Δεν μου αρέσει να χτυπάω πεσμένο άνθρωπο, γι’ αυτό θα μιλήσω σήμερα με συμπάθεια για τους δημαρίτες. Τα σκληρά λόγια τούς τα ’πα όταν ήταν στα πάνω τους, τον Ιανουάριο του 2013, σε ένα «ερωτικό γράμμα προς παλιούς συντρόφους».
«Ουαί τοις ηττημένοις». Είχα την ακλόνητη πεποίθηση ότι πρόκειται για ρήση του Ευαγγελίου, αλλά το δημοσιογραφικό ένστικτο δεν με άφηνε ήσυχο και έσπευσα πριν το γράψω να διασταυρώσω την πηγή.
Δεν πρόκειται, λοιπόν, για ευαγγελική ρήση αλλά για τη φράση αρχηγού των Γαλατών έπειτα από νικηφόρα μάχη με τους Ρωμαίους, όπως καταγράφηκε από τον Ρωμαίο ιστορικό Τίτο Λίβιο.
Αλλά εδώ που έχουμε φτάσει με την πολιτική και μιντιακή κρίση το ποιος είπε τι έχει χάσει πια τη σημασία του.
Εδώ έχει χάσει τη σημασία του το ποιος είναι ο νικητής και ποιος ο ηττημένος των εκλογών, τι να λέμε τώρα. Όλοι ωστόσο συμφωνούν ότι η ΔΗΜΑΡ συγκαταλέγεται στους ηττημένους – ο μεγαλύτερος όλων.
Δεν μου αρέσει να χτυπάω πεσμένο άνθρωπο, γι’ αυτό θα μιλήσω σήμερα με συμπάθεια για τους δημαρίτες. Τα σκληρά λόγια τούς τα ’πα όταν ήταν στα πάνω τους, τον Ιανουάριο του 2013, πρόσωπο με πρόσωπο, σε ένα ερωτικό γράμμα προς παλιούς συντρόφους.
Είναι πράγματι παλιοί μου σύντροφοι, πολλοί παραμένουν ακόμα καλοί φίλοι, έπειτα από τόσα χρόνια, όσοι δηλαδή απ’ αυτούς παρέμειναν δημαρίτες, γιατί πολλοί λάκισαν τον τελευταίο χρόνο από δω κι από κει.
Δεν άκουσαν τίποτα τότε, μ’ εκείνη την επιστολή, είναι δύσκολο να κάτσεις ν’ ακούσεις τη σκληρή κριτική όταν είσαι στα πάνω σου, κι όταν τελικά βρεθείς αποκάτω είναι πια αργά για ν’ ακούσεις.
Σήμερα, λοιπόν, θα πω λίγα και απλά. Παρότι δεν μου ’πεφτε λόγος, καθώς δεν συμμετέχω σε κομματικούς μηχανισμούς, απ’ την αρχή είδα με κακό μάτι την επιλογή του Φώτη Κουβέλη και της ανανεωτικής πτέρυγας να αποχωρήσουν από τον Συνασπισμό.
Για να μη θεωρηθώ προκατειλημμένος, οφείλω να πω ότι η διαφωνία μου αυτή ήταν ανάλογη με την αντίθεσή μου σε μια ακριβώς αντίστροφη διαδικασία, τη διάσπαση του ΚΚΕ εσωτερικού, το 1987. Καμία από τις δύο αυτές αποσχιστικές κινήσεις δεν δικαιώθηκε. Έφυγε λοιπόν η ανανεωτική πτέρυγα από τον Συνασπισμό, κι ο καθένας τους τράβηξε το δρόμο του.
Και όμως, μέχρι τις εκλογές του 2012, στη ΔΗΜΑΡ δεν θα μπορούσε κανείς να καταμαρτυρήσει και πολλά. Σε όλες τις σημαντικές μάχες μέσα στη Βουλή συμπορεύθηκε σχεδόν απολύτως με τον ΣΥΡΙΖΑ και με την υπόλοιπη Αριστερά.
Το μόνο που θα μπορούσε κανείς να τους καταλογίσει είναι πως αν επρόκειτο να πολιτεύονται με τον ίδιο τρόπο, έμενε έωλος ο λόγος της αποχώρησής τους. Όλα άλλαξαν μετά τις εκλογές του Ιουνίου.
Ενώ η αριθμητική του εκλογικού αποτελέσματος επέτρεπε στη ΔΗΜΑΡ να μείνει έξω από την κυβέρνηση, η ηγεσία της επέλεξε να συμμετάσχει με το ασθενές επιχείρημα ότι αν δεν έμπαινε εκείνη δεν θα ’μπαινε και το ΠΑΣΟΚ.
Η συνέχεια απέδειξε ότι ο συλλογισμός ήταν αβάσιμος – νομίζω δε πως ήταν και προσχηματικός. Όταν έφτασε η ώρα της αποχώρησης της ΔΗΜΑΡ, το ΠΑΣΟΚ με ανακούφιση επωφελήθηκε, παίρνοντας την αντιπροεδρία της κυβέρνησης αλλά και τη μερίδα του λέοντος από τα ιμάτια του πρώην εταίρου. Αυτό το μπες-βγες είναι νομίζω που στοίχισε στη ΔΗΜΑΡ τη δεινή πολιτική ήττα της στις ευρωεκλογές.
Η μεγάλη ζημιά όμως έγινε με την είσοδο της στην κυβέρνηση και όχι με την έξοδό της, όπως ισχυρίζεται η μειοψηφική της τάση.
Η μειοψηφία, η οποία πατούσε ούτως ή άλλως με το ένα πόδι στους 58 και αργότερα στην Ελιά, υποστηρίζει ότι το καθοριστικό λάθος της ηγεσίας του κόμματος ήταν η άρνησή της να συμμετάσχει στις διεργασίες για τη δημιουργία του πόλου της κεντροαριστεράς.
Οι πιο προχωρημένοι επεκτείνουν τον συλλογισμό τους και ενοχοποιούν την αποχώρηση από την κυβέρνηση. Προφανώς πάντως αυτά τα δύο συνδέονται - δεν μπορεί να συγκροτήσουν κοινό πόλο ένα κόμμα που συμμετέχει στην κυβέρνηση μαζί με ένα κόμμα που την αντιπολιτεύεται. Αυτά ούτε στην κεντροαριστερά δεν γίνονται… Εδώ είναι νομίζω η ουσία του προβλήματος.
Η ΔΗΜΑΡ αρνήθηκε από πολύ νωρίς να διακρίνει την κύρια διαχωριστική γραμμή που διαπερνά το πολιτικό σύστημα και την κοινωνία, η οποία κατά τη γνώμη μου συγκροτείται από δύο βασικούς άξονες: Ο ένας αφορά τη διαχείριση της κρίσης, την αποδοχή ή όχι των μνημονιακών πολιτικών. Ενώ λοιπόν η ΔΗΜΑΡ μέχρι το 2012 άντεξε, ήδη από την προεκλογική εκστρατεία του 2012 η θέση της γίνεται θολή.
Επαναδιαπραγμάτευση, ισοδύναμα μέτρα, αλλά πάνω απ’ όλα συναινετικές διαδικασίες με τους δανειστές και καιροσκοπική προσχώρηση στην ιδέα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί αντιευρωπαϊκή δύναμη που θέτει τη χώρα σε κίνδυνο, και γι’ αυτό πρέπει να ηττηθεί. Ο άλλος αφορά τη στάση τους απέναντι στο πολιτικό σύστημα, το οποίο είναι υπόλογο για την πορεία του τόπου μέχρι εδώ και το οποίο τώρα καταρρέει – η στάση τους απέναντι στο τρίγωνο της διαπλοκής. Εδώ η θέση της ΔΗΜΑΡ δεν ήταν θολή, ήταν ευθέως καταστροφική.
Επιζήτησε πάση θυσία να μπει μέσα στο κάδρο του συστήματος εξουσίας, επέλεξε να το στηρίξει, ακόμα και τη στιγμή που -χωρίς να μπορέσει να εξηγήσει επαρκώς το πώς και το γιατί και, κυρίως, χωρίς να διατυπώσει ίχνος αυτοκριτικής για την προηγούμενη καθοριστική επιλογή της- αποφάσιζε να αποχωρήσει από την κυβέρνηση.
(Αφήνω για λόγους απλούστευσης έξω απ’ αυτή την ανάλυση το μεγάλο θέμα που αφορά την αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής, στο οποίο πάντως η τακτική της ΔΗΜΑΡ δεν δικαιώνεται. Αν είχε παραιτηθεί με αφορμή το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο ίσως και να δικαιωνόταν, αλλά παρότι είχε κάθε λόγο να το κάνει δεν το επέλεξε). Επειδή τους ξέρω καλά, θεωρώ ότι κληρονόμησαν από το Λεωνίδα Κύρκο εκείνη την αλαζονική εμμονή στη δύναμη της πολιτικής τακτικής ανεξαρτήτως των πραγματικών συνθηκών, του συσχετισμού των δυνάμεων και της κοινωνικής δυναμικής.
Μια αγωνία στροφής στο ευρύ εθνικό ακροατήριο, που όμως στα μυαλά τους παίρνει τη στρεβλή μορφή συνδιαλλαγής με αντίπαλες πολιτικές δυνάμεις, ερήμην του κοινωνικού γίγνεσθαι, το οποίο άλλωστε κατά κάποιον τρόπο τους διαφεύγει. (Κι όταν ξαφνικά ανακάλυψαν ότι δίπλα τους ο ΣΥΡΙΖΑ, σε πείσμα της κριτικής τους, διαμόρφωνε με επιτυχία μια πολιτική ευρύτατου εθνικού ακροατηρίου, χωρίς αυτούς, τότε μίλησαν για λαϊκισμό)
Και μια αυτοπεποίθηση -πριγκηπική θα την ονόμαζα-, μια νοοτροπία περιούσιου κόμματος που θεωρεί περίπου αυτοδίκαιη τη συμμετοχή του στη νομή της εξουσίας και ιστορικό ατύχημα την αδυναμία τους να την εξασφαλίσουν.
Η πιο κακή πλευρά της πολιτικής της ΔΗΜΑΡ, χειρότερη και από την εθελοτυφλία της στην προφανή (και αυτονόητη) αθέτηση της τριμερούς προγραμματικής συμφωνίας, ήταν η σύμπραξή της στη γνωστή φόρμουλα 4-2-1 όσον αφορά τη στελέχωση του κρατικού μηχανισμού.
Όχι μόνο σε περιπτώσεις θέσεων αμιγώς πολιτικών, αλλά και στις διοικήσεις κρατικών και ημικρατικών οργανισμών, τραπεζών κ.λπ.
Το μέγεθος αυτού του πολιτικού ολισθήματος έγκειται στο γεγονός ότι ακόμα και μετά την αποχώρησή της από την κυβέρνηση, οι περισσότεροι από τους ευεργετηθέντες από τη φόρμουλα της συγκυβέρνησης αποδέχτηκαν -αν δεν επιδίωξαν κιόλας- να παραμείνουν στις θέσεις τους, κατάσταση που έθεσε μεγάλο μέρος του στελεχικού της δυναμικού σε καθεστώς πλήρους πολιτικής ομηρίας.
Όλ’ αυτά, βέβαια, έχουν πλέον κυρίως ιστορικό ενδιαφέρον. Η κατάσταση της ΔΗΜΑΡ μοιάζει μη αναστρέψιμη. Ακόμα κι αν βρουν τρόπο να τοποθετηθούν απέναντι στο κρίσιμο ερώτημα της εποχής -μ’ εμάς ή μ’ αυτούς- νομίζω ότι είναι πλέον πολύ αργά. Ούτως ή άλλως, το πιθανότερο είναι πως ακόμα κι αν μπορέσουν τελικά να διακρίνουν με σαφήνεια τη διαχωριστική γραμμή, δεν θα ’ναι παρά για να αποφασίσουν ποιοι θα τοποθετηθούν από τη μία και ποιοι από την άλλη πλευρά της. Χριστόφορος Κάσδαγλης
Πηγή : http://www.thepressproject.gr
«Ουαί τοις ηττημένοις». Είχα την ακλόνητη πεποίθηση ότι πρόκειται για ρήση του Ευαγγελίου, αλλά το δημοσιογραφικό ένστικτο δεν με άφηνε ήσυχο και έσπευσα πριν το γράψω να διασταυρώσω την πηγή.
Δεν πρόκειται, λοιπόν, για ευαγγελική ρήση αλλά για τη φράση αρχηγού των Γαλατών έπειτα από νικηφόρα μάχη με τους Ρωμαίους, όπως καταγράφηκε από τον Ρωμαίο ιστορικό Τίτο Λίβιο.
Αλλά εδώ που έχουμε φτάσει με την πολιτική και μιντιακή κρίση το ποιος είπε τι έχει χάσει πια τη σημασία του.
Εδώ έχει χάσει τη σημασία του το ποιος είναι ο νικητής και ποιος ο ηττημένος των εκλογών, τι να λέμε τώρα. Όλοι ωστόσο συμφωνούν ότι η ΔΗΜΑΡ συγκαταλέγεται στους ηττημένους – ο μεγαλύτερος όλων.
Δεν μου αρέσει να χτυπάω πεσμένο άνθρωπο, γι’ αυτό θα μιλήσω σήμερα με συμπάθεια για τους δημαρίτες. Τα σκληρά λόγια τούς τα ’πα όταν ήταν στα πάνω τους, τον Ιανουάριο του 2013, πρόσωπο με πρόσωπο, σε ένα ερωτικό γράμμα προς παλιούς συντρόφους.
Είναι πράγματι παλιοί μου σύντροφοι, πολλοί παραμένουν ακόμα καλοί φίλοι, έπειτα από τόσα χρόνια, όσοι δηλαδή απ’ αυτούς παρέμειναν δημαρίτες, γιατί πολλοί λάκισαν τον τελευταίο χρόνο από δω κι από κει.
Δεν άκουσαν τίποτα τότε, μ’ εκείνη την επιστολή, είναι δύσκολο να κάτσεις ν’ ακούσεις τη σκληρή κριτική όταν είσαι στα πάνω σου, κι όταν τελικά βρεθείς αποκάτω είναι πια αργά για ν’ ακούσεις.
Σήμερα, λοιπόν, θα πω λίγα και απλά. Παρότι δεν μου ’πεφτε λόγος, καθώς δεν συμμετέχω σε κομματικούς μηχανισμούς, απ’ την αρχή είδα με κακό μάτι την επιλογή του Φώτη Κουβέλη και της ανανεωτικής πτέρυγας να αποχωρήσουν από τον Συνασπισμό.
Για να μη θεωρηθώ προκατειλημμένος, οφείλω να πω ότι η διαφωνία μου αυτή ήταν ανάλογη με την αντίθεσή μου σε μια ακριβώς αντίστροφη διαδικασία, τη διάσπαση του ΚΚΕ εσωτερικού, το 1987. Καμία από τις δύο αυτές αποσχιστικές κινήσεις δεν δικαιώθηκε. Έφυγε λοιπόν η ανανεωτική πτέρυγα από τον Συνασπισμό, κι ο καθένας τους τράβηξε το δρόμο του.
Και όμως, μέχρι τις εκλογές του 2012, στη ΔΗΜΑΡ δεν θα μπορούσε κανείς να καταμαρτυρήσει και πολλά. Σε όλες τις σημαντικές μάχες μέσα στη Βουλή συμπορεύθηκε σχεδόν απολύτως με τον ΣΥΡΙΖΑ και με την υπόλοιπη Αριστερά.
Το μόνο που θα μπορούσε κανείς να τους καταλογίσει είναι πως αν επρόκειτο να πολιτεύονται με τον ίδιο τρόπο, έμενε έωλος ο λόγος της αποχώρησής τους. Όλα άλλαξαν μετά τις εκλογές του Ιουνίου.
Ενώ η αριθμητική του εκλογικού αποτελέσματος επέτρεπε στη ΔΗΜΑΡ να μείνει έξω από την κυβέρνηση, η ηγεσία της επέλεξε να συμμετάσχει με το ασθενές επιχείρημα ότι αν δεν έμπαινε εκείνη δεν θα ’μπαινε και το ΠΑΣΟΚ.
Η συνέχεια απέδειξε ότι ο συλλογισμός ήταν αβάσιμος – νομίζω δε πως ήταν και προσχηματικός. Όταν έφτασε η ώρα της αποχώρησης της ΔΗΜΑΡ, το ΠΑΣΟΚ με ανακούφιση επωφελήθηκε, παίρνοντας την αντιπροεδρία της κυβέρνησης αλλά και τη μερίδα του λέοντος από τα ιμάτια του πρώην εταίρου. Αυτό το μπες-βγες είναι νομίζω που στοίχισε στη ΔΗΜΑΡ τη δεινή πολιτική ήττα της στις ευρωεκλογές.
Η μεγάλη ζημιά όμως έγινε με την είσοδο της στην κυβέρνηση και όχι με την έξοδό της, όπως ισχυρίζεται η μειοψηφική της τάση.
Η μειοψηφία, η οποία πατούσε ούτως ή άλλως με το ένα πόδι στους 58 και αργότερα στην Ελιά, υποστηρίζει ότι το καθοριστικό λάθος της ηγεσίας του κόμματος ήταν η άρνησή της να συμμετάσχει στις διεργασίες για τη δημιουργία του πόλου της κεντροαριστεράς.
Οι πιο προχωρημένοι επεκτείνουν τον συλλογισμό τους και ενοχοποιούν την αποχώρηση από την κυβέρνηση. Προφανώς πάντως αυτά τα δύο συνδέονται - δεν μπορεί να συγκροτήσουν κοινό πόλο ένα κόμμα που συμμετέχει στην κυβέρνηση μαζί με ένα κόμμα που την αντιπολιτεύεται. Αυτά ούτε στην κεντροαριστερά δεν γίνονται… Εδώ είναι νομίζω η ουσία του προβλήματος.
Η ΔΗΜΑΡ αρνήθηκε από πολύ νωρίς να διακρίνει την κύρια διαχωριστική γραμμή που διαπερνά το πολιτικό σύστημα και την κοινωνία, η οποία κατά τη γνώμη μου συγκροτείται από δύο βασικούς άξονες: Ο ένας αφορά τη διαχείριση της κρίσης, την αποδοχή ή όχι των μνημονιακών πολιτικών. Ενώ λοιπόν η ΔΗΜΑΡ μέχρι το 2012 άντεξε, ήδη από την προεκλογική εκστρατεία του 2012 η θέση της γίνεται θολή.
Επαναδιαπραγμάτευση, ισοδύναμα μέτρα, αλλά πάνω απ’ όλα συναινετικές διαδικασίες με τους δανειστές και καιροσκοπική προσχώρηση στην ιδέα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί αντιευρωπαϊκή δύναμη που θέτει τη χώρα σε κίνδυνο, και γι’ αυτό πρέπει να ηττηθεί. Ο άλλος αφορά τη στάση τους απέναντι στο πολιτικό σύστημα, το οποίο είναι υπόλογο για την πορεία του τόπου μέχρι εδώ και το οποίο τώρα καταρρέει – η στάση τους απέναντι στο τρίγωνο της διαπλοκής. Εδώ η θέση της ΔΗΜΑΡ δεν ήταν θολή, ήταν ευθέως καταστροφική.
Επιζήτησε πάση θυσία να μπει μέσα στο κάδρο του συστήματος εξουσίας, επέλεξε να το στηρίξει, ακόμα και τη στιγμή που -χωρίς να μπορέσει να εξηγήσει επαρκώς το πώς και το γιατί και, κυρίως, χωρίς να διατυπώσει ίχνος αυτοκριτικής για την προηγούμενη καθοριστική επιλογή της- αποφάσιζε να αποχωρήσει από την κυβέρνηση.
(Αφήνω για λόγους απλούστευσης έξω απ’ αυτή την ανάλυση το μεγάλο θέμα που αφορά την αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής, στο οποίο πάντως η τακτική της ΔΗΜΑΡ δεν δικαιώνεται. Αν είχε παραιτηθεί με αφορμή το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο ίσως και να δικαιωνόταν, αλλά παρότι είχε κάθε λόγο να το κάνει δεν το επέλεξε). Επειδή τους ξέρω καλά, θεωρώ ότι κληρονόμησαν από το Λεωνίδα Κύρκο εκείνη την αλαζονική εμμονή στη δύναμη της πολιτικής τακτικής ανεξαρτήτως των πραγματικών συνθηκών, του συσχετισμού των δυνάμεων και της κοινωνικής δυναμικής.
Μια αγωνία στροφής στο ευρύ εθνικό ακροατήριο, που όμως στα μυαλά τους παίρνει τη στρεβλή μορφή συνδιαλλαγής με αντίπαλες πολιτικές δυνάμεις, ερήμην του κοινωνικού γίγνεσθαι, το οποίο άλλωστε κατά κάποιον τρόπο τους διαφεύγει. (Κι όταν ξαφνικά ανακάλυψαν ότι δίπλα τους ο ΣΥΡΙΖΑ, σε πείσμα της κριτικής τους, διαμόρφωνε με επιτυχία μια πολιτική ευρύτατου εθνικού ακροατηρίου, χωρίς αυτούς, τότε μίλησαν για λαϊκισμό)
Και μια αυτοπεποίθηση -πριγκηπική θα την ονόμαζα-, μια νοοτροπία περιούσιου κόμματος που θεωρεί περίπου αυτοδίκαιη τη συμμετοχή του στη νομή της εξουσίας και ιστορικό ατύχημα την αδυναμία τους να την εξασφαλίσουν.
Η πιο κακή πλευρά της πολιτικής της ΔΗΜΑΡ, χειρότερη και από την εθελοτυφλία της στην προφανή (και αυτονόητη) αθέτηση της τριμερούς προγραμματικής συμφωνίας, ήταν η σύμπραξή της στη γνωστή φόρμουλα 4-2-1 όσον αφορά τη στελέχωση του κρατικού μηχανισμού.
Όχι μόνο σε περιπτώσεις θέσεων αμιγώς πολιτικών, αλλά και στις διοικήσεις κρατικών και ημικρατικών οργανισμών, τραπεζών κ.λπ.
Το μέγεθος αυτού του πολιτικού ολισθήματος έγκειται στο γεγονός ότι ακόμα και μετά την αποχώρησή της από την κυβέρνηση, οι περισσότεροι από τους ευεργετηθέντες από τη φόρμουλα της συγκυβέρνησης αποδέχτηκαν -αν δεν επιδίωξαν κιόλας- να παραμείνουν στις θέσεις τους, κατάσταση που έθεσε μεγάλο μέρος του στελεχικού της δυναμικού σε καθεστώς πλήρους πολιτικής ομηρίας.
Όλ’ αυτά, βέβαια, έχουν πλέον κυρίως ιστορικό ενδιαφέρον. Η κατάσταση της ΔΗΜΑΡ μοιάζει μη αναστρέψιμη. Ακόμα κι αν βρουν τρόπο να τοποθετηθούν απέναντι στο κρίσιμο ερώτημα της εποχής -μ’ εμάς ή μ’ αυτούς- νομίζω ότι είναι πλέον πολύ αργά. Ούτως ή άλλως, το πιθανότερο είναι πως ακόμα κι αν μπορέσουν τελικά να διακρίνουν με σαφήνεια τη διαχωριστική γραμμή, δεν θα ’ναι παρά για να αποφασίσουν ποιοι θα τοποθετηθούν από τη μία και ποιοι από την άλλη πλευρά της. Χριστόφορος Κάσδαγλης
Πηγή : http://www.thepressproject.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου