Του Βασίλη Μουλόπουλου
Με ακρίβεια ενός νόμου της μηχανικής, η οικονομική κρίση που βιώνουμε παράγει (και συνεχίζει να παράγει) τεκτονικές αλλαγές: πολιτισμικές, πολιτικές, κοινωνικές. Ήταν αναμενόμενο. Είναι οι κόμποι που έφτασαν στο χτένι.
Αθήνα, Μαδρίτη, Λισσαβώνα, Παρίσι, Ρώμη, Βρυξέλλες, σε όλες τις πρωτεύουσες του λεγόμενου πρώτου κόσμου, όλες ίδιες σαν τοπίο της κρίσης, οι λαϊκές αντιδράσεις γίνονται όλο και πιο βίαιες.
Βρισκόμαστε μπροστά -όπως γράφει ο, υπεράνω πάσης υποψίας για αριστερισμό, Ετσιο Μάουρο, διευθυντής της εφημερίδας «Λα Ρεπούμπλικα»- στην αρχή μιας επανάστασης των νέων αποκλεισμένων της Ευρώπης.....
Ας προσπαθήσουμε (τουλάχιστον) να αναγνωρίσουμε τα αίτια πριν εξορκίσουμε τα αιτιατά.
Και για να το κάνουμε, ας απελευθερωθούμε από τον εκβιασμό που κάθε φορά βαραίνει τη δημόσια συζήτηση, λέγοντας ότι οι πράξεις βίας είναι απαράδεκτες, όποιο και αν είναι το κίνητρό τους.
Αλλά, αμέσως μετά αυτή την καταδίκη, ας αναρωτηθούμε: Πόση βία περιέχουν αυτές οι πολιτικές, που, εν ονόματι της κρίσης, καίνε εργασία, δημόσιο και ιδιωτικό πλούτο, αξίες και ανεκπλήρωτα σχέδια ζωής;
Οι κυβερνήτες μας, οι διανοούμενοι, οι τεχνοκράτες, οι αναλυτές, οι οπαδοί αυτών των πολιτικών έχουν προσπαθήσει να μετρήσουν το μέγεθος και το βάρος της βίας που περιέχουν αυτές οι πολιτικές και να το λάβουν υπόψη τους;
Σε όλες τις χώρες της Ευρώπης κινείται μια μάζα ανθρώπων που μετράνε το κόστος της κρίσης όχι μόνο με όρους χρηματικής απώλειας, αλλά κυρίως με όρους ζωής, επιβίωσης, κοινωνικού ρόλου, προσωπικής αξιοπρέπειας.
Γι’ αυτούς έγινε πάλι κεντρικό το θέμα της εργασίας. Την έχουν χάσει, τη χάνουν (ολικά ή μερικά) και οι νεότεροι δεν την έχουν καν βρει.
Και χωρίς εργασία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, τα μετα-υλιστικά δικαιώματα και οι υποχρεώσεις (όπως τα αποκαλούν οι κοινωνιολόγοι) ατονούν ή εξαφανίζονται.
Ερχονται μετά την ικανοποίηση των πρωταρχικών αναγκών. Χωρίς εργασία οι άνθρωποι αισθάνονται πρώην πολίτες. Αισθάνονται ότι η πολιτική αδιαφορεί γι’ αυτούς, ότι τους έχει εγκαταλείψει. Αισθάνονται ότι οι δυνατοί αυτού του κόσμου (εγχώριοι και εξωχώριοι), που συσκέπτονται, διαβουλεύονται και αποφασίζουν, είναι ηγέτες που δεν τους εκπροσωπούν.
Στους τόπους της αναταραχής δεν συμβαίνει μόνο ότι ομάδες εκείνων που φαντασιώνονται το αντάρτικο πόλης προσπαθούν να οικειοποιηθούν τις διαμαρτυρίες, αλλά ότι εκφράζεται δημόσια και συλλογικά η οργή μιας κοινωνίας εύθραυστης, αποδιοργανωμένης από τη βίαιη (μια και μιλάμε για τη βία) φτωχοποίησή της.
Η οργή μιας κοινωνίας που οι πολίτες της ενοχοποιούνται βίαια ως οι μοναδικοί υπεύθυνοι για την εξαθλίωσή τους και άρα ως οι μόνοι που οφείλουν να πληρώσουν το κόστος της κρίσης. Αν αρνιόμαστε να δούμε την εικόνα απ’ αυτή την οπτική γωνία, αν καταδικάζουμε το αιτιατό αφήνοντας στο απυρόβλητο το αίτιο, όχι μόνο αδυνατούμε να κατανοήσουμε (όσοι πράγματι το θέλουμε) τα φαινόμενα της πολιτικής βίας, αλλά θα συνεχίσουμε να την τροφοδοτούμε με καύσιμο υλικό.
Τα μηνύματα που η κυβέρνηση, οι κήνσορες και οι θεράποντές της στέλνουν είναι ακριβώς τα αντίθετα. Πιστεύουν ότι η οικονομική και κοινωνική κρίση μπορεί να αντιμετωπιστεί με όρους δημόσιας τάξης. Ο δημόσιος διάλογος στα ΜΜΕ μονοπωλείται με το ποια και πόση να είναι «η νόμιμη» κρατική βία και η αποφασιστικότητα της κυβέρνησης για να αντιμετωπίσει τη λαϊκή οργή.
Είναι η συνηθισμένη πολιτική κάθε συντηρητικής αντεπανάστασης:
Να περιορίσουμε τη δημοκρατία για να τη σώσουμε. Συνταγή που, όπου και όποτε εφαρμόστηκε από τα παραπαίοντα καθεστώτα, οδήγησε σε τραγωδίες.
Η καταστολή δεν πρόκειται να κλείσει το χάσμα μεταξύ λαού και θεσμών. Θα το διευρύνει. Θα επιβεβαιώσει ότι το κράτος δικαίου που επικαλούνται οι οπαδοί του νόμου και της τάξης είναι άνισο.
Είναι αδύναμο απέναντι στους ισχυρούς, ωμό και άτεγκτο απέναντι στους αδύναμους.
Θα ήταν επικίνδυνο για τη χώρα και τη δημοκρατία εάν αυτή η, πολιτικά και κοινωνικά αδύναμη, κυβέρνηση επέλεγε, για να διατηρηθεί στην εξουσία, τη μετωπική σύγκρουση με την απελπισμένη και στα όρια της αντοχής της κοινωνία.
*
Ο κ. Βασίλης Μουλόπουλος είναι πρώην βουλευτής Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου