Aπό το Μανώλη Γαλάνη
Στην αντεπίθεση περνούν οι ιδιοκτήτες υποθηκευμένων ακινήτων σε μια προσπάθεια να γλιτώσουν τα σπίτια τους από τα κοράκια του εξωτερικού που έχουν βάλει στο μάτι τα «κόκκινα» δάνεια των ελληνικών τραπεζών. Οι δανειολήπτες επιχειρούν να αυτοπροστατευτούν τη στιγμή που τα ραντεβού των εκπροσώπων των distress funds με το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα εντείνονται για την αγορά χαρτοφυλακίων απαιτήσεων σε τιμή ευκαιρίας και η Τρόικα πιέζει για την απελευθέρωση των πλειστηριασμών και στην πρώτη κατοικία.
Σε αυτή την κατεύθυνση, τα χρεοκοπημένα νοικοκυριά ζητούν, μέσω εξωδίκων, από τις τράπεζες πριν προβούν σε οποιαδήποτε πώληση των δανείων τους στους διεθνείς κερδοσκόπους, οι οποίοι έχουν «μυριστεί» εύκολο κέρδος στα συντρίμμια της εθνικής οικονομίας, να τους γίνει πρόταση να αγοράσουν οι ίδιοι τα δάνεια αυτά στην τιμή που διαπραγματεύονται την εξαγορά τους τα ξένα επενδυτικά κεφάλαια.
Πρόκειται για μια κίνηση που αποσκοπεί στο να δημιουργήσει νομικές προϋποθέσεις προστασίας της ατομικής και οικογενειακής περιουσίας πριν οι καθυστερούμενες ή επισφαλείς απαιτήσεις μαζί με τις εξασφαλίσεις που έχει παράσχει ο δανειολήπτης πέσουν στα χέρια των κυνηγών κεφαλών του εξωτερικού-έτοιμοι από καιρό να σφίξουν τη θηλιά στο λαιμό του μέσου Ελληνα, ο οποίος δεν μπορεί αντικειμενικά να ανταπεξέλθει εμπρόθεσμα στις υποχρεώσεις του.
Όταν το εξειδικευμένο fund αγοράσει ένα δάνειο 100.000 ευρώ σε μία τιμή που συνήθως κυμαίνεται μεταξύ 20.000-30.000ευρώ θα στραφεί στη συνέχεια δικαστικά εναντίον του δανειολήπτη για ολόκληρο το αρχικό ποσό ασκώντας αφόρητες πιέσεις για να εξασφαλίσει την «επένδυσή» του και να κεφαλοποιήσει το αναμενόμενο κέρδος. Αυτή η κερδοσκοπική πρακτική σε συνδυασμό με την προ των πυλών απελευθέρωση των κατασχέσεων, με την Τρόικα να ζητά την κατάργηση από την αρχή του 2014 των δύο νόμους προστασίας των δανειοληπτών και της πρώτης κατοικίας, και το γεγονός ότι μια κατάσχεση μπορεί να απέχει χρονικά από τον πλειστηριασμό 40 μόνο μέρες είναι δυνατό να συνθέσει ένα εφιαλτικό κοινωνικό παζλ κοινωνικής απόγνωσης με χιλιάδες Ελληνες να χάνουν τα σπίτια τους σε χρόνο ρεκόρ.
Στο πλαίσιο αποφυγής μιας τέτοιας κατάστασης εντάσσεται και η αποστολή εξωδίκων απόγνωσης προς τις τράπεζες. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση δανειολήπτριας- διαζευγμένης μητέρας δύο ανήλικων παιδιών από τη Θεσσαλονίκη, η οποία έστειλε προ 15νθημέρου εξώδικο κατά τράπεζας, ζητώντας να αγοράσει το δάνειό της στην τιμή που αυτό «παζαρεύεται» από τα distress funds. Πρόκειται για δανειακή σύμβαση στεγαστικού δανείου ύψους 140.000ευρώ με προσημείωση υποθήκης ποσού 168.000ευρώ επί διαμερίσματος-πρώτη κατοικία και οικογενειακή στέγη.
Σύμφωνα με το εξώδικο, τόσο η δανειολήπτρια, με μισθό 500ευρώ το μήνα, όσο και ο τέως σύζυγός της, ασφαλιστής στο επάγγελμα και χωρίς αντικείμενο εργασίας πλέον, δεν δύνανται να ανταποκριθούν στη μηνιαία δόση των 800ευρώ. Μάλιστα, το αίτημα μείωσης της δόσης δεν έγινε αποδεκτό προς μηνός από την τράπεζα με αποτέλεσμα, όπως σημειώνεται, να «βρίσκομαι σε πλήρη και αντικειμενική οικονομική αδυναμία να ανταποκριθώ σε οιαδήποτε καταβολή, διότι πρωτίστως θα διακινδυνέψει η διατροφή και η εν γένει διαβίωση των ανήλικων τέκνων μου».
Στην περίπτωση δε, που η τράπεζα εκχωρήσει τη συγκεκριμένη δανειακή σύμβαση σε κάποια εταιρεία ειδικού σκοπού του εξωτερικού, «επιθυμώ όπως, πριν την οιαδήποτε εκχώρηση να μου κοινοποιήσετε εγγράφως πρόταση με τους ίδιους όρους διότι ενδεχομένως αποκλειστικά και μόνο με την οικονομική βοήθεια συγγενικών μου προσώπων, διότι η ίδια ουδεμία ρευστότητα διαθέτω, να προβώ εγώ ή τρίτο πρόσωπο που θα σας υποδείξω στην αγορά στην ουσία της δανειακής μου συμβάσεως και κατ αυτό τον τρόπο να μην απωλέσω την οικογενειακή μου στέγη και πρώτη κατοικία μου, διότι σε μία ενδεχόμενη τέτοια περίπτωση κυριολεκτικά εγώ και τα ανήλικα τέκνα μου, που σήμερα διαβιούμε με τις μοναδικές αποδοχές μου της τάξεως των 500ευρώ, θα βρεθούμε στο δρόμο».
Πέραν της προφανούς επίκλησης της κοινωνικής ευαισθησίας εκ μέρους των τραπεζών, σε πρακτικό επίπεδο το εξώδικο αυτό θεωρείται ότι μπορεί να αποτελέσει νομικό όπλο για τους δανειολήπτες.
Σε αυτήν την προσέγγιση, εκτιμάται ότι αν η τράπεζα δεν απευθύνει σχετική πρόταση στον δανειολήπτη και κάποιο fund αγοράσει ένα «κόκκινο» δάνειο προβαίνοντας σε δικαστική διεκδίκηση ολόκληρου του ποσού του δανείου και όχι του ποσού στο οποίο αγόρασε το δάνειο, ο δανειολήπτης θα δύναται έναντι του fund να προτείνει και να υποστηρίξει την καταχρηστικότητα της συγκεκριμένης μεταβίβασης. Να ανακόψει δηλαδή τον πλειστηριασμό της περιουσίας του, διότι απηύθυνε πρόταση στην δανείστρια τράπεζα να εξοφλήσει ο ίδιος την οφειλή του στο ποσό πώλησης της και η δανείστρια τράπεζα στην ουσία αρνήθηκε, δίνοντας την δυνατότητα στο εκάστοτε fund να κερδοσκοπήσει εις βάρος του.
Μιλώντας στο «ΘΕΜΑ», η πληρεξούσια δικηγόρος, κυρία Αριάδνη Νούκα σημειώνει ότι «στην περίπτωση που η τράπεζα δεχτεί το αίτημα του δανειολήπτη, ο τελευταίος σώζει άμεσα την κατοικία του και την εν γένει περιουσία του χωρίς δικαστικές περιπέτειες με ότι αυτές σε οικονομικό και ψυχολογικό επίπεδο συνεπάγονται. Εαν η τράπεζα αγνοήσει την πρόταση του δανειολήπτη και προχωρήσει σε μεταβίβαση του δανείου του, τότε ο δανειολήπτης, διεκδικώντας ακύρωση της όλης διαδικασίας, βασιζόμενος στην καταχρηστικότητα της μεταβιβάσεως της δανειακής του σύμβασης, δύναται να σταματήσει την κατάσχεση και εν τέλει τον πλειστηριασμό της κατοικίας του και της εν γένει περιουσίας του, στρεφόμενος ενάντια στο εκάστοτε fund».
:
Στην αντεπίθεση περνούν οι ιδιοκτήτες υποθηκευμένων ακινήτων σε μια προσπάθεια να γλιτώσουν τα σπίτια τους από τα κοράκια του εξωτερικού που έχουν βάλει στο μάτι τα «κόκκινα» δάνεια των ελληνικών τραπεζών. Οι δανειολήπτες επιχειρούν να αυτοπροστατευτούν τη στιγμή που τα ραντεβού των εκπροσώπων των distress funds με το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα εντείνονται για την αγορά χαρτοφυλακίων απαιτήσεων σε τιμή ευκαιρίας και η Τρόικα πιέζει για την απελευθέρωση των πλειστηριασμών και στην πρώτη κατοικία.
Σε αυτή την κατεύθυνση, τα χρεοκοπημένα νοικοκυριά ζητούν, μέσω εξωδίκων, από τις τράπεζες πριν προβούν σε οποιαδήποτε πώληση των δανείων τους στους διεθνείς κερδοσκόπους, οι οποίοι έχουν «μυριστεί» εύκολο κέρδος στα συντρίμμια της εθνικής οικονομίας, να τους γίνει πρόταση να αγοράσουν οι ίδιοι τα δάνεια αυτά στην τιμή που διαπραγματεύονται την εξαγορά τους τα ξένα επενδυτικά κεφάλαια.
Πρόκειται για μια κίνηση που αποσκοπεί στο να δημιουργήσει νομικές προϋποθέσεις προστασίας της ατομικής και οικογενειακής περιουσίας πριν οι καθυστερούμενες ή επισφαλείς απαιτήσεις μαζί με τις εξασφαλίσεις που έχει παράσχει ο δανειολήπτης πέσουν στα χέρια των κυνηγών κεφαλών του εξωτερικού-έτοιμοι από καιρό να σφίξουν τη θηλιά στο λαιμό του μέσου Ελληνα, ο οποίος δεν μπορεί αντικειμενικά να ανταπεξέλθει εμπρόθεσμα στις υποχρεώσεις του.
Όταν το εξειδικευμένο fund αγοράσει ένα δάνειο 100.000 ευρώ σε μία τιμή που συνήθως κυμαίνεται μεταξύ 20.000-30.000ευρώ θα στραφεί στη συνέχεια δικαστικά εναντίον του δανειολήπτη για ολόκληρο το αρχικό ποσό ασκώντας αφόρητες πιέσεις για να εξασφαλίσει την «επένδυσή» του και να κεφαλοποιήσει το αναμενόμενο κέρδος. Αυτή η κερδοσκοπική πρακτική σε συνδυασμό με την προ των πυλών απελευθέρωση των κατασχέσεων, με την Τρόικα να ζητά την κατάργηση από την αρχή του 2014 των δύο νόμους προστασίας των δανειοληπτών και της πρώτης κατοικίας, και το γεγονός ότι μια κατάσχεση μπορεί να απέχει χρονικά από τον πλειστηριασμό 40 μόνο μέρες είναι δυνατό να συνθέσει ένα εφιαλτικό κοινωνικό παζλ κοινωνικής απόγνωσης με χιλιάδες Ελληνες να χάνουν τα σπίτια τους σε χρόνο ρεκόρ.
Στο πλαίσιο αποφυγής μιας τέτοιας κατάστασης εντάσσεται και η αποστολή εξωδίκων απόγνωσης προς τις τράπεζες. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση δανειολήπτριας- διαζευγμένης μητέρας δύο ανήλικων παιδιών από τη Θεσσαλονίκη, η οποία έστειλε προ 15νθημέρου εξώδικο κατά τράπεζας, ζητώντας να αγοράσει το δάνειό της στην τιμή που αυτό «παζαρεύεται» από τα distress funds. Πρόκειται για δανειακή σύμβαση στεγαστικού δανείου ύψους 140.000ευρώ με προσημείωση υποθήκης ποσού 168.000ευρώ επί διαμερίσματος-πρώτη κατοικία και οικογενειακή στέγη.
Σύμφωνα με το εξώδικο, τόσο η δανειολήπτρια, με μισθό 500ευρώ το μήνα, όσο και ο τέως σύζυγός της, ασφαλιστής στο επάγγελμα και χωρίς αντικείμενο εργασίας πλέον, δεν δύνανται να ανταποκριθούν στη μηνιαία δόση των 800ευρώ. Μάλιστα, το αίτημα μείωσης της δόσης δεν έγινε αποδεκτό προς μηνός από την τράπεζα με αποτέλεσμα, όπως σημειώνεται, να «βρίσκομαι σε πλήρη και αντικειμενική οικονομική αδυναμία να ανταποκριθώ σε οιαδήποτε καταβολή, διότι πρωτίστως θα διακινδυνέψει η διατροφή και η εν γένει διαβίωση των ανήλικων τέκνων μου».
Στην περίπτωση δε, που η τράπεζα εκχωρήσει τη συγκεκριμένη δανειακή σύμβαση σε κάποια εταιρεία ειδικού σκοπού του εξωτερικού, «επιθυμώ όπως, πριν την οιαδήποτε εκχώρηση να μου κοινοποιήσετε εγγράφως πρόταση με τους ίδιους όρους διότι ενδεχομένως αποκλειστικά και μόνο με την οικονομική βοήθεια συγγενικών μου προσώπων, διότι η ίδια ουδεμία ρευστότητα διαθέτω, να προβώ εγώ ή τρίτο πρόσωπο που θα σας υποδείξω στην αγορά στην ουσία της δανειακής μου συμβάσεως και κατ αυτό τον τρόπο να μην απωλέσω την οικογενειακή μου στέγη και πρώτη κατοικία μου, διότι σε μία ενδεχόμενη τέτοια περίπτωση κυριολεκτικά εγώ και τα ανήλικα τέκνα μου, που σήμερα διαβιούμε με τις μοναδικές αποδοχές μου της τάξεως των 500ευρώ, θα βρεθούμε στο δρόμο».
Πέραν της προφανούς επίκλησης της κοινωνικής ευαισθησίας εκ μέρους των τραπεζών, σε πρακτικό επίπεδο το εξώδικο αυτό θεωρείται ότι μπορεί να αποτελέσει νομικό όπλο για τους δανειολήπτες.
Σε αυτήν την προσέγγιση, εκτιμάται ότι αν η τράπεζα δεν απευθύνει σχετική πρόταση στον δανειολήπτη και κάποιο fund αγοράσει ένα «κόκκινο» δάνειο προβαίνοντας σε δικαστική διεκδίκηση ολόκληρου του ποσού του δανείου και όχι του ποσού στο οποίο αγόρασε το δάνειο, ο δανειολήπτης θα δύναται έναντι του fund να προτείνει και να υποστηρίξει την καταχρηστικότητα της συγκεκριμένης μεταβίβασης. Να ανακόψει δηλαδή τον πλειστηριασμό της περιουσίας του, διότι απηύθυνε πρόταση στην δανείστρια τράπεζα να εξοφλήσει ο ίδιος την οφειλή του στο ποσό πώλησης της και η δανείστρια τράπεζα στην ουσία αρνήθηκε, δίνοντας την δυνατότητα στο εκάστοτε fund να κερδοσκοπήσει εις βάρος του.
Μιλώντας στο «ΘΕΜΑ», η πληρεξούσια δικηγόρος, κυρία Αριάδνη Νούκα σημειώνει ότι «στην περίπτωση που η τράπεζα δεχτεί το αίτημα του δανειολήπτη, ο τελευταίος σώζει άμεσα την κατοικία του και την εν γένει περιουσία του χωρίς δικαστικές περιπέτειες με ότι αυτές σε οικονομικό και ψυχολογικό επίπεδο συνεπάγονται. Εαν η τράπεζα αγνοήσει την πρόταση του δανειολήπτη και προχωρήσει σε μεταβίβαση του δανείου του, τότε ο δανειολήπτης, διεκδικώντας ακύρωση της όλης διαδικασίας, βασιζόμενος στην καταχρηστικότητα της μεταβιβάσεως της δανειακής του σύμβασης, δύναται να σταματήσει την κατάσχεση και εν τέλει τον πλειστηριασμό της κατοικίας του και της εν γένει περιουσίας του, στρεφόμενος ενάντια στο εκάστοτε fund».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου