23 Μαΐ 2014

όνειρο

Ένα μεσημέρι, αρχές Ιουλίου, το 2004, αποκοιμήθηκα στην παραλία της Λάμπης. Όταν πρωτοπήγα στη Λάμπη, μέσα του ’90, είχε μόνο μία ταβέρνα. Μετά, το 2004, είχε ένα μπιτσόμπαρο που όμως βαρούσε για τρία. Τώρα, κάτω απ’ τη σκιά, κοιμόμουν και δεν άκουγα τίποτα. Μόνο έβλεπα ένα κακό όνειρο.
Ο εφιάλτης έλεγε ότι είμαστε στο 2014 και πλέον τον τόπο κυβερνούσε το ΛΑ.Ο.Σ. βορίδης και γεωργιάδης ήταν υπουργοί, ο κύρτσος και η τζαβέλλα υποψήφιοι ευρωβουλευτές, ο ροντούλης, ο πλεύρης, ο βελόπουλος μέλη ή τέλος πάντων στελέχη του κυβερνητικού κόμματος. Όταν είσαι γραφικός ακροδεξιός, το βασικό χαρακτηριστικό σου δεν είναι το γραφικός, αλλά πάντοτε το ακροδεξιός.
Ο εφιάλτης δεν ήταν σύντομος παρά συνέχιζε ακάθεκτος να με τριβελίζει και να πετάει λινκ. Ο χρηματιστής τάδε αγόρασε σε τρία χρόνια τη μισή Ίο. Η εταιρεία τάδε πλήρωσε τα ματ για να προστατεύσουν τα μηχανήματα που κατεδαφίζουν κτίσματα σε μια παραλία της Μυκόνου για να γίνει η επένδυση.
Ο υπουργός, εφιάλτης μέσα στον εφιάλτη, αποκαλεί ειρωνικά τον αιγιαλό ιερή αγελάδα.
Ίδρωνα και ξεΐδρωνα με τις αηδίες που με περιτριγύριζαν και μ’ έπιανε μια ελαφριά ανατριχίλα στη σπονδυλική στήλη. Άνθρωποι κεραυνοβολημένοι από τις έννοιες της διαρκούς ανάπτυξης, της ελεύθερης αγοράς και της κοινωνικής καταξίωσης επελαύνουν προς τις παραλίες και κατσικώνονται σε άσπρες πλαστικές τεντώστρες. Δεν μπορούν να φανταστούν ένα χώρο χωρίς την πιθανότητα να παραγγείλουν καϊπιρίνια, να ακούσουν αδιάφορα παρόμοια μπιτ και στο τσακίρ κέφι χατζηγιάννη και να πατήσουν το πολυπόθητο τσιμέντο. Δεν μπορούν να αναπνεύσουν αν δεν υπάρχει εκεί κάποιος να του σηκώσουν το χέρι, να τους εξυπηρετήσει. Δεν μπορούν να υπάρξουν έτσι απλά εκεί που δεν υπάρχει κάποιου είδους μαγαζί. Ενδιαφέρονται τόσο για την κατανάλωση, όσο και για την ενσάρκωση της ιδιότητας του πελάτη. Ίσως γιατί κάπως πρέπει να δικαιολογήσουν μέσα τους το μακελειό του χειμώνα και της εργάσιμης εβδομάδας. Αφού ξεσκίζονται να δουλεύουν, να δουλεύουν ατελείωτα ή να υπηρετούν ατελείωτα το φαντασιακό του επαγγέλματος με τον αγγλικό τίτλο και του εαυτού ως μπραντ, πρέπει κάπου κάπου να ξεδίνουν. Στον σερβιτόρο πέφτει ο κλήρος να αντιμετωπίσει τη σκληρότητα του πελάτη, του καταναλωτή που πληρώνει και τα θέλει όλα γρήγορα, ευγενικά και στην εντέλεια. Δεν ξέρουν οι κάθε λογής και προέλευσης δαπίτες, ότι εμείς είμαστε πάντα με τους σερβιτόρους, ποτέ με αυτούς που είναι ή νιώθουν πελάτες.
Η μανία των δεκάδων επελαύνοντων ζηλωτών των μεγάλων επενδύσεων πέφτει τώρα σχεδόν πάνω μου, καθώς τους νιώθω μέσα στο όνειρο μου να γκρινιάζουν για τα άβολα βότσαλ της Λάμπης, να κλωτσάνε και να τα φτύνουν. Έλεος, πιάσε μια καϊπιρόσκα αμέσως. Ο σερβιτόρος υπό τα επικριτικά βλέμματα των φτασμένων (ή όσων ονειρεύονται εαυτούς φτασμένους) των Αθηνών απομακρύνεται, τρέχει να σερβίρει ό,τι μπορέσει. Θα τον φάνε, θα κάνουν αρνητικά σχόλια στο φμπ, θα πουν «στο Λονδίνο δε θα συνέβαινε ποτέ αυτό» και τη γκρίνια τους θα διακόψει το κινητό που χτυπάει με ρέμο, σταβέντο ή ακόμη καλύτερα νίβο. Άντε με ότι άλλο είναι της μόδας αυτή την εβδομάδα, πχ. rihana.
Οι άνθρωποι, δεκάδες, εκατοντάδες μικροί χατζηδάκηδες – η σοβαρή και μεταρρυθμιστική νέα δημοκρατία – έχουν την ίδια τρομαχτική φάτσα που παίρνουν κάθε Κυριακή στην Ερμού. Η παράνοια του shoppingτην Κυριακή με τη σειρά της, μπορεί να συγκριθεί μόνο με την ψύχωση που είχε πιάσει τους αθλητικογράφους που κάλυπταν το ρεπορτάζ του ολυμπιακού επί κόκκαλη.
Στο όνειρο, τους παρατηρώ μέσα στην αντιδραστική αφασία τους, μέσα στο απολιτίκ ακροδεξιό παραλήρημά τους. Γιατί που να καταλάβουν οι χατζηδάκηδες και οι λοιποί υπουργοί και οπαδοί της ανάπτυξης και του μπαζώματος της παραλίας, ότι φυσικά και υπάρχουν ιερές αγελάδες. Πού να καταλάβουν όσοι έχουν λέφτα (δηλαδή σκατά) στα μυαλά και τις καρδιές τους ότι υπάρχει στον κόσμο και κάτι ιερό, κάτι μη μετρήσιμο, κάτι μη προσβάσιμο με τη λογική της ανάπτυξης και της επιτυχίας (κάθε επιτυχίας).
Ο μύθος λέει ότι κάποτε στην Οία, ντόπιοι μαζεύονταν τις νύχτες και έσκιζαν τα λάστιχα των τουριστών. Μετά, η Σαντορίνη έγινε καρτ-ποστάλ, ηχώ του χειροκροτήματος των φωτογράφων του ηλιοβασιλέματος.
Εγώ για σένα μίσησα
πλούτη και δόξες φως μου,
αρνήθηκα το σπίτι μου
και τ’ αγαθά του κόσμου.

Τι να τα κάνω τα λεφτά
μπρος στην δική σου αγάπη,
μπρος στην δική σου ομορφιά
όλα ας γίνουν στάχτη.
Πού να καταλάβουν οι φανατικοί της προσποίησης, οι παμφάγοι καταπατητές αυτού και κάθε άλλου μέρους του κόσμου ότι οι στίχοι του τραγουδιού όσο εύκολα μπορεί να γράφτηκαν για ένα κορίτσι, άλλο τόσο πιθανό είναι να τραγουδήθηκαν για μια παραλία;
Ω, ο Ζόρκος της Άνδρου και ω, η Ψιλή Άμμος της Σερίφου  και ω, οι παραλίες των Κυθήρων. Ευχαριστώ τους τόπους γιατί με έμαθαν ότι στον κόσμο υπάρχει κάτι ιερό, και σ’ αυτό, μόνο σ’ αυτό μπορεί μια μέρα ν’ ανάψω κερί και να προσευχηθώ. Ευχαριστώ τους τόπους γιατί υπαινίχθηκαν ότι κάποτε μπορεί να προσβλέπουμε στους γκρεμιστές και όχι στους χτίστες.
Ξύπνησα ή μπήκα σ’ ένα όνειρο μες στο όνειρο. Ήμουν κάτω απ’ το ίδιο αρμυρίκι στην παραλία της Λάμπης. Δεν υπήρχαν τριγύρω οπαδοί της ανάπτυξης, το μπιτς μπαρ είχε εξαφανιστεί και απ’ τον βυθό της θάλασσας ακουγόταν πεντακάθαρα ο εφιάλτης της Περσεφόνης. Αυτό το τραγούδι δηλαδή, με το οποίο μια μέρα ή θα αντικρίσουμε απ’ την αρχή τον κόσμο ή θα αυτοκτονήσουμε ομαδικά.
Πηγή : tovytio

to synoro blog

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...