω απ’ την πολεμική ιαχή, την πολεμική αντρίκια μας σχέση, φοβισμένη φωλιάζει στα τρίσβαθα η ανάγκη ν’ αγαπηθείς!
Δε γνωρίζεις ακόμα πως στο μονοπάτι της ζωής ο Χάρος κι ο Έρωτας βαδίζουν αντάμα. Πως τούτη η διαλεχτική, όλο αντιφάσεις, μπολιάζει και συντηρεί τη ζωή. Ο καταπιεσμένος ερωτισμός των είκοσι χρόνων φόρεσε πανοπλία πολέμου. Το νιώθει μα δεν το ξέρει πως πίσω απ’ την πολεμική ιαχή, την πολεμική αντρίκια μας σχέση, φοβισμένη φωλιάζει στα τρίσβαθα η ανάγκη ν’ αγαπηθείς!
«Μάνα πατρίδα», «Λευτεριά πανώρια κόρη». Ιδανικά και ιδέες, σύμβολα
της ομάδας. Πάντα αχόρταγα για θυσίες και προσφορές. Και μέσα μας
ενδόμυχη η προσδοκία αναγνώρισης: «… να σου μαδούν οι κορασιές λουλούδια
στα μαλλάκια».
Τι είναι, αν όχι λόγος ερωτικός, με την ευρύτερη έννοια, τούτες οι
αρχέγονες καταβολές για θυσία; Αυτές οι δυνάμεις που οδηγούν κάποια
έντομα να πέσουν νεκρά μαζί με τον τελευταίο ερωτικό τους σπασμό; Για να
επιβιώσει το είδος! Και ίσαμε εμάς τα λογικά όντα που ενεργούμε ενάντια
στη «σώφρονα λογική». Όπως ο ποιητής, που διακηρύσσει πως «η ευτυχία
βρίσκεται στο δόσιμο χωρίς μισθό…».
Μη δεν είναι βαθιά ερωτικός ο θρύλος του Ντάνκο που ξεριζώνει και καίει την καρδιά του; Και κείνος του Άδωνη; Κι ο θρήνος για τον Ιησού, μ’ όλες τις υστερικές παρακρούσεις των γυναικών για τον Σταυρωμένο Νυμφίο; Τον άντρα μπροστάρη που θυσιάζεται για τη «σωτηρία ημών»;
- Στην υγειά καπετάνιο, καλή λευτεριά!
- Στον αγώνα, στη νίκη.
- Ζήτω το Ε.Α.Μ., ο Ε.Λ.Α.Σ.
- Ζήτω η ηρωική μας Ε.Π.Ο.Ν.
«… Επάνω στα ψηλά βουνά αντάρτες επονίτες…»
Ο καπετάνιος σέρνει το χορό.
- Να ζήσει η λεβεντιά!
Κι άξαφνα σείστηκε ο τόπος. Δέκα τεράστια γερμανικά μεταγωγικά, δέκα Γιούγκερς, σκιάζοντας τον ήλιο πέρασαν πάνω μας.
- Κρύφτε τα όπλα, τα δίκοχα.
Χάλασε ο χορός, σκιάχτηκε ο κόσμος, ζαρώσανε όλοι στον ίσκιο της μάντρας.
- Τι να μας κάνουν, έχουν τα δικά τους τα ζόρια, λέει ο καπετάνιος.
- Τράβηξαν γραμμή για το Σέδες.
- Τώρα που τους τα ρίχνουν οι σύμμαχοι, πετούν χαμηλά μη δώσουνε στόχο.
Σκόλασε το γλέντι. Μας χαιρέτησαν κι έφυγαν για το χωριό οι
πανηγυριώτες. Τα σακίδιά μας γεμάτα. Πίτα, ντομάτες, ελιές. Το κοφινάκι
με τα σύκα κρεμασμένο στη μάντρα.
- Και το δίπλα αμπέλι δικό σας, μας είχε πει φεύγοντας ο πρόεδρος
του χωριού. Έτσι, να τα χορτάσουνε για καλά και στομάχι και μάτι!
Το χωριό Μεσημέρι, μισή ώρα μακριά. Έξω από το χωριό υπάρχει φρουρά, καμιά δεκαριά Γερμανοί. Ο πρώτος μας στόχος.
- Καλά το γλεντήσαμε, καπετάνιο, αλλά τι θα γίνει με δαύτους;
- Αύριο θα μας φέρουν πληροφορίες, απαντάει εκείνος. Ίσως την επόμενη νύχτα. Όρεξη να ‘χετε.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΑΡΣΑΚΙΔΗΣ
Εικόνα: Χαρακτικό του Γιώργου Φαρσακίδη από το βιβλίο «Ποτέ τους δεν έγιναν είκοσι». (Δημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη)
Πηγή :
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου