13/5/2014
BILAL Y. SAAB*
Από τον σχηματισμό τού συστήματος των σύγχρονων Αραβικών κρατών στα μέσα τού εικοστού αιώνα, καμία αραβική χώρα δεν κατόρθωσε να χτίσει και να διατηρήσει μια εγχώρια εθνική αμυντική βιομηχανία.
Η Αίγυπτος προσπάθησε σκληρά, αλλά τελικά απέτυχε, διότι δεν διέθετε το απαιτούμενο οικονομικό και ανθρώπινο κεφάλαιο. Υπό τον Σαντάμ Χουσεΐν, το Ιράκ ήρθε πιο κοντά, χάρη σε έναν εκπαιδευμένο πληθυσμό και στον πετρελαϊκό του πλούτο, αλλά προσέκρουσε στην διαφθορά, την κακοδιαχείριση και τον πόλεμο.
Οι χώρες τού Κόλπου, εν τω μεταξύ, έχουν ξοδέψει μεγάλα ποσά για τα πιο σύγχρονα αμερικανικά και ευρωπαϊκά όπλα, αλλά συχνά δεν έχουν εμπειρία στον χειρισμό και την συντήρησή τους
«Οι Άραβες δεν κάνουν συντήρηση», λέει η παροιμία. Η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ), μπορεί τελικά να σταματήσουν αυτό το σερί αποτυχιών των Αράβων.
Κατά την τελευταία δεκαετία, οι δύο χώρες έχουν αναπτύξει ήσυχα τις στρατιωτικο-βιομηχανικές τους ικανότητες. Σήμερα, είναι σε θέση να κατασκευάζουν και να εκσυγχρονίζουν στρατιωτικά οχήματα, συστήματα επικοινωνίας, μη επανδρωμένα αεροσκάφη (drones), και πολλά άλλα. Περαιτέρω, έχουν βελτιώσει σημαντικά την ικανότητά τους να συντηρούν, να επισκευάζουν και να μετασκευάζουν αεροσκάφη.
Και με την βοήθεια των ΗΠΑ, έχουν εκπαιδεύσει τους στρατούς τους να λειτουργούν μερικά από τα πιο εξελιγμένα οπλικά συστήματα στον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων των πυραύλων εδάφους-αέρος Hawk.
Σίγουρα, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα δεν είναι καθόλου κοντά στην αυτάρκεια. (Ακόμα και οι πιο προηγμένοι σύμμαχοι των ΗΠΑ εξακολουθούν να εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις Ηνωμένες Πολιτείες για την στρατιωτική τους τεχνολογία και τεχνογνωσία). Πράγματι, οι στρατιωτικο-βιομηχανικές τους προσπάθειες δύσκολα θεωρούνται πλήρεις, και διατηρούν ορισμένες κραυγαλέες αδυναμίες.
Αλλά και οι δύο χώρες έχουν επωφεληθεί από στρατηγικές συνεργασίες με τις κορυφαίες διατλαντικές εταιρείες τού αμυντικού τομέα, προκειμένου να μάθουν από τους καλύτερους.
Το Ριάντ και το Αμπού Ντάμπι το έχουν κάνει αυτό κατά κύριο λόγο μέσω των λεγόμενων αντισταθμιστικών συμφωνιών, οι οποίες υποχρεώνουν τους αλλοδαπούς προμηθευτές να επενδύσουν σε τοπικά βιομηχανικά έργα, έτσι ώστε η δικαιούχος χώρα να μπορεί να αντισταθμίσει το συνήθως τεράστιο κόστος των αμυντικών προμηθειών.
Τέτοια προγράμματα έχουν επιτρέψει στις δύο χώρες να συνδέσουν τους εγχώριους αμυντικούς τομείς τους με τους παγκόσμιους παραγωγούς αμυντικού υλικού και να αποκτήσουν εξειδικευμένες γνώσεις τής αμυντικής βιομηχανίας και της τεχνολογίας.
Εν τω μεταξύ, η επανάσταση της τεχνολογίας των πληροφοριών έχει κάνει την διεθνή αμυντική αγορά ακόμα πιο προσιτή στους μικρότερους παίκτες, επιτρέποντας στην Σαουδική Αραβία και στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα να διαχειριστούν, και σε ορισμένες περιπτώσεις, να αντιμετωπίσουν βασικά τεχνολογικά εμπόδια.
Το κίνητρο του Ριάντ και του Άμπου Ντάμπι προς την στρατιωτική εκβιομηχάνιση αντανακλά την επιθυμία τους να μειώσουν την πολιτική εξάρτησή τους από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτό είναι απολύτως κατανοητό.
Κανένα έθνος δεν θέλει να είναι απόλυτα εξαρτημένο από ένα άλλο ώστε να προστατεύει τον εαυτό του και τα συμφέροντά του.
Αλλά η μονομέρεια εκ μέρους των εταίρων και συμμάχων των ΗΠΑ μπορεί μερικές φορές να υπονομεύσει τα συμφέροντα ασφαλείας των ίδιων των ΗΠΑ, όπως για παράδειγμα, οι μονομερείς στρατιωτικές ενέργειες του Ισραήλ στο Λίβανο, την Συρία, και τα παλαιστινιακά εδάφη.
Η Ουάσιγκτον συχνά ευνόησε και απηύθυνε έκκληση για περιφερειακές λύσεις σε πολλά από τα προβλήματα ασφάλειας της περιοχής, και θα ανακουφιζόταν εάν η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τους δικούς τους νέους πόρους για να βοηθήσουν να εκτονώνονται οι κρίσεις στο μέλλον.
Αλλά αν οι Σαουδάραβες ή οι άνθρωποι των ΗΕΑ αποφάσιζαν να δράσουν ανεξάρτητα σε περίπτωση μιας νέας περιφερειακής κρίσης, στο πρότυπο του Πολέμου τού Κόλπου τούυ 1990 – ’91, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να δουν την περιφερειακή τους επιρροή να ελαττώνεται.
Δεδομένου τού μεγέθους τής Σαουδικής Αραβίας και του δικού της ηγετικού ρόλου στον Κόλπο, η τρέχουσα απογοήτευσή της σχετικά με την αμερικανική πολιτική στη Μέση Ανατολή αξίζει προσεκτικότερη εξέταση.
Σε περίπτωση που οι σχέσεις μεταξύ Ριάντ και Ουάσιγκτον δεν βελτιωθούν, τολμηρές μονομερείς κινήσεις από το βασίλειο, ενισχυμένες από τις πιο ανεπτυγμένες αμυντικές του δυνατότητες, θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν την αμερικανική περιφερειακή δομή ισχύος και να απειλήσουν τις άλλες σχέσεις τής Ουάσινγκτον στον Κόλπο.
Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα είναι μια διαφορετική ιστορία: οι ένοπλες δυνάμεις τού Αμπού Ντάμπι είναι πιο ικανές τεχνικά και ετοιμοπόλεμες από όσο ο Σαουδαραβικός στρατός, αλλά οι ηγέτες τους έχουν λιγότερο ενδιαφέρον να ενεργούν έξω από τους συνασπισμούς στους οποίους ηγούνται οι ΗΠΑ
Όμως, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα έχουν επίσης επενδύσει σε στρατιωτική εκβιομηχάνιση για να εκμοντερνίσουν τις κοινωνίες τους και να διαφοροποιήσουν τις οικονομίες τους.
Και σε τελική ανάλυση, η ταχύτητα, η έκταση και η αποτελεσματικότητα των στρατιωτικών προσπαθειών τής Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων θα συνεχίσουν να εξαρτώνται από ευρύτερες κοινωνικές αλλαγές.
οι δύο χώρες εξακολουθούν να έχουν σημαντικά ελλείμματα ανθρώπινων πόρων και εξειδίκευσης – βασικά εμπόδια στο δρόμο τής οικοδόμησης μιας βιώσιμης αμυντικής βιομηχανίας.
Προχωρώντας προς τα εμπρός, το Ριάντ και το Αμπού Ντάμπι πρέπει να θεσμοθετήσουν περαιτέρω τις διεργασίες τής αμυντικής βιομηχανίας τους, να διαμορφώσουν σαφέστερη πολιτική παραγωγής, να τοποθετήσουν πιο ικανά κυβερνητικά στελέχη και να κάνουν μεγαλύτερες επενδύσεις στον τομέα τής εκπαίδευσης, της έρευνας και της τεχνολογικής ανάπτυξης.
Θα χρειαστούν κάπου μεταξύ πέντε και 15 χρόνια πριν οι δύο χώρες μπορέσουν να εξάγουν στρατιωτικά προϊόντα με διατηρήσιμο τρόπο και να βασίζονται στο δικό τους εργατικό δυναμικό και στις δικές τους δυνατότητες παραγωγής όπλων για την αντιμετώπιση των αναγκών τής εθνικής τους ασφάλειας.
Αλλά η Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ είναι σοφό να μην βιαστούν.
Είναι απλώς θέμα χρόνου για να αποκτήσουν πιο προηγμένη αμυντική βιομηχανία – και την ανεξαρτησία που έρχεται με αυτήν.
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc. All rights reserved. Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/141391/bilal-y-saab/arms-and-infl…
*βασικός συνεργάτης για την Ασφάλεια στη Μέση Ανατολή στο Κέντρο Brent Scowcroft για την Διεθνή Ασφάλεια στο Atlantic Council.
Πηγή: foreignaffairs.gr Πηγή :
BILAL Y. SAAB*
Από τον σχηματισμό τού συστήματος των σύγχρονων Αραβικών κρατών στα μέσα τού εικοστού αιώνα, καμία αραβική χώρα δεν κατόρθωσε να χτίσει και να διατηρήσει μια εγχώρια εθνική αμυντική βιομηχανία.
Η Αίγυπτος προσπάθησε σκληρά, αλλά τελικά απέτυχε, διότι δεν διέθετε το απαιτούμενο οικονομικό και ανθρώπινο κεφάλαιο. Υπό τον Σαντάμ Χουσεΐν, το Ιράκ ήρθε πιο κοντά, χάρη σε έναν εκπαιδευμένο πληθυσμό και στον πετρελαϊκό του πλούτο, αλλά προσέκρουσε στην διαφθορά, την κακοδιαχείριση και τον πόλεμο.
Οι χώρες τού Κόλπου, εν τω μεταξύ, έχουν ξοδέψει μεγάλα ποσά για τα πιο σύγχρονα αμερικανικά και ευρωπαϊκά όπλα, αλλά συχνά δεν έχουν εμπειρία στον χειρισμό και την συντήρησή τους
«Οι Άραβες δεν κάνουν συντήρηση», λέει η παροιμία. Η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ), μπορεί τελικά να σταματήσουν αυτό το σερί αποτυχιών των Αράβων.
Κατά την τελευταία δεκαετία, οι δύο χώρες έχουν αναπτύξει ήσυχα τις στρατιωτικο-βιομηχανικές τους ικανότητες. Σήμερα, είναι σε θέση να κατασκευάζουν και να εκσυγχρονίζουν στρατιωτικά οχήματα, συστήματα επικοινωνίας, μη επανδρωμένα αεροσκάφη (drones), και πολλά άλλα. Περαιτέρω, έχουν βελτιώσει σημαντικά την ικανότητά τους να συντηρούν, να επισκευάζουν και να μετασκευάζουν αεροσκάφη.
Και με την βοήθεια των ΗΠΑ, έχουν εκπαιδεύσει τους στρατούς τους να λειτουργούν μερικά από τα πιο εξελιγμένα οπλικά συστήματα στον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων των πυραύλων εδάφους-αέρος Hawk.
Σίγουρα, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα δεν είναι καθόλου κοντά στην αυτάρκεια. (Ακόμα και οι πιο προηγμένοι σύμμαχοι των ΗΠΑ εξακολουθούν να εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις Ηνωμένες Πολιτείες για την στρατιωτική τους τεχνολογία και τεχνογνωσία). Πράγματι, οι στρατιωτικο-βιομηχανικές τους προσπάθειες δύσκολα θεωρούνται πλήρεις, και διατηρούν ορισμένες κραυγαλέες αδυναμίες.
Αλλά και οι δύο χώρες έχουν επωφεληθεί από στρατηγικές συνεργασίες με τις κορυφαίες διατλαντικές εταιρείες τού αμυντικού τομέα, προκειμένου να μάθουν από τους καλύτερους.
Το Ριάντ και το Αμπού Ντάμπι το έχουν κάνει αυτό κατά κύριο λόγο μέσω των λεγόμενων αντισταθμιστικών συμφωνιών, οι οποίες υποχρεώνουν τους αλλοδαπούς προμηθευτές να επενδύσουν σε τοπικά βιομηχανικά έργα, έτσι ώστε η δικαιούχος χώρα να μπορεί να αντισταθμίσει το συνήθως τεράστιο κόστος των αμυντικών προμηθειών.
Τέτοια προγράμματα έχουν επιτρέψει στις δύο χώρες να συνδέσουν τους εγχώριους αμυντικούς τομείς τους με τους παγκόσμιους παραγωγούς αμυντικού υλικού και να αποκτήσουν εξειδικευμένες γνώσεις τής αμυντικής βιομηχανίας και της τεχνολογίας.
Εν τω μεταξύ, η επανάσταση της τεχνολογίας των πληροφοριών έχει κάνει την διεθνή αμυντική αγορά ακόμα πιο προσιτή στους μικρότερους παίκτες, επιτρέποντας στην Σαουδική Αραβία και στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα να διαχειριστούν, και σε ορισμένες περιπτώσεις, να αντιμετωπίσουν βασικά τεχνολογικά εμπόδια.
Το κίνητρο του Ριάντ και του Άμπου Ντάμπι προς την στρατιωτική εκβιομηχάνιση αντανακλά την επιθυμία τους να μειώσουν την πολιτική εξάρτησή τους από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτό είναι απολύτως κατανοητό.
Κανένα έθνος δεν θέλει να είναι απόλυτα εξαρτημένο από ένα άλλο ώστε να προστατεύει τον εαυτό του και τα συμφέροντά του.
Αλλά η μονομέρεια εκ μέρους των εταίρων και συμμάχων των ΗΠΑ μπορεί μερικές φορές να υπονομεύσει τα συμφέροντα ασφαλείας των ίδιων των ΗΠΑ, όπως για παράδειγμα, οι μονομερείς στρατιωτικές ενέργειες του Ισραήλ στο Λίβανο, την Συρία, και τα παλαιστινιακά εδάφη.
Η Ουάσιγκτον συχνά ευνόησε και απηύθυνε έκκληση για περιφερειακές λύσεις σε πολλά από τα προβλήματα ασφάλειας της περιοχής, και θα ανακουφιζόταν εάν η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τους δικούς τους νέους πόρους για να βοηθήσουν να εκτονώνονται οι κρίσεις στο μέλλον.
Αλλά αν οι Σαουδάραβες ή οι άνθρωποι των ΗΕΑ αποφάσιζαν να δράσουν ανεξάρτητα σε περίπτωση μιας νέας περιφερειακής κρίσης, στο πρότυπο του Πολέμου τού Κόλπου τούυ 1990 – ’91, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να δουν την περιφερειακή τους επιρροή να ελαττώνεται.
Δεδομένου τού μεγέθους τής Σαουδικής Αραβίας και του δικού της ηγετικού ρόλου στον Κόλπο, η τρέχουσα απογοήτευσή της σχετικά με την αμερικανική πολιτική στη Μέση Ανατολή αξίζει προσεκτικότερη εξέταση.
Σε περίπτωση που οι σχέσεις μεταξύ Ριάντ και Ουάσιγκτον δεν βελτιωθούν, τολμηρές μονομερείς κινήσεις από το βασίλειο, ενισχυμένες από τις πιο ανεπτυγμένες αμυντικές του δυνατότητες, θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν την αμερικανική περιφερειακή δομή ισχύος και να απειλήσουν τις άλλες σχέσεις τής Ουάσινγκτον στον Κόλπο.
Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα είναι μια διαφορετική ιστορία: οι ένοπλες δυνάμεις τού Αμπού Ντάμπι είναι πιο ικανές τεχνικά και ετοιμοπόλεμες από όσο ο Σαουδαραβικός στρατός, αλλά οι ηγέτες τους έχουν λιγότερο ενδιαφέρον να ενεργούν έξω από τους συνασπισμούς στους οποίους ηγούνται οι ΗΠΑ
Όμως, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα έχουν επίσης επενδύσει σε στρατιωτική εκβιομηχάνιση για να εκμοντερνίσουν τις κοινωνίες τους και να διαφοροποιήσουν τις οικονομίες τους.
Και σε τελική ανάλυση, η ταχύτητα, η έκταση και η αποτελεσματικότητα των στρατιωτικών προσπαθειών τής Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων θα συνεχίσουν να εξαρτώνται από ευρύτερες κοινωνικές αλλαγές.
οι δύο χώρες εξακολουθούν να έχουν σημαντικά ελλείμματα ανθρώπινων πόρων και εξειδίκευσης – βασικά εμπόδια στο δρόμο τής οικοδόμησης μιας βιώσιμης αμυντικής βιομηχανίας.
Προχωρώντας προς τα εμπρός, το Ριάντ και το Αμπού Ντάμπι πρέπει να θεσμοθετήσουν περαιτέρω τις διεργασίες τής αμυντικής βιομηχανίας τους, να διαμορφώσουν σαφέστερη πολιτική παραγωγής, να τοποθετήσουν πιο ικανά κυβερνητικά στελέχη και να κάνουν μεγαλύτερες επενδύσεις στον τομέα τής εκπαίδευσης, της έρευνας και της τεχνολογικής ανάπτυξης.
Θα χρειαστούν κάπου μεταξύ πέντε και 15 χρόνια πριν οι δύο χώρες μπορέσουν να εξάγουν στρατιωτικά προϊόντα με διατηρήσιμο τρόπο και να βασίζονται στο δικό τους εργατικό δυναμικό και στις δικές τους δυνατότητες παραγωγής όπλων για την αντιμετώπιση των αναγκών τής εθνικής τους ασφάλειας.
Αλλά η Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ είναι σοφό να μην βιαστούν.
Είναι απλώς θέμα χρόνου για να αποκτήσουν πιο προηγμένη αμυντική βιομηχανία – και την ανεξαρτησία που έρχεται με αυτήν.
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc. All rights reserved. Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/141391/bilal-y-saab/arms-and-infl…
*βασικός συνεργάτης για την Ασφάλεια στη Μέση Ανατολή στο Κέντρο Brent Scowcroft για την Διεθνή Ασφάλεια στο Atlantic Council.
Πηγή: foreignaffairs.gr Πηγή :
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου