14 Μαΐ 2014

Ἀθηναϊκή Δημοκρατία καί Ρωμαϊκή res publica

Φώτης Σχοινᾶς
 
Προτοῦ προχωρήσουμε στήν ἀντιπαραβολή τοῦ Ἀθηναϊκοῦ καί τοῦ Ρωμαϊκοῦ πολιτεύματος κρίνουμε σκόπιμο νά ἀναφερθοῦμε στήν γνώμη τοῦ Πολυβίου γιά τό Ρωμαϊκό πολίτευμα. Ὁ Ἕλληνας ἱστορικός τοῦ 2ου π.Χ. αἰῶνα Πολύβιος ἀποπειρώμενος νά ἑρμηνεύσει πῶς ἡ Ρώμη μέσα σέ μισό αἰῶνα (200-150 π.Χ.) κατάφερε νά γίνει κύρια τῆς οἰκουμένης ἀποδίδει τήν κοσμοκρατορία της στό πολίτευμά της.  Τό πολίτευμα τῆς Ρώμης, ὅπως τό ἀναλύει ὁ Πολύβιος εἶναι τριμερές: οἱ δύο ὕπατοι (consules), ἡ Σύγκλητος (Senatus) καί ὁ λαός (populus). 
 
Μέ τόν θεσμό τῶν ὑπάτων, τῶν ὁποίων κύρια ἀρετή ἦταν ἡ dignitas (=ἀξία) εἶχε τά πλεονεκτήματα τῆς μοναρχίας, μέ τήν Σύγκλητο στήν ὁποῖα προσιδίαζε ἡ auctoritas (=κῦρος, αὐθεντία) εἶχε τά πλεονεκτήματα τῆς ἀριστοκρατίας καί μέ τόν λαό, κύριο χαρακτηριστικό τοῦ ὁποίου ἦταν ἡ libertas (=ἐλευθερία) ἀντλοῦσε τά πλεονεκτήματα τῆς δημοκρατίας.[1] Κατά τόν Πολύβιο στό Ρωμαϊκό πολίτευμα τῆς ἐποχῆς του, πού ὀνομαζόταν res publica populi Romani (=δημόσια πράγματα τοῦ Ρωμαϊκοῦ λαοῦ), παρετηρεῖτο τέλειος ἰσοζυγυσμός τῶν ὲξουσιῶν.
 
 Σ ̓ αὐτό τό «μεικτό πολίτευμα» τά τρία μέρη ἀλληλοεπικαλύπτονταν ὀργανικά, ἀλληλοσυμπληρώνονταν ἁρμονικά ἀκόμα ἀλληλοεπηρεάζονταν δραστικά σέ τρόπο ὥστε κανένα δέν μποροῦσε, κατά τόν Πολύβιο βέβαια, νά ὑπερισχύσει καί νά κατισχύσει πάνω στ ̓ἄλλα δύο.  Διετηρεῖτο μία λεπτή ἰσορροπία δυνάμεων, ἐφ ̓ὅσον κάθε μέρος ἐξαρτιόταν ἀπό τά ἄλλα δύο γιά τήν ἐπιτυχῆ ἐκτέλεση τῶν λειτουργιῶν του.[2] Ἔτσι ἡ libertas τοῦ λαοῦ οὐδέποτε ὑπερέβαλε καί ἐξουδετέρωσε τήν dignitas τῶν ὑπάτων ἤ τήν auctoritas τῆς Συγκλήτου.
 
Παρακάτω τοποθετῶ ἕνα σχεδιάγραμμα τοῦ Ρωμαϊκοῦ πολιτεύματος. Ὁ διαθέσιμος χῶρος δέν ἐπιτρέπει περισσότερες λεπτομέρειες. Τό Ἀθηναϊκό πολίτευμα τό θεωρῶ γνωστό σέ γενικές γραμμές (καί ἀπό τό σχολεῖο)
 
Ρωμαϊκό πολίτευμα-Res Publica Romani populi
 
Ι Αἱρετά αξιώματα ( Ὕπατοι,  Πραίτορες, Τιμητές, Ταμίες, Δήμαρχοι, Ἀγορανόμοι, Δικτάτωρ ΔΕΝ εἶναι αἱρετό ἀξίωμα )
II Σύγκλητος
III Συνελεύσεις ( Φρατρική Ἐκκλησία, Λοχίτις Ἐκκλησία, Φυλετική Ἐκκλησία,  Συνέλευση-Ἐκκλησία τῶν πληβείων )
 
 
Ρωμαϊκά αξιώματα
 
Ἐκλέγονται ἀπό τή Λοχίτιδα Ἐκκλησία: (Ὕπατοι,  Πραίτορες, Τιμητές, Ταμίες)
Ἐκλέγονται ἀπό τή Συνέλευση-Ἐκκλησία τῶν πληβείων: ( Δήμαρχοι, Ἀγορανόμοι )
Ἀντιπαραβάλλοντας τήν Ρωμαϊκή μέ τήν Ἀθηναϊκή Δημοκρατία παρατηροῦμε τίς ἑξῆς διαφορές:
 
Ἡ Ρωμαϊκή Δημοκρατία οὐδέποτε μετεξελίχθηκε σέ «ἄκρατην» δημοκρατία, ὅπως συνέβη στήν Ἀθήνα. Στήν Ἀθήνα τό δημοκρατικό πολίτευμα μετά τούς Περσικούς πολέμους (490-479 π.Χ.) ριζοσπαστικοποιεῖται, βαθαίνει καί πλαταίνει καί διαμορφώνεται σ ̓αὐτό πού ὀνομάζει ὁ Πλούταρχος «ἄκρατη» (=ἀνόθευτη, μή μεμιγμένη μέ ἀριστοκρατικά στοιχεῖα) δημοκρατία. 
 
«Οἱ πολλοί (=οἱ δημοκρατικοί) ἀφείλοντο (=ἀφαίρεσαν) τῆς ἐξ Ἀρείου Πάγου Βουλῆς τάς κρίσεις πλήν ὀλίγων ἁπάσας καί τῶν δικαστηρίων κυρίους ἑαυτούς ποιήσαντες εἰς ἄκρατον δημοκρατίαν ἐνέβαλον τήν πόλιν». [3]  
 
Μετά τίς πολιτειακές μεταρρυθμίσεις τοῦ Ἀθηναίου πολιτικοῦ Ἐφιάλτη τό 462 π.Χ., κατά τίς ὁποῖες ἀποψιλώνει τόν Ἄρειο Πάγο, τόν σπουδαιότερο ἀριστοκρατικό θεσμό, ἀπ ̓ὅλες τίς πολιτικές ἁρμοδιότητες καί ἐξουσίες του ὁ δῆμος ἀποβαίνει ὁ μόνος κυρίαρχος τῆς πολιτικῆς σκηνῆς: δέν ἔχει κανένα πάνω ἀπό τό κεφάλι του πού νά τοῦ περιορίζει τήν ἀπόλυτη ἐξουσία του. Λέγοντας μάλιστα «δῆμο» δέν ἐννοοῦμε τόσο τό σύνολο τοῦ Ἀθηναϊκού λαοῦ – πλούσιους καί πτωχούς−, ἀλλά τούς ἀσθενέστερους οἰκονομικά πολῖτες πού ἀποτελοῦσαν καί τήν πλειονότητα τῶν Ἀθηναίων
 
 Ὁ Ἀριστοτέλης γράφει: «ᾧ δέ διαφέρουσι ἥ τε δημοκρατία καί ἡ ὁλιγαρχία ἀλλήλων πενία καί πλοῦτός ἐστιν, καί ἀναγκαῖον μέν, ὅπου ἄν ἄρχωσι διά πλοῦτον, ἄν τ’ἐλάττους ἄν τέ πλείους εἶναι ταύτην ὀλιγαρχίαν, ὅπου δ’ ἄποροι, δημοκρατίαν, ἀλλά συμβαίνει τούς μέν ὀλίγους εἶναι τούς δέ πολλούς. Εὐποροῦσι μέν γάρ ὀλίγοι, τῆς δέ ἐλευθερίας μετέχουσι πάντες».[4] (Μετάφραση Πηνελόπης Τζιώκα-Εὐαγγέλου): 
 
«Ὅμως τό στοιχεῖο πού οὐσιαστικά διαφοροποιεῖ τή δημοκρατία ἀπό τήν ὀλιγαρχία εἶναι ἡ φτώχεια καί ὁ πλοῦτος. 
 
Ἔτσι ὑποχρεωτικά ὅπου ἡ ἐξουσία ἀσκεῖται μέ βάση τόν πλοῦτο, εἴτε λίγοι εἴτε πολλοί βρίσκονται στήν ἐξουσία, τό πολίτευμα αὐτό εἶναι ὀλιγαρχία. Ἀντίθετα, ὅπου οἱ ἄποροι ἔχουν τήν ἐξουσία, τό πολίτευμα αὐτό εἶναι δημοκρατία. Συμβαίνει ὅμως, ὡς γνωστόν, οἱ εὔποροι νά εἶναι λίγοι καί οἱ ἄποροι πολλοί. 
 
Ἔτσι λίγοι εὐποροῦν, ὅλοι ὅμως μετέχουν στήν ἐλευθερία».[5] Ἔτσι πρέπει νά ἑρμηνευθεῖ καί ὁ κλασσικός ὁρισμός τῆς δημοκρατίας πού διατυπώνει ὁ Περικλῆς στόν πρίφημο Ἐπιτάφιό του: «Καί ὄνομα μέν διά τό μή ἐς ὀλίγους ἀλλ ̓ἐς πλείονας οἰκεῖν δημοκρατία κέκληται»[6] (Μετάφραση Γ. Μαρκαντωνάτου): «καί ὡς πρός τό ὄνομα ἔχει ἀποκληθεῖ δημοκρατία, ἐπειδή ἡ ἐξουσία δέν βρίσκεται στα χέρια τῶν λίγων (ὀλιγαρχικῶν), ἀλλά τοῦ δήμου»[7] («τῶν πολλῶν» κατά λέξιν σύμφωνα μέ τό πρωτότυπο· σημείωση δική μου). 
 
Ἡ Δημοκρατία μάλιστα ἀποσκοπεῖ στό συμφέρον τῶν ἀπόρων: 
 
«Ἡ δέ δημοκρατία πρός τό συμφέρον τό τῶν ἀπόρων».[7] Πάντως γιά λόγους ἀκριβείας ὀφείλουμε νά σημειώσουμε πώς ὁ ὅρος «δῆμος» σημαίνει καί τό σύνολο τῶν ἐλευθέρων πολιτῶν καί τούς πτωχότερους πολῖτες κατ ̓ἀντιδιαστολήν πρός τούς «ἀρίστους».[9]  
 
Στό λεκτικό μόρφωμα «δῆμος τῶν Ἀθηναίων» ἡ γενική «τῶν Ἀθηναίων» μπορεῖ νά ἐκληφθεῖ ὡς γενική κτητική (ὁπότε σημαίνει τόν δῆμο πού ἀνήκει στούς Ἀθηναίους, ἄρα τό σύνολο τοῦ Ἀθηναϊκοῦ λαοῦ), μπορεῖ νά ἐκληφθεῖ ὅμως καί ὡς γενική διαιρετική[10] (ὁπότε σημαίνει τό μέρος ἐκεῖνο πού ἀποσπᾶται ἀπό τό σύνολο τοῦ Ἀθηναϊκοῦ λαοῦ καί χαρακτηρίζεται «δῆμος», ἄρα τούς πένητες, τούς ἀδυνάτους, αὐτούς πού διακρίνονται ἀπό τούς ἀριστοκράτες).Ἡ Claude Mossé γράφει: 
 
«Ὁ ὅρος δῆμος ἔχει τήν ἑξῆς διπλῆ ἔννοια: στά ἐπίσημα ἔγγραφα, γιά παράδειγμα στίς ἀποφάσεις, σημαίνει τήν κοινότητα τῶν πολιτῶν.
 
 Στά λογοτεχνικά κείμενα ἀντιθέτως, ὁ δῆμος εἶναι ὁ ἁπλός λαός σέ ἀντιδιαστολή μέ τούς πλούσιους, τούς εὐγενεῖς, τούς διακεκριμένους. Ἡ λέξη δημοκρατία, πού σημαίνει τήν κυριαρχία τοῦ δήμου, φέρει τήν ἴδια ἀμφισημία. Γιά τούς ὑπερασπιστές τοῦ καθεστῶτος αὐτοῦ σημαίνει τήν κυριαρχία ὅλων τῶν πολιτῶν, γιά τούς πολέμιους εἶναι ἡ κυριαρχία τῶν φτωχῶν, πού εἶναι καί οἱ περισσότεροι».[11] Πάντως ὁ Θουκυδίδης γράφει «πᾶν τό ἐναντιούμενον τῷ δυναστεύοντι δῆμος ὠνόμασται».[12]
 
Ἡ Ρωμαϊκή Δημοκρατία οὐδέποτε μετεξελίχθηκε σέ ριζοσπαστική δημοκρατία Ἀθηναϊκοῦ τύπου: ἔμεινε ἀπό τήν ἀρχή ὡς τό τέλος της «ἀριστοκρατική δημοκρατία».[13] Τοῦτο φαίνεται πρῶτον ἀπό το γεγονός ὅτι ἡ Λοχίτις Ἐκκλησία (Comitia Centuriata), ἡ κυριότερη συνέλευση τοῦ Ρωμαϊκοῦ λαοῦ, οὐδέποτε κατέστη κυρίαρχος θεσμός τῆς Ρωμαϊκῆς Δημοκρατίας, ὅπως κατέστη κυρίαρχος θεσμός τῆς Ἀθηναϊκῆς Δημοκρατίας ἡ Ἐκκλησία τοῦ Δήμου. Ἀκόμη ἡ Λοχίτις Ἐκκλησία στερεῖτο δυνατότητος ἀναλήψεως πρωτοβουλιῶν καί οὐσιαστικά περιοριζόταν σέ παθητικό ρόλο: συνεκαλεῖτο ὅποτε ἀπεφάσιζε ὁ ὕπατος ἤ ὁ πραίτωρ, τά θέματα τῆς ἡμερεσίας διατάξεως ἦσαν καθορισμένα ἀπό τόν προεδρεύοντα ὕπατο, καί μποροῦσε μόνο νά ψηφίσει μέ ἕνα ναί ἤ ὄχι στά προτεινόμενα ἀπό τούς ἄρχοντες θέματα. 
 
Ἐλεύθερη συζήτηση, τροποποίηση τῶν προτεινομένων ἀποφάσεων ἤ υἱοθέτηση ἄλλων ἀποφάσεων πέρα ἀπό αὐτές πού πρότειναν οἱ ἄρχοντες ἦσαν ἀδιανόητες στή Ρωμαϊκή λαϊκή συνέλευση. Τό «τίς ἀγορεύειν βούλεται» τῆς Ἀθηναϊκής Ἐκκλησίας τοῦ Δήμου ἦταν ἀδιανόητο στή Ρωμαϊκή Ἐκκλησία (τοῦτο ἴσχυε ὄχι μόνο στή Λοχίτιδα Ἐκκλησία, ἀλλά πολύ περισσότερο στήν παλαιοτέρα Φρατρική Ἐκκλησία, καθώς καί στή Φυλετική Ἐκκλησία – συνελεύσεις-comitia ἥσσονος σημασίας καί βαρύτητος τῆς Λοχίτιδος Ἐκκλησίας). Οὐσιαστικά δέν ὑφίστατο ἡ ἰσηγορία, ἀπαραίτητη προϋπόθεση μιᾶς πραγματικῆς δημοκρατίας.
 
Ἐν ἀντιθέσει πρός τήν Ἀθηναϊκή δημοκρατία, ὅπου, ὅπως γράφει ὁ διακεκριμένος ἑλληνιστής στό πανεπιστήμιο τοῦ Yale Donald Kagan, «ὅλοι οἱ ἐνήλικες πολῖτες εἶχαν δικαίωμα ψήφου γιά τούς ἄρχοντες τῆς πόλης καί γιά τά μέλη τῆς Βουλῆς τῶν Πεντακοσίων, ἡ ὁποία συνέτασσε τούς νόμους. Μποροῦσαν νά συμμετέχουν σέ δικαστήρια καί νά παρίστανται στίς συνεδριάσεις τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Δήμου, ἡ ὁποία εἶχε τόν τελικό λόγο γιά τήν λήψη τῶν ἀποφάσεων
 
Ὁ διάλογος ἦταν ἀνοικτός καί ἐλεύθερος σέ ὅλους· θεωρητικά, κάθε Ἀθηναῖος πολίτης εἶχε τή δυνατότητα νά ὑποβάλλει νομοσχέδια, νά προτείνει τροποποιήσεις ἤ νά ἐπιχειρηματολογεῖ γιά τά ὑπέρ καί τά κατά κάθε πρότασης».[14] 
 
Ἐπίσης στή Λοχίτιδα Ἐκκλησία ἡ καταμέτρηση τῶν ψήφων πέρα ἀπό τίς δύο πρῶτες κλάσεις σπάνια γινόταν, ἀφοῦ ἄλλωστε ἦταν περιττή: ἡ ἐπιθυμητή πλειοψηφία ἐπιτυγχανόταν μέ τίς 98 ψήφους τῆς τάξης τῶν ἱππέων καί τῆς πρώτης τάξης. Ἡ Λοχίτις Ἐκκλησία (comitia centuriata) συγκροτήθηκε τό 450 π. Χ. περίπου βάσει τῆς συγκροτήσεως τοῦ Ρωμαϊκοῦ στρατοῦ.
 
 Οἱ πολῖτες πού ὑπηρετοῦσαν ὡς μάχιμοι στρατιῶτες παρατάσσονταν στό Πεδίο τοῦ Ἄρεως κατά ἰδιαίτερους λόχους, γι’αὐτό καί ἡ συνέλευσή τους ὀνομάσθηκε Λοχίτις Ἐκκλησία. Ὁ Α. Κρουζέ χαρακτηρίζει τή Λοχίτιδα Ἐκκλησία ὡς τόν «βουλευόμενο στρατό» (Α. Κρουαζέ, Οἱ ἀρχαῖες Δημοκρατίες, μετάφραση Α. Πάγκαλος, ἐκδ. Μορφές, Ἀθήνα χ.χ., σ. 227)
 
Ἡ Λοχίτις Ἐκκλησία ἀπέκτησε ἰδιαίτερο ὁμαδικό πνεῦμα πού τῆς παρέσχε μεγαλύτερη ἀνεξαρτησία σέ σύγκριση μέ τή Φρατρική Ἐκκλησία ἔναντι τῶν πατρικίων. Σύντομα ἀπέβη ἡ κεντρική Ἐκκλησία-συνέλευση τοῦ Ρωμαϊκοῦ λαοῦ. Ἐξέλεγε ἄρχοντες μέ imperium (=ἐξουσία), ἀπεφάσιζε γιά τήν διεξαγωγή πολέμου καί δίκαζε ὑποθέσεις μέ θανατική ποινή. 
 
Στίς Ρωμαϊκές Ἐκκλησίες ὑφίστατο ψῆφος κατά ὁμάδες (λόχους, φυλές, φατρίες)· ἀτομική ψῆφος δέν ὑφίστατο. Ἐνῶ κάθε Ρωμαῖος πολίτης εἶχε δικαίωμα γιά μία ψῆφο, οἱ ψῆφοι αὐτές δέν εἶχαν τήν ἴδια βαρύτητα γιατί δέν ὑπολογίζονταν ἀτομικά. 
 
Οἱ ψηφοφόροι κατατάσσονταν σέ διαφορετικές ὁμάδες στίς συνελεύσεις καί ἡ πλειονότητα τῶν ψήφων σέ κάθε ὁμάδα καθόριζε τήν ψῆφο τῆς ὁμάδας. Κάθε ὁμάδα εἶχε μία ψῆφο καί τό ἀποτέλεσμα τῆς ἐκλογῆς καθοριζόταν ἀπό τήν καταμέτρηση τῶν ψήφων τῶν ὁμάδων. Παράδειγμα ἡ Λοχίτις Ἐκκλησία (Comitia Centuriata) συγκροτοῦνταν σέ πέντε κλάσεις βάσει τῆς περιουσίας τοῦ κάθε Ρωμαίου πολίτη. 
 
 Κάθε κλάση εἶχε ὁρισμένο ὰριθμό λόχων (ὁ συνολικός ἀριθμός τῶν λόχων ἦταν 193). Ἡ πρώτη κλάση περιλάμβανε 18 λόχους ἱππέων καί 80 λόχους πεζικοῦ, ἡ δεύτερη κλάση 20 λόχους, ἡ τρίτη 20, ἡ τέταρτη 20 καί ἡ πέμπτη 30, οἱ προλετάριοι (οἱ ἐντελώς ἀκτήμονες) εἶχαν 1 λόχο καί οἱ εἰδικοί τεχνῖτες (βιοτέχνες, αὐλητές) εἶχαν 4 λόχους (2 οἱ βιοτέχνες καί 2 οἱ μουσικοί-αὐλητές). Ἡ πλεοψηφία τῶν ψήφων τῶν μελῶν κάθε λόχου ἀποτελοῦσε τήν ψῆφο τοῦ κάθε λόχου.
 
 Ἡ ἀπαιτούμενη πλειοψηφία ἐπιτυγχανόταν μέ τίς ψήφους τῶν λόχων τῆς πρώτης κλάσης (σύνολο 98 λόχοι) καί ἡ καταμέτρηση τῶν ψήφων τῶν ἑπόμενων λόχων, τῶν οἰκονομικά κατωτέρων, ἦταν περιττή καί σπάνια καταμετρεῖτο.[15] Καταλαβαίνουμε λοιπόν πώς ἡ βούληση τῶν κατωτέρων οἰκονομικά τάξεων οὐσιαστικά ἀγνοεῖτο.
 
 Ἄν μάλιστα ληφθεῖ ὑπόψη ὁ θεσμός τῆς πατρωνείας, πού λειτουργοῦσε ὑπέρ τῶν οἰκονομικά ἰσχυρῶν, φαλκιδευόταν ἀκόμη περισσότερο ἡ δημοκρατική ἐκπροσώπηση τῶν οἰκονομικά ἀσθενέστερων. Ἄλλωστε καί ὁ Κικέρων στὀ ἔργο του De re publica 2, 39 τόνιζε πώς τό σύστημα ὀργάνωσης τοῦ ἐκλογικοῦ σώματος στή Λοχίτιδα Ἐκκλησία ἐξασφάλιζε στούς ἀριστικράτες ἰδιοκτῆτες σαφῆ ὑπεροχή ἀπέναντι στή μᾶζα τοῦ λαοῦ στή λήψη ἀποφάσεων. 
 
Ἡ φωνή τῶν ἀσθενεστέρων οἰκονομικά τάξεων ἀγνοεῖτο, καίτοι ἀριθμητικά οἱ προλετάριοι ἦσαν πλειψηφία. 
 
Ἔτσι γιά παράδειγμα στήν πρώϊμη δημοκρατική περίοδο ἡ πρώτη τάξη, πού ἀποτελεῖται ἀπό ἱππεῖς καί πολῖτες, πού διαθέτουν περιουσία μεγαλύτερη τῶν 100000 ἀσσαρίων, ἀπαριθμεῖ 98 λόχους (ἀπόλυτη πλειοψηφία), ἐνῶ ὅλοι οἱ προλετάριοι (οἱ ὁποῖοι ἀνέρχονται στούς 30000) ἀποτελοῦν ἕνα καί μόνο λόχο καί δέν ἀντιπροσωπεύουν ἑπομένως παρά μόνο μία ψῆφο.[16] Σχετικά μέ τήν ἔλλειψη οὐσιαστικῆς δημοκρατίας στή Ρώμη καί τή χειραγώγηση τῆς λαϊκῆς ψήφου ἀπό τήν κρατοῦσα ὀλιγαρχία ὁ Κορνήλιος Καστοριάδης ἀποφαίνεται: «Στήν Ρώμη, παρά τήν πάλη τῶν πληβείων ἐναντίον τοῦ θεσμισμένου καθεστῶτος, οὐδέποτε ὑπῆρξε πραγματική δημοκρατία. 
 
Ἡ Ρώμη, ἀπό τήν ἀρχή ὡς τό τέλος, ἔμεινε μιά ὀλιγαρχία. Ἡ πάλη τῶν πληβείων κατόρθωσε νά περιορίσει λίγο τήν ἐξουσία τῶν ἀριστοκρατικῶν οἰκογενειῶν, πού ἔμειναν πάντοτε κυρίαρχες, καί, κυρίως νά τροποποιήσει τήν μορφή αὐτῆς τῆς ἐξουσίας. Ἡ ρίζα τῆς βίας καί νοθείας κατά τίς ψηφοφορίες, πού τόσο χαρακτηρίζει τήν δική μας πολιτική ζωή, δέν βρίσκεται στήν ἀρχαία Ἑλλάδα ἀλλά στή Ρώμη: τό ἐκλογικό σῶμα ἦταν ὀργανωμένο κατά τέτοιο τρόπο καί ἡ παρέμβαση τῶν πατρικίων ἦταν τέτοια, ὥστε, κατ ̓ἀνάγκη, καί οἱ πληβεῖοι ψήφιζαν τούς ὑποψηφίους τῆς ἀριστοκρατίας».[17]
 
Δεύτερον ἡ ἀνάδειξη τῶν ἀρχόντων ἦταν μέν αἱρετή, οὐδέποτε ὅμως κληρωτή, ὅπως συνέβαινε στήν Ἀθηναϊκή Δημοκρατία.
 
 «Ἔστι δέ δημοκρατία μέν πολιτεία ἐν ᾗ κλήρῳ διανέμονται τάς ἀρχάς» λέγει ὁ Ἀριστοτέλης στή Ρητορική 1365 b 4. Δέν πρέπει νά ξεχνοῦμε ὅτι κατά τόν Ἀριστοτέλη εἰδοποιός διαφορά τῆς δημοκρατίας καί ὅρος πού τήν διαφορίζει ἀπό τήν ἀριστοκρατία εἶναι ἡ διά κλήρου ἀνάδειξη τῶν ἀρχόντων. «Δημοκρατικόν μέν τό κληρωτάς εἶναι τάς ἀρχάς, τό δ ̓αἱρετάς ὀλιγαρχικόν».[18] 
 
Ἐπίσης, πρᾶγμα πολύ σημαντικό, οἱ αἱρετοί ἄρχοντες τῆς Ρωμαϊκῆς πολιτείας δέν ἐμισθοδοτοῦντο γιά τίς πολιτικές ὑπηρεσίες τους, ὅπως ἐμισθοδοτοῦντο, μέ ἀπόφαση τοῦ Περικλῆ, οἱ κληρωτοί ἄρχοντες τῆς Ἀθηναϊκῆς πολιτείας, γεγονός πού ἐπέτρεπε καί στούς πλέον ἀπόρους, ἀπηλλαγμένους ἀπό τό ἄχθος τοῦ βιοπορισμοῦ, νά συμμετέχουν ἰσοτίμως μέ τούς εὐπόρους στά διάφορα ἀξιώματα.
 
 Ἑπομένως ἡ καθολική συμμετοχή ὅλων τῶν Ρωμαίων πολιτῶν καί προπαντός τῶν πιό φτωχῶν στά ἀξιώματα δέν ὑφίστατο, ὅπως λίγο – πολύ ὑφίστατο στήν Ἀθηναϊκή πολιτεία. Στήν Ἀθηναϊκή πολιτεία κάθε πολίτης, ὅσο φτωχός καί «ἀδύνατος» (=οἰκονομικά ἀνίσχυρος) κι ἄν ἦταν, εἶχε σοβαρές πιθανότητες νά ἀνέβει σέ ὁρισμένα κληρωτά ἀξιώματα, ὅπως τοῦ βουλευτῆ στήν Βουλή τῶν Πεντακοσίων καί τοῦ δικαστῆ στήν Ἡλιαία. Ἄμεση συνέπεια αὐτοῦ εἶναι ὅτι ἡ ἐναλλαγή ἀρχόντων καί ἀρχομένων δέν ὑφίστατο στή Ρωμαϊκή Δημοκρατία στήν κλίμακα καί στό εὖρος πού ὑφίστατο στήν Ἀθήνα. 
 
Ὁ καθ. Κυριάκος Κατσιμάνης στό πολύ ἀξιόλογο βιβλίο του Πρακτική Φιλοσοφία καί πολιτικό ἦθος τοῦ Σωκράτη καταγράφει τά – θεωρητικά-δυνητικά τοὐλάχιστον − πλεονεκτήματα τῆς διά κλήρου ἀναδείξεως τῶν ἀρχόντων:
 
 «α) πλήττεται στή ρίζα της μιά μεγάλη ἀδυναμία τῆς δημοκρατίας, ἡ ὕπαρξη ἐπαγγελματιῶν τῆς πολιτικῆς· β) ἀσκεῖται οὐσιαστική πολιτική διαπαιδαγώγηση τοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος μαθαίνει τήν ὑπέρτατη τέχνη τοῦ ἄρχειν καί ἄρχεσθαι, στήν πράξη, διά μέσου συγκεκριμένων καταστάσεων· γ) καλλιεργεῖται ἡ αὐτοπεποίθηση καί ἡ ὑπευθυνότητα τῶν πολιτῶν, καθώς ἡ πολιτεία τούς ἐμπιστεύεται δημόσια ἀξιώματα, δείχνοντάς τους ἔμπρακτα ὅτι ἔχει πεποίθηση στίς ἱκανότητές τους».[19] (Βέβαια ὁ καθ. Κυριάκος Κατσιμάνης δέν παραλείπει νά προσθέσει ἀμέσως: «Ἐννοεῖται ὅτι ὅλα αὐτά ἰσχύουν καμιά φορά μόνο στή θεωρία. Στήν Ἀθήνα πάντως ἴσχυαν καί στήν πράξη, ἀλλά γιά σχετικό μικρό χρονικό διάστημα»[20]). Πάντως ἡ ἐκμάθηση τῆς τέχνης «τοῦ ἄρχειν καί ἄρχεσθαι» ἦταν ἰδιαίτερα σημαντική, καθότι κατά τόν Ἀριστοτέλη ἡ ἱκανότητα τοῦ ἄρχειν προϋποθέτει τήν ἱκανότητα τοῦ ἄρχεσθαι. 
 
Προηγεῖται τό ἄρχεσθαι καί ἕπεται τό ἄρχειν ὡς ἀπόρροια τοῦ ἄρχεσθαι. «Ἐπεί δε πολίτου καί ἄρχοντος τήν αὐτήν ἀρετήν εἶναι φαμέν καί τοῦ ἀρίστου ἀνδρός, τόν δ ̓αὐτόν ἀρχόμενον τε δεῖν πρότερον καί ἄρχοντα ὕστερον...»[21] καί «ἀλλ ̓ἔστι τις ἀρχή καθ ̓ἥν ἄρχει τῶν ὁμοίων τῷ γένει καί τῶν ἐλευθέρων. Ταύτην γάρ λέγομεν εἶναι τήν πολιτικήν ἀρχήν, ἥν δεῖ τόν ἄρχοντα ἀρχόμενον μαθεῖν»[22]. Πάντως ἡ ἱστορική πραγματικότητα ἔδειξε πώς οἱ Ἀθηναῖοι δέν ἐκμεταλλεύτηκαν τό πλεονέκτημα αὐτό τοῦ πολιτεύματός τους, τοὐλάχιστον γιά μακρύ χρονικό διάστημα...
 
Ὅμως ἡ Ρωμαϊκή Δημοκρατία πλησίαζε περισσότερο ἀπό τήν Ἀθηναϊκή στήν ἰδεώδη πολιτεία τοῦ Ἀριστοτέλη. Ὁ Ἀριστοτέλης θεωροῦσε ὡς ἰδεώδη πολιτεία, ὄχι τήν ἀμιγῶς δημοκρατική, ἀλλά αὐτή πού συνδύαζε ἀριστοκρατικά καί δημοκρατικά στοιχεῖα.[23] Ἐξάλλου ὁ Ἀριστοτέλης ἀρνιόταν τήν διά κλήρου ἀνάδειξη στά ἀξιώματα τῆς πολιτείας καί θεωροῦσε ὅτι αὐτά πρέπει νά ἀπονέμονται μέ κριτήριο τήν ἀξία, τά προσόντα καί τίς ἱκανότητες τοῦ πολίτη.[24] 
 
 
Ὡσαύτως καί ὁ Σωκράτης ἀπέρριπτε τήν διά κλήρου ἀνάδειξη τῶν ἀρχόντων: «βασιλέας δέ καί ἄρχοντας οὐ τούς τά σκῆπτρα ἔχοντας ἔφη οὐδέ τούς ὑπό τῶν τυχόντων αἱρεθέντας οὐδέ τούς κλήρῳ λαχόντας οὐδέ τούς βιασαμένους οὐδέ τούς ἐξαπατήσαντας, ἀλλά τούς ἐπισταμένους ἄρχειν».[25]
 
Ἀπό τήν ἄλλη μεριά ὅμως ὁ Ἀθηναῖος πολίτης πραγμάτωνε ὲντελέστερα τό ἰδανικό τοῦ καλοῦ πολίτη κατά τόν Ἀριστοτέλη. Ἰδεώδης πολίτης κατά τόν Ἀριστοτέλη εἶναι αὐτός πού ξέρει, ἀλλά καί μπορεῖ νά ἄρχει καί νά ἄρχεται: «δεῖ δέ τόν ἀγαθόν πολίτην ἐπίστασθαι καί δύνασθαι καί ἄρχεσθαι καί ἄρχειν».[26]
 
 Ἡ Ἀθηναϊκή Δημοκρατία ἐμπεριεῖχε σέ ἀσύγκριτα μεγαλύτερο βαθμό τήν ἐναλλαγή τῶν πολιτῶν στήν ἐξουσία, ἄρα ὁ Ἀθηναῖος πολίτης εἶχε σέ μεγαλύτερο βαθμό ἀπό τόν Ρωμαῖο τή δυνατότητα (ἑπομένως καί τή γνώση) τοῦ ἄρχειν καί ἄρχεσθαι. Ἐπίσης ὁ Ἀριστοτέλης ὁρίζει ὡς πολίτη αὐτόν πού μετέχει στή δικαστική καί πολιτική ἐξουσία, σ ̓αὐτόν πού μετέχει «κρίσεως (=δικαστικῆς κρίσης) καί ἀρχῆς (=ἐξουσίας)».[27] Ὁ Ἀθηναῖος πολίτης συμμετεῖχε σέ μεγαλύτερο βαθμό ἀπό τόν Ρωμαῖο στή δικαστική και τή πολιτική ἐξουσία, ἄρα ἦταν φορέας μεγαλύτερης πολιτικῆς δύναμης καί ἐξουσίας.
 
 Ὁ Ρωμαῖος πολίτης εἶχε ἀποδυναμωμένη ἀκόμη καί τήν ἀτομική ψῆφο του. Ἐπίσης ἡ Ἀθήνα πλησιάζει περισσότερο τό πρότυπο τῆς ἰδανικής πόλης κατά τόν Ἀριστοτέλη. Ὅσον ἀφορᾶ τόν ἀριθμό τῶν πολιτῶν ὁ Σταγειρίτης φιλόσοφος πιστεύει ὅτι δέν πρέπει νά εἶναι οὔτε πολύ περιορισμένος οὔτε ὑπερβολικά αὐξημένος: «ἄν μία πόλη ἀποτελεῖται ἀπό ὑπερβολικά λίγους ἀνθρώπους, δέν μπορεῖ νά εἶναι αὐτάρκης...
 
Ἀντίθετα, ἄν ἀποτελεῖται ἀπό ὑπερβολικά πολλούς, εἶναι αὐτάρκης ὡς πρός τά ἀναγκαῖα, ἀλλά βρίσκεται σέ κατάσταση ἔθνους καί ὄχι πολιτείας: γιατί στήν περίπτωση αὐτή δέν εἶναι εὔκολο νά ὑπάρξουν πολιτικοί θεσμοί».[28] Ἐπίσης ὁ Ἀριστοτέλης θεωρεῖ συνεκτικό ἁρμό τῆς πόλεως, πέρα ἀπό τή δικαιοσύνη, τήν φιλία τῶν πολιτῶν μεταξύ τους. 
 
Γιά νά συμβεῖ ὅμως αὐτό εἶναι ἀπαράβατη προϋπόθεση νά ὑπάρχει «μέτριος» ἀριθμός πολιτῶν, ὥστε νά εἶναι δυνατή ἡ βαθύτερη γνωριμία τῶν πολιτῶν μεταξύ τους: «ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τή δίκαιη κρίση καί τήν κατ ̓ἀξία ἀπονομή τῶν ἀρχῶν εἶναι νά γνωρίζουν οἱ πολῖτες τό ποιόν ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου».[29] Στή δημοκρατική Ἀθήνα ἦταν σχετικά δυνατό αὐτό, στή δημοκρατική Ρώμη ἀδύνατο.
 
Ἐπίσης κατά τόν Σταγειρίτη φιλόσοφο ἡ πολυανθρωπία τῆς πόλεως εἶναι ἀναιρετική τῆς τάξεως καί τῆς εὐνομίας: «χαλεπόν,ἴσως δ ̓ ἀδύνατον εὐνομεῖσθαι τήν λίαν πολυάνθρωπον...ὅ τε γάρ νόμος τάξις τίς ἐστι, καί τήν εὐνομίαν ἀναγκαῖον εὐταξίαν εἶναι, ὁ δέ λίαν ὑπερβάλλων ἀριθμός οὐ δύναται μετέχειν τάξεως».[30] Ἡ Ἀθήνα πληροῦσε τίς, σύμφωνα μέ τόν Ἀριστοτέλη, προϋποθέσεις τῆς εὐταξίας καί εὐνομίας σέ μεγαλύτερο βαθμό ἀπό ὅ,τι ἡ Ρώμη.
 
 
Σημειώσεις
1  Πολυβίου, Ιστορίαι, βιβλ. ΣΤ΄, 11 κ. εξ.
2 Janet Coleman, Ἡ ἱστορία τῆς πολιτικῆς σκέψης, μετάφραση Γιῶργος Ε. Χρηστίδης, ἐκδ. Κριτική, Ἀθήνα 2004, σελ. 461
3 Πλουτάρχου, Κίμων 15
4 Ἀριστοτέλη Πολιτικά,1280 a  8
5 Ἀριστοτέλη, Πολιτικά III, IV, πρόλογος Σωκράτης Δεληβογιατζῆς, εἰσαγωγή-μετάφραση-σχόλια Πηνελόπη Τζιώκα-Εὐαγγέλου, ἐκδ. Ζῆτρος, Θεσσαλονίκη 2007, σσ. 131-133
6 Θουκυδίδου, Ἱστορίαι, 2, 37, 30
7 Γεράσιμου Μαρκαντωνάτου, Θουκυδίδου Περικλέους Ἐπιτάφιος, ἐκδ. Cutenberg,  Ἀθήνα 2003, σελ. 113
8 Ἀριστοτέλη Πολιτικά, 1279 b  7: « Ἡ μέν γάρ τυρραννίς ἐστι μοναρχία πρός τό συμφέρον τοῦ μοναρχοῦντος, ἡ δ’ὀλιγαρχία πρός τό τῶν εὐπόρων, ἡ δε δημοκρατία πρός τό συμφέρον τό τῶν ἀπόρων∙ πρός δέ τό τῷ κοινῷ λυσιτελοῦν οὐδεμία αὐτῶν».
9 Ἰωάννη Σ. Τουλουμάκου, Ἡ θεωρητική θεμελίωση τῆς δημοκρατίας στήν κλασσική Ἑλλάδα, ἐκδ. Παπαζήση, Ἀθήνα 1979, σσ. 10 καί 143
   M.I. Finley, Ἀρχαία καί σύγχρονη δημοκρατία, μετάφραση Θεόφιλος Βανδῶρος, ἐκδ. Εὐρύαλος, Ἀθήνα 1989,  σελ. 76: «Δῆμος ἦταν μία πρωτεϊκή “εὐμετάβλητη” λέξη μέ διάφορες σημασίες, μεταξύ τῶν ὁποίων “ὁ λαός ὡς σύνολο” (ἤ τό πολιτικό σῶμα γιά περισσότερη ἀκρίβεια) καί “οἱ κοινοί ἄνθρωποι” (οἱ κατώτερες τάξεις)».
10 Κατά προφορική δήλωση τοῦ καθηγητοῦ Βασιλείου Κωνσταντινόπουλου σέ Σεμινάριο γιά τήν «Διδακτική μεθοδολογία τοῦ ἀγνώστου κειμένου» πού διεξήγαγε ὁ ἴδιος στήν Καλαμάτα τήν ἀκαδημαϊκή χρονιά 2008-2009
11 Claude Mossé, Ὁ πολίτης στήν ἀρχαία Ἑλλάδα, μετάφραση Ἰωάννα Παπακωνσταντίνοι, ἐκδ. Σαββάλας, Ἀθήνα 1996, σελ. 142
12 Θουκυδίδου, Ἱστορίαι, 6, 89, 4
13 Géza Alföldy, Ἱστορία τῆς Ρωμαϊκῆς κοινωνίας, μετάφραση Ἄγγελος Χανιώτης, ἐκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Ἀθήνα 2006, σσ. 70-71
14Donald Kagan, Περικλῆς ὁ Ἀθηναῖος καί ἡ γέννηση τῆς δημοκρατίας, ἐκδ.Ὠκεανίδα, Ἀθήνα 2005, σελ. 46-47
15 (Allen M. Ward, Fritz M. Heichelheim, Cedric A. Yeo, Οἱ Ρωμαῖοι, μετάφραση Ντίνα Σαμπεθάϊ, ἐκδ. Ὀδυσσέας, Ἀθήνα 2008, σελ. 107 καί Μ. Cary, Ρωμαϊκή ἱστορία, τόμος Α΄, μετάφραση Νίκος Σαρλῆς, ἐκδ. Μίνωας, Ἀθήνα 1960, σ. 151).
16 Jean Imbert, Τό ἀρχαῖο δίκαιο, μετάφραση Εὐαγγέλου Ν. Μόσχου, ἐκδ. Ἰ. Ζαχαρόπουλος, Ἀθήνα χ.χ., σελ. 71
17 Κορνηλίου Καστοριάδη, Ἡ ἀρχαία ἑλληνική δημοκρατία καί ἡ σημασία της γιά μᾶς σήμερα, Ὕψιλον/Βιβλία, Ἀθήνα 1999, σελ. 17
18 Ἀριστοτέλη, Πολιτικά  1294 b 8-9
19 Κυριάκου Σ. Κατσιμάνη, Πρακτική Φιλοσοφία καί πολιτικό ἦθος τοῦ Σωκράτη, ἐκδ. Ἐπικαιρότητα, Ἀθήνα 1981, σελ. 80
20 Κυριάκου Σ. Κατσιμάνη, ὅ. π., σελ. 80
21 Ἀριστοτέλη, Πολιτικά  1333 a 11-14
22 Ἀριστοτέλη, Πολιτικά 1277 b 8-10
23 Ἀριστοτέλη, Πολιτικά  1294 b
Ὁ Π. Δαμάσκος γράφει: «Ἡ καλύτερη μορφή διακυβέρνησης εἶναι τό μικτό ἤ μέσο πολίτευμα , μεῖγμα ὀλιγαρχίας καί δημοκρατίας, τό ὁποῖο ὁ Ἀριστοτέλης ἀποκαλεῖ ἁπλῶς πολιτεία». (Παναγιώτης Κ. Δαμάσκος, Κοινωνική καί πολιτική φιλοσοφία, ἐκδ. Συμμετρία, Ἀθήνα 2009, σελ. 111)
Βλ. Γιώργου Ν. Οἰκονόμου, Ἡ Ἀριστοτελική πολιτεία, ἐκδ. Παπαζήση, Ἀθήνα 2008,σσ. 91-101. Στή  σελ. 100 διαβάζουμε: «Ἀπό τά παραπάνω προκύπτει ὅτι ἡ ἀρίστη πολιτεία τῶν βιβλίων 7 και 8 οὐδεμία σχέση μπορεῖ νά ἔχει μέ τή δημοκρατία, καί μάλιστα μέ καμία περίοδο τῆς πραγματικῆς ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας. Πρόκειται περί μιᾶς ὀλιγαρχίας ἤ “ἀριστοκρατικῆς ὀλιγαρχίας” ὑπό τήν ἀριστοτελική ἔννοια, δηλαδή περί τῆς πολιτείας τῶν ἀρίστων κατ’ἀρετήν».
 Ὁ Ἀριστοτέλης ἄλλωστε τήν «δημοκρατία» θεωρεῖ ὡς παρεκβατικό πολίτευμα τῆς «πολιτείας», τοῦ ὀρθοῦ πολιτεύματος.
 Ὁ Fransis Wolff γράφει ἐπί τοῦ προκειμένου: «Ἀλλά παρατηρήσαμε ἤδη καί τήν κυρίως ἀριστοτελική χρήση τοῦ ὅρου “δημοκρατία” γιά νά δηλώνει μία ἀπό τίς δύο παραλλαγές τοῦ λαϊκοῦ πολιτεύματος, τή σαθρή παραλλαγή, σέ ἀντίθεση μέ τήν “κανονική” γιά τήν ὁποία χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο “πολιτεία”. Ἡ δημοκρατία ἑπομένως εἶναι τό πολίτευμα ὅπου στήν πράξη “μιά πλειοψηφία ἐλευθέρων ἀλλά ἀπόρων ἔχει τήν κυρίαρχη ἐξουσία” (Πολιτικά IV,4, 1291 b  30 κ. ἕξ.). Ὁ περιορισμός στό πλάτος τῆς ἔννοιας βαίνει παράλληλα μέ τή μειωτική χροιά τῆς λέξης: ἡ ἐξουσία ἀσκεῖται πρός ὄφελος μιᾶς μόνο μερίδας τῆς πόλης» (Fransis Wolff, Ὁ Ἀριστοτέλης καί ἡ πολιτική, μετάφραση Κώστας Πετρόπουλος, ἐκδ. Μ. Καρδαμίτσα, Ἀθήνα 1995, σελ. 137).
24 Ἀριστοτέλη, Πολιτικά 1278a 19-20, 1288 a 14-15, 1294 a 9-10
25 Ξενοφῶντος, Ἀπομνημονεύματα ΙΙΙ, 9, 10-11
 Ἐπίσης βλ. Κυριάκου Σ. Κατσιμάνη, ὅ.π., σελ.81
26  Ἀριστοτέλη, Πολιτικά 1277 b 13-16
27  Ἀριστοτέλη,Πολιτικά 1275 a 23  
28  Ἀριστοτέλη, Πολιτικά 1326 b 1-5
29 Ἀριστοτέλη, Πολιτικά 1326 b 15-16
30 Ἀριστοτέλη, Πολιτικά 1326 a  
 
Διαβάστε και το 1o κείμενο της σειράς άρθρων.
 
πηγή: Aντίφωνο
Πηγή : 

to synoro blog

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...