26 Ιουλ 2024

Δεν είναι μόνο ο λαγοκέφαλος: Περισσότερα από 260 ξενικά είδη στις ελληνικές θάλασσες

Φωτογραφία: David Ionut από Shutterstock
Περισσότερα από 260 είναι πλέον τα ξενικά είδη που συναντώνται στις ελληνικές θάλασσες. Αναμφισβήτητα, τα φώτα της δημοσιότητας μαγνητίζει ο λαγοκέφαλος. Αλλωστε, τα τελευταία χρόνια, είναι υπεύθυνος για ορισμένες, μεμονωμένες επιθέσεις σε λουόμενους –κυρίως στην Κρήτη– ενώ είναι γνωστό ότι η κατανάλωσή του μπορεί να οδηγήσει σε θάνατο. Η αρνητική φήμη που συνοδεύει τον λαγοκέφαλο, συχνά συμπαρασύρει και τα υπόλοιπα ξενικά είδη. Κι όμως, πρόκειται για είδη που στη συντριπτική τους πλειονότητα μπορούν να καταναλωθούν. Η αξιοποίηση των ξενικών ειδών από την αλιεία και τη βιομηχανία φαντάζει πλέον επιβεβλημένη προκειμένου εκτός των άλλων να ελεγχθεί ο πληθυσμός τους. Αλλωστε, η κλιματική αλλαγή καθιστά δεδομένο ότι ξενικά είδη θα συνεχίσουν να φτάνουν και να ευημερούν στη χώρα μας. 

 «Ελλειψη φυσικών θηρευτών» 

Σύμφωνα με όσα σχολίασε στην «Κ» η Παρασκευή Καραχλέ, διευθύντρια Ερευνών στο Ινστιτούτο Θαλάσσιων Βιολογικών Πόρων και Εσωτερικών Υδάτων του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ), ως ξενικά είδη ορίζονται «όσα βρίσκουμε πέραν της φυσικής γεωγραφικής τους εξάπλωσης, ως αποτέλεσμα ανθρωπογενών επιδράσεων». Τα περισσότερα από τα ξενικά είδη που βρίσκονται στην Ελλάδα, όπως εξήγησε η ίδια, «είναι ινδο-ειρηνικής προέλευσης και έχουν εισέλθει στη Μεσόγειο μέσω της διώρυγας του Σουέζ. Μετά την εγκατάστασή τους στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, και κυρίως στην ευρύτερη περιοχή του Ισραήλ (Λεβαντίνη), σταδιακά εξαπλώνονται προς τα δυτικά και φτάνουν στις ελληνικές θάλασσες».

Η αγριόσαλπα ή άσπρος γερμανός κατάγεται από τον Δυτικό Ινδικό Ωκεανό και έφτασε στη Μεσόγειο και τη χώρα μας από τη διώρυγα του Σουέζ. Εντοπίζεται σε νότιο Αιγαίο, Δωδεκάνησα, Κρήτη και Ιόνιο.
Φωτογραφία: 4alien.gr
Αυτή η εξάπλωση στις ελληνικές θάλασσες δεν είναι πρόσφατο φαινόμενο. Βάσει της επιστημονικής βιβλιογραφίας, όπως εξήγησε η κ. Καραχλέ, «τα πρώτα ξενικά είδη στις ελληνικές θάλασσες καταγράφηκαν το 1894 και ήταν τα Halophyla stipucalea και Hypnea cornuta». Πλέον, ξενικά είδη συναντάμε σε όλες τις ελληνικές θάλασσες. Μεγαλύτεροι αριθμοί ειδών και βιομάζας καταγράφονται σύμφωνα με την ίδια «στην Κρήτη και τα Δωδεκάνησα. Αυτό κυρίως οφείλεται στην εγγύτητα αυτών των περιοχών με την ανατολική Μεσόγειο και επειδή εκεί η θερμοκρασία της θάλασσας είναι πιο υψηλή». Μεγαλύτεροι αριθμοί ειδών και βιομάζας καταγράφονται στην Κρήτη και τα Δωδεκάνησα. Αυτό οφείλεται στην εγγύτητα αυτών των περιοχών με την ανατολική Μεσόγειο και επειδή εκεί η θερμοκρασία της θάλασσας είναι πιο υψηλή. Κάποια από τα ξενικά είδη που βρίσκονται στις ελληνικές θάλασσες, είναι σύμφωνα με την κ. Καραχλέ, «καλά εγκατεστημένα και έχουν σχηματίσει μεγάλους πληθυσμούς». Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτό οφείλεται στη βιολογία τους: «Ο σαρδελόγαυρος που είναι ένα μικρό πελαγικό είδος, κάνει μεγάλα κοπάδια. Αντίστοιχα, το λεοντόψαρο αναπαράγεται με μεγάλους ρυθμούς». Η αφθονία κάποιων ειδών όπως ο λαγοκέφαλος, μπορεί να οφείλεται επίσης, σύμφωνα με την ίδια, στην έλλειψη φυσικών θηρευτών. 

Το λεοντόψαρο πήρε το όνομά του από το επιβλητικό παρουσιαστικό. Εφτασε στην Ελλάδα από την Ερυθρά Θάλασσα, διασχίζοντας το Σουέζ. Εντοπίζεται σε νότιο Αιγαίο, Κρήτη, Δωδεκάνησα και Ιόνιο.
Φωτογραφία: 4alien.gr
 Απελευθερώσεις, διαφυγές και λαθρεπιβάτες 

Σχετικά με το κατά πόσο τα ξενικά είδη αποτελούν απειλή για το θαλάσσιο οικοσύστημα της χώρας, η ίδια επισήμανε ότι «δυνητικά όλα τα ξενικά είδη μπορεί να έχουν επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα, στις οικοσυστημικές υπηρεσίες και την υγεία». Πρόσφατα, υλοποιήθηκε ερευνητικό έργο με συντονίστρια την καθηγήτρια Οικολογίας στο ΕΚΠΑ, Μαργαρίτα Αριανούτσου. Στόχος του έργου σύμφωνα με την κ. Καραχλέ ήταν η «κατάρτιση του εθνικού καταλόγου για τα χωροκατακτητικά/εισβολικά ξενικά είδη. Συνολικά, συμπεριλάβαμε 22 είδη από τις ελληνικές θάλασσες. Κάποια από αυτά είναι ο λαγοκέφαλος, το λεοντόψαρο, η τρομπέτα, ο γερμανός, η αγριόσαλπα, ο μακράκανθος ή κοκκινόπυγος αχινός». Ο άνθρωπος και η μεταφορά μέσω θαλάσσιων οδών, όπως η διώρυγα του Σουέζ, δεν είναι οι μοναδικές αιτίες της μετανάστευσης των ξενικών ειδών. Οπως ανέφερε η κ. Καραχλέ, «υπάρχουν οργανισμοί που εισάγονται από πρόθεση σε ένα οικοσύστημα. Αυτό μπορεί να οφείλεται μεταξύ άλλων στην αλιεία, σε απελευθερώσεις από ενυδρεία και σε λόγους διατήρησης ή διαχείρισης της άγριας ζωής. Επίσης υπάρχουν διαφυγές από είδη που εκτρέφονται σε κάποια περιοχή στις υδατοκαλλιέργειες και τα οποία χρησιμοποιούνται ως ζωντανή τροφή ή δόλωμα». 

 Περισσότερα από τα μισά από τα περίπου 1.000 ξενικά είδη που έχουν καταγραφεί στη Μεσόγειο έχουν φτάσει μέσω της διώρυγας του Σουεζ, ενώ ακολουθούν οι μεταφορές με πλοία. 

 
Ο σαρδελόγαυρος, γνωστός και ως φρισσόγαυρος,, χρυσόγαυρος, γαυροσάρδελο, τριχιός ή γαύρος παριανός εντοπίστηκε για πρώτη φορά από επιστήμονες το 2003 στη Ρόδο. Εντοπίζεται σε Αργοσαρωνικό, Κυκλάδες, Δωδεκάνησα και Κρήτη. Φωτογραφία: 4alien.gr
Υπάρχουν κι άλλες αιτίες: «κάποια είδη μεταφέρονται ως μολυσματικοί παράγοντες ή παράσιτα. Ακόμη, υπάρχουν οι λαθρεπιβάτες. Πρόκειται για οργανισμούς που μεταφέρονται για παράδειγμα με τα θαλασσέρματα και προσκολλώνται στα κύτη των σκαφών. Ακόμη, υπάρχει και η φυσική διασπορά ειδών από γειτονικές περιοχές, που είχαν ως πρωταρχική οδό εισαγωγής μια από όσες αναφέρθηκαν». Στη Μεσόγειο, τα περισσότερα από τα περίπου 1.000 ξενικά είδη που έχουν καταγραφεί στην περιοχή, έχουν φτάσει σύμφωνα με την κ. Καραχλέ, «μέσω της διώρυγας του Σουέζ, ενώ ακολουθούν οι μεταφορές με πλοία». Η εισαγωγή ξενικών ειδών στη Μεσόγειο έχει ενταθεί τα τελευταία χρόνια και από την κλιματική αλλαγή. Οπως εξήγησε η κ. Καραχλέ, «η άνοδος της θερμοκρασίας της θάλασσας ευνοεί την πιθανότητα εισαγωγής, εγκατάστασης και επέκτασης θερμόφιλων ειδών». 

 «Κάποια είναι απειλητικά για τον άνθρωπο» 

Κάποια από τα ξενικά είδη που απαντώνται στις ελληνικές θάλασσες, μπορούν σύμφωνα με την κ. Καραχλέ να είναι απειλητικά για τον άνθρωπο. Ως τέτοια, μπορούν να θεωρηθούν «εκείνα τα οποία μπορεί να προκαλέσουν επώδυνο τσίμπημα, όπως είναι η ξενική Ροπιλέμα η νομαδική, ή ψάρια που έχουν αγκάθια με δηλητήριο». Τέτοια είναι, σύμφωνα με την ίδια, «το λεοντόψαρο, ο γερμανός, η αγριόσαλπα ή ακόμη και ο ξενικός μακράκανθος ή κοκκινόπυγος αχινός που έχει πολύ ψιλά αγκάθια». Ενα άλλο παράδειγμα, «είναι τα έξι είδη της οικογένειας Tetraodontidae (λαγοκέφαλοι) που έχουν στη σάρκα τους μια ισχυρή νευροτοξίνη, την τετροδοτοξίνη, που αν κάποιος καταναλώσει μπορεί ακόμα και να καταλήξει». Πάντως, σύμφωνα με την ίδια, εκτός από περιπτώσεις δηλητηριάσεων από κατανάλωση λαγοκέφαλου, «υπάρχουν καταγεγραμμένες επιθέσεις σε λουόμενους που σε περιπτώσεις συνοδεύονται και από ακρωτηριασμούς δακτύλων». 

 198 περιστατικά από λαγοκέφαλο στην ανατολική Μεσόγειο 

Τον περασμένο Μάρτιο δημοσιεύθηκε έρευνα στην οποία συμμετείχαν επιστήμονες από πληθώρα χωρών της ανατολικής Μεσογείου. Οπως προκύπτει από την επίμαχη έρευνα στην οποία συμμετείχε και το ΕΛΚΕΘΕ, από το 2004 έως το 2023 καταγράφηκαν στην ευρύτερη περιοχή συνολικά 198 περιστατικά όπου προκλήθηκε αντίκτυπος στην ανθρώπινη υγεία εξαιτίας λαγοκέφαλου. Συνολικά, καταγράφηκαν 28 φυσικές επιθέσεις, 143 μη θανατηφόρα επεισόδια δηλητηρίασης και 27 ανθρώπινες απώλειες λόγω κατανάλωσης λαγοκέφαλου. Ο αριθμός των καταγεγραμμένων περιστατικών έχει αυξηθεί σημαντικά από το 2019 κι έπειτα, αλλά δεν είναι σαφές αν αυτό οφείλεται στην αφθονία του είδους ή στην πληρέστερη ενημέρωση που παρέχεται για το ζήτημα. 

Ο γερμανός εντοπίστηκε πρώτη φορά στην Ελλάδα επί γερμανικής κατοχής. Πήρε το όνομά του επειδή το πράσινο χρώμα του παρέπεμπε στη γερμανική στολή. Εντοπίζεται σε Λέσβο, νότιο Αιγαίο, Κρήτη και Δωδεκάνησα.
Φωτογραφία: 4alien.gr
 Στην Ελλάδα έχουν καταγραφεί από το 2018 κι έπειτα, συνολικά έξι δαγκώματα λαγοκέφαλου σε ανθρώπους. Αντίστοιχα, έχουν καταγραφεί μόλις πέντε δηλητηριάσεις, που αφορούν περιστατικό του 2013 στην Ιεράπετρα, όπου Ουκρανοί ναυτικοί έφαγαν λαγοκέφαλο που ψάρεψαν. Μέχρι σήμερα, δεν έχει καταγραφεί κάποιος θάνατος στην Ελλάδα από κατανάλωση λαγοκέφαλου, γεγονός που σύμφωνα με την έρευνα, συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με την ορθή ενημέρωση των πολιτών. 

 «Είδη καλής ποιότητας πρωτεΐνης»

 Η ολοένα και αυξανόμενη παρουσία θαλάσσιων ξενικών ειδών συχνά προκαλεί ανησυχία. Εντούτοις, όπως σημείωσε η κ. Καραχλέ, «τα ξενικά είδη είναι μέρος της άγριας χλωρίδας και πανίδας. Αν κάποιος τα αντιμετωπίσει έτσι, όπως κάνουμε και με τα αυτόχθονα είδη, τότε δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Για παράδειγμα, όλοι αποφεύγουμε να πατήσουμε τους δικούς μας αχινούς, ή το τσίμπημα από τις τσούχτρες και τις μέδουσες. Γιατί λοιπόν να αντιμετωπίσουμε με πλεονάζοντα φόβο τα αντίστοιχα ξενικά είδη; Σκορπίνες τρώμε και είναι και πεντανόστιμες, αλλά προσέχουμε τα δηλητηριώδη αγκάθια τους. Το ίδιο πρέπει να ισχύει και για το λεοντόψαρο». Ξεχωριστή περίπτωση, αποτελεί σύμφωνα με την ίδια ο λαγοκέφαλος, «η κατανάλωση του οποίου απαγορεύεται».

 Σε διάφορες χώρες παρατηρείται η τοπική «με το χέρι» αφαίρεση του μπλε καβουριού. Στην Κύπρο και την Τουρκία υπάρχει «επικήρυξη» με αμοιβή του λεοντόψαρου. 

 Αλλωστε, εκτός του λαγοκέφαλου, τα υπόλοιπα ξενικά είδη σύμφωνα με την κ. Καραχλέ, «είναι όλα εδώδιμα και μπορούν να καταναλωθούν». Κάποια εξ αυτών, όπως σημείωσε, είναι τα ψάρια, το μπλε καβούρι, η γαρίδα του Ατλαντικού και το σουπιοκαλάμαρο. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα που διενεργήθηκε στο πλαίσιο του ερευνητικού έργου 4ALIEN, «βρέθηκε ότι το λεοντόψαρο, ο σαρδελόγαυρος, ο γερμανός και η αγριόσαλπα είναι είδη καλής ποιότητας πρωτεΐνης και πλούσια σε ω3/ω6 λιπαρά οξέα. Ιδιαίτερα τα δύο τελευταία είναι πλούσια σε αραχιδονικό οξύ, το οποίο συμβάλλει στην καλή κατάσταση και λειτουργία του νευρικού και καρδιαγγειακού συστήματος». Μέχρι σήμερα, στην Ελλάδα δεν υπάρχει κάποια επίσημη μέθοδος μείωσης των πληθυσμών των ξενικών ειδών. Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με την κ. Καραχλέ, «σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες έχουν εφαρμοστεί πρακτικές για τον περιορισμό των πληθυσμών. Σε διάφορες χώρες παρατηρείται η τοπική “με το χέρι” αφαίρεση του μπλε καβουριού. 

Στην Κύπρο και την Τουρκία υπάρχει “επικήρυξη” με αμοιβή του λεοντόψαρου».Γενικότερα, σύμφωνα με την ίδια, «η εξαλίευση εκείνων των ειδών που μπορούν να αξιοποιηθούν είτε για ανθρώπινη κατανάλωση είτε στη βιομηχανία –για ιχθυάλευρα, παρασκευή φαρμάκων και καλλυντικών για το δέρμα– θεωρούνται τεχνικές που θα μπορούσαν να συμβάλουν στον έλεγχο των πληθυσμών. Με αυτόν τον τρόπο, τα ξενικά είδη αξιοποιούνται και εντάσσονται στον ευρύτερο κύκλο εργασιών της αλιείας». 

 Πηγή : https://www.kathimerini.gr/

to synoro blog

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...