Συνέντευξη στον Χρήστο Παρίδη, Φωτογραφία: Bill Georgoussis
Πως έβλεπε τη ζωή ένας από τους πιο διακριτικούς πρωταγωνιστές του παλαιού σινεμά (αλλά) και του σύγχρονου θέατρου, που έφυγε τόσο αιφνίδια; Τι θα είχε γίνει αν η θρυλική ταινία Το Χώμα Βάφτηκε Κόκκινο είχε πάρει το Οσκαρ Ξένης Ταινίας;
Πηγή :
Πως έβλεπε τη ζωή ένας από τους πιο διακριτικούς πρωταγωνιστές του παλαιού σινεμά (αλλά) και του σύγχρονου θέατρου, που έφυγε τόσο αιφνίδια; Τι θα είχε γίνει αν η θρυλική ταινία Το Χώμα Βάφτηκε Κόκκινο είχε πάρει το Οσκαρ Ξένης Ταινίας;
Πού μεγαλώσατε;
Στο Παγκράτι. Οταν ήμουν τριών χρόνων, κηρύχτηκε ο πόλεμος, ο πατέρας μου έφυγε στο μέτωπο και δεν ξαναγύρισε. Ευτυχώς, υπήρχε ένας φίλος του που ήταν ερωτευμένος με τη μητέρα μου και πρόλαβε και του το εκμυστηρεύτηκε. Παντρεύτηκε τη μητέρα μου και εμένα μου στάθηκε σαν πραγματικός πατέρας. Λαϊκός και ευαίσθητος άνθρωπος, μου είχε μεγάλη αδυναμία. Το να είναι η οικογένεια σωστή μετράει πολύ στην πορεία του καθενός. Περισσότερο από τα χρήματα.
Πώς είχε αντιμετωπίσει η οικογένειά σας την απόφασή σας να γίνετε ηθοποιός;
Με στήριξαν. Είχα την τύχη να έχω στο νυχτερινό σχολείο έναν εξαιρετικό φιλόλογο, που όταν συνειδητοποίησε την κλίση μου, φώναξε τη μητέρα μου και της ζήτησε να με αφήσει να γίνω ηθοποιός. Εκείνη δέχτηκε αν και ήταν χρόνια δύσκολα.
Υπάρχει μια φήμη ότι επιδιώξατε να κάνετε καριέρα στο εξωτερικό...
Πράγματι. Είχα γνωρίσει τη γυναίκα μου, τη Μιράντα –είναι Σκοτσέζα– στην Αθήνα και παντρευτήκαμε σχεδόν αμέσως, το 1963. Ζήσαμε εκεί για ένα διάστημα, αλλά δεν ήταν καθόλου εύκολα τα πράγματα. Και εκείνη, προς τιμήν της, στάθηκε παλικάρι.
Μια διαδρομή πενήντα χρόνων...
Αφοσίωση τόσων χρόνων δεν είναι κάτι σύνηθες... Ο ήρωας είναι εκείνη!
Εργαστήκατε ως ηθοποιός στην Αγγλία;
Σε μια μίνι αστυνομική τηλεοπτική σειρά. Αλλά ο σκοπός μου ήταν να φύγω στην Αμερική για σκηνοθεσία. Είχα αποφασίσει να μην γυρίσω πίσω. Και ενώ είχα ζητήσει από τη μητέρα μου να μην δώσει το τηλέφωνό μου σε κανέναν, με βρήκαν και μου ζήτησαν να κάνω το Το Χώμα Βάφτηκε Κόκκινο. Χωρίς να ξέρω ούτε τον Γεωργιάδη ούτε τον Φίνο. Πήρα το αυτοκίνητο και καθώς έφτανα στο Μιλάνο, λέω «αφού έχω αποφασίσει να μείνω έξω, τι κάνω;». Τους πήρα να τους πω ότι άλλαξα γνώμη. Μου έβαλαν τις φωνές, οπότε τελικά ήρθα. Ηταν μοιραία αυτή η ταινία. Μια μεγάλη προσωπική επιτυχία, που μου άνοιξε τους ορίζοντες και με ανάγκασε να επιστρέψω. Ακόμα μου έχει μείνει το ερωτηματικό βέβαια...
Οταν βλέπετε το Κορίτσια στον Ηλιο, την άλλη σας προσωπική επιτυχία, τι νιώθετε;
Το βλέπω με πολλή νοσταλγία. Ηταν τρυφερή ταινία, μια ευτυχισμένη στιγμή. Είχα πει τότε ότι μου έδινε την αίσθηση «σαν να πίνεις ένα ποτήρι σαμπάνια». Ξεκίνησε ως μέρος μιας σπονδυλωτής ταινίας, αλλά βγήκε κάπως μεγάλη, λειτουργούσε ωραία και δεν ξέραμε τι να την κάνουμε. Εριξε τότε την ιδέα ο Ξαρχάκος να τη μεγαλώσουμε και έτσι προστέθηκε το κομμάτι της Αθήνας. Ηταν ακριβώς τις μέρες του βασιλικού πραξικοπήματος.
Υπήρξατε πολιτικοποιημένος το ’60;
Ημουν μπλεγμένος με τις μισές αριστερές οργανώσεις! Παλέψαμε, κατεβήκαμε στους δρόμους, παίξαμε ξύλο, διεκδικήσαμε. Εβραζε ο τόπος! Και τα βράδια, μαζευόμασταν στο «Βυζάντιο» και ακούγαμε τις συζητήσεις του Χατζιδάκι, του Τσαρούχη, του Κανελλόπουλου, δημοσιογράφων... Εκεί ήταν το πανεπιστήμιό μας.
Τελικά, μήπως επιστρέψατε στην Ελλάδα από υπέρμετρη αγάπη για τον τόπο;
Μεγάλωσα σε ένα σχολείο που μας εμφύτευσε την αντίληψη της μειονεκτικότητας, ένα κόμπλεξ υποτέλειας. Ντρεπόμουν να πω ότι ήμουν Ελληνας. Μέχρι που είδα πόσο σοβινιστές είναι οι Ευρωπαίοι. Τώρα πια δεν βλέπω το λόγο να νιώθω ενοχικά που είμαι Ελληνας. Ζω σε μια χώρα όπου έχω τον ήλιο, είμαι ελεύθερος, δεν χρειάζεται με το που σκοτεινιάζει να πιω για να συνέλθω. Νιώθω πολύ έντονα πατριώτης.
Θα «διορθώνατε» κάτι στην καριέρα σας;
Τίποτα. Πιστεύω στο τώρα. Αυτό που έχει περάσει δεν υπάρχει πια. Δεν ξέρεις τι είναι αυτό που θα σου έρθει αύριο, και αν δεν ζήσεις το τώρα, το κάθε τώρα, έχεις χάσει τη ζωή σου. Αν σκέφτεσαι το παρελθόν ή το μέλλον, δεν ζεις την πραγματικότητα. Η ζωή είναι πολύ ρευστή. Βάζεις στόχους, γιατί αν δεν βάλεις, δεν έχεις λόγο ύπαρξης. Παλεύεις γι’ αυτούς. Για να φτιάξεις κάτι.
Δημοσιεύτηκε στο HOMME, τεύχος 82 – Οκτώβριος 2010Πηγή :
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου