Διαδρομή 1
Καλλίτσος (Κένταρχος)-Χώρα [στο χαρτη αναφέρεται σαν ΣΕΡΙΦΟΣ]
Σήμανση 1 Διάρκεια χωρίς στάσεις 1ω 30λ Απόσταση 4,2 χλμ.
Μιά από τις ομορφότερες διαδρομές του νησιού, που καλύπτει το ορεινό ανατολικό του τμήμα.
Ερχόμαστε από τη Χώρα οδικώς μέσω Παναγιάς-Γαλανής-Μονής Ταξιαρχών και στην τελευταία στροφή πριν συναντήσουμε τα πρώτα σπίτια του Καλλίτσου, βλέπουμε αριστερά μας μαντριά και κελιά ερειπωμένα. Ανάμεσά τους και σε μικρή απόσταση από τον ασφαλτόδρομο στη θέση Κάμπος βρίσκεται θολωτό κτίσμα, τάφος το πιθανότερο Ρωμαίου εκατόνταρχου, από τον οποίο πήρε και την ονομασία Κένταρχος το χωριό. Εδώ παραπάνω, ψηλά στη ράχη του Σκαρφιώτη, διακρίνουμε ερειπωμένο ανεμόμυλο. Είναι ο περίφημος ταβλόμυλος του Καλλίτσου, ο πιο παλιός μύλος της Σερίφου κι από τους παλιότερους στο Αιγαίο (15ος μ.Χ. αι.).
Λειτουργούσε με κάθετο άξονα περιστροφής και τα φτερά του ήταν κατασκευασμένα από ξύλινες τάβλες.
Το χωριό είναι από τα γραφικότερα του νησιού. Κτισμένο αρχικά ψηλότερα στο διάσελο, είχε την ονομασία Ξερό Χωριό. Καταστράφηκε όμως ολοσχερώς στις πειρατικές επιδρομές των Σαρακηνών (8ος – 10ος μ.Χ. αι.) και πολλά χρόνια αργότερα κατά την επανάσταση του 1821 αναπτύχθηκε στη θέση που βρίσκεται σήμερα. Κτισμένο σε καταπράσινη κοιλάδα, που οδηγεί στη θάλασσα, δεν πήρε τυχαία το όνομά του.
Κάλλιστον στα παλιότερα χρόνια είναι ένα από τα στολίδια της σημερινής και ελπίζουμε και της αυριανής Σερίφου, αν και τα τελευταία χρόνια κτίστηκαν λίγα, ευτυχώς, σπίτια που αλλοιώνουν όμως αρκετά τον παραδοσιακό οικιστικό του χαρακτήρα.
Μιά στάση πριν το τέρμα αρχίζουμε την κατάβαση από τα σκαλιά που σκιάζονται από μια συστάδα πεύκων. Σε 2-3 λ. βρισκόμαστε στη μικρή πλατεία με τη βρύση, ένα μπαλκόνι πάνω από ελιές, πεύκα, συκιές, φοίνικες, αμυγδαλιές και με την ευωδιά της αγγελικής να κόβει βόλτες πέρα δώθε.
Ο Γιάννης με τους φακούς του πηγαινοέρχεται μέσα στα χαλάσματα κυνηγώντας τα χρώματα τ’ Απρίλη. Εγώ με το μπλοκάκι ψάχνω για πηγές, κι εκεί που αρχίζω να απογοητεύομαι, ψηλά, πίσω απ’ τη φραγκοσυκιά, προβάλλει ερευνητικά γυναικεία φιγούρα, η μοναδική ανθρώπινη παρουσία στο μισοέρημο, αυτή την εποχή, χωριό.
–Για κρατικός δεν φαίνεσαι! Μήπως είσαι της Ηλεκτρικής; Κι αν ψάχνεις γι’ αρχαία, πέρα από μένα και καμιά 20αριά άλλους, που απομείναμε εδώ, τίποτ’ άλλο δεν θα βρεις στο χωριό. Εμένα τέλος πάντων με λένε Ζαμπέτα κι είμαι γέννημα, μη ρωτά το πότε, θρέμμα Καλλιτσιανή… Ανάσα δεν πρόλαβα να πάρω. Αυτό δεν είναι πηγή, σκέφτηκα. Αυτό είναι νερομάνα…
Οι συστάσεις στη μικρή αυλή, γρήγορα μας οδηγούν στο μικρό καθημερινό δωμάτιο με την εστία και τα κουζινικά στα ράφια.
Παρέα ο σύζυγός της Νικόλαος Αντωνάκης και ο γείτονας Θανάσης Μητροφάνης, άνθρωποι ζεστοί, ευγενικοί και φιλόξενοι. Και είχανε να μας πουν πολλά, τόσο από τα δύσκολα πέτρινα χρόνια των νιάτων τους όσο και από τις διηγήσεις των γονιών και των παππούδων, αυτές που από στόμα σε στόμα γράφουν την πραγματική ιστορία ενός τόπου.
–Τούτη δω η πλατεία το ’62 είχε δυό καφενεία, λέει ο κυρ-Θανάσης. Μέχρι το ’63 που κλείσανε τα μεταλλεία, το χωριό είχε πάνω από 100 κατοίκους, σχολειό με 30 παιδιά και στις πεζούλες, στα λουριά όπως τα λέμε εμείς εδώ, φροντίζαμε τα αμπέλια. Τα κοφίνια, οι κόφες, των 80 οκάδων γέμιζαν με μεγάλα τσαμπιά, απ’ το χρυσάφι του τόπου, τα ξακουστά αϊδάνια, τα μαυρολιάτικα και τα ψαροσίρικα. Και καλό ξίδι βγάζαμε που έφτανε με μεγάλα καΐκια στη Σύρα, στην Ύδρα, στον Περαία και, πολύ παλιότερα, μέχρι τη Βενετιά και τη Μασσαλία
. Όμως, το άρωμα του χωριού τόδιναν τα περβόλια με τα κηπευτικά, τις λεμονιές, τις πορτοκαλιές και τις μανταρινιές, με κορυφαίο το βασιλιά των φρουτόδεντρων, τα μυρωδάτα στραβόρια. Πιο γλυκά αχλάδια δεν έχεις ματαφάει.
–Όσο για τα σύνεργα μαστορικής, σ’ αυτά οι παλιοί Καλλιτσιανοί ήταν αξεπέραστοι, λέει ο κυρ-Νίκος. Σαμάρια, αλέτρια, σκαπανικά, σταμνιά κι όλα τα απαραίτητα, όπως αυτά εδώ, τα ιδιαίτερα, που χρησιμοποιούσε ο πατέρας της Ζαμπέτας, ο Εμμανουήλ Χρυσολωράς με τ’ όνομα, που ήταν ο οδοντίατρος του νησιού.
–Καλέ τί χέρι ήταν τούτο, λέει η Ζαμπέτα… Μήτε μολύνσεις, μήτε φάρμακα κι αντιβιώσεις, μήτε τίποτα.
Σταθερό και ξαφνικό τράβηγμα με αυτό εδώ το ταναλιάκι, μπούκωμα μ’ αλατόνερο και … να περάσει ο άλλος. Κάθε Κυριακή που ήταν κλειστά τα μεταλλεία, 20 με 30 εργάτες βρίσκαν την υγειά τους και φεύγοντας απ’ το νησί παίρνανε το χρυσό δόντι απ’ τη θυρίδα, που ήταν καλά κρυμμένη.
Μιλάει και με κινήσεις κοριτσόπουλου γεμίζει πιάτα και ποτήρια. Ντόπιες μικρές ελιές, κάπαρη και μυζήθρα του χαρανιού, ροδίτης λαμπερός και στο τηγάνι ντομάτα λιαστή με μπόλικο κουρκούτι και μελιτζάνα γευστική, θρεμμένη από λίπασμα ζωικό, όπως οι κουτσουλιές απ’ τα περιστέρια πούχουνε μπόλικο άζωτο.
–Πες του Μαμαλάκη ότι εμείς εδώ δεν καθόμαστε κι αν θέλει ας κοπιάσει, γιατί για μας το μαγείρεμα δεν αρχίζει απ’ την κατσαρόλα αλλά απ’ το περβόλι.
Προτού κάνεις την καλλιτεχνία στην κουζίνα πρέπει να παλέψεις στο χωράφι για τα υλικά. Εμείς δεν τα βρίσκουμε έτοιμα, λέει με χαμογελαστή σιγουριά ενώ σερβίρει γλυκό κυδώνι, σερφιώτικο, με μύγδαλο και μυρωδάτη αρμπαρόριζα.
Ο ροδίτης μας έχει ξεσηκώσει κι έτσι η Ζαμπέτα κρατώντας στο χέρι το κινητό, πούχε μέσα MP3 με τραγούδι του σερφιώτη Αντώνη του Γερακάρη, μας σέρνει όμορφα σε χορό κυκλωτικό και παραμερίζοντας το μπερντέ της πόρτας καταλήγουμε στη μικρή αυλή με τα γεράνια.
–Στο καλό και να μας γράφετε, λέει με χιούμορ και καλοσύνη. Χωρίζουμε, σαν νάχουμε γνωριστεί από χρόνια.
Με οδηγό τα σημάδια 1 ανεβαίνουμε στον ασφαλτόδρομο, λίγα μέτρα μετά ακολουθούμε το ανηφορικό λιθόστρωτο με τις μεγάλες επίπεδες πλάκες που ανάμεσά τους στριμωγμένη οργιάζει η πολύχρωμη άνοιξη. Περνάμε δίπλα από κρασοκέλι, πνιγμένο σε αμυγδαλιές κι ελιές. Από δω κι επάνω, πριν καμιά δεκαριά χρόνια κάποιοι ανεγκέφαλοι είχαν την ιδέα να ανοίξουν καρόδρομο, με αποτέλεσμα να ξεπατώσουν το ρωμαϊκό λιθόστρωτο.
Ο κυρ-Τάσος με τα κατσίκια του, η μοναδική ανθρώπινη παρουσία στην περιοχή, μας παρατηρεί απ’ το ύψωμα. Σε 20 λ. από τον Καλλίτσο φτάνουμε στο διάσελο Βουνί, που είναι και το πιο ψηλό σημείο της διαδρομής. Η θέα από δω είναι πανέμορφη.
Μπροστά μας και αριστερά οι ακτές της ανατολικής Σερίφου, ο Αϊ Γιάννης, η Ψιλή Άμμος, το Τσιλιπάκι, στο νότο η Χώρα, η μεγάλη παραλία του Αυλώμονα, το Λιβάδι με το Ράμμο και πέρα μακριά η Σίφνος με τη Μήλο.
Ο καρόδρομος δεξιά οδηγεί λίγο ψηλότερα στο τελείως ερειπωμένο Ξερό Χωριό με το κατάλευκο, καλαίσθητο σπίτι με τον περιστεριώνα. Μια τελευταία ματιά προς τα πίσω με τον Καλλίτσο και τα νησάκια Σεριφοπούλα και Πιπέρι και αρχίζουμε την κατηφόρα πάνω σε φαρδύ λιθόστρωτο προς τα Παλιά Μιτάτα, όπου παλιά υπήρχε μικρός οικισμός κτηνοτρόφων. Το μάτι δυσκολεύεται να ξεχωρίσει το κτίσμα της φύσης από το κτίσμα του ανθρώπου.
Μικρά πετρόκτιστα κελιά, πατητήρια, στάνες και χοιρόμαντρες σε συνέχεια των βράχων και της ξερολιθιάς. Λίγο πιο κάτω αριστερά του μονοπατιού, στα κόκκινα σημάδια, ένα τεράστιο σύμπλεγμα βράχων, θα μπορούσε να πει κανείς ότι σχηματίζει το πετρωμένο κεφάλι του μυθικού Πολυδέκτη. Τώρα περνάμε από τεράστιους γρανιτένιους βράχους. Εδώ λέγεται ότι υπήρχε αρχαίο νταμάρι που έδωσε τους λαξευμένους ογκόλιθους για το κτίσιμο του πανάρχαιου τείχους της Χώρας.
Μια καταπράσινη εικόνα, με ελιές, αμυγδαλιές, πηγή και λίγο παρακάτω ο λευκός κύβος του Πάνω Σταυρού δημιουργεί ευχάριστη αίσθηση. Στο νου, μας έρχονται τα λόγια απ’ το τραγούδι της θεια-Ζαμπέτας:
Όταν ανέβω στο Σταυρό και γείρω στο Βουνάκι
ανοίγει η καρδούλα μου σαν τριανταφυλλάκι.
Ο Πάνω Σταυρός εξωτερικά είναι τυπικά κυβόσχημο εκκλησάκι.
Εσωτερικά, όμως, παρουσιάζει αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον λόγω των ανάλαφρων καμπυλόγραμμων επιφανειών και των τριών μικρών θόλων του. Βρισκόμαστε στο μέσον της διαδρομής. Στεκόμαστε για μια ανάσα πάνω στο μικρό προαύλιο και κατηφορίζουμε με οδηγό την κόκκινη σήμανση, που σαν πέτρινες παπαρούνες ξεχωρίζει ανάμεσα στ’ αμπέλια. Μπαίνουμε σε στενό διάδρομο με ξερολιθιές και γρήγορα φτάνουμε στο γεφυράκι των Κήπων ή Σκήπων… «Ένθα οι χωρικοί πιστεύουσιν ότι υπάρχουσι Νηρηίδες και ως εκ τούτου είναι ελάχιστοι οι έχοντες την τόλμην να διέλθουσι εν καιρώ νυκτός εκ του μέρους τούτου…» γράφει στά 1904 ο Θεόδωρος Αργουζάκης.
Ανοικτή ρεματιά, με βάτα, καλαμιές, πικροδάφνες, συκιές και γύρω μικρά κτήματα με αμπέλια κι ελιές. Απέναντί μας ο Κάτω Σταυρός, που περιτριγυρίζεται από μικρά πέτρινα κελιά. Ανηφορίζουμε, βλέποντας αριστερά και κάτω όμορφο περιστεριώνα μέσα στις μυγδαλιές και στ’ αμπέλια. Τοπίο ομορφιάς και γαλήνης. Στο τέλος της ανηφοριάς το ξωκκλήσι του Αγίου Στεφάνου, γνωστό για το έθιμο αμάδες, που γίνεται στο μικρό πλάτωμα στις 27 Δεκεμβρίου.
Με μόνιμη θέα τη Χώρα κατηφορίζουμε και σε λίγο βρισκόμαστε στο Παλιό Πηγάδι, τη μεγάλη βρύση που βρίσκεται κτισμένη κάτω από παλιό πέτρινο μονότοξο γεφύρι. Από εδώ έπαιρναν νερό οι κάτοικοι της Πάνω Χώρας μεταφέροντάς το με στάμνες στους ώμους.
Εμείς, χωρίς γεμάτες στάμνες αλλά γεμάτοι από τις πολλές ευχάριστες εντυπώσεις της πορείας, ανηφορίζουμε τα τελευταία μέτρα της διαδρομής κι ύστερα από λίγο πίνουμε καφεδάκι στην πλατεία των Μύλων στη Χώρα.
ΚΕΙΜΕΝΟ: ΚΩΣΤΑΣ ΖΑΡΟΚΩΣΤΑΣ ΦΩΤΟ ...ΤΑΚΗΣ ΚΑΡΑΛΗΣ
ΚΕΙΜΕΝΟ: ΚΩΣΤΑΣ ΖΑΡΟΚΩΣΤΑΣ ΦΩΤΟ ...ΤΑΚΗΣ ΚΑΡΑΛΗΣ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου