Άποψη της Μονής Σταυρονικήτα |
Από τις σελίδες των
Ημερολογίων μου
Γράφει ο ζωγράφος
Γεράσιμος Γ. Γερολυμάτος
Ένα ηλιόλουστο πρωινό
του Μάρτη του 1996 μέσα στην Σαρακοστή, προμηθευτήκαμε στην Ουρανούπολη τα
ειδικά διαμονητήρια για την παραμονή μας στο Άγιον Όρος, στην χιλιόχρονη Αθωνική
πολιτεία. Το οχηματαγωγό «Άξιον Εστί» απέπλευσε στις 9.45 π.μ, με κατεύθυνση το
λιμανάκι της Δάφνης. Είχαμε αφήσει πια τον «κόσμο» που από εδώ και πέρα θα
έμοιαζε περισσότερο μια ανάμνηση, και πλέαμε σε κοντινή απόσταση παράλληλα με
τις ακτές που βρίσκονταν στα αριστερά μας.
Από την αρχή κιόλας η
περιοχή άρχισε να γίνεται αραιοκατοικημένη, ώσπου σε λίγο οι κατοικίες χάθηκαν
δίνοντας τη θέση τους σε ερημικές και δασώδεις πλαγιές που κατέβαιναν απότομα ως
τη θάλασσα. Ο καιρός ήταν πολύ κρύος,
παρά τον ήλιο, και έριχνε αραιό χιονόνερο. Κατά μήκος των ακτών άρχισαν σύντομα
να εμφανίζονται μικρά όμορφα οικήματα πολλά από τα οποία ήταν μισο-ερειπωμένα.
Σε λίγο φάνηκε ένα κάπως μεγάλο οικοδόμημα, μια εγκαταλελειμμένη ρωσική σκήτη
και έπειτα μια σειρά από παραθαλάσσια μοναστήρια με τους γραφικούς αρσανάδες
τους.
Η Μονή Ζωγράφου που κατοικείται από Βούλγαρους μοναχούς, η Μονή
Δοχειαρίου, η Μονή Ξενοφώντος, το μεγάλο ρωσικό μοναστήρι του Αγίου
Παντελεήμονος με την τεραστίων διαστάσεων καμπάνα του και τέλος η σκάλα της
Δάφνης, επίνειο των Καρυών, όπου έγινε η αποβίβασή μας με τον απαραίτητο
έλεγχο, και έπειτα η επιβίβαση στο μοναδικό λεωφορείο που μας ανέβασε στις
Καρυές μέσα από μια πανέμορφη διαδρομή μισής ώρας. Δεξιά και αριστερά του
φιδίσιου χωματόδρομου σωροί από χιόνια που έλιωναν θύμιζαν το βαρύ χειμώνα που
μόλις πέρασε.
Οι Καρυές με τον ναό του Πρωτάτου |
Οι Καρυές είναι ένα
πολύ γραφικό σύμπλεγμα παλαιότατων οικημάτων γύρω από μία πλατεία και ένα μικρό
πλακόστρωτο δρόμο. Είναι η πρωτεύουσα του Όρους πολλούς αιώνες τώρα και περιλαμβάνει
την Ιερά Επιστασία (διοίκηση), την φημισμένη Αθωνιάδα Σχολή, τον περίφημο ναό
του Πρωτάτου με τις τοιχογραφίες του Μ. Πανσέληνου, αστυνομική διοίκηση,
ραφείο, φούρνο, κάνα-δύο παντοπωλεία για τις προμήθειες μοναχών και
προσκυνητών, διάφορα παρεκκλήσια και ένα παραδοσιακό εστιατόριο με αυστηρά νηστίσιμο
μενού, που περιελάμβανε ίσα-ίσα 4-5 επιλογές νόστιμων φαγητών και ένα κόκκινο
κρασί νέκταρ, που όμοιό του δεν είχαμε ποτέ ξαναπιεί.
Γευματίσαμε μακαρόνια με
σάλτσα από μανιτάρια, όνειρο. Νοιώθεις ότι οι Καρυές είναι, κατά κάποιο τρόπο,
το μικρότατο νήμα που συνδέει τη μνήμη με τον έξω κόσμο. Όσο για τη φύση που
περιβάλλει τα πάντα στο Άγιον Όρος, αυτή είναι οργιώδης και σχεδόν αδιαπέραστη.
Πουλιά κάθε είδους πετούν τριγύρω με κελαϊδίσματα, νερά τρεχούμενα, καταρράκτες
και ποταμάκια που δε τα βλέπεις πάντα, αλλά ακούς το βουητό τους στο βάθος
δασοσκέπαστων φαραγγιών.
Με τα σακίδια στην
πλάτη πήραμε τον κατηφορικό δρόμο προς τη Μονή Ιβήρων. Μικρά μονοπάτια
οδηγούσαν σε διάσπαρτες μέσα στο δάσος μικρές καλύβες, άλλες κατοικήσιμες και
άλλες πολύ παλαιές, μισογκρεμισμένες. Τριγύρω τους μικροί λαχανόκηποι και
μελίσσια.
Κάθε καλύβη, σκήτη ή μονή έχει σε κάποιο βαθμό την αυτάρκειά της σε
φαγώσιμα και ξυλεία για την οικοδόμηση και την θέρμανση. Η αρχιτεκτονική αποτελεί
σε πολλές περιπτώσεις υπόδειγμα μακεδονικού, κάποτε και σλαβικού ρυθμού,
ανάμικτων με αμιγώς καθαρά βυζαντινά στοιχεία, που φανερώνουν τόσο την
αρχαιότητα των κτισμάτων, όσο και τις ετερόκλητες επιδράσεις αρχιτεκτονικής από
όλο τον Ορθόδοξο κόσμο, αλλά και τις συνεχείς προσθήκες νέων κτιρίων δίπλα στα
παλαιά, τις αναπαλαιώσεις και τις επεκτάσεις που πραγματοποιήθηκαν στο πέρασμα
των αιώνων.
Σε όλες ανεξαιρέτως τις περιπτώσεις, η αγιορείτικη αρχιτεκτονική
είναι εναρμονισμένη φυσικά μέσα στον περιβάλλοντα χώρο και δίνει την εντύπωση
ότι αποτελεί αυτοφυές αναπόσπαστο μέρος του, κι όχι κάποια αυθαιρεσία που θα
βίαζε την αισθητική και φυσική ιδιαιτερότητα του τοπίου.
Ο Πύργος του αρσανά της Μονής Ιβήρων |
Μετά από 90 λεπτά
πορείας μέσα σε λαγκάδια και πλαγιές, φάνηκε μπροστά μας η απέραντη και
ανεμοδαρμένη ανατολική ακτή προς την πλευρά του Αιγαίου Πελάγους. Ο παγωμένος
άνεμος που έφερνε τη θάλασσα σαν χάδι μυρωμένο από άλμη και θυμάρι αναλυόταν
μεθυστικά στα ρουθούνια μας. Δίπλα στο φουρτουνιασμένο γιαλό, πίσω μας και
αρκετά μακριά, διαγράφονταν το αχνό - γκρίζο περίγραμμα των πύργων της μονής
Σταυρονικήτα. Περπατούσαμε χαμηλά πια δίπλα στη θάλασσα, όταν σε μια στροφή
φάνηκε ξαφνικά το λιμανάκι, και δίπλα ο μεγάλος ταρσανάς με το θολωτό κτιστό
υπόστεγο, το ξυλουργείο με τους τεράστιους σωρούς κορμών και δοκαριών και ο
ψηλός αμυντικός πύργος που δέσποζε με τον επιβλητικό πέτρινο όγκο του στην
είσοδο του πλακόστρωτου δρόμου που οδηγούσε στην κεντρική πύλη της μονής
Ιβήρων.
Διαβήκαμε τη θολωτή
πύλη και διασχίσαμε την ερημική πλατεία μπροστά από το καθολικό, ανεβαίνοντας
στο αρχονταρίκι όπου άναβε ένα φιλόξενο τζάκι. Ο αρχοντάρης π. Πρόδρομος μας
υποδέχθηκε με περίσσια γλυκύτητα, μας κατέγραψε στο βιβλίο των επισκεπτών,
είπαμε λίγα γενικά, μας τράταρε λουκούμια και δροσερό νερό και μας οδήγησε στο
τρίκλινο ζεστό κελάκι στη δυτική πτέρυγα, όπου θα καταλύαμε για τις επόμενες
τρείς ημέρες. Η Ιβήρων είναι το τρίτο σε αρχαιότητα και μεγαλείο μοναστήρι από
τα είκοσι που υπάρχουν στο Όρος. Κτισμένη ήδη από το 980 μ.Χ από γεωργιανούς
μοναχούς, εξ΄ού και η ονομασία Ιβήρων, φιλοξενούσε κάποτε στις τεράστιες
εγκαταστάσεις της 365 πατέρες.
Σταδιακά όμως πέρασε στα χέρια των Ελλήνων
μοναχών που έχουν εδώ και αιώνες την κυριότητα της. Εδώ ζουν τώρα 36 πατέρες
και δόκιμοι μοναχοί και ανάμεσα τους, ένας ρώσος και ένας αυστριακός μοναχός
και ένας αυστραλός ιερομόναχος. Χίλια και πλέον χρόνια ιστορίας είναι
αποτυπωμένα παντού στο τεραστίων διαστάσεων οικοδομικό συγκρότημα που
καταλαμβάνει έκταση πολλών στρεμμάτων.
Εδώ βρίσκεται επίσης
και η σπουδαιότερη από όλες τις θαυματουργές εικόνες της Θεοτόκου που
φυλάσσεται σε ιδιαίτερο ναό δίπλα στην πύλη, η μεγάλων διαστάσεων «Παναγία η Πορταϊτισσα», που διάφορες
θαυμάσιες ιστορίες και σημεία την έχουν συνδέσει με τη μονή, με το έθιμο της
φιλοξενίας που η ίδια υπέδειξε στους μοναχούς, μέσω ενός θαύματος με
πρωταγωνιστή ένα φτωχό και απελπισμένο χωρικό.
Μονή Ιβήρων, 19
Νοεμβρίου.
«Πρωί, περίπατος στο ακρογιάλι. Αγίασμα, ένα μικρό παρεκκλήσι και μέσα
το κόνισμα της Παναγίας και τρέχει από το μαγουλό της το αίμα. Δυό ψαράδες
καλόγεροι τραβούν τα δίχτυα, χορεύουν μέσα τα ψάρια. Γυρίζουμε στο Μοναστήρι,
τι θάμα η Παναγία η Πορταϊτισσα, μεγάλα θλιμμένα μάτια, σγουρό δαχτυλιδένιο
στόμα, στέρεο πιγούνι, γλύκα, πίκρα, όλη η χαρά κι ο πόνος του ανθρώπου. Και το
βράδυ, τι θεία στιγμή όταν είδαμε τη θάλασσα κάτασπρη ν΄αναστενάζει και το
φεγγάρι τεράστιο από πάνω της.
- Απόψε το φεγγάρι, είπε ο φίλος μου, εκτελεί αληθινά τον
προορισμό του, φωτίζει τα αιώνια.
Με σιγανή φωνή, σκυμμένοι ο ένας πάνω στον άλλο, μιλούσαμε.
Πρέπει, λέγαμε, να πάρουμε μια ριζική απόφαση. Πρέπει, σε κάθε στιγμή, να ζούμε
την αιωνιότητα. Όπου πηγαίναμε, ένας αμίλητος καλόγερος μας ακλουθούσε, χλωμός,
αρρωστιάρης, ακατάπαυστα έβηχε, έφτυνε, ξύνουνταν, μα το πρόσωπό του έλαμπε
ευτυχισμένο.
- Θα΄ναι τρελός, είπε ο φίλος μου.
- Θα ΄ναι άγιος, είπα εγώ. Δε βλέπεις το πρόσωπό του πως
λάμπει; Σαν να πέφτει απάνω του ένας ήλιος.
Σταθήκαμε, ζύγωσε:
- Είμαι ο πάτερ Λαυρέντιος, μας είπε, θα΄χετε ακουστά, ο
παλαβός.
- Είσαι ευτυχισμένος, του΄πε ο φίλος μου, μπήκες ζωντανός
στον Παράδεισο, το πρόσωπό σου λάμπει.
-Δόξα σοι ο Θεός, αποκρίθηκε ο καλόγερος κι έκαμε το σταυρό
του. Ό,τι λέν οι άλλοι παλαβομάρα, εγώ το λέω Παράδεισο. Μα βρήκα ζόρε μεγάλο
ν΄ανοίξω την πόρτα.
- Ποιάν πόρτα;
- Του Παραδείσου, αδελφέ μου. Στην αρχή, όταν μπήκα στο
Μοναστήρι, έκλαιγα, έτρεμα, φοβόμουν. Συλλογιζόμουν τον Παράδεισο κι έκλαιγα,
συλλογιζόμουν την Κόλαση κι έκλαιγα. Μα ένα πρωί σηκώθηκα. «Γιατί να κλαίω;
είπα. Δεν είναι ο Θεός πατέρας μας; Δεν είμαστε παιδιά του; Γιατί το λοιπόν να
φοβούμαι;». Κι από τη μέρα εκείνη με λένε παλαβό.
΄Εβγαλε από τον κόρφο του και μας έδωκε ένα ξεροκόμματο
ψωμί.
- Είναι άρτος των αγγέλων, είπε. Φάτε, φάτε να κάμετε κι
εσείς φτερά, κακομοίρηδες!…''
Γ. Γ. Γερολυμάτος: Μονή Ιβήρων |
Αυτά τα λόγια έγραψε ο
Νίκος Καζαντζάκης στην «Αναφορά στον Γκρέκο» έπειτα από τη μεγάλης διάρκειας
επίσκεψή του στο Άγιον Όρος, όταν νέος αναζητούσε το Θεό και απαντήσεις στα
μεγάλα ερωτηματικά του. Ο φίλος που αναφέρεται στο ημερολόγιο δεν ήταν άλλος
από το μεγάλο μας ποιητή Άγγελο Σικελιανό.
Οι κατανυκτικές ακολουθίες
του εσπερινού, του μικρού και μεγάλου Αποδείπνου, του Όρθρου και της Θείας
λειτουργίας χρωμάτισαν με ανεξίτηλες στιγμές την τριήμερη παραμονή μας στο
Μοναστήρι. Η κοινοβιακή ζωή των μοναχών που είχαμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε
από κοντά, πέρα από τις αναπόφευκτες υλικές μέριμνες της κάθε μέρας, είχε και
έχει ακόμα ως κέντρο της τη θεία λατρεία, αφού ο εκκλησιασμός και η κοινή
προσευχή αποτελούν πρώτιστο μέλημα και καθήκον. Το καθολικό μιας μονής είναι το
λειτουργικό κέντρο γύρω από το οποίο μοιάζει να κινείται σταθερά ολόκληρη η ζωή
και οι δραστηριότητες ενός κοινοβίου. Μέσα στο πανάρχαιο και ατίμητα
μεγαλοπρεπές καθολικό, οι πατέρες έψαλλαν κατανυκτικά την ακολουθία του
Εσπερινού και ανάγνωσαν τα ιερά βιβλία.
Οι δικέφαλοι αετοί, τα αυτοκρατορικά αφιερώματα,
το τέμπλο, οι εξαίσιες υποδειγματικές τοιχογραφίες και οι χρυσοποίκιλτες
εικόνες, τα βαρύτιμα μανουάλια και ο γιγάντιος πολυέλαιος, το πνευματικό άρωμα
του λιβανιού και οι λιγοστές λάμψεις των κεριών και των καντηλιών, συνέθεταν
μιαν απόκοσμη ατμόσφαιρα, αληθινά ουράνια. Τα πάντα μετρώνται εδώ ως Ιστορία
και Παράδοση και παραμένουν αναλλοίωτα μέσα στους αιώνες, είτε πρόκειται για το
αυστηρό τελετουργικό τυπικό, όπου θαυμάζει κανείς την ακρίβεια, αλλά και τη
γνώση του ρόλου που έχει ο καθένας σε αυτό, ή ακόμα και τα υλικά πράγματα.
Το να περιγράψει
κανείς τα υλικά αντικείμενα άφθαστης ομορφιάς και δεξιοτεχνίας, ολόκληρο τον
πλούτο της Βιβλιοθήκης, μοιάζει να είναι μάταιο. Τα φθαρμένα χερούλια των
παμπάλαιων διπλών ξυλόγλυπτων στασιδιών, και οι λιωμένες πέτρινες πλάκες του
δαπέδου από το χιλιόχρονο περπάτημα μοναχών και προσκυνητών, είναι αρκετά στο
να καταδείξουν την ενάργεια του πνεύματος και τη συνέχεια που τιθασεύουν το
χρόνο και την ύλη. Αρκετή συγκίνηση δημιουργεί από μόνη της η σκέψη, ότι σε αυτά
τα στασίδια, πάνω σε αυτές τις πλάκες, χιλιάδες αγωνιζόμενοι πατέρες επί χίλια
χρόνια έζησαν εδώ ταπεινοί και ανώνυμοι, παραδίνοντας τη σκυτάλη της πίστης
στους νεώτερους, λιώνοντας με τα βήματά τους τις πέτρες, γινόμενοι κρίκοι
αδελφικοί μιας ισχυρής ανθρώπινης αλυσίδας που φτάνει ως τις μέρες μας.
Στο διάστημα της
παραμονής στην Ιβήρων, πέρα από τις ευκαιρίες που είχαμε να γνωρίσουμε κάποιους
πατέρες και τα γύρω τοπία της Μονής, σταθήκαμε αληθινά τυχεροί σε μια περίπτωση
που αξίζει να αναφερθεί για την εντύπωση που μας έκανε. Ήταν η μεγάλη ασημένια καντήλα
βάρους αρκετών κιλών, η οποία κρεμόταν στην Ωραία Πύλη του τέμπλου του
καθολικού. Αρκετή ώρα μετά την έναρξη του όρθρου, η βαριά καντήλα τράβηξε την
προσοχή μας με την ανεπαίσθητη κίνηση της φλόγας της. Αργά στην αρχή και έπειτα
από λίγο γρήγορα και σταθερά σαν εκκρεμές, δίχως να την έχει αγγίξει κανείς, η βαριά
καντήλα άρχισε να κουνιέται δυνατά πέρα δώθε ρυθμικά, καταλύοντας κάθε νόμο
περί βαρύτητας.
Τα διπλανά καντηλάκια, αν και κατά πολύ ελαφρύτερα, παρέμεναν
ωστόσο ακίνητα. Αυτό κράτησε για περισσότερο από μία ώρα, μέχρι που τέλειωσε ο
όρθρος γύρω στις 5.00 π.μ. Το ίδιο παράδοξο γεγονός είδαμε ακόμα δυό- τρείς
φορές στη διάρκεια της παραμονής μας σε ανύποπτο χρόνο. Κάθε λογική εξήγηση του
γεγονότος μοιραία οδηγείται σε αδιέξοδο. Μένει μόνο η αποδοχή του οφθαλμοφανούς
φαινομένου που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Ως νέοι άπιστοι Θωμάδες αναζητήσαμε
την εξήγηση που θα δικαίωνε τη λογική μας, αλλά κανένας μυστικός μηχανισμός ή
άλλη φυσική αιτία δε μας διευκόλυνε.
Αφήσαμε τη μονή Ιβήρων
με κατεύθυνση τον άγριο νότο της χερσονήσου του Άθω τη γνωστή και ως «έρημο»
λόγω του κακοτράχαλου και δύσβατου εδάφους της. Εδώ ζουν οι σκητιώτες μοναχοί,
οι ερημίτες και οι ησυχαστές αναχωρητές που αποτελούν μαζί με τους κοινοβιάτες
τους δύο βασικούς τρόπους της μοναχικής άσκησης. Περιπλεύσαμε τη νοτιο-δυτική
ακτή του Αγίου Όρους με ένα πλοιάριο που πήραμε από τη Δάφνη με κατεύθυνση την Σκήτη
της Αγίας Άννας. Στην πορεία μας συναντήσαμε τις μονές Σίμωνος Πέτρας, Διονυσίου,
Γρηγορίου, Αγίου Παύλου και τη Νέα Σκήτη.
Το κομμάτι της
διαδρομής μέχρι το νοτιότερο άκρο της χερσονήσου του Άγίου Όρους είναι αληθινά
εντυπωσιακό. Κατάφυτες απότομες πλαγιές φθάνουν μέχρι τα βαθειά γαλαζοπράσινα
νερά ειρηνικών όρμων. Ένας μικρός χείμαρρος από τα χιόνια που λειώνουν στις
κορυφές του ψηλού βουνού, μετατρέπεται σε καταρράκτη που ρίχνει τα κρυστάλλινα
νερά του στη θάλασσα από μεγάλο ύψος. Ένα κοπάδι αφρόψαρα αναπηδάει κοντά στο
γιαλό, ενώ ο Άθως με την κορυφή του στεφανωμένη, όπως πάντα με σύννεφα,
κυριαρχεί με τον κωνικό του όγκο στο τοπίο. Η φύση λαμπιρίζει λουσμένη στο πρωινό
φώς του ήλιου με όλη την παρθενικότητα της προϊστορίας, σαν να πρόκειται για
την πρώτη μέρα της Δημιουργίας του κόσμου.
Σε αυτό το νότιο
σημείο στην άκρη της χερσονήσου αναδύεται, σαν μέσα από τη θάλασσα το περιώνυμο
Άγιον Όρος, που το όνομα του έχει ταυτιστεί με τον Ορθόδοξο μοναχισμό σε όλα τα
μήκη και πλάτη της γης. Στις νότιες παρυφές του τις ανεμοδαρμένες, όλο άγρια
πέτρα και κάθετους γκρεμούς, κουρνιάζουν σαν χελιδονοφωλιές πάνω από το πέλαγος
τα καλυβάκια των ερημιτών. Είναι κτισμένα κυριολεκτικά πάνω σε μικρές κόγχες
των βράχων, σε λίγα μέτρα που στεγάζουν τους πνευματικούς αγώνες μιας ζωής.
Μικρή αυλή με γλάστρες, ένα παραθυράκι, μια πορτούλα προς τον ουρανό. Είναι τα
φημισμένα Καρούλια και παραδίπλα τα Κατουνάκια
μικρές κοινότητες ησυχαστών ασκητών που ζουν ανεξάρτητοι ένας εδώ, δυό εκεί, σε
πέτρινα καλυβάκια.
Τα Καρούλια πήραν το όνομα τους από τις τροχαλίες και τις αλυσίδες
που χρησιμοποιούσαν οι ερημίτες για να ανεβοκατεβαίνουν στους επικίνδυνους
γκρεμούς. Καθώς περιπλέουμε τις ακτές κοιτάζουμε ψηλά με δέος την προσπάθεια
του ανθρώπου να θέλει να ξεπεράσει τον εαυτό του. Στα κόκκινα βράχια πλήθος
φυσικές σπηλιές χρησίμευσαν επίσης ως τόποι άσκησης για αναρίθμητους ερημίτες,
πολλοί από τους οποίους αναπαύονται για αιώνες στους άγνωστους τάφους τους. Δεν
μπορείς παρά να θαυμάσεις αυτό που ο συνηθισμένος άνθρωπος της πόλης, είναι
σχεδόν αδύνατο να βιώσει μέσα στην ταραχή της καθημερινότητάς του, έξω από τα
δικά του συμβατικά μέτρα.
μεταφορά εφοδίων στα Καρούλια |
Το πλοιάριο μας
αποβίβασε στην ερημική προβλήτα της Σκήτης των Καυσοκαλυβίων που πήρε το όνομα
της από τον πρώτο ασκητή της περιοχής, τον Μάξιμο
τον Καυσοκαλυβίτη, έναν άγιο ερημίτη που είχε την συνήθεια να καίει τα
καλύβια όπου ζούσε κατά καιρούς, για να μην αναπαύεται μόνιμα σε ένα τόπο. Η
ομορφιά του άγριου τοπίου με τις ανθισμένες αμυγδαλιές και τις λευκές πέτρες, η
ευλαβική ησυχία που επιτρέπει να ακούγεται το κελάιδισμα των κοτσυφιών και οι στριγκές
κραυγές των γερακιών, υποβάλλουν μια αρχετυπική εικόνα της φύσης. Εγκατασταθήκαμε
στο Κυριακό όπου και περάσαμε τη νύχτα, αφού πρώτα συζητήσαμε με το «Δικαίο» της Σκήτης π. Γαβριήλ, γύρω από
διάφορα πνευματικά θέματα καθισμένοι στο μπαλκονάκι του δίπατου κελιού.
Το επόμενο πρωί μια
ψιλή βροχή μας συνόδευσε στο Ναό του Κυριακού για τη θεία Λειτουργία, όπου
συγκεντρώθηκαν για να μεταλάβουν όλοι οι ασκητές πατέρες από τα γύρω καλυβάκια.
Μορφές ταπεινές που τα τριμμένα τους ράσα τόνιζαν ακόμη πιο πολύ τη φωτεινότητα
των προσώπων τους. Γεροντάκια με 40, 50, ίσως και περισσότερα χρόνια μοναχικής
ζωής. Προς το μεσημέρι βρεθήκαμε να ανηφορίζουμε τα 1000 και πλέον σκαλοπάτια
του μονοπατιού προς την σκήτη της Αγίας Άννας. Εγκατασταθήκαμε στον ξενώνα του
Κυριακού όπου μας υποδέχθηκε ο Δικαίος π. Ανανίας. Η Αγία Άννα είναι και υπήρξε
ένας από τους σπουδαιότερους τόπους της μοναχικής άσκησης που ανέδειξε πλήθος
αγίων και λογίων ομολογητών, ανάμεσα τους ο άγιος Γεράσιμος, ο Νικόδημος ο
Αγιορείτης, ο υμνογράφος π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, ο άγιος Νεκτάριος και
πολλοί πατριάρχες. Εδώ εκδηλώθηκε και το περίφημο πνευματικό κίνημα των «Κολλυβάδων» το 18ο αιώνα.
Οι κεκοιμημένες ταξιαρχίες |
Ο αγαθός π. Σεραφείμ
προθυμοποιήθηκε να μας οδηγήσει στο σπήλαιο όπου ασκήτευσε για λίγα χρόνια ο
άγιος Γεράσιμος πριν πάει στην Κεφαλονιά. Έπειτα μας πήγε στο οστεοφυλάκιο
δίπλα στο μικρό κοιμητήριο της σκήτης που υπήρχαν δύο-τρείς απέριττοι τάφοι. Με
τη συγκίνηση που νοιώθει κάποιος όταν αποκαλύπτει σε άλλους τον κρυμμένο του
θησαυρό, έβγαλε από το φθαρμένο του ράσο μια αρμαθιά κλειδιά και μας οδήγησε
μέσα σε ένα μακρόστενο κελί που βρισκόταν πίσω από το Κυριακό, στη μέση της
σκήτης. Συγκλονιστική εικόνα που θέτει σε δοκιμασία κάθε απροετοίμαστη ψυχή.
Δεξιά κι αριστερά υπήρχαν ξύλινα ράφια με περίπου δύο εκατοντάδες νεκροκεφαλές
τακτοποιημένες με επιμέλεια, σε παράταξη η μια δίπλα και πίσω από την άλλη.
Στα
μέτωπα είχαν ένα σταυρό σχεδιασμένο και γραμμένα με καλλιγραφικά βυζαντινά
γράμματα το όνομα, την εκκλησιαστική ιδιότητα και την ημερομηνία της κοιμήσεως
τους. Έμοιαζαν σαν παρατεταγμένοι στρατιώτες με γραμμένα τα μητρώα τους, που
ανέμεναν στην αιωνιότητα το σάλπισμα της ανάστασης στη Δεύτερη Παρουσία του
Χριστού. Καταλάβαμε ότι ο μοναχός σπάνια έδειχνε σε περαστικούς προσκυνητές το οστεοφυλάκιο,
έτσι που μάλλον το θεωρήσαμε σαν εύνοια το να μοιραστούμε αυτή την ασυνήθιστη
εμπειρία. Πήρε με συγκίνηση στα χέρια του μια κάρα, την ασπάστηκε με αγάπη και μας
την έδειξε. «Αυτός είναι ο γεροντάς μου, μας
είπε, χρόνια πολλά ζήσαμε μαζί». Τόσο
το ύφος του, όσο και η οικειότητά του με το περιβάλλον, σαν να βρισκόταν
ανάμεσα σε αγαπημένους φίλους, μας έκαναν να νοιώσουμε τη βαθειά πίστη του στη
μετά θάνατο ζωή.
«Είναι μερικές φορές, συνέχισε,
που κάποια από αυτές τις κάρες ευωδιάζει, μέχρι το Κυριακό φτάνει η ευωδία που
είναι καλύτερη κι από το καλύτερο λιβάνι. Αυτό είναι σημείο ότι ο Κύριος αξίωσε
να τιμήσει με την αγιότητα τον μεταστάντα δούλο του. Ερχόμαστε τότε όλοι εδώ,
για να βρούμε ποιά είναι αυτή η κάρα, ώστε να αναδειχθεί ο άγιος. Βέβαια, δεν
είναι κάτι που γίνεται συχνά. Η οικονομία του Θεού είναι ανεξιχνίαστη. Κάποια
φορά που νοιώσαμε την ευωδία αυτή που όμοιά της δεν υπάρχει, ήρθαμε εδώ, αλλά
δε μπορέσαμε να βρούμε την κάρα που αγίασε. Ο ένας έλεγε είναι αυτή, ο άλλος
κάποια άλλη, λες και ευωδίαζαν όλες μαζί».
Για εκείνον το γυμνό
κρανίο δεν ήταν το θλιβερό απομεινάρι ενός ανθρώπου που έζησε και πέρασε «ως ανθός χόρτου που εξηράνθη» αλλά η υλική ανάμνηση μιας ψυχής που αθάνατη ζει σε
μια άλλη διάσταση, έχοντας καταργήσει το θάνατο. Για αυτό εδώ δεν υπάρχει
θλίψη, καμιά φρικιαστική αποκρουστικότητα, όπως αυτή των ανθρωποφάγων
κοιμητηρίων των μεγάλων πόλεων όπου η αφροντισιά και η αδιαφορία απέναντι στα
λείψανα των νεκρών, μοιάζει να είναι μια ανευλάβεια χειρότερη κι από τον ίδιο
τον θάνατο. Στον κόσμο τα κοιμητήρια είναι έξω από τις πόλεις και τα χωριά,
καθώς οι άνθρωποι απωθούμε ματαιόδοξα τη σκληρή εικόνα του θανάτου μακριά μας,
σαν να μην υπάρχει, σαν να μη θέλουμε να τη βλέπουμε. Εδώ το μικρό κοιμητήριο
βρίσκεται στο κέντρο της σκήτης και της ζωής των μοναχών.
Νοιώθεις ότι
συνυπάρχουν αρμονικά δύο κοινότητες, μία των ζωντανών και η άλλη των
μεταστάντων αδελφών. Αδελφών, πόση αγάπη και πόσα βαθειά νοήματα κρύβει αυτή η
λέξη. Εδώ οι μεν επισκέπτονται τους δε, θέλουν να τους κρατούν, όχι στο
περιθώριο, αλλά στο κέντρο της σκήτης. Έτσι οι κεκοιμημένοι αδελφοί συνεχίζουν,
τρόπον τινά, να ζουν και να αποτελούν μέρος της κοινότητας μαζί με τους ζωντανούς.
Είναι οι πνευματικοί σύνδεσμοι ανάμεσα στον ουρανό και στη γη, η αλυσίδα με
τους άσπαστους κρίκους αγάπης και μνήμης που γεφυρώνει το χθες με το σήμερα και
το αύριο. Υπάρχει η συμφιλίωση με τη φυσική κατάληξη κάθε ζωντανού πλάσματος, η
υπέρβαση του θανάτου, το άνοιγμα μιας άλλης πόρτας. Τούτοι οι «παλαβοί» ασκητές
δεν πιστεύουν στο θάνατο κι έτσι μπορούν να τον νικούν μέσα στις καρδιές τους.
Γ.Γ. Γερολυμάτος: Τοπογραφικό σκίτσο της Σκήτης της Αγίας Άννας |
Καθώς το σκοτάδι
σκέπασε για μια ακόμη φορά τις πλαγιές του Άθω, μακρόσυρτα ουρλιαχτά γέμισαν
την σιωπή του δάσους πέρα μακριά. «Είναι
τσακάλια» είπε κάποιος. Τα αγρίμια της νύχτας είχαν βγει από τα κρησφύγετά
τους για να δώσουν το δικό τους αγώνα για τη ζωή και το θάνατο.
Το επόμενο πρωί
αφήσαμε την Αγία Άννα και πήραμε το πλοιάριο της επιστροφής για τη Δάφνη και
από εκεί για την Ουρανούπολη. Οι δυνατές εμπειρίες από το οδοιπορικό μας στον
Άθω, έψαχναν τις θέσεις τους και τα κρυφά τους νοήματα μέσα μας. Είναι αλήθεια
ότι το Άγιον Όρος προσφέρει στον καθένα που θα το επισκεφθεί με σεβασμό, κι όχι
με διάθεση τουριστική, ένα αντίδωρο πνευματικό, ικανό να τον στηρίζει σε
ολόκληρη τη ζωή του.
Δικαίος : Ο Γέροντας μιας
καλύβης, ο οποίος διοικεί και εκπροσωπεί την σκήτη για ένα χρόνο και έχει την
φροντίδα του Κυριακού.
Κυριακό: Ο κεντρικός
ναός μιας σκήτης όπου γίνονται κάθε Κυριακή η κοινή Λειτουργία ή οι μεγάλες
γιορτές.
Κολλυβάδες:
Εκκλησιαστικό κίνημα αγιορειτών μοναχών
του 18ου αιώνα που σκοπό είχε την
πνευματική αναγέννηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Συμμετείχαν σε αυτό
επιφανείς μορφές αγίων.
peritexnisologos.blogspo
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου