5 Ιουλ 2012

Η τελευταία νύχτα του Σωκράτη


« Γράφει ο ζωγράφος Γεράσιμος Γερολυμάτος

 Ανήρ γενναιότατος και εν φιλοσοφία και εν πολιτεία» (Ζήνων ο Ελεάτης)

  Ο Ήλιος πλησίαζε στη δύση του εκείνη την ημέρα του φθινοπώρου του 399 π.Χ, του πρώτου έτους της 95ης Ολυμπιάδας. Μια ημέρα καθ΄όλα συνηθισμένη, κι όμως απείχε πολύ απ΄το να είναι μια οποιαδήποτε ημέρα για την πόλη της Αθήνας. Στην πραγματικότητα οι περισσότεροι Αθηναίοι πολίτες στην αγορά και στα γυμναστήρια, δεν είχαν άλλο θέμα συζήτησης από την καταδίκη του Σωκράτη και την εκτέλεση την ίδια ημέρα, της ποινής του θανάτου που του επέβαλλε έπειτα από δύο ψηφοφορίες το δικαστήριο των 501 δικαστών της Ηλιαίας. 

 Στις συζητήσεις που έδειχναν τη διχογνωμία της κοινής γνώμης σχετικά με την καταδίκη του φιλοσόφου συμπολίτη τους, οι αντίθετες γνώμες έμοιαζαν ανούσιες κάτω από την σκιά της επικείμενης εκτέλεσης. Γνώριζαν πολύ καλά, ότι ο Σωκράτης ήταν αθώος και πως οι κατηγορίες εναντίον του από τον άσημο ποιητή Μέλητο και τους συνηγόρους του στη δίκη, του βυρσοδέψη Άνυτου και του ρήτορα Λύκωνα, με τη ''γραφή της ασέβειας'', ήταν άδικες και προσχηματικές. ''Αδικεί Σωκράτης ούς μεν η πόλις νομίζει θεούς ου νομίζων, έτερα δε καινά δαιμόνια εισηγούμενος, αδικεί δε και τους νέους διαφθείρων,τίμημα θάνατος''

 Στην πραγματικότητα είχε εμπλακεί άδικα στην άγρια πολιτική διαμάχη μεταξύ δημοκρατικών και ολιγαρχικών, εξαιτίας των μαθητών του Κριτία, Χαρμίδη και Ξενοφώντα, που είχαν υπηρετήσει τους Τριάκοντα, αλλά και της εκφρασμένης αντίθεσής του στην εκλογή αρχόντων με κλήρο. Κατά βάθος όλοι ήλπιζαν, πως ο Σωκράτης, έστω την τελευταία στιγμή, θα δραπέτευε για να γλυτώσει τη ζωή του και μαζί το γόητρο της Αθήνας και της Δημοκρατίας. Ήταν μάλιστα διατεθειμένοι να κάνουν τα ''στραβά μάτια'' προκειμένου να εγκαταλείψει ζωντανός την πόλη. Δεν ήταν λίγοι άλλωστε εκείνοι, και μεταξύ αυτών ο εύπορος μαθητής του Κρίτων, που προσπάθησαν ανεπιτυχώς να τον πείσουν να σώσει τη ζωή του. 

Όμως o Σωκράτης που μια ζωή απέφευγε να γίνει καταγέλαστος στον ίδιο του τον εαυτό αρνήθηκε, πιστεύοντας πως ό,τι είναι καλό στη ζωή είναι καλό και για να αντιμετωπίσει το θάνατο ''γλιχόμενος του ζην και φειδόμενος ουδενός έτι ενόντος''. Ο μεγάλος μαθητής του Σωκράτη και μικρανηψιός του Κριτία, Πλάτων, αναδιηγήθηκε στο έργο του ''Φαίδων'' την αφήγηση του Φαίδωνα του Ηλείου για τις συνθήκες του θανάτου και τους λόγους του Σωκράτη πρίν πεθάνει. ''Λίγο πρίν δύσει ο ήλιος, ο Σωκράτης ζήτησε να τον πάνε σε κάποιο οίκημα για να λουστεί.

 Γύρισε έπειτα στη φυλακή, όπου του έφεραν τα παιδιά του. Πρώτα το μεγάλο τον Λαμπροκλή από τον πρώτο του γάμο με την Ξανθίππη, και έπειτα τους δυό μικρότερους γιούς του, τον Σωφρονίσκο και τον Μενέξενο από το γάμο του με την Μυρτώ. Μετά μίλησε με τις δύο γυναίκες και τους έδωσε συμβουλές και ύστερα τους είπε να φύγουν. Εκείνος κάθισε και από τη στιγμή εκείνη δεν είπε πολλά. 

Λίγο αργότερα ήρθε ο υπηρέτης των ένδεκα και του είπε, πως αντίθετα με ό,τι συνέβαινε με άλλες περιπτώσεις καταδικασμένων που τον καταριούνταν, όταν κατ΄εντολή των αρχόντων τους παράγγελνε να πιούν το κώνειο, εκείνον δεν είχε κανένα λόγο να τον ψέξει, γιατί όλο αυτό το διάστημα του ενός μήνα φυλακισής του είχε καταλάβει, ότι ήταν ο πιο πράος και άριστος από όλους όσους είχαν φυλακιστεί εκεί.

 Έπειτα ο υπηρέτης τον αποχαιρέτησε με δάκρυα στα μάτια. Ο Σωκράτης είπε στους παρόντες μαθητές του, πως ο άνθρωπος αυτός κουβέντιαζε μαζί του όλο το διάστημα της παραμονής του στη φυλακή, πως ήταν εξαίρετος και τώρα τον έκλαιγε με γενναιότητα. Έπειτα ζήτησε του Κρίτωνα να πεί να φέρουν το κώνειο, αν είχε ήδη τριφτεί. Ο Κρίτων απάντησε ότι ο ήλιος δεν είχε ακόμα δύσει και πως σε άλλες περιπτώσεις οι μελλοθάνατοι καθυστερούν να πιούν το κώνειο, ζητώντας να εκπληρωθούν κάποιες τελευταίες επιθυμίες τους.

 Ο Σωκράτης επέμεινε να γίνει η επιθυμία του κι έτσι ο Κρίτων έκανε νόημα στο παιδί, που βγήκε και ξαναγύρισε μαζί με ''τον μέλλοντα δώσειν το φάρμακον, εν κύλικι φέροντα τετριμμένον''. Ο Σωκράτης γαλήνια ρώτησε τι πρέπει να κάνει, κι εκείνος απάντησε ότι, αφού πιεί, πρέπει να κάνει ένα γύρο ώσπου να βαρύνουν τα πόδια του κι έπειτα να ξαπλώσει. Ο Σωκράτης πήρε στα χέρια του τον κύλικα και μάλλον εύθυμα κοίταξε τον άνθρωπο που του το έδωσε με εκείνο το βλέμμα που κάρφωνε και εξέπληττε. Οι κόρες των ματιών έλαμψαν στο χλωμό ημίφως των λαδολύχναρων που πρίν λίγο είχαν ανάψει, και έκαναν τις σκιές να τρεμοπαίζουν στους τοίχους. Έλαμψαν,όχι από θυμό, αλλά από μια σπίθα κατανόησης κι απέραντης βεβαιότητας.

 Ο άνθρωπος που του έδωσε το κώνειο απέμεινε ακίνητος, βυθίζοντας το αιχμάλωτο από ενδιαφέρον βλέμμα του μέσα στα μάτια του Σωκράτη. Έπειτα με μια υπόκλιση χαιρετισμού παραμέρισε στην πιο σκοτεινή γωνιά του θαλάμου με τα μάτια χαμηλωμένα και με τη θλιμμένη έκφραση του ανθρώπου που γνωρίζει, ότι από εδώ και πέρα η ζωή του δε θα είναι ποτέ η ίδια. Δίχως χρονοτριβή που θα επέτρεπε μεγαλύτερη συναισθηματική φόρτιση, έφερε τον κύλικα στα χείλη κι ''μάλα ευχερώς και ευκόλως εξέπιεν''. 

Οι μαθητές, τότε μόνο ξέσπασαν σε ασυγκράτητους θρήνους, όταν είδαν την αξιοπρέπεια με την οποία ο δάσκαλος εφάρμοζε στην πράξη τη διδασκαλία του, πειθαρχώντας στους νόμους της πολιτείας με τίμημα την ίδια του τη ζωή, διαψεύδοντας όμως την ό,ποια ελπίδα, ότι θα μπορούσε τελικά να αποφευχθεί ο θάνατος. Ο Σωκράτης γαλήνιος ανάμεσα στους θρηνούντες γύρω από τα πόδια του μαθητές, όπως λέει ο Πλάτων πρόσθεσε ακόμα ότι είχε καθήκον, ''εύχεσθαι..την μετοίκησην την ενθένδε εκείσε ευτυχή γενέσθαι'' και συνέστησε, τι άλλο από αξιοπρέπεια και αλήθεια, μαλώνοντάς τους για την έλλειψη μέτρου, καθώς ''εν ευφημία χρη τελευτάν''.

 Με βήματα αργά και το κεφάλι ψηλά γυρόφερε μια φορά το εσωτερικό του θαλάμου, ώσπου ένοιωσε ξαφνικά ένα νεκρωτικό μούδιασμα που ξεκινούσε από τα ήδη ασυναίσθητα πόδια του και προχωρούσε προς τα πάνω. Ο Κρίτων, ο Φαίδων κι ο Απολλόδωρος τον έπιασαν και υποβαστάζοντας τον οδήγησαν να ξαπλώσει. Η παγωνιά του θανάτου διέτρεξε τα άκαμπτα μέλη του εβδομηντάχρονου φιλοσόφου. Τα χείλη του ψέλλισαν στον Κρίτωνα να μην αμελήσει να προσφέρει ένα πετεινάρι στο θεό της υγείας Ασκληπιό. Το προσωπό του έλαμψε μακάριο στο φώς μιας διακαούς επιθυμίας, της αναζήτησης ολόκληρης ζωής. 

Μιας εκπλήρωσης ίσως του πόθου για τη γνώση και την αλήθεια. Η καρδιά που τόσο αγάπησε το ''θείο της δαιμόνιο'' σταμάτησε οριστικά τους κτύπους της. Τα μάτια τρεμόπαιξαν σε εικόνες λαμπρές θείας ενατένισης κι έπειτα έσβησαν απλά, όπως δύο άστρα μέσ΄την απεραντοσύνη ολόφωτου γαλαξία. Κλαίγοντας ο Κρίτων του έκλεισε το στόμα και τα μάτια''. Όταν το επόμενο πρωϊ ο Ισοκράτης βγήκε στην αγορά περίλυπος και μαυροφορεμένος, τα κοκκόρια προϋπαντούσαν ακόμα τον ήλιο που έβγαινε κόκκινος πίσω από τον Υμηττό.

 Μέχρι το μεσημέρι το νέο είχε διαδοθεί σε κάθε σημείο της πόλης. ''Αθηναίοι δ΄ευθύς μετέγνωσαν, ώστε κλείσαι και παλαίστρας και γυμνάσια. Και τους μεν εφυγάδευσαν, Μελήτου δε θάνατον κατέγνωσαν, Σωκράτην δε χαλκή εικόνι ετίμησαν, ην έθεσαν εν τω πομπείω, Λυσίππου ταύτην εργασαμένου'' (Διογένης Λαέρτιος). Λέγεται, ότι στην τραγωδία του Ευριπίδη που είχε ως θέμα τον άδικο θάνατο του Παλαμήδους, στο σημείο που ο χορός απήγγελε τους σχετικούς στίχους, όλοι οι θεατές ενθυμούμενοι το Σωκράτη είχαν αναλυθεί σε δάκρυα. 

Έτσι η ανασφαλής Αθηναϊκή Δημοκρατία που από το φόβο της επιστροφής της τυραννίας είχε στραφεί αδιάκριτα εναντίον κάθε ''υποτιθέμενου εχθρού της'', καθάρθηκε από το ''αίμα του αθώου''. Ενός ευπατρίδη, που πήρε μέρος με θαυμαστή ανδρεία σε τρείς εκστρατείες και διέσωσε στα πεδία της μάχης τον Ξενοφώντα και τον Αλκιβιάδη ( Ποτιδαία 432 π.Χ), που δεν υπάκουσε στους Τριάκοντα τυρράνους και συγκρούστηκε με το μαθητή του Κριτία, έναν από τους τυράννους, όταν του ζήτησαν να μεταφέρει το Σαλαμίνιο Λέοντα προκειμένου να θανατωθεί από τους ολιγαρχικούς. 

Που ως επιστάτης των Πρυτάνεων το 406 π.Χ, αντιτάχθηκε στο παράνομο ψήφισμα της εκκλησίας του Δήμου για την απόφαση θανάτωσης των 9 στρατηγών στην ναυμαχία παρά ''τους Αιγός Ποταμούς'', που στηλίτευσε αδιάκριτα το πολιτικό-φιλοσοφικό κατεστημένο της εποχής, ξεγύμνωσε τους σοφιστές και τις ψευτοφιλοσοφίες, αμφισβήτησε τους ποιητές πως δε γνωρίζουν την ουσία της τέχνης τους, δίνοντας έτσι αιτία στον Μέλητο να τον μισεί και στον Αριστοφάνη να τον παρουσιάζει στις κωμωδίες του σαν γελοία καρικατούρα.

 Ο μεγάλος ηθικός φιλόσοφος παρόλο που δεν εκφράστηκε αρνητικά απέναντι στις επικρατούσες αντιλήψεις περί του θείου, πίστευε στη μία και μοναδική αλήθεια, καθώς ''δεν εφρόνει περί θεού ό,τι εφρόνουν οι άλλοι, τουναντίον ήτο υπέρμαχος της μονοθεϊας αποδεχόμενος ένα και μόνο θεό, εις του οποίου την έννοια ανήχθη από την σκόπιμη αλληλουχία του κόσμου. Ο θεός σχετιζόταν προς τον κόσμο, ως η ψυχή του ανθρώπου προς το σώμα ''

. (Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό πολιτιστική ΕΝΝΕΑΔΑ, τ. 7ο, 2001)
Βιβλιογραφία: 
Λεξικό Ελευθερουδάκη. Τόμος 11ος, σελ.985 Ιστορικό αφιέρωμα Ελευθεροτυπίας. 7 Ιουνίου 2001 Ο Σωκράτης. BRUN J. 1965 Εκδ. Ζαχαρόπουλου.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...