Του Ανδρέα Ζαμπούκα
Aδερφέ μου προτεστάντη, «συμπολίτη» Βερολινέζε, Ολλανδέ, Δανέ, Σκανδιναβέ, καταλαβαίνεις ότι τα πράγματα αγριεύουν. Δε σε λέω Γιούργκεν ούτε Κλάους. Για μένα πια, δεν έχεις όνομα. Κάθε μέρα το «αδειανό σου πουκάμισο» κυκλοφορεί στο σαλόνι μου, ανοίγει αδιάκριτα την πόρτα του γραφείου μου, εμφανίζεται στην οθόνη του υπολογιστή μου. Κολλητή παρεούλα, βλέπουμε μαζί, το αναπόφευκτο. Βέβαια, καταλαβαίνω πως δεν αισθανόμαστε το ίδιο. Επειδή ξέρω την ψυχολογία σου, διακρίνω τη λανθάνουσα ικανοποίηση, που σε πλημμυρίζει, για την «προνοητικότητά» σου, απέναντι στο δικό μου ερασιτεχνισμό. Μη μου το αρνηθείς. Σε παρατηρώ που προσποιείσαι τον συγκαταβατικό αλλά το «άνετο» βλέμμα σου, όταν με κοιτάς, σε προδίδει.
Δεν το ήθελα αλλά εσύ ο ίδιος με ανάγκασες να τραβήξω τις δικές μου γραμμές, μήπως τελικά, σε κάνω να καταλάβεις τις διαφορές μας. Ας καθίσουμε άνετα σε διπλανές πολυθρόνες εκατέρωθεν των ορίων μας, κι ας απολαύσουμε το ξεδίπλωμά μας, στο χρόνο. Μην ανησυχείς, δε θα σε πάω μακριά, με τους Παρθενώνες και τα βελανίδια... Πιο σύντομος θα είμαι και πιο κοντινός.
Όταν ο Λούθηρος σ΄ έβγαζε από τους βάλτους του Ρήνου, εγώ δήλωνα υποταγή στο τούρκικο φακιόλι. Όταν εσύ έδιωχνες τους παπάδες και μιλούσες απευθείας με το θεό, εγώ απολάμβανα αμέριμνος, την ερμηνεία των άλλων. Όταν ο Καλβίνος σου αποκάλυπτε τους καλούς δαίμονες του πλούτου, εγώ έγλειφα τα κοκαλάκια των αρχόντων μου για να επιβιώσω. Εσύ από νωρίς άρχισες να χτίζεις γύρω σου τα οχυρά της ευθύνης ενώ εγώ μεθούσα απ΄ την ανατολίτικη ευωδία του θυμιατού. Εσύ σήκωνες το μαστίγιο να τιμωρήσεις τον εαυτό σου για τα λάθη σου κι εγώ κρυβόμουν πίσω απ΄ το γείτονα μέχρι να φτάσει ο δήμιος του Βεζίρη να τον καθαρίσει.
Η προτεσταντική σου ηθική δεν έχει καμία σχέση με τη δική μου, αδερφέ. Οι κανόνες σου, οι αξίες, τα ήθη σου, ο τρόπος που ξυπνάς και κοιμάσαι δε μοιάζει με το δικό μου. Εγώ αναβάλω, μεταθέτω, μετακινώ το χρόνο και στο τέλος μετουσιώνω τη ζωή μου σε φαντασίωση, ενώ εσύ είσαι ρεαλιστής, υπεύθυνος, συνεπής, σχολαστικός, αυστηρός με τον εαυτό σου και τους άλλους. Η δική σου παιδεία αποθεώνει το κράτος. Η κρατικοποιημένη κοινωνία σου σε προσανατολίζει στο μέγιστο κανόνα της συλλογικότητας και σε περιορίζει ως άτομο. Αντίθετα σε μένα, δεν περισσεύει χρόνος για προσήλωση, αφού παλεύω συνεχώς να σωθώ από το κράτος που με καταδιώκει. Εγώ είμαι το αποθεωμένο άτομο κι εσύ το στρατευμένο στο σύνολο και στην πολιτεία σου.
Είναι εύκολο να με πρήζεις τρία χρόνια τώρα, να αλλάξω αλλά σου διαφεύγουν οι διαφορές μας. Κι αυτός είναι ο μεγάλος μου καημός. Ότι δηλαδή, παρόλο που μπαινοβγαίνεις στα πόδια μου τόσον καιρό, δεν καταλαβαίνεις ούτε ποιος είμαι, ούτε τι θέλω από τη ζωή. Δε βλέπεις πόσο μπλεγμένος είμαι με το «φεουδαρχικό» μου πολιτικό σύστημα, τους «υπόδικους» που με κυβερνούν ακόμα, τα διαλυμένα σχολεία μου που με αποβλακώνουν, τη γραφειοκρατία και το συγκεντρωτισμό που δε με αφήνει να αναπνεύσω. Πρόσεξε εδώ λίγο. Δεν είμαι μόνος σ΄ αυτό. Έχω παρέα κι άλλους στο Νότο, Ιταλούς, Γάλλους, Πορτογάλους, Ισπανούς, Κύπριους. Μπορεί να μην είναι όλοι όπως εγώ, αλλά είναι κι αυτοί «οραματιστές» που έψαχναν πάντα τη μεγάλη ευκαιρία στο μακρινό και στο απέραντο. Θυμάσαι που έφτασαν οι θαλασσοπόροι τους, όταν εσύ πέρναγες ίσα ίσα τις Άλπεις, μόνο για σφαγές...
Έτσι και τώρα, όλοι εμείς στο Νότο τη μεγάλη «αρπαχτή» ψάξαμε, στην οικονομία, στην πολιτική, στον πολιτισμό. Περάσαμε δυο πολέμους που τους προκάλεσες εσύ αδερφέ μου προτεστάντη. Νόμισες ότι ο Μπίσμαρκ ένωσε τις χώρες σου αλλά ξέχασε να συμπεριλάβει και την υπόλοιπη Ευρώπη. Μετά τον πόλεμο απόλαυσες τα οφέλη του μεγάλου ηττημένου και σιγά σιγά πήρες την κατάσταση πάνω σου. Όσο εμείς στο Νότο κυνηγούσαμε ιδεολογίες και φαντάσματα, όσο ψοφούσε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου από μίσος, εσύ προτεστάντη μου έφτιαχνες τραστ και μάζευες τους νικητές «ήρωες» του πολέμου να δουλέψουν στις μηχανές σου.
Κοίτα να δεις αδερφέ μου. Ξέρω ποιος είμαι κι εγώ και εκατομμύρια άλλοι. Κι αν δεν το μαρτυράω πολλές φορές, είναι γιατί δε θέλω να σε στενοχωρήσω. Καταλαβαίνω πόσο «αυστηρός» γίνεσαι, όταν μαθαίνεις για τις μαϊμού συντάξεις στην Ελλάδα, για τους κλέφτες δημάρχους στην Ιταλία, για τους κατασκευαστές στην Ισπανία, για το τραπεζικό σύστημα της Κύπρου.
Τώρα όμως, που πλησιάζει η ώρα της κρίσης αναγκάστηκα να στα πω όλα. Ευτυχώς δεν αντέδρασες άσχημα. Εγώ νόμιζα ότι θα θύμωνες αλλά εσύ προσφέρθηκες πρόθυμα να βοηθήσεις. Έβαλες μπρος τους μηχανισμούς και μ΄ έσερνες στα γιουρογρούπ, τα συμβούλια, τις συνόδους. Στην αρχή, μου άρεσε γιατί ήθελα να αλλάξω. Είχα βαριές τις τύψεις μέσα μου και σκέφτηκα ότι θα μου δώσεις την ευκαιρία της κάθαρσης. Άλλωστε, ήξερα καλά πως είχες μαζέψει πολλά από τα «κειμήλια» των παππούδων μου και είχα την ελπίδα μήπως κάτι μου επιστρέψεις.
Έκανα λάθος. Άλλα περίμενα από σένα κι εσύ αλλού το πας. Αντί να με «εκβιάσεις» να αλλάξω συνήθειες και κανόνες, αντί να με λυτρώσεις από τα βαρίδια των πολιτικών φαντασμάτων, αντί να φτιάξεις ένα κλαμπ «καθαρτήριο» για τους «άθλιους» της Μεσογείου, εσύ άρχισες να μοιράζεις λεφτά -όχι δικά σου, των άλλων...- και να «κουρεύεις» χρέη. Σου δόθηκε η δυνατότητα να μου δείξεις τρόπο να αλλάξω αλλά εσύ χρησιμοποιείς την «άμεμπτη» ηθική σου, για να μου μάθεις πως θα χειρίζομαι το χρήμα σου. Φτιάχνεις δηλαδή μια νέα «βίβλο» της οικονομίας, που είμαι ανίκανος να την ακολουθήσω γιατί ούτε την παιδεία έχω να την κατανοήσω ούτε την εμπιστοσύνη διαθέτω, να την εφαρμόσω.
Με πούλησες αδερφέ μου προτεστάντη. Περίμενα από σένα να φτιάξεις θεσμούς, συντάγματα, νόμους, μηχανισμούς, νέα ήθη, να βάλεις τις βάσεις για μια ευρωπαϊκή δημοκρατία, να ξεκινήσεις την ευρωπαϊκή παιδεία. Σκέφτηκα μήπως μου στείλεις κάτι απ΄ το διαφωτισμό του Λούθηρου και τον ψυχρό αέρα της λογικής σου. Πίστεψα ότι θα είχες τη διάθεση να μ΄ απελευθερώσεις απ΄ τους δεσμώτες μου, που για δεκαετίες με κρατούν καθηλωμένο σ΄ ένα ασάλευτο παρόν.
Όμως εσύ, δεν μπορείς να ξεφύγεις απ΄ τον προτεσταντικό ναρκισσισμό σου, αδερφέ. Έχτισες τείχη «αρχών» γύρω σου και νόμισες πως είσαι οικονομικός «ηθοπλάστης» μεσσίας. Το μόνο που κατάφερες ως τώρα, είναι να ανακατέψεις τους λαούς της Ευρώπης, να εκθρέψεις περιθωριακές εστίες και να πολλαπλασιάσεις τους φαντασιόπληκτους που στηρίζουν πάντα τους αληθινούς εκμεταλλευτές των κοινωνιών.
Τρία χρόνια τώρα, βόρειε Ευρωπαίε, με κούρασες να περιμένω την τραπεζική ένωση, την εγγύηση των καταθέσεων στην ευρωζώνη, τη θεσμική αναθεώρηση του κοινοβουλίου, την αρχή της πολιτικής ένωσης, το ξεκίνημα της ευρωπαϊκής συνείδησης.
Σου ξεκαθαρίζω λοιπόν, αδερφέ μου προτεστάντη ότι δε σ΄ εμπιστεύομαι πια. Θα συνεχίσω να κουβαλάω στους ώμους, τα βαρίδια των αμαρτημάτων μου και να ζω ανάμεσα στα φαντάσματα του Νότου. Θα ανέχομαι τους καιροσκόπους πολιτικούς που με κυβερνούν. Θα υφίσταμαι τις προσβολές της νοημοσύνης μου από τους επαγγελματίες επαναστάτες. Από σένα θα περιμένω να καταλάβεις ότι οι άνθρωποι δεν ενώθηκαν ποτέ με την ηθική του χρήματος αλλά με τις αξίες του, όπως είναι η δημιουργία, ο μόχθος και η παραγωγικότητα. Όσο δεν κατανοείς τα ένστικτα των κοινωνιών, τόσο θα εγκλωβίζεσαι στις νευρώσεις της «μοραλιστικής» σου πυγμής.
Κοίτα πίσω τι έκανες δυο φορές μέσα σε ένα αιώνα. Πόσο αδίστακτα ανακάτεψες τον κόσμο. Τρίτη φορά, είμαι σίγουρος πως η ανθρωπότητα δε θα στο συγχωρήσει...
*Ο κ. Ανδρέας Ζαμπούκας είναι Καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας
Aδερφέ μου προτεστάντη, «συμπολίτη» Βερολινέζε, Ολλανδέ, Δανέ, Σκανδιναβέ, καταλαβαίνεις ότι τα πράγματα αγριεύουν. Δε σε λέω Γιούργκεν ούτε Κλάους. Για μένα πια, δεν έχεις όνομα. Κάθε μέρα το «αδειανό σου πουκάμισο» κυκλοφορεί στο σαλόνι μου, ανοίγει αδιάκριτα την πόρτα του γραφείου μου, εμφανίζεται στην οθόνη του υπολογιστή μου. Κολλητή παρεούλα, βλέπουμε μαζί, το αναπόφευκτο. Βέβαια, καταλαβαίνω πως δεν αισθανόμαστε το ίδιο. Επειδή ξέρω την ψυχολογία σου, διακρίνω τη λανθάνουσα ικανοποίηση, που σε πλημμυρίζει, για την «προνοητικότητά» σου, απέναντι στο δικό μου ερασιτεχνισμό. Μη μου το αρνηθείς. Σε παρατηρώ που προσποιείσαι τον συγκαταβατικό αλλά το «άνετο» βλέμμα σου, όταν με κοιτάς, σε προδίδει.
Δεν το ήθελα αλλά εσύ ο ίδιος με ανάγκασες να τραβήξω τις δικές μου γραμμές, μήπως τελικά, σε κάνω να καταλάβεις τις διαφορές μας. Ας καθίσουμε άνετα σε διπλανές πολυθρόνες εκατέρωθεν των ορίων μας, κι ας απολαύσουμε το ξεδίπλωμά μας, στο χρόνο. Μην ανησυχείς, δε θα σε πάω μακριά, με τους Παρθενώνες και τα βελανίδια... Πιο σύντομος θα είμαι και πιο κοντινός.
Όταν ο Λούθηρος σ΄ έβγαζε από τους βάλτους του Ρήνου, εγώ δήλωνα υποταγή στο τούρκικο φακιόλι. Όταν εσύ έδιωχνες τους παπάδες και μιλούσες απευθείας με το θεό, εγώ απολάμβανα αμέριμνος, την ερμηνεία των άλλων. Όταν ο Καλβίνος σου αποκάλυπτε τους καλούς δαίμονες του πλούτου, εγώ έγλειφα τα κοκαλάκια των αρχόντων μου για να επιβιώσω. Εσύ από νωρίς άρχισες να χτίζεις γύρω σου τα οχυρά της ευθύνης ενώ εγώ μεθούσα απ΄ την ανατολίτικη ευωδία του θυμιατού. Εσύ σήκωνες το μαστίγιο να τιμωρήσεις τον εαυτό σου για τα λάθη σου κι εγώ κρυβόμουν πίσω απ΄ το γείτονα μέχρι να φτάσει ο δήμιος του Βεζίρη να τον καθαρίσει.
Η προτεσταντική σου ηθική δεν έχει καμία σχέση με τη δική μου, αδερφέ. Οι κανόνες σου, οι αξίες, τα ήθη σου, ο τρόπος που ξυπνάς και κοιμάσαι δε μοιάζει με το δικό μου. Εγώ αναβάλω, μεταθέτω, μετακινώ το χρόνο και στο τέλος μετουσιώνω τη ζωή μου σε φαντασίωση, ενώ εσύ είσαι ρεαλιστής, υπεύθυνος, συνεπής, σχολαστικός, αυστηρός με τον εαυτό σου και τους άλλους. Η δική σου παιδεία αποθεώνει το κράτος. Η κρατικοποιημένη κοινωνία σου σε προσανατολίζει στο μέγιστο κανόνα της συλλογικότητας και σε περιορίζει ως άτομο. Αντίθετα σε μένα, δεν περισσεύει χρόνος για προσήλωση, αφού παλεύω συνεχώς να σωθώ από το κράτος που με καταδιώκει. Εγώ είμαι το αποθεωμένο άτομο κι εσύ το στρατευμένο στο σύνολο και στην πολιτεία σου.
Είναι εύκολο να με πρήζεις τρία χρόνια τώρα, να αλλάξω αλλά σου διαφεύγουν οι διαφορές μας. Κι αυτός είναι ο μεγάλος μου καημός. Ότι δηλαδή, παρόλο που μπαινοβγαίνεις στα πόδια μου τόσον καιρό, δεν καταλαβαίνεις ούτε ποιος είμαι, ούτε τι θέλω από τη ζωή. Δε βλέπεις πόσο μπλεγμένος είμαι με το «φεουδαρχικό» μου πολιτικό σύστημα, τους «υπόδικους» που με κυβερνούν ακόμα, τα διαλυμένα σχολεία μου που με αποβλακώνουν, τη γραφειοκρατία και το συγκεντρωτισμό που δε με αφήνει να αναπνεύσω. Πρόσεξε εδώ λίγο. Δεν είμαι μόνος σ΄ αυτό. Έχω παρέα κι άλλους στο Νότο, Ιταλούς, Γάλλους, Πορτογάλους, Ισπανούς, Κύπριους. Μπορεί να μην είναι όλοι όπως εγώ, αλλά είναι κι αυτοί «οραματιστές» που έψαχναν πάντα τη μεγάλη ευκαιρία στο μακρινό και στο απέραντο. Θυμάσαι που έφτασαν οι θαλασσοπόροι τους, όταν εσύ πέρναγες ίσα ίσα τις Άλπεις, μόνο για σφαγές...
Έτσι και τώρα, όλοι εμείς στο Νότο τη μεγάλη «αρπαχτή» ψάξαμε, στην οικονομία, στην πολιτική, στον πολιτισμό. Περάσαμε δυο πολέμους που τους προκάλεσες εσύ αδερφέ μου προτεστάντη. Νόμισες ότι ο Μπίσμαρκ ένωσε τις χώρες σου αλλά ξέχασε να συμπεριλάβει και την υπόλοιπη Ευρώπη. Μετά τον πόλεμο απόλαυσες τα οφέλη του μεγάλου ηττημένου και σιγά σιγά πήρες την κατάσταση πάνω σου. Όσο εμείς στο Νότο κυνηγούσαμε ιδεολογίες και φαντάσματα, όσο ψοφούσε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου από μίσος, εσύ προτεστάντη μου έφτιαχνες τραστ και μάζευες τους νικητές «ήρωες» του πολέμου να δουλέψουν στις μηχανές σου.
Κοίτα να δεις αδερφέ μου. Ξέρω ποιος είμαι κι εγώ και εκατομμύρια άλλοι. Κι αν δεν το μαρτυράω πολλές φορές, είναι γιατί δε θέλω να σε στενοχωρήσω. Καταλαβαίνω πόσο «αυστηρός» γίνεσαι, όταν μαθαίνεις για τις μαϊμού συντάξεις στην Ελλάδα, για τους κλέφτες δημάρχους στην Ιταλία, για τους κατασκευαστές στην Ισπανία, για το τραπεζικό σύστημα της Κύπρου.
Τώρα όμως, που πλησιάζει η ώρα της κρίσης αναγκάστηκα να στα πω όλα. Ευτυχώς δεν αντέδρασες άσχημα. Εγώ νόμιζα ότι θα θύμωνες αλλά εσύ προσφέρθηκες πρόθυμα να βοηθήσεις. Έβαλες μπρος τους μηχανισμούς και μ΄ έσερνες στα γιουρογρούπ, τα συμβούλια, τις συνόδους. Στην αρχή, μου άρεσε γιατί ήθελα να αλλάξω. Είχα βαριές τις τύψεις μέσα μου και σκέφτηκα ότι θα μου δώσεις την ευκαιρία της κάθαρσης. Άλλωστε, ήξερα καλά πως είχες μαζέψει πολλά από τα «κειμήλια» των παππούδων μου και είχα την ελπίδα μήπως κάτι μου επιστρέψεις.
Έκανα λάθος. Άλλα περίμενα από σένα κι εσύ αλλού το πας. Αντί να με «εκβιάσεις» να αλλάξω συνήθειες και κανόνες, αντί να με λυτρώσεις από τα βαρίδια των πολιτικών φαντασμάτων, αντί να φτιάξεις ένα κλαμπ «καθαρτήριο» για τους «άθλιους» της Μεσογείου, εσύ άρχισες να μοιράζεις λεφτά -όχι δικά σου, των άλλων...- και να «κουρεύεις» χρέη. Σου δόθηκε η δυνατότητα να μου δείξεις τρόπο να αλλάξω αλλά εσύ χρησιμοποιείς την «άμεμπτη» ηθική σου, για να μου μάθεις πως θα χειρίζομαι το χρήμα σου. Φτιάχνεις δηλαδή μια νέα «βίβλο» της οικονομίας, που είμαι ανίκανος να την ακολουθήσω γιατί ούτε την παιδεία έχω να την κατανοήσω ούτε την εμπιστοσύνη διαθέτω, να την εφαρμόσω.
Με πούλησες αδερφέ μου προτεστάντη. Περίμενα από σένα να φτιάξεις θεσμούς, συντάγματα, νόμους, μηχανισμούς, νέα ήθη, να βάλεις τις βάσεις για μια ευρωπαϊκή δημοκρατία, να ξεκινήσεις την ευρωπαϊκή παιδεία. Σκέφτηκα μήπως μου στείλεις κάτι απ΄ το διαφωτισμό του Λούθηρου και τον ψυχρό αέρα της λογικής σου. Πίστεψα ότι θα είχες τη διάθεση να μ΄ απελευθερώσεις απ΄ τους δεσμώτες μου, που για δεκαετίες με κρατούν καθηλωμένο σ΄ ένα ασάλευτο παρόν.
Όμως εσύ, δεν μπορείς να ξεφύγεις απ΄ τον προτεσταντικό ναρκισσισμό σου, αδερφέ. Έχτισες τείχη «αρχών» γύρω σου και νόμισες πως είσαι οικονομικός «ηθοπλάστης» μεσσίας. Το μόνο που κατάφερες ως τώρα, είναι να ανακατέψεις τους λαούς της Ευρώπης, να εκθρέψεις περιθωριακές εστίες και να πολλαπλασιάσεις τους φαντασιόπληκτους που στηρίζουν πάντα τους αληθινούς εκμεταλλευτές των κοινωνιών.
Τρία χρόνια τώρα, βόρειε Ευρωπαίε, με κούρασες να περιμένω την τραπεζική ένωση, την εγγύηση των καταθέσεων στην ευρωζώνη, τη θεσμική αναθεώρηση του κοινοβουλίου, την αρχή της πολιτικής ένωσης, το ξεκίνημα της ευρωπαϊκής συνείδησης.
Σου ξεκαθαρίζω λοιπόν, αδερφέ μου προτεστάντη ότι δε σ΄ εμπιστεύομαι πια. Θα συνεχίσω να κουβαλάω στους ώμους, τα βαρίδια των αμαρτημάτων μου και να ζω ανάμεσα στα φαντάσματα του Νότου. Θα ανέχομαι τους καιροσκόπους πολιτικούς που με κυβερνούν. Θα υφίσταμαι τις προσβολές της νοημοσύνης μου από τους επαγγελματίες επαναστάτες. Από σένα θα περιμένω να καταλάβεις ότι οι άνθρωποι δεν ενώθηκαν ποτέ με την ηθική του χρήματος αλλά με τις αξίες του, όπως είναι η δημιουργία, ο μόχθος και η παραγωγικότητα. Όσο δεν κατανοείς τα ένστικτα των κοινωνιών, τόσο θα εγκλωβίζεσαι στις νευρώσεις της «μοραλιστικής» σου πυγμής.
Κοίτα πίσω τι έκανες δυο φορές μέσα σε ένα αιώνα. Πόσο αδίστακτα ανακάτεψες τον κόσμο. Τρίτη φορά, είμαι σίγουρος πως η ανθρωπότητα δε θα στο συγχωρήσει...
*Ο κ. Ανδρέας Ζαμπούκας είναι Καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου