“Ό Μέλχιορ Φρόμμελ εἶναι ἕνας καλλιτέχνης, ποὺ ἀπὸ τὰ πρώτα κιόλας ταξίδια του στὴν 'Ελλάδα ἀγάπήσε τοὺς λαϊκοὺς άνθρώπους μας καὶ τοὺς ζωγράφίσε γοητευμένος ἀπὸ τὴ φυσιογνωμία τους. Μὲ τὴν ἕμφυτη κλίση του γιὰ τὴν ἀνθρώπινη μορφὴ καὶ μὲ τὴ δεξιοτεχνία του κατάφερε νὰ μᾶς δώσει μιὰ σειρὰ πορτραϊτα ἀπὸ γέρους καὶ γριές, ἕφήβους καὶ παιδιὰ ἀπὸ τὰ νήπιὰ καὶ τὰ χωριά μας. Στὰ σχέδιά του, ποὺ τὰ χαρακτηρίζει σταθερὴ γραμμὴ χωρὶς παραγεμίσματα καὶ σκιες, δίνει τὴν ἐντύπωση πὼς μπόρεσε καὶ τσάκωσε τὴ φυσικὴ ἕκφραση τῶν μοντέλων του πριν προλάβει νὰ τὴ χαλάσει τὸ ποζάρισμα. Ό Φρόμμελ ἀποφεύγει τις ἀφύσικες καὶ ἐξεζητημένες στάσεις καὶ τὴ γελοιογραφικὴ γκριμάτσα. Τὰ πρόσωπά του εῖναι σοβαρά, χωρὶς χαμόγελο, μὲ μιὰ ἀδιόρατη μελαγχολία στὰ μάτια, ποὺ ὑποδηλώνει τὴν τυραννισμένη καὶ ἀκόμη ἀρκετὰ ἀρρενωπὴ ἀρχοντια τοῦ λαοῦ μας.”
Ο Μέλχιορ Φρόμμελ γοητεύτηκε ήδη στο πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα το 1956 από τις φυσιογνωμίες των ντόπιων. Από τότε, δεν σταμάτησε να τους σκιτσάρει.
Ο Μέλχιορ Φρόμμελ γράφει: «Για μένα, ο σχέδιο έχει κάτι το ηδονικό. Αποτελεί περισσότερο μια διαβεβαίωση παρά μιαν ανίχνευση-αναγνώριση. Καλύπτοντας το λευκό χαρτί με γραμμές, τελείες και διαγραμμίσεις σχεδιάζω ένα ίχνος. Όπως το ίχνος του σκιέρ στο φρέσκο χιόνι που μαρτυρά την παρουσία και το πέρασμά του.
Το να κοιτάζω ένα πρόσωπο με ανησυχεί και με ζωντανεύει συνάμα. Το να το σχεδιάζω είναι σαν να το συγκρατώ, να το αιχμαλωτίζω, μου επιτρέπει να το κοιτάζω ανενδοίαστα· ίσως να είναι ένα υποκατάστατο του να το φιλήσω, να το αγαπήσω.»Ο Μέλχιορ Φρόμμελ γεννήθηκε το 1937 στο Münster/Taunus, ως γιος του μουσικοσυνθέτη Γκέρχαρντ Φρόμμελ και της συζύγου του Γκέρτρουντ. Φοίτησε στο ουμανιστικό λύκειο της Χαϊδελβέργης μέχρι το 1956 και στη συνέχεια ολοκλήρωσε ένα έτος μαθητείας στο Μάνχαïμ κοντά στον ζωγράφο Karl Rödel. Από το 1957 μέχρι το 1963 φοίτησε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου.
Το φθινόπωρο του 1958 ο Φρόμμελ εργάστηκε ως σχεδιαστής στις αρχαιολογικές ανασκαφές στο Ηραίο της Σάμου υπό τον Έρνστ Μπούσορ (Ernst Buschor). Το 1963 παντρεύτηκε την Φραντσίσκα Φρόμμελ, μαζί της απέκτησε τέσσερα παιδιά και πέντε εγγόνια. Από το 1965 μέχρι το 1973 ο Φρόμμελ ήταν καθηγητής τέχνης και γερμανικών στο γυμνάσιο-λύκειο Laufen an der Salzach, από το 1973 μέχρι το 1979 στη Γερμανική Σχολή Θεσσαλονίκης και από το 1979 μέχρι το 1998 στο γυμνάσιο-λύκειο Oberhaching κοντά στο Μόναχο. Από το 1998 ζει ως συνταξιούχος στο Μόναχο και στο Ομπερσλίρμπαχ της Άνω Αυστρίας.
Ζωντανό μάθημα
Ο Γκόλο Μάουρερ γεννήθηκε στο Μόναχο το 1971 και ήταν μαθητής του Μέλχιορ Φρόμμελ. Στον επίλογο του βιβλίου «Gesichter Griechenlands» (Τα πρόσωπα της Ελλάδας) αναφέρει το πόσο ζωντανά ο Φρόμμελ εισήγαγε στο μάθημα της ηθικής τον πολυθεϊσμό των αρχαίων Ελλήνων. «Μάθαμε για φόνους και ανθρωποκτονίες, για ερωτικές περιπέτειες και μοιχεία, για τοκετούς από το κεφάλι και τον μηρό, για θεϊκή δικαιοσύνη και ευνοιοκρατία που σου σηκωνόταν η τρίχα, για εφ’ όρου ζωής φιλίες και πατροπαράδοτες έχθρες – και πάνω απ’ όλα για τον θεϊκό γέλωτα.» Στα πλαίσια του μαθήματος των γερμανικών η τάξη παρουσίασε τη μάχη της Τροίας ως θεατρικό έργο. Η αρχαιότητα ζει και βασιλεύει!
© M. Frommel
Αντιπαράθεση φωτογραφίας και σχεδίου: μαθητής της Γερμανικής Σχολής Θεσσαλονίκης (όταν στεγαζόταν ακόμα στη Βασιλίσσης Όλγας 66, όπου βρίσκεται σήμερα το Ινστιτούτο Γκαίτε Θεσσαλονίκης)
Στις 11/12 Φεβρουαρίου 1976 ο Φρόμμελ περιγράφει το ελληνικό τμήμα που διδάσκει στη Γερμανική Σχολή Θεσσαλονίκης:«Κάθονται μπροστά μου στο θλιβερό, σκονισμένο παλιό γυμναστήριο, σε πέντε σειρές των 19 σχολικών θρανίων η καθεμιά. Τα παράθυρα έχουν μέσα κι έξω σιδεριές ασφαλείας. Με τον ίδιο τρόπο προστατεύονται και οι τρεις σειρές ανά πέντε φωτιστικά της οροφής από τις μπαλιές στην ώρα της γυμναστικής. Καθένα από τα 14χρονα αγόρια και κορίτσια έχει λοιπόν το δικό του θρανίο για να μην γίνεται αντιγραφή. Ήσυχα είναι σκυμμένα πάνω από τα φύλλα χαρτιού και αφοσιωμένα στη δουλειά τους.
Το πενάκι του σχεδίου ξύνει πάνω στο χαρτί· κάποια από τα παιδιά έχουν πλήρη επίγνωση της ικανότητάς τους, άλλα είναι αποκαρδιωμένα ή έχουν χάσει από μια άτυχη πρώιμη κηλίδα μελάνης την εσωτερική ισορροπία τους. Στέκομαι μπροστά τους με ανέκφραστο πρόσωπο, εκπροσωπώντας με τη φυσική μου παρουσία το μάθημά μου, που είναι δύσκολο τόσο στη διδασκαλία όσο και στη μάθηση· εκπλήσσομαι ενδόμυχα, καθώς κάποια φορά περπατάω βαρυσήμαντα ανάμεσα στις σειρές τους, για τα ενάντια σε όλες τις προσδοκίες θετικά αποτελέσματα που επιτυγχάνονται εδώ κι εκεί. Το θέμα τους είναι >Ψαράδες στις βάρκες τους<.»
Αρχαιολογία – κατάδυση στην Ελλάδα της αρχαϊκής εποχής
Στη Ηραίο της Σάμου ο Μέλχιορ Φρόμμελ σχεδίαζε αρχικά άψυχα αντικείμενα. Το 1958 συμμετείχε ως φοιτητής της Σχολής Καλών Τεχνών στην ανασκαφική ομάδα του καθηγητή κλασικής αρχαιολογίας του Μονάχου Έρνστ Μπούσορ (1886-1961). Ξεπατίκωνε κυνήγια αγριογούρουνου από αμφορείς του 7ου π.Χ. αιώνα. Σύντομα σχεδίαζε όχι μόνο τα ευρήματα αλλά και τους εργάτες της ανασκαφής
© M. Frommel
Κρήτη 1956, λίγο μετά την αποφοίτησή του από το λύκειο: δεξιά ο Φρόμμελ, αριστερά ο Τούρι Λόρεντς, μετέπειτα καθηγητής αρχαιολογίας στο Γκρατς της Αυστρίας. Φρόμμελ: «Οι φιλοπερίεργοι θεατές μάς υποστήριζαν στις καλλιτεχνικές μας προσπάθειες.»
Αρχαϊκή τοιχοποιία, όστρακα από κανάτες και κύπελλα, θυσιαστήρια σκεύη, αναθήματα, μυροδοχεία, μια κεφαλή γρύπα-λαβή λέβητα, μια άχαρη χάλκινη αγελάδα, ένα μικρό αγγείο με μορφή κεφαλής πολεμιστή με περικεφαλαία και διάφορα ιωνικά γλυπτά – ο Φρόμμελ βρίσκεται στον στρόβιλο αυτών των ευρημάτων, βουτώντας βαθιά στην ιστορία.
Όλα αυτά τα επισκιάζει ένας εξαίρετος, μαγεμένος Κούρος, που τον συνεπαίρνει. Ο Φρόμμελ βίωσε την Ελλάδα στη ολότητα της ιστορίας και του παρόντος της, της φύσης και των ανθρώπων της, της θάλασσας, του ήλιου, των ζώων, των συνοικισμών και του ρομαντισμού που αποπνέουν.
Τον Οκτώβριο του 1958 γράφει σε μια επιστολή του:
«Ένα γιγάντιο φεγγάρι υψώνεται πάνω από τα βουνά της Ασίας, χρυσοκίτρινο. Αντικατοπτρίζεται στη θάλασσα σαν πλατιά λουρίδα που ξεκινά στις τουρκικές ακτές και φτάνει κάτω από το παράθυρό μου. Πού και πού τη διασχίζει ένα από αυτά τα μικρά, σκούρα ψαροκάικα. Ανεβαίνει γρήγορα όλο και πιο ψηλά, γίνεται πιο φωτεινό, πιο ευδιάκριτο και κάνει πέρα τα αστέρια που μόλις είχαν γίνει ορατά.»
© M. Frommel
Κατσίκες στη Σάμο, 1958 Σκιτσάροντας την καθημερινότητα
Στο επίκεντρο του βιβλίου βρίσκονται οι ηλικιωμένοι άνδρες με τα εμφανή σημάδια ενός μακρόχρονου βίου. Κάθονται συμπτωματικά μοντέλο στις κλασικές καρέκλες του καφενείου από ξύλο και ψάθα και αφήνονται ανεπίδευκτα στον Φρόμμελ για να τους σχεδιάσει. Στην Ελλάδα είναι πανταχού παρόντες, παίζουν το κομπολόι, μερικοί καπνίζουν, πίνουν τον καφέ ή το ούζο τους.
Όλα αυτά στον δημόσιο χώρο, μπροστά στα σπίτια τους, στα στενά και στις πλατείες και όχι παραγκωνισμένοι στα γηροκομεία – όπως συμβαίνει εδώ στη Γερμανία. Σε αυτές τις καρέκλες, σε αυτά τα τραπεζάκια με τέτοιους γέρους δημιουργήθηκαν αυθόρμητα με πενάκι και σινική τα περισσότερα από τα γραμμικά, αέρινα σχέδια του Μέλχιορ Φρόμμελ – χωρίς γραφικά παραγεμίσματα, χωρίς σκιές, χωρίς προσχέδια και διορθώσεις.
Οι ηλικιωμένοι άντρες –συνήθως άκρως σοβαροί– έχουν μερικά κοινά στοιχεία: τραγιάσκα, ξεκούμπωτο εργατικό πουκάμισο, ατίθασα φρύδια, συνήθως σγουρά μαλλιά, ρυτίδες, αξύριστο πρόσωπο και κοντοκομμένο μουστάκι. Διακρίνεις θαρρείς το σκαμμένο από τον ήλιο δέρμα τους.
Όλα αυτά ο Φρόμμελ τα πετυχαίνει με λίγες γραμμές και στίγματα. Στα σχέδιά του βλέπουμε τα τόσο χαρακτηριστικά ελληνικά καθημερινά αντικείμενα: Ένα αυλακωτό ποτήρι νερού, το φλιτζάνι του καφέ, ένα τσίγκινο, πολύ επίπεδο τασάκι, τον σκελετό γυαλιών του ΙΚΑ, την πανταχού παρούσα αλατιέρα, μια κλασική καρέκλα του καφενείου ή το γυμνό καλώδιο της λάμπας που κρέμεται από την οροφή. Το λυπηρό της εποχής της ξέφρενης στασιμότητας που διάγουμε είναι, ότι αυτός ο κόσμος φθίνει και χάνεται!
© M. Frommel
Ανακρέων, Εύβοια 1973
Στους ηλικιωμένους προστέθηκαν στη συνέχεια και νεότερα άτομα, αλλά τα περισσότερα είναι απασχολημένα. Είναι σερβιτόροι, στρατιώτες και τόσα άλλα.
«Δεν κάθονταν στα καφενεία, αλλά έρχονταν τρέχοντας από περιέργεια για τον ξένο που σκιτσάρει, γεμάτοι χαρά να καθίσουν, όταν τους έπεφτε ο κλήρος, και να μείνουν ακίνητοι για να τους εξιχνιάσω.» Σπάνια βλέπουμε νέους, κορίτσια και γυναίκες στη συλλογή «Πρόσωπα της Ελλάδας». Κυκλοφορούν στον δρόμο ή είναι στο σπίτι για να τελειώσουν τις δουλειές τους. Αλλά είναι μοντέλα όμορφα σαν ζωγραφιά, ο μικρός Νίκος, η νεαρή Μαρία, ο ανατολίτικης κοψιάς Θανάσης, η Ρούλα, η Κούλα, μια μάνα με παιδί και η όμορφη Ελένη Πελεκίδου πάνω στο πλοίο – όμορφη να την ερωτευτείς! Ζαλίζεσαι από την ομορφιά της Μίκας από τον Ποτό της Θάσου! Και πώς λάμπουν τα μάτια των παιδιών! Ήταν πανηγύρι όταν ο Φρόμμελ έβαζε μπρος – και η τέχνη του επιβραβευόταν:
Στις 25/9/1959 στην Αρκαδία έγραψε: «Καστανιά, Μοσσιά, Μάτι· όταν το σκίτσο κάποιου γενειοφόρου γέροντα ήταν πετυχημένο, οι παρευρισκόμενοι ξεσπούσαν σε γέλια θαυμασμού.
© M. Frommel
Τυφλή 80 ετών, Πελοπόννησος 1959
Δεχόμουν τόσες προσκλήσεις που ήταν αδύνατον να τις δεχτώ όλες. Στα βουνά, όπου η μοναξιά θα μπορούσε να με φοβίσει, εμφανιζόντουσαν βοσκοί μέσα από κάθε σχισμάδα βράχων, που τους ακολουθούσαν πρόβατα και όμορφες κατσίκες. Η ταπεινή μου τέχνη ανταμείβονταν με ώριμες ντομάτες ή με έναν λεκτικό χείμαρρο και γάργαρα γέλια από τα αγνά τους λαρύγγια. Έτσι περπάτησα για πολλές ώρες, με την τάβλα σχεδίασης υπό μάλης. Όπου υπάρχουν δρόμοι πήγα με το αυτοκίνητο, και έτσι είμαι τώρα σε απόσταση μόνο μιας ημέρας από την Ανδρίτσαινα.»
© M. Frommel Σέριφος
Το καλοκαίρι του 1959 στη Σέριφο ο Μέλχιορ Φρόμμελ γράφει ότι εντοπίζει ανοιχτόμυαλους ανθρώπους με καθαρά πρόσωπα, κάτι που καταφέρνει μόνο στην Ελλάδα, όπου οι άνθρωποι είναι ανοιχτόκαρδοι και φιλοπερίεργοι και δεν αφήνουν την καθημερινότητα να τους ταράξει και να τους αγχώσει:
«Μόλις άκουσα τους πρώτους να μιλάνε μεταξύ τους και τη μουσική από τα καφενεία και είδα τα μαγευτικά πρόσωπα των παιδιών, έπεσε από πάνω μου το βάρος οκτώ μηνών άγχους που κουβαλούσα από τη Γερμανία. Μπορώ να σχεδιάζω αδιαφορώντας για τη νεωτερικότητα στην τέχνη ή και για οτιδήποτε άλλο. Κάθομαι στο καφενείο στον ήλιο, τους βλέπω να χορεύουν και χαίρομαι τα φλογερά τους καστανά μάτια. Ακουαρέλα το πρωί· κατά το μεσημέρι πηγαίνω για μπάνιο σε έναν από τους αμμουδερούς κόλπους, τρώω εξαίσια ψάρια, παίρνω έναν υπνάκο, και το βραδάκι, στις ωραιότερες ώρες, όταν οι νέοι κάνουν βόλτα στην προκυμαία και οι γέροι κάθονται στα καφενεία, είναι εύκολο να βγω έξω και να γίνω αλιέας ανθρώπων – βρίσκω τα ομορφότερα παιδιά, τις νησιώτικες καλλονές που καραδοκούν για γάμο, τα ηλιοκαμένα παλικάρια και τους πολύ όμορφους γέροντες – μερικοί πείθονται εύκολα να τους κάνω το πορτρέτο.
Αυτή η συνεχής, στενή και εντελώς φυσική επαφή με τους Έλληνες είναι ο πραγματικός λόγος που ζω μια εσωτερική ισορροπία όπως δεν την έχω γνωρίσει πουθενά αλλού. Το τοπίο και η αρχαία τέχνη βρίσκουν το συμπλήρωμά τους στη ζωντανή καθημερινότητα.»Είναι τα πρόσωπα των ανθρώπων που συνάντησε ο Φρόμμελ που του προκάλεσαν την επιθυμία να τα σχεδιάσει. Πέρα από αυτά απαθανάτισε και πολλά άλλα: ταβέρνες, καφενεία, ναούς, εκκλησίες, μοναστήρια, πλατείες, λιμάνια και πλοία, σκηνές του δρόμου και απόψεις νησιών. Μαζί με το φως του ήλιου, το γαλανό του ουρανού και το εκτυφλωτικό λευκό των σπιτιών.
© M. Frommel
Μυστράς 1956Φτάνοντας στη Σέριφο το καλοκαίρι του 1959, μόλις βγήκαμε από το πλοίο και αποβιβαστήκαμε στη στεριά με τη βάρκα, συναντήσαμε έναν αγγλόφωνο κύριο με λευκή στολή. Ο Κύριος Χαρτοφύλαξ, μαντολινίστας με χρόνια στις ΗΠΑ και μια Γερμανίδα συνάδελφο για σύζυγο. Τώρα, όταν επισκέφθηκα ξανά το νησί τρία χρόνια αργότερα, αυτή τη φορά μόνος μου, ο μαντολινίστας Chartophilax είχε μόλις πεθάνει. Επειδή ήμουν Γερμανός, ήταν φυσικό να βοηθήσω τη χήρα του, τη μαντολινίστα από τη Γερμανία, στην κηδεία που θα γινόταν το επόμενο πρωί. Έτσι συνέβη. Τη συνόδευσα από το διαμέρισμά της, όπου οι φωτογραφίες ήταν κρεμασμένες στους τοίχους, στην εκκλησία, κάθισα στην πρώτη σειρά στο πλευρό της και μετά το ρέκβιεμ δέχτηκα τα συλλυπητήρια των πενθούντων. Το γεγονός ότι δεν γνώριζα σχεδόν καθόλου την εκλιπούσα, ότι δεν ήμουν ούτε συγγενής ούτε στενός φίλος της χήρας, δεν είχε σημασία. Θυμάμαι το νεκρικό πιάτο Κόλλιβα, που αποτελούνταν από σπόρους σιταριού πασπαλισμένους με βότανα, είχε γλυκιά γεύση και σερβιριζόταν σε μεγάλες πιατέλες στα τραπέζια.
Ντίνος ΧριστιανόπουλοςΕξόδιος ακολουθία για τον μαντολινίστα Chartophilax στη Σέριφο
Τον Απρίλιο του 1976 στη Σκύρο, το Φρόμμελ ζει τη μέθη της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής: δρόμοι, σοκάκια, σκάλες, τοίχοι σπιτιών, καφενεία, καταστήματα και καταλύματα. Αυτό που γοητεύει τον Φρόμμελ και εδώ είναι το καθημερινό περιβάλλον. «Είναι αυτό το ενιαίο, ελικοειδές, βαθμιδωτό, τρισδιάστατο, περιπετειώδες συνονθύλευμα που πλαισιώνει τον βράχο, όπου αισθάνεσαι απόλυτα οικεία με όλους αυτούς τους γηραιούς Σκυριανούς, τους ταβλιτζήδες, χαρτοπαίκτες και αιώνιους συζητητές, τους μαγαζάτορες που κάνουν πηγαδάκια, τις φλύαρες γριές και τα παιδιά· είσαι έτοιμος να ξεχάσεις όλο τον υπόλοιπο κόσμο.»
© M. Frommel Σέριφος
Μουσικότητα! Προς υπενθύμιση, ο πατέρας του Μέλχιορ ήταν μουσικοσυνθέτης. Στη Σέριφο το Δεκαπενταύγουστο του 1959, ο Φρόμμελ υιός γράφει για το μεγάλο πανηγύρι: «Λαουτιέρη και τραγουδιστή σαν κι αυτόν δεν είχα ξανακούσει. Είναι ο καλύτερος στην Ελλάδα, ισχυρίζονται οι Σεριφιώτες – τους πίστεψα δίχως άλλο, έτσι όπως συνόδευε τόσο ξενικά για μένα, αλλά και ιδιότυπα δεξιοτεχνικά τους χορευτές με πιεσμένη, μακρόσυρτη φωνή και ιδιόμορφες αρμονίες και ρυθμούς.»
Σε σχετική ερώτησή μου απάντησε το μέλος του Ρεμπέτικου Φόρουμ koutroufi στο www.rembetiko.gr στις 6/3/2023: «Φυσικά δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν ο λαουτιέρης και τραγουδιστής που άκουσε ο Μέλχιορ Φρόμμελ το Δεκαπενταύγουστο του 1959 ήταν πράγματι ο Αχιλλέας Διενής, αλλά νομίζω ότι ταιριάζει η περιγραφή στο παίξιμο και στο τραγούδι του.» Αχιλλέας Διενής εδώ
Σάββατο 19/9/1959 στην Αθήνα ο Φρόμμελ γράφει παντελώς μαγεμένος: «Υπέροχα ήταν, να κάθομαι το βράδυ, σκιτσάροντας, συζητώντας, πίνοντας, σε ένα αμυδρά φωτισμένο εστιατόριο με τέντα, μπροστά μας τρεις γέροι με άσπρα γένια· εν ευθυμία και σε έκσταση έπαιζαν μια μονότονη υπνωτική μουσική σε κοντά ξύλινα μουσικά όργανα – ένα είδος φλογέρας με επιστόμιο από ζαχαροκάλαμο. Στον ρυθμό των ελληνικών χορών τούς συνόδευε στο τύμπανο ένα σκυθρωπό, όμορφο αγόρι. Καλαματιανός, τσάμικος, συρτός.»
Στις 4/9/1962 ο Φρόμμελ βλέπει στο πλοίο έναν νεαρό χορευτή εκτός εαυτού: «Με διέκοψε ένα παλικάρι που μέσα στην επερχόμενη θύελλα χόρευε ξέφρενα στο κατάστρωμα. Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς από να τον παρακολουθώ. Σκέψου, στις δέκα το βράδυ, με συμπτώματα ναυτίας, να βλέπεις ένα ανθρώπινο ον με πληθωρική ζωντάνια ντυμένο με ένα κουρελιασμένο τζιν και μέχρι κάτω ξεκούμπωτο πουκάμισο να κάνει άγρια, σχεδόν άσεμνα άλματα σε μουσική από ένα τρανζιστοράκι και τα σκαμπανεβάσματα του πλοίου να έρχονται άλλοτε σε τραγελαφική αντίθεση με τις χορευτικές φιγούρες και άλλοτε να τις υπογραμμίζουν.»
Επίλογος
Στην εποχή του διαδικτύου, των σέλφις, της αυτοπροβολής στο facebook και των συζητήσεων περί των «γέρων λευκών αντρών», τα πρόχειρα αυτά σκίτσα με τις γραμμές, τελείες και διαγραμμίσεις δίνουν την αίσθηση μια ευχάριστα καθησυχαστικής στασιμότητας: απουσιάζουν οι ήχοι, λείπουν οι μυρωδιές του ψαριού, του γλυκάνισου ή του καφέ – αλλά όποιος βλέπει τα σχέδια αυτά αναγνωρίζει τη μοναδικότητα αυτών των προσώπων της Ελλάδας. Το ξεφύλλισμα του συναρπαστικού βιβλίου διαφέρει τελείως από το σκρολάρισμα του διαδικτύου. «Κολλάς» μαγεμένος σε κάποια προσωπογραφία ή ένα ελληνικό τοπίο. Πολύ σύντομα αναρωτιέσαι: ποιος είναι και τι απέγινε αυτός ο τύπος;
Υπάρχουν ακόμα τα χνάρια του, ζουν τα εγγόνια και τα δισέγγονά του, υπάρχει ακόμα το οικογενειακό του όνομα; Θα ήθελα να το διατυμπανίσω: Γεια σας, αυτά εδώ είναι σκίτσα του Μέλχιορ Φρόμμελ! Στους Ωρεούς της Εύβοιας προσωπογράφησε τον Δημήτρη Καστάνη και τον Πυθαγόρα Σουγά! Τους γνωρίζει κάποιος; Θα μπορούσα να τους αναζητήσω εκεί, έτσι δεν είναι; Απλά να δείξω τα σκίτσα – και γιατί όχι; «Πάνε τόσα χρόνια», θα πουν τότε τα εγγόνια και τα δισέγγονά του, οι γείτονες, αυτό έγινε πριν από πολλά χρόνια! Έχουν σκορπίσει, στις πόλεις, στη Γερμανία, στην Αμερική…. Εγώ λοιπόν θα κρεμάσω μερικά πορτρέτα στον περίφημο πεζόδρομο των Ωρεών, στα ουζερί, ούτε συζήτηση, κανένα πρόβλημα!
Ο Μέλχιορ Φρόμμελ σίγουρα θα χαρεί. Μου έγραψε στις 28/2/2023:
«Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι σημαίνει για μένα τώρα στα γηρατειά το γεγονός ότι κάποιος ανακαλύπτει και εκτιμά τα σχέδιά μου και έχει την τρελή ιδέα να προσπαθήσει να εντοπίσει έναν άνθρωπο που ζωγράφισα στο μέρος όπου τον συνάντησα και τον σκιτσάρισα πριν από 47 χρόνια. Δεν θυμάμαι την ίδια τη συνάντηση, παρά μόνο τη γοητευτική πολίχνη δίπλα στη θάλασσα. Ήταν το πρώτο μέρος που κάναμε διακοπές μετά τη μετακόμισή μας στη Θεσσαλονίκη. Μου άρεσε τόσο, που θα ήθελα πολύ να επιστρέφω εκεί ξανά και ξανά. Ο μαρμάρινος αρχαίος ταύρος που είχαν βγάλει το 1965 από τη θάλασσα στεκόταν τώρα στην πλατεία σαν να ήταν ανέκαθεν εκεί.
Μας έδωσαν ένα γαϊδουράκι για να σκαρφαλώσουμε με τα παιδιά στα βουνά για να μαζέψουμε τσάι. Το κατάλυμά μας, δύο μεγάλα φωτεινά δωμάτια με μεταλλικά κρεβάτια, τραπέζι και ντουλάπα, πολύ ορθολογιστικά και λιτά επιπλωμένα, βρίσκονταν στον πρώτο όροφο, έχοντας θέα προς την πλατεία και τη θάλασσα. Ήταν ιδανικό, απαλλαγμένο από το συνηθισμένο κομφούζιο των ξενοδοχείων. Το σκίτσο του Δημήτρη Καστάνη έγινε ωστόσο δυο-τρία χρόνια αργότερα – είχα ενδώσει στην επιθυμία της γυναίκας μου για εναλλαγή. Έτσι είχαμε επισκεφτεί στο ενδιάμεσο διάφορα νησιά.»
Πηγή : https://diablog.eu/
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου