"Ο Καιρός Άλλαζε", Κέδρος 2022
μία από τις μεγαλύτερες τραγωδίες της νεότερης Ελλάδας
σε καιρό ειρήνης. Χάθηκαν πάνω από 1.300 άνθρωποι η συντριπτική
πλειονότητα των οποίων ήταν κάτοικοι Αθήνας. (...)
Από τις 19 έως τις 27 Ιουλίου, και για οχτώ συνεχόμενες
ημέρες, το θερμόμετρο έδειχνε στην πρωτεύουσα πάνω από
40 βαθμούς, με ρεκόρ τους 45 βαθμούς, που καταγράφηκαν
στην Ελευσίνα. (...)
Στις 21 Ιουλίου 1987 ξεκίνησα κι εγώ να πάω ένα τριήμερο
ταξίδι, μαζί με την όμορφη Φωτεινή, στη Λίμνη Ευβοίας.
Είναι ζήτημα αν είχα καταφέρει να κοιμηθώ ένα δίωρο
το προηγούμενο βράδυ. Ο ταλαίπωρος ανεμιστήρας μάταια
μούγκριζε όλη τη νύχτα. Το μόνο που κατάφερνε ήταν να
ανακυκλώνει τον καυτό αέρα του υπνοδωματίου και να τον
ρίχνει πάνω μου σαν φτηνιάρικο σεσουάρ. Τα σεντόνια μου
ήταν εντελώς μουσκεμένα από τον ιδρώτα, και κάθε πέντε
λεπτά ξυπνούσα και άλλαζα πλευρό. Κάνα δυο φορές σηκώθηκα και έκλεισα τον ανεμιστήρα, νομίζοντας πως έκλεινα
την πόρτα του ηλεκτρικού φούρνου. Μόλις σταματούσε να
γυρνάει η φτερωτή της καημένης συσκευής, τα πράγματα
γίνονταν χειρότερα.
Ήταν η πρώτη και ίσως η τελευταία – δεν θυμάμαι καλά – φορά στη ζωή μου που σηκώθηκα από τον ύπνο και
μπήκα στο ντους. Γύρισα στο κρεβάτι βρεγμένος. Το νερό
εξατμίστηκε από το σώμα μου εν ριπή οφθαλμού, σαν υγρό
που πέφτει σε αναμμένα κάρβουνα.
Ξύπνησα – σάμπως είχα κοιμηθεί; – στις έξι. Το λεωφορείο έφευγε στις εφτά και είκοσι. Είχαμε δώσει ραντεβού με
τη Φωτεινή στα ΚΤΕΛ της Λιοσίων. Έφτασα σε ημιλιπόθυμη
κατάσταση, έχοντας πιει έναν χλιαρό φραπέ και με στομάχι
δηλητήριο. Το θερμόμετρο, αν και το ρολόι έδειχνε 06.55΄,
είχε προλάβει να ανέβει στους 34 βαθμούς. Εκτός από το
«Καλημέρα», δεν θυμάμαι να ανταλλάξαμε άλλη κουβέντα
με τη φιλενάδα μου.
Το λεωφορείο ξεκίνησε στην ώρα του. Ήταν πλήρες.
Πλήρες το 1987, χωρίς κλιματισμό, φυσικά, σήμαινε τέσσερις βαθμούς πάνω μόνο και μόνο από τη θερμότητα που εξέπεμπαν τα σώματα. Όλα τα παράθυρα ήταν ανοιχτά. Δηλαδή όχι ακριβώς όλα, στο δικό μας είχε χαλάσει η ασφάλεια και δεν άνοιγε. Που και να άνοιγε δηλαδή δεν θα είχε καμιά διαφορά, αφού έξω ήδη είχε χτυπήσει 36 βαθμούς και φυσικά
δεν φύσαγε φύλλο.
Παντελώς ασυγκίνητος για το δράμα μας, ο οδηγός έβαλε
στη διαπασών μια κασέτα, που πιθανότατα περιείχε προσωπικές επιλογές και που, προφανώς, είχε παραγγείλει να γραφτεί στο δισκάδικο της γειτονιάς του. Τα σπαράγματα των στίχων, μαζί με την τραγική περιρρέουσα ατμόσφαιρα, λάβωσαν τόσο βαθιά τον ψυχισμό μου που, ακόμα και σήμερα, τριάντα πέντε χρόνια μετά, αρκεί να ακούσω «Όταν η
νύχτα προχωρά, για σένα καίγομαι», ή «Μια φωτιά μου καίει τα
στήθια, μια φωτιά», ή «Καίγομαι, ρίξε κι άλλο λάδι στη φωτιά»,
για να νιώσω ζάλη, δύσπνοια και εφίδρωση σαν να με έχει κυριεύσει πανικός. Όλα τα τραγούδια της κασέτας εκείνης μιλούσαν για φωτιές και κάψες και πυρκαγιές.
Χάθηκε να βάλει τίποτα πιο δροσερό; σκεφτόμουν ενώ πήγαινε να με πάρει γλυκά ο ύπνος. Χάθηκε να βάλει το «Λούζεται η αγάπη μου στον λουτροκαμπινέ, είναι μπούζι το νερό, κλείσε τον ρουμπινέ», ή, έστω, ας λουζόταν «Στο Γουαδαλκιβίρ », που να πάρει ο διάολος.
Πρέπει να με είχε πάρει ο ύπνος για δυο λεπτά, γερμένος πάνω στον ώμο της όμορφης και αθόρυβης Φωτεινής, όταν με ξύπνησε το δυνατό κλάμα ενός μικρού παιδιού. Το κλάμα εκείνο, σε συνδυασμό με τη μυρωδιά του εμετού που ερχόταν από το ακριβώς πίσω κάθισμα, με συγκλόνισε. Είχαμε περάσει τη Χαλκίδα και βρισκόμασταν ήδη στις στροφές του
Αϊ-Γιάννη του Ρώσου.
– Ξέρασε! φώναξα πανικόβλητος. Ξέρασε. Οδηγέ, σταμάτα.
Η αγωνία μου ήταν έκδηλη. Κάτι άκρως τραγικό πρέπει να
υπήρχε στη φωνή μου, που προερχόταν από την ενστικτώδη
ανάγκη να ξεράσω κι εγώ, με τη σειρά μου, στα επόμενα δύο
λεπτά. Η μυρωδιά του εμετού ανέκαθεν μου ανακάτευε το
στομάχι, και αν ο έμπειρος στις κραυγές πανικού οδηγός δεν
σταματούσε διακόσια μέτρα πιο πέρα, ήταν σίγουρο πως θα
έκανα την πλάτη της βελουτέ εμπριμέ θέσης «καινούργια».
Ούτε η ζώνη του αγίου, που αγόρασαν πέντε έξι κυρίες, ούτε το σκουφάκι του, που πήραν άλλες πέντε, ούτε το αγιασμένο νερό, που ήπιε σχεδόν όλο το λεωφορείο, ούτε το μυρωμένο λάδι, που μου άλειψε στο μέτωπο η Φωτεινή, κατάφεραν να με ανακουφίσουν από τη βαριά ατμόσφαιρα και τον πνιγηρό αέρα. Όταν ξαναμπήκαμε στο λεωφορείο, η
κακόμοιρη μάνα του ζαλισμένου παιδιού έκανε, κάθιδρη, φιλότιμες προσπάθειες να εξαφανίσει τη μυρωδιά του εμετού με ένα μαντίλι ποτισμένο σε ξίδι. Μάταια. Η μυρωδιά του εμετού είναι πιο έντονη, πιο τοξική και πιο επικίνδυνη και από τον κατσίγαρο. Ο κατσίγαρος δεν είναι κάποιο μυθικό ανθρωποφάγο τέρας, όπως πολλοί μπορεί να φαντάζεστε,
αλλά μια λέξη που χρησιμοποιούν στην Κρήτη για να ονοματίσουν τα απόβλητα του ελαιουργείου. Μισό χιλιόμετρο πιο κάτω ξέρασα κι εγώ.
Όταν φτάσαμε στην, κατά τ’ άλλα πανέμορφη, Λίμνη Ευβοίας το θερμόμετρο έδειχνε 39 βαθμούς, αλλά επρόκειτο για καταφανέστατη απάτη. Είχε τουλάχιστον 220 βαθμούς, με αντίσταση πάνω κάτω, χωρίς αέρα. Βρήκαμε ένα φτηνό δωμάτιο, δίκλινο, με διπλό κρεβάτι. Για την ακρίβεια, ήταν πολύ φτηνό, εξευτελιστικά φτηνό. Τουλάχιστον η τύχη, έστω για μια φορά, μας χαμογελούσε. Το ίδιο βράδυ καταλάβαμε γιατί η τιμή ήταν τόσο χαμηλή. (...)
Δημήτρης Μητσοτάκης
Ο Καιρός Άλλαζε, Κέδρος 2022
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου