16 Μαρ 2024

Ο Αλιάπης


Παραμονές της αποκριάς, έφυγα για τη Σέριφο , το σιδερένιο νησί στην καρδιά του Aιγαίου όπου περνώ ένα μήνα τον χρόνο για τις διακοπές μου. Eίχε κυλήσει πολύς, πάρα πολύς καιρός από τότε που είχα βρεθεί εκεί, τέτοια εποχή: φοβόμουν ότι η ανεξίτηλη εντύπωση που είχε αφήσει στην ψυχή μου, 10 χρόνια πριν, τούτη η γιορτή θα χαλνούσε από την τουριστική εκμετάλλευση και την κακογουστιά που είχαν στο μεταξύ κατακλύσει όλη την Eλλάδα.

Kι ωστόσο πήγα. Tο προηγούμενο καλοκαίρι είχα γίνει φίλος με , έναν Σερφιώτη που σέρβιρε κάθε βράδυ στην παραθαλάσσια ταβέρνα όπου δειπνούσα, και που η ευαισθησία, η τιμιότητα και η σοφία του με είχαν μαγέψει. Σέρβιρε στο άψε-σβήσε όλα τα τραπέζια, μα έβρισκε πάντα τον καιρό να κάτσει δίπλα μου δυο λεπτά, για να κουβεντιά- σει, να πιει ένα ποτηράκι, να πει ένα αστείο, να σιγοτραγουδήσει έναν σκοπό. Tο επάγγελμά του  ήταν σερβιτόρος, αλλά και βοσκός, από πατέρα σε γιο. Ένας άντρας γύρω στα σαράντα, ψηλός και λυγερός. Mες στα βαθιά χαράματα, πριν ανατείλει ο ήλιος, πήγαινε με το φορτηγάκι του στα ριζά του βουνού, που έπειτα το ανέβαινε με τα πόδια ακολουθώντας ένα απότομο μονοπάτι. Φτάνοντας στο μαντρί, όχι μακριά από την κορυφή, στεκόταν μια στιγμή να ξαποστάσει. «Tι χαρά», μου έλεγε το βράδυ, «να αντικρίζεις κάθε πρωί τον ήλιο να βγαίνει ολοκαίνουργιος από τη θάλασσα». Φρόντιζε το μικρό κοπάδι του, άρμεγε προβατίνες και κατσίκες, έκανε όλες τις βαριές δουλειές κι άφηνε στο πόδι του τον γέρο του πατέρα, για να επιστρέψει στο χωριό και να πιάσει τη δεύτερη δουλειά της μέρας. Κατα καιρούς δούλευε και στον Δήμο σαν υδραυλικός , έτρεχε δεξιά αριστερά ώς τις τέσσερις το απόγευμα, επιβλέποντας όλο το δίκτυο και επισκευάζοντας κάθε βλάβη. 


Ύστερα γύριζε στο σπίτι του να γευματίσει και να ξεκουραστεί για λίγη ώρα· κι έφτανε κατά τις εξήμιση, φρεσκοπλυμένος και φρεσκοξυρισμένος, στην ταβέρνα όπου δεν θα σταματούσε πια να ετοιμάζει τα τραπέζια, να παίρνει παραγγελίες, να σερβίρει, να συνομιλεί με τους θαμώνες. Ένα σωστό «μυρμήγκι» που δούλευε σκληρά, όχι για να μαζεύει χρήματα, αλλά για να ζει την οικογένειά του και να βοηθάει όλους τους δικούς του. Aλλά – τι περίεργο! – κι ένα σωστό «τζιτζίκι» που του άρεσε να τραγουδάει, να λέει μια μαντινάδα και να χαίρεται κάθε στιγμή της δύσκολης ζωής του. 


Bαθιά αφοσιωμένος στην προφορική παράδοση των παππούδων του, ήταν ίσως ο τελευταίος της γενιάς του που ήξερε κάθε παροιμία και κάθε παραμύθι, κάθε παράδοση, τραγούδι και χορό του τόπου. Oι φίλοι του τον έλεγαν «αρχαίο», ή «αρχαϊκό». Θυμήθηκα τον Iταλό φι- λόσοφο Giorgio Agamben: «Mόνο εκείνος που αντιλαμβάνεται στα πιο νεωτερικά και πρόσφατα συμβάντα τα σημάδια ή την υπογραφή του αρχαϊσμού μπορεί να είναι σύγχρονος. Aρχαϊκός [είναι] αυτός που βρίσκεται πιο κοντά στην αρχή». Kαι ακόμα: «...το κλειδί του μοντέρνου είναι κρυμένο στο αμνημόνευτο και στην προϊστορία. Έτσι ο αρχαίος κόσμος ξαναγυρίζει, στο τέλος, για να ξαναβρεθεί στις απαρχές του».

Ξαναγύρισα λοιπόν στη Σερφιώτικη  αποκριά γιατί εμπιστευόμουν τον Σερφιώτη: το καλοκαίρι μου είχε αναγγείλει ότι θα συμμετείχε στο Λολοπανήγυρο  της «καπετανίας»: ένα πατροπαράδοτο τελετουργικό έθιμο του χωριού όπου οι νέοι άντρες μεταμφιέζονται σε άγρια πλάσματα, τους αλιάπηδες και όχι μονο . κάτι ανάμεσα σε άνθρωπο και ζώο, και αναπαριστούν τον απελευθερωτικό αγώνα του 21 . Tρέχουνε πάνω κάτω στα δρομάκια, κραδαίνοντας τις μαγκούρες τους και χοροπηδώντας σαν δαιμονισμένοι σε κάθε σταυροδρόμι· λες και γυρεύουν με το απόκοσμο, εκκωφαντικό ηχο του τουμπιού του σουραυλιού και των τακιμιών που προκαλούν να αναστήσουν τους νεκρούς. «Θα δεις», μου είχε υποσχεθεί οΣερφιώτης, «θα με αναγνωρίσεις ανάμεσα σε όλους· όχι γιατί είμαι ο καλύτερος, αλλά γιατί είμαι και τσομπάνης».
Όμως θα χόρευε μόνο το επόμενο πρωί, Kυριακή της Tυρινής. Kαθισμένοι, εκείνο το βράδυ του Σαββάτου, στην ταράτσα μιας οικίας  στον κεντρικό δρόμο της Χώρας, κουβεντιάζαμε ανέμελα. Oι μόνιμοι κάτοικοι του νησιού περνούσαν, αντάμα με όσους μόλις είχαν φτάσει με το πλοίο – έρχονταν από την Aθήνα, τη Θεσσαλονίκη, από κά- θε σχεδόν ελληνική γωνιά. αλλά και το εξωτερικό .Έξαφνα, το χωριό έβλεπε το διασκορπισμένο σώμα του να ανασυστήνεται – τι λέω; τούτο το σώμα ήταν πια καινούργιο, γιατί έπαιρνε αυτή τη συγκεκρι- μένη μορφή μονάχα τώρα, υπερβαίνοντας τον σημερινό του διασκορπισμό. Όλοι αναγνώριζαν με χαρά τονΣερφιώτη : τον αγκάλιαζαν, τον φιλούσαν. Γύρω του σχηματίζονταν μικρές παρέες, που συζητούσαν ζωηρά. ∆εν μπόρεσα να μην του πω τον θαυμασμό που γεννούσε μέσα μου μια τόσο θερμή και γενναιόδωρη κοινωνικότητα. Aπάντησε απλώς: «Eίναι η αγορά».


H αγορά! Aπό τότε που υπάρχει, αυτή η λέξη δεν έπαψε ποτέ να σημαίνει στα ελληνικά την πλατεία, την πιάτσα, τη συνάθροιση σ’ αυτόν τον τόπο των ανθρώπων που συνομι- λούν. Θα την ακούσετε παντού σε κάθε χωριό και μικρή πο- λιτεία της Eλλάδα, όπου ονομάζει επίσης (ήδη από την Aρχαιότητα) τον χώρο ανταλλαγής αγαθών και προϊόντων – μια σημασία που απορρέει φυσιολογικά από τη σύναξη της αγοράς. Mε παρόμοιο τρόπο, η λέξη εμπόριον γεννήθηκε από την πορεία, το πέρασμα, το θαλάσσιο (εν πόρω) ή επίγειο ταξίδι. Άλλωστε, το ρήμα αγοράζω σήμαινε αρχικά πηγαίνω, συχνάζω, βρίσκομαι στην αγορά (βλ. π.χ. Θουκυδίδης, Z ́ 51).
H απάντηση του Σερφιώτη με άφησε έκθαμβο. Όχι μόνο γιατί το να ακούσω την παμπάλαια τούτη λέξη, που λέγεται εδώ και τουλάχιστον τρεις χιλιάδες χρόνια, να ξανανθίζει σήμερα με όλη την παρθενική δροσιά της στο στόμα ενός βοσκού της Σερίφου, ήταν ένα γεγονός που δεν γινόταν να μη με συγκινήσει. Aλλά προπάντων γιατί το άκουσμά της σε τούτο το νησί, στην καρδιά μιας κατεστραμμένης χώρας, σ’ αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή της ελληνικής και ευρωπαϊκής ιστορίας ήταν για μένα σαν ένα προάγγελμα, ένα σημάδι φερμένο από το μέλλον, μια υπόσχεση ανάστασης. Nαι, έλεγα μέσα μου, αυτή η λέξη πρέπει να αναστηθεί σε ένα μέλλον που μοιάζει σήμερα απίθανο κι ωστόσο είναι πιο επιτακτικά αναγκαίο από ποτέ, γιατί είναι η εκ των ουκ άνευ προϋπόθεση για να μπορέσουν η Eλλάδα και η Eυρώπη να αναγεννηθούν από τις στάχτες τους.


Bάλθηκα να ονειρεύομαι. Mεμιάς το τοπίο της γλώσσας, της πολιτικής, της κοινωνίας, του πολιτισμού ανανεωνόταν, φωτιζόταν, έλαμπε με καινούργια χρώματα. Mέσα σ’ αυτό το όνειρο, οι περιβόητες διαδικτυακές και απρόσωπες αγορές μεταμορφώνονταν σε μια ζωντανή αγορά ανθρώπινων ανταλλαγών. Kαι από τη στιγμή που η λέξη θεμελιωνόταν πάλι εξαρχής στο πιο ουσιαστικό της νόημα, καλούσε στο πλάι της όλες τις αδελφές της λέξεις, ας πούμε: δημοκρατία, εκκλησία (η αρχαία συνέλευση του δήμου, αλλά και ο σημερινός ορθόδοξος ναός που τόσο θυμίζει αρχαία αγορά), πόλις, πολιτική, πολίτης, πολιτισμός (λέξη ελληνιστική, που σήμαινε επίσης αρχικά τη διακυβέρνηση της πόλεως)· και βέβαια οικονομία: μια οικονομία αχώριστη απ’ όλες τις υπόλοιπες δραστηριότητες του ανθρώπου (κοινωνικές, πολιτικές, πολιτισμικές), συνυφασμένη – embedded, θα έλεγε ο Karl Polanyi . Ένας αστερισμός, μια πλειάδα λέξεων που ήταν συνάμα πανάρχαιες και εντελώς καινούργιες εμφανιζόταν σε αυτό το ονειρικό στερέωμα, ανοίγοντας ένα σύμπαν γεμάτο ανέλπιστες δυνατότητες.
O βοσκός, φύλακας του κοπαδιού, φύλακας των λέξεων! Φύλακας ακόμα πιο πολύτιμος και αναγκαίος για όποιον νιώθει ότι αυτές οι λέξεις δεν είναι λείψανα προορισμένα να συντηρηθούν σ’ ένα μουσείο, αλλά πλάσματα ζωντανά που θα μπορούσαν να μας σώσουν από το σημερινό ναυάγιο του πολιτισμού μας, χαράζοντας τον δρόμο μιας ουτοπίας δίχως προηγούμενο.


Συλλογίστηκα τον  συγγραφέα Camille de Toledo: δεν μπορούμε να διαμορφώσουμε χώρο πολιτικό, αν δεν δημιουργήσουμε έναν χώρο ποιητικό· σήμερα περισσότερο από ποτέ. Kαι η ποίηση, η μετάφραση, εκείνο που βρίσκε- ται ανάμεσα στις γλώσσες, όπως λέει ο Camille, δεν είναι υπόθεση μόνο της λογοτεχνίας και των συγγραφέων· αποτελούν ζωτικά ζητούμενα για κάθε άνθρωπο που λαχταράει να μιλήσει μια γλώσσα ζωντανή και να δημιουργήσει κάποιο έργο σ’ έναν κόσμο ζωντανό, σε μιαν Eυρώπη και μιαν οι- κουμένη όχι απλώς βιώσιμες, αλλά και άξιες να βιωθούν ανθρωπινά.
Aχ, αν μπορούσαμε να ξαναμεταφράσουμε αυτές τις θε- μελιώδεις λέξεις σε όλες μας τις γλώσσες, δοκιμάζοντας να ξεφορτωθούμε μια για πάντα τη θανατερή γλώσσα των εθνικών, ευρωπαϊκών και διεθνών πολιτικοοκονομικών ελίτ που μας κυβερνούν – αυτή την ξύλινη γλώσσα που μας δηλητηριάζει με απανωτές μικρές δόσεις! 


Nα τις μεταφράσουμε όχι στα αφηρημένα εννοιολογικά τους σημαινόμενα, αλλά στο συγκεκριμένο σπαρταριστό, πλημμυρισμένο από ζωτική ορμή νόημά τους, πήγαινα να πω στο μεδούλι τους· στην αδιαίρετα ποιητική και πολιτική, αρχαϊκή και πάντοτε μελλού- μενη πληρότητα τους, αφού η υπόσχεση που κλείνουν μέσα τους από την αρχή δεν εκπληρώθηκε ποτέ αρκετά ώς σήμερα.
∆εν τρέφω ψευδαισθήσεις: οι κυβερνήτες μας θα αρνούνται πάντα να ακούσουν την κρυφή, ουτοπική, αλλά προφητική έκκληση του Σερφιώτη βοσκού. Άλλωστε δεν ξέρω αν μπορούν να την ακούσουν. ∆εν ξέρω περισσότερο αν εμείς είμαστε ικανοί να κάνουμε κάτι καλύτερο από εκείνους. Aλλά αυτό που ξέρω είναι ότι η Eυρώπη που οικοδομούν θα οδηγεί πάλι και πάλι στο υπαρξιακό κενό μιας κατακερματισμένης και διχασμένης κοινωνίας όπου θα βλασταίνει αδιάκοπα το κόμμα του μίσους.
ΥΓ
Αλιάπης μασκαράς βαμένος με φουμο ντυμενος με προβια παραπέμπει στους αράπηδες αγαρηνούς αλλα με παράφραση ονομαστηκαν απο αράπηδες Αλιάπηδες ισως να κανω και λάθος
Πηγή : 

to synoro blog

1 σχόλια:

  1. Ε καλα εχετε παει σε αλλα καρναβαλοπανηγυρια να δειτε πως γλεντανε ?

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...