Giovanni-paolo-pannini: "Ο Απόστολος Παύλος διδάσκει στα ερείπια" |
του Γεράσιμου Γ.
Γερολυμάτου
ζωγράφου
Από την αρχή της η νέα
θρησκεία, παρόλο που ξεπήδησε μέσα από τον κορμό του Ιουδαϊσμού και εδραίωσε
την θεολογία της στις ιερές γραφές και στις προφητείες της Π. Διαθήκης για τον
Μεσσία Ιησού, καταδιώχθηκε από τον παραδοσιακό Ιουδαϊσμό, που έβλεπε σε αυτήν
μιαν αιρετική παραποίηση των δογμάτων του με αιχμή της την θεοποίηση του Ιησού
ως Υιού του Θεού.
Η εχθρική στάση του
Ιουδαϊσμού έναντι του Χριστιανισμού, είναι ίσως η πιο ασφαλής απόδειξη της
ανεξαρτησίας της νέας θρησκείας και της διαφοράς του εξελιγμένου θρησκευτικού
της πνεύματος. Για το λόγο αυτό τα πρώτα χρόνια έγινε προσπάθεια,
χρησιμοποιώντας τις διάφορες ιουδαϊζουσες αιρέσεις, όπως η ψευδοδιδασκαλία για
την περιτομή και με άλλες υποκινούμενες παρεμβολές, να αλλοτριώσει το
διαφορετικό πνεύμα της νέας διδασκαλίας με απώτερο σκοπό την αφομοίωση ή την
διάλυσή της.
κοινό φυσικό πρότυπο αρχαίας θρησκείας και Χριστιανισμού |
Η διαφορά της εξέλιξης
αυτής, οφείλεται στη νέα δυναμική που έδωσε η μέθεξη του ελληνικού Λόγου με τον
μονοθεϊσμό και ο Χριστιανισμός είναι μια θρησκεία του Λόγου. Ο Χριστιανισμός ως
θρησκεία είναι δημιούργημα του οικουμενικού ελληνικού πνεύματος, και όπως αυτό,
έτσι και εκείνος δεν ανήκε μόνο στους Έλληνες, αλλά σε όλους τους ανθρώπους.
Μιλώντας για το ρόλο του Χριστιανισμού έναντι της Ρώμης, ο Αρβανιτόπουλος[1]
παρατηρεί ότι: «…Το μέσον τούτο εύρον πρόσφορον και έθεσαν εις εφαρμογήν οι τολμηρότεροι των
«Ελληνιστών», οι βλέποντες ότι δια των όπλων και της υλικής βίας δεν ανετρέπετο
ο επαχθής Ρωμαϊσμός».
Το ιουδαϊκό θρησκευτικό πνεύμα αντίθετα, προϊόν της
πεπαλαιωμένης φυλετικής συνείδησης δε μπόρεσε να εξελιχθεί, αλλά έμεινε
προσκολλημένο στο στενό πλαίσιο της φυλής και στη λατρεία ενός εθνικού θεού.
Έτσι ο Ιουδαϊσμός δεν ήταν προορισμένος να γίνει οικουμενικός. Σχετικά λοιπόν
με την προέλευση του Χριστιανισμού ο Αρβανιτόπουλος[2]
γράφει πολύ σωστά ότι: «Επήγασε δε ο Χριστιανισμός ουχί βεβαίως εκ του
Ιουδαϊσμού, προς τον οποίον αυτός ήδη ο ιδρυτής του Ιησούς φέρεται αντιταχθείς
και ο οποίος Ιουδαϊσμός και μέχρι σήμερον αντιμάχεται προς τον Χριστιανισμόν
δια των γνησιωτέρων αντιπροσώπων του, αλλ΄εκ της συγκεκραμένης μεταγενεστέρας
ελληνικής θρησκείας. Διότι ο Χριστιανισμός ως θρησκεία, ουχί ως κοινωνική
επανάστασις των αδυνάτων και τυραννουμένων κατά των δυναστών, είνε δημιούργημα
επίσης ελληνικόν, κατά το μέγιστον αυτού μέρος.(…)»
Η νέα θρησκεία έπρεπε
να συγκρουστεί με την παλαιά ελληνορωμαϊκή θρησκεία, αλλά και με άλλες όπως
ήταν η θρησκεία του Μίθρα από την Περσία και αυτή της Ίσιδος, του Οσίριδος, της
Μεγάλης θεάς Κυβέλης, του Άττεως και του Σεράπιδος. Αυτές είχαν κάποιες
παρόμοιες προς το πνεύμα του λατρείες και τελετές και έρχονταν και αυτές από
πολύ μακριά, έξω από τα τοπικά ρωμαϊκά σύνορα και συναγωνίζονταν για να
ικανοποιήσουν τη δίψα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας για θρησκευτική ενότητα. Είχε
επίσης να αντιμετωπίσει και όλες τις φιλοσοφικές θεωρίες, που πρέσβευαν απόψεις
εκ διαμέτρου αντίθετες προς την θεολογική θέση του Χριστιανισμού περί ψυχής,
όπως ήταν οι επικούρειοι και οι υλιστές.
Πλάτων |
Ο Χριστιανισμός βρήκε
όμως και τις πνευματικές του «συμμαχίες» στον Ελληνισμό και ιδιαίτερα στα
φιλοσοφικά συστήματα και τις ιδέες που επεξεργάστηκαν ο Πλάτων και ο
Αριστοτέλης. Κατά τον Μ. Φούγια[3]:
«Αυτόν τον Ελληνισμό, την πνευματική
κληρονομιά των Ελλήνων και των ελληνότροπων λαών της Ασίας ο Χριστιανισμός, με τη φωνή του Ιησού, των Αποστόλων και
των Πατέρων της Εκκλησίας, τον άφησε να κινείται άνετα και δημιουργικά στη
Γραμματεία της Χριστιανικής Εκκλησίας».
Και παρακάτω: «Για τους Πατέρες της Εκκλησίας ο Ελληνισμός ως πνευματική δύναμη ήταν
κάτι διαφορετικό από εκείνο που σημαίνουν οι όροι «Έλληνας» και «Εθνικός». Οι
όροι αυτοί θεωρήθηκαν ως αντίθετοι προς τη νέα θρησκεία και δηλούντες τον
πολύμορφο παγανισμό. Όχι, όμως, το ίδιο και ο όρος «Ελληνισμός». Ιδιαίτερα,
οι Μεγάλοι Πατέρες αυτόν τον Ελληνισμό έχουν υπόψιν τους και αυτόν εισηγούνται
προς τους Χριστιανούς για την ωφέλειά τους.
Από τους πρώτους
αιώνες διασώζονται ορισμένα από τα πιο σπουδαία συγγράμματα της χριστιανικής
θεολογίας. Γενικά πάντως οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς της περιόδου αυτής και
μέχρι τον 6ο αι, ακολουθούσαν τα κλασικά πρότυπα γραφής, όπως και οι σύγχρονοί
τους καλλιτέχνες που οι δεσμοί τους με τις καλλιτεχνικές παραδόσεις της
αρχαιότητας παρέμεναν ακόμα ισχυροί. Σύμφωνα πάλι με τον Μ. Φούγια[4]:
«Η λατινική διανόηση εξαρχής αντιλήφθηκε
ότι, για να δημιουργήσει πνευματικά, χρειαζόταν το πνεύμα του Ελληνισμού: τη
φιλοσοφία, την ποίηση, τη μεταφυσική έμπνευση του Πλάτωνα και του Πλωτίνου, το
Όργανο του Αριστοτέλη και τις κατηγορίες του, τις ηθικές αντιλήψεις της Στοάς,
τους προβληματισμούς των Ελληνιστών και των Γραμματικών της Αλεξάνδρειας. Τα
στοιχεία αυτά βρήκαν τη θέση τους στην απολογία των πρώτων Χριστιανών
Απολογητών και Εκκλησιαστικών Συγγραφέων, τόσο της Ανατολής όσο και της Δύσης».
Κλήμης ο Αλεξανδρεύς |
Ιδιαίτερα στους
Ανατολικούς Πατέρες ο Ελληνισμός είναι έκδηλος σε τέτοιο βαθμό, ώστε το
περιεχόμενό του και η σπουδαιότητά του αποτελεί για τον Ιουστίνο, τον Αθηναγόρα,
τον Μελίτωνα Σάρδεων, τον Κλήμεντα Αλεξανδρέα, τον Ωριγένη, τους Καπαδόκες Πατέρες, τον Μάξιμο
Ομολογητή, τον Δαμασκηνό και τον ιερό Φώτιο, παράγοντα αναγκαίο για τη
διατύπωση των δογμάτων της πίστεως και πηγή έμπνευσης για τη σύνθεση της
υμνολογίας της θείας λατρείας και για την κατανόηση των δρώμενων κατά την
προσφορά της αναίμακτης θυσίας.
Και καταλήγει: «Για τον ιερό Αυγουστίνο ο Ελληνισμός ως Νεοπλατωνισμός επέδρασε σε όλη
τη δυτική σκέψη κατά την περίοδο των Μέσων Χρόνων και πέραν της περιόδου αυτής.
Κάποιες από τις διδασκαλίες του συνέβαλαν στη διαμόρφωση της νεότερης
φιλοσοφίας. Ανάμεσα στους φιλοσόφους που υποστήριξαν ότι ο Νεοπλατωνισμός
βρίσκεται πολύ κοντά στην αλήθεια είναι και ο ιερός Αυγουστίνος. Πρόκειται για
μια άποψη, η οποία καλλιεργήθηκε στους φιλοσοφικούς κύκλους, ότι οι Έλληνες
πλησίασαν την αλήθεια και την έννοια του θεού». Ο Αυγουστίνος, τελικά,
υποστήριξε ότι η φιλοσοφία είναι ένα καλό μέσο για την κατανόηση του θεωρητικού
περιεχομένου του Χριστιανισμού.
Συμπερασματικά
μπορούμε να πούμε ότι οι εκχριστιανισθέντες κάτοικοι των χωρών της Ανατολής,
αλλά και της Ρώμης, ήταν ήδη εξελληνισμένοι και ο γεωγραφικός πνευματικός χώρος
μέσα στον οποίο εξαπλώθηκε κατά αρχήν ο Χριστιανισμός, ταυτίζεται με τον
οικουμενικό ελληνιστικό κόσμο της εποχής. Είναι λοιπόν μεγάλης σημασίας το
γεγονός, ότι ο Χριστιανισμός επικράτησε εκεί όπου κυριαρχούσε η ελληνική
γλώσσα, η παιδεία και το ελληνικό πνεύμα, υπό την επίδραση των ελληνιστικών
βασιλείων.
Το γεγονός δε ότι η Παλαιά Διαθήκη είχε, προ Χριστού ακόμη, μεταφραστεί
στα ελληνικά, που ήταν η παγκόσμια επίσημη γλώσσα της εποχής, όπως αργότερα και
τα Ευαγγέλια, αλλά και πολλά από τα εκκλησιαστικά συγγράμματα, αντανακλά σε
συνδυασμό και με την τέχνη την τεράστια συμβολή του ελληνικού πολιτισμού. Έτσι
μπορεί να συμπεράνει κάποιος, ότι ο ελληνισμός με την οικουμενική του διάσταση
αποτέλεσε τον κύριο πολιτισμικό φορέα μέσω του οποίου εξαπλώθηκε ο
Χριστιανισμός.
Το κέμενο αποτελεί μέρος μελέτης μου με
το γενικό τίτλο:
«ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΣΤΗ
ΘΡΗΣΚΕΙΑ-Μια επισκόπηση της εξέλιξης του πολιτισμού»
Γ΄Μέρος: ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ
1. ΤΟ ΝΕΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ-ΠΡΩΤΟΙ
μ.Χ ΑΙΩΝΕΣ.
Η μετάβαση προς ένα ανώτερο επίπεδο
συνείδησης. Κεφ. 1-6
[1] ΑΠ. ΑΡΒΑΝΙΤΟΠΟΥΛΟΣ: (αυτ.).
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου