του Άκη Δήμου
Ήταν, ίσως, η πιο αθόρυβη είδηση του φετινού
καλοκαιριού: μια απ’ τις πρώτες μέρες του Αυγούστου, ένα ζευγάρι
ηλικιωμένων Ελλήνων της Αυστραλίας πέθαναν ο ένας μετά τον άλλο με
διαφορά λίγων μόλις λεπτών. Όταν η αγαπημένη σύζυγός του πέθανε, ο
Χρήστος Μαρκογιαννάκης βγήκε έξω για να καπνίσει ένα τσιγάρο
προσπαθώντας… να συνειδητοποιήσει; Να το πιστέψει; Περίμενε λίγο, μέχρι
να έρθει στο σπίτι ο μεγάλος τους γιός, και αμέσως μετά άφησε κι αυτός
την τελευταία του πνοή, ακολουθώντας τη γυναίκα του στο θάνατο.
Διάβασα την αναγγελία του διπλού θανάτου,
ιδρωμένος στο μισοσκόταδο. Μετά την ξαναδιάβασα. Και ξανά. Προσπαθώντας
να καταλάβω. Αλλά δεν υπήρχε τίποτα να καταλάβω. Ούτε εσύ.
«Είπαν ότι ο πατέρας μου πέθανε από καρδιά. Στα
κρύα πιστοποιητικά θανάτου, δεν γράφουν ότι κάποιος πεθαίνει κι από
έρωτα», δήλωσε ο γιος του ζευγαριού, ο Νίκος Μαρκογιαννάκης, στην
ομογενειακή εφημερίδα Νέος Κόσμος. Πράγματι. Οι λόγοι που σταματάει μια
καρδιά πρέπει να καταγράφονται με ιατρική ακρίβεια, δεν ξέρουν τα
ληξιαρχεία από αισθήματα. Πολλές φορές δεν ξέρει ούτε η ίδια η ζωή. Τα
αγνοεί, τα πνίγει, τα σνομπάρει. Και κείνα εκδικούνται. Σιωπηλά τις πιο
πολλές φορές. Αλλά κραυγάζοντας το δίκιο τους.
Επέμενα να διαβάζω, ξανά και ξανά, σχεδόν
ψυχαναγκαστικά. «Όταν η αγαπημένη σύζυγός του πέθανε… άφησε κι αυτός την
τελευταία του πνοή…». Θυμήθηκα έναν στίχο του Κάμινγκς: «Κρατώ την
καρδιά σου (την κρατώ μες στην καρδιά μου)». Ύστερα, τα λόγια του Φίλιπ
Ροθ: «Η μόνη εμμονή που όλοι επιζητούμε: η αγάπη Ο κόσμος πιστεύει ότι
όταν ερωτευόμαστε, ολοκληρωνόμαστε. Πιστεύω το αντίθετο. Πιστεύω ότι
είσαι ολοκληρωμένος πριν ερωτευτείς. Η αγάπη σε κομματιάζει. Είσαι
ολόκληρος, και ξαφνικά ανοίγεις στα δύο».
Κενό. Έβαλα μια βότκα. Το απέναντι ζευγάρι ένιωθε
τον ήλιο να πέφτει. Σε λίγο – είπα - εκείνη θα σηκωθεί και ποτίσει τα
λουλούδια. Εκείνος θα μπει μέσα και θ’ ανοίξει την τηλεόραση. Η
τηλεόραση θα παίζει το «Εκείνο το καλοκαίρι». Ο άντρας θ’ αποκοιμηθεί
τυλιγμένος στα μαλλιά της Έλενας Ναθαναήλ. Όταν η γυναίκα τελειώσει το
πότισμα, θα σκύψει πάνω του και θα του ψιθυρίσει να πάει στο κρεβάτι.
Μετά θα πάει στην κουζίνα, θα κατεβάσει τα ποτήρια του κρασιού από τα
ράφια και θα τα σαπουνίσει – ποιος ήπιε εδώ την τελευταία φορά; Πότε
ήταν η τελευταία φορά; Ποια θα είναι η τελευταία φορά;
Για μια στιγμή τους ζήλεψα λίγο. Δεν είχαν τίποτα
αξιοζήλευτο εκτός από μια ησυχία. Και ο ένας τον άλλον. Αυτά μερικές
φορές είναι αρκετά. Γύρισα πίσω, στο ζευγάρι των Ελλήνων της Αυστραλίας.
«Οι γονείς μου ζούσαν ένας για τον άλλο. Ο πατέρας ποτέ δεν πήγαινε
πουθενά μόνος του. Έπρεπε να έχει τη μητέρα μου δίπλα του. Ήταν προφανές
ότι ο πατέρας μου δεν μπορούσε να ζήσει πια χωρίς τη μητέρα μου», είπε
ο Νίκος Μαρκογιαννάκης προσθέτοντας: «Ήταν όλη του τη ζωή. Από τη
στιγμή που θυμάμαι τον κόσμο, από το χωριό στην Κρήτη με τα χωράφια, τις
ελιές και την καθημερινή εργασία, μέχρι εδώ στην Αυστραλία, εργάστηκαν
μαζί, απολάμβαναν τη ζωή μαζί, πώς θα μπορούσε να συμβεί να μην την
αφήσουν μαζί;»
Ναι, το ξέρω. Τα ζευγάρια που γερνάνε μαζί έχουν
κάτι αφόρητα θλιβερό. Τα λόγια τους λιγοστεύουν, μοιάζουν όλο και πιο
πολύ ο ένας στον άλλο, το πρόσωπό τους χωνεύεται μέσα στο πρόσωπο του
συντρόφου, το σώμα το ίδιο, στο τέλος καταλήγουν σχεδόν άφυλοι. Ο
έρωτάς τους είναι μια παγωμένη ανάμνηση, χαμένη στα βάθη μιας θολής πια
νεότητας, της οποίας τα χάδια ήταν η μόνη δόξα. Η γαμημένη ρουτίνα
ενορχηστρώνει τους χτύπους της καρδιάς, με δυσκολία θυμούνται ποιος
πρωτοφίλησε ποιον. Καμιά φορά, ξαφνικά, επιστρέφει η σκέψη ενός τρίτου
που, σε ανύποπτο χρόνο, επιθύμησαν και χαμογελούν πικρά. Δεν ήθελαν να
χαλάσουν το σπίτι τους για μια τρέλα. Αλλά δεν το μετάνιωσαν ποτέ, το
‘χουν πολύ αγαπήσει αυτό το σπίτι που ανασαίνει τώρα γύρω τους, όπως κι
αυτόν τον άνθρωπο που πηγαινοέρχεται ράβοντας ένα ένα τα δωμάτια με το
βαρύ, κουρασμένο του βήμα. Τις ξέρω και τις μελαγχολίες και τις
νευρώσεις της «μονιμότητας». Και είναι ανυπόφορες. Ούτε της μονογαμίας
τα αγαθά με τρελαίνουν (και συμφωνώ απόλυτα με τον Άνταμ Φίλιπς όταν
λέει ότι «το ζευγάρι υπάρχει γιατί κανένας δεν μπορεί να κρυφτεί μόνος
του»). Αλλά και να γερνάς στρώνοντας τραπέζι για έναν δεν είναι λόγος
για να πανηγυρίσεις.
Έχω έναν σωρό άσχετους (μπορεί και σχετικούς)
λόγους τελευταία να σκέφτομαι πόσα χάνουμε προσπαθώντας λυσσαλέα να
επενδύσουμε στη στιγμή και όχι στη διάρκεια. Μπορεί να φταίει η
πολυδιαφημισμένη κρίση –ένα εξαιρετικό άλλοθι που μας αθωώνει για πολλά,
κυρίως για την αδυναμία μας να μοιραστούμε- ή η αβεβαιότητα του
μέλλοντος (το οποίο φοβόμαστε γιατί είναι διαφορετικό) ή και η ίδια μας
ορμή, που μας ξεσηκώνει κάθε φορά μπροστά στο καινούργιο(μέχρι και κείνο
ν’ αποδειχτεί παλιό και να του ζητήσουμε τα ρέστα επειδή μας πρόδωσε).
Άλλους, πάλι, μας τρώει η ανασφάλεια. Η απροθυμία
μας να βγούμε «εκεί έξω» μήπως και λερωθούν οι δαντέλες του ναρκισσισμού
μας. Τα βρόχια ενός ανήμερου εγωισμού. Το ξύλο που έχουμε φάει
προσπαθώντας να δαμάσουμε τα κύματα της κάθε σχέσης. Οι πολλαπλοί μας
ακρωτηριασμοί και τα συντριπτικά κατάγματα μιας καρδιάς κατάκοιτης απ’
τα βάρη. Μια αγάπη που δεν φτούρησε παρά για λίγους μήνες (ή για μερικά
βράδια). Κι εκεί που κάποτε σε κάθε φιλί (απ’ το θανατηφόρο του Ιούδα
μέχρι το «αμαρτωλό» του Κεδίκογλου) βρίσκαμε την υπόσχεση μιας
αιωνιότητας, τώρα αρκούν δυο τρία γαμήσια κι έξω απ’ την πόρτα. Γιατί
μέσα απ’ την πόρτα κατοικεί το βασιλικό μας Εγώ, ο καουμπόικος,
ερωτευμένος με την ανεξαρτησία του, εαυτός μας που θέλει να καίγεται
μόνος (στη χλωμή φωτιά του ηδονισμού), μακριά απ’ αγωνία της έγνοιας του
άλλου. Για να υφάνει και να ξε-υφάνει με την ησυχία του (και με
μαζοχιστική απόλαυση) το μονό σεντόνι που μας κάνει αδιαπέραστους,
Πηνελόπες πιστές στην ενοικιαζόμενη πλήξη της κρεβατοκάμαράς μας.
Όρκο δεν παίρνω αλλά νομίζω ότι κάπως έτσι
συμβαίνει. Περιφρουρούμε με νύχια και με δόντια μια μοναξιά που, στο
βάθος, δε θέλουμε. Απλώς μας συμφέρει, γιατί είναι η μόνη που δεν μας
αντιστέκεται, δεν μας αμφισβητεί, δεν μας αναστατώνει τα προγράμματα.
Και, φυσικά, δεν θα μας απορρίψει ποτέ. Καμία μοναξιά δεν έδειξε ποτέ
την πόρτα σε κανέναν. Όποιος ήθελε (και άντεχε) να τη βρει, την έβρισκε
μόνος του. Και πήγαινε στον άλλο.
Όχι, δεν είναι να το εύχεσαι να πεθαίνει κάποιος
για σένα. Ούτε μαζί σου. Έτσι κι αλλιώς, κάθε ζωή περπατάει τα δικά της
βήματα. Και το «για πάντα» είναι ένα ψέμα (που, κάπου κάπου, ακούγεται
μελωδικό, έτσι όπως νανουρίζει την τρελή για όρκους καρδιά μας). Κουκιά
μετρημένα: η αγάπη σε κομματιάζει. Ο θάνατος μαζεύει τα κομμάτια σου. Η
νύχτα πέφτει όλο και νωρίτερα. Φίλα με τώρα!-
*O τίτλος ο τίτλος του κειμένου είναι δανεισμένος από την ταινία του Μωρίς Πιαλά “Nous ne viellirons pas ensemble” (1972)
- See more at: http://www.parallaximag.gr/parallax-view/den-tha-gerasoyme-mazi#sthash.Pxs4IywP.dpuf
του Άκη Δήμου
γράφει ο Άκης Δήμου
Ήταν, ίσως, η πιο
αθόρυβη είδηση του φετινού καλοκαιριού: μια απ’ τις πρώτες μέρες του
Αυγούστου, ένα ζευγάρι ηλικιωμένων Ελλήνων της Αυστραλίας πέθαναν ο ένας
μετά τον άλλο με διαφορά λίγων μόλις λεπτών. Όταν η αγαπημένη σύζυγός
του πέθανε, ο Χρήστος Μαρκογιαννάκης βγήκε έξω για να καπνίσει ένα
τσιγάρο προσπαθώντας… να συνειδητοποιήσει; Να το πιστέψει; Περίμενε
λίγο, μέχρι να έρθει στο σπίτι ο μεγάλος τους γιός, και αμέσως μετά
άφησε κι αυτός την τελευταία του πνοή, ακολουθώντας τη γυναίκα του στο
θάνατο.
Διάβασα την
αναγγελία του διπλού θανάτου, ιδρωμένος στο μισοσκόταδο. Μετά την
ξαναδιάβασα. Και ξανά. Προσπαθώντας να καταλάβω. Αλλά δεν υπήρχε τίποτα
να καταλάβω. Ούτε εσύ.
«Είπαν ότι ο
πατέρας μου πέθανε από καρδιά. Στα κρύα πιστοποιητικά θανάτου, δεν
γράφουν ότι κάποιος πεθαίνει κι από έρωτα», δήλωσε ο γιος του ζευγαριού,
ο Νίκος Μαρκογιαννάκης, στην ομογενειακή εφημερίδα Νέος Κόσμος.
Πράγματι. Οι λόγοι που σταματάει μια καρδιά πρέπει να καταγράφονται με
ιατρική ακρίβεια, δεν ξέρουν τα ληξιαρχεία από αισθήματα. Πολλές φορές
δεν ξέρει ούτε η ίδια η ζωή. Τα αγνοεί, τα πνίγει, τα σνομπάρει. Και
κείνα εκδικούνται. Σιωπηλά τις πιο πολλές φορές. Αλλά κραυγάζοντας το
δίκιο τους.
Επέμενα να διαβάζω,
ξανά και ξανά, σχεδόν ψυχαναγκαστικά. «Όταν η αγαπημένη σύζυγός του
πέθανε… άφησε κι αυτός την τελευταία του πνοή…». Θυμήθηκα έναν στίχο του
Κάμινγκς: «Κρατώ την καρδιά σου (την κρατώ μες στην καρδιά μου)».
Ύστερα, τα λόγια του Φίλιπ Ροθ: «Η μόνη εμμονή που όλοι επιζητούμε: η
αγάπη Ο κόσμος πιστεύει ότι όταν ερωτευόμαστε, ολοκληρωνόμαστε. Πιστεύω
το αντίθετο. Πιστεύω ότι είσαι ολοκληρωμένος πριν ερωτευτείς. Η αγάπη σε
κομματιάζει. Είσαι ολόκληρος, και ξαφνικά ανοίγεις στα δύο».
Κενό. Έβαλα μια
βότκα. Το απέναντι ζευγάρι ένιωθε τον ήλιο να πέφτει. Σε λίγο – είπα -
εκείνη θα σηκωθεί και ποτίσει τα λουλούδια. Εκείνος θα μπει μέσα και θ’
ανοίξει την τηλεόραση. Η τηλεόραση θα παίζει το «Εκείνο το καλοκαίρι». Ο
άντρας θ’ αποκοιμηθεί τυλιγμένος στα μαλλιά της Έλενας Ναθαναήλ. Όταν η
γυναίκα τελειώσει το πότισμα, θα σκύψει πάνω του και θα του ψιθυρίσει
να πάει στο κρεβάτι. Μετά θα πάει στην κουζίνα, θα κατεβάσει τα ποτήρια
του κρασιού από τα ράφια και θα τα σαπουνίσει – ποιος ήπιε εδώ την
τελευταία φορά; Πότε ήταν η τελευταία φορά; Ποια θα είναι η τελευταία
φορά;
Για μια στιγμή τους
ζήλεψα λίγο. Δεν είχαν τίποτα αξιοζήλευτο εκτός από μια ησυχία. Και ο
ένας τον άλλον. Αυτά μερικές φορές είναι αρκετά. Γύρισα πίσω, στο
ζευγάρι των Ελλήνων της Αυστραλίας. «Οι γονείς μου ζούσαν ένας για τον
άλλο. Ο πατέρας ποτέ δεν πήγαινε πουθενά μόνος του. Έπρεπε να έχει τη
μητέρα μου δίπλα του. Ήταν προφανές ότι ο πατέρας μου δεν μπορούσε να
ζήσει πια χωρίς τη μητέρα μου», είπε ο Νίκος Μαρκογιαννάκης
προσθέτοντας: «Ήταν όλη του τη ζωή. Από τη στιγμή που θυμάμαι τον
κόσμο, από το χωριό στην Κρήτη με τα χωράφια, τις ελιές και την
καθημερινή εργασία, μέχρι εδώ στην Αυστραλία, εργάστηκαν μαζί,
απολάμβαναν τη ζωή μαζί, πώς θα μπορούσε να συμβεί να μην την αφήσουν
μαζί;»
Ναι, το ξέρω. Τα
ζευγάρια που γερνάνε μαζί έχουν κάτι αφόρητα θλιβερό. Τα λόγια τους
λιγοστεύουν, μοιάζουν όλο και πιο πολύ ο ένας στον άλλο, το πρόσωπό τους
χωνεύεται μέσα στο πρόσωπο του συντρόφου, το σώμα το ίδιο, στο τέλος
καταλήγουν σχεδόν άφυλοι. Ο έρωτάς τους είναι μια παγωμένη ανάμνηση,
χαμένη στα βάθη μιας θολής πια νεότητας, της οποίας τα χάδια ήταν η μόνη
δόξα. Η γαμημένη ρουτίνα ενορχηστρώνει τους χτύπους της καρδιάς, με
δυσκολία θυμούνται ποιος πρωτοφίλησε ποιον. Καμιά φορά, ξαφνικά,
επιστρέφει η σκέψη ενός τρίτου που, σε ανύποπτο χρόνο, επιθύμησαν και
χαμογελούν πικρά. Δεν ήθελαν να χαλάσουν το σπίτι τους για μια τρέλα.
Αλλά δεν το μετάνιωσαν ποτέ, το ‘χουν πολύ αγαπήσει αυτό το σπίτι που
ανασαίνει τώρα γύρω τους, όπως κι αυτόν τον άνθρωπο που πηγαινοέρχεται
ράβοντας ένα ένα τα δωμάτια με το βαρύ, κουρασμένο του βήμα. Τις ξέρω
και τις μελαγχολίες και τις νευρώσεις της «μονιμότητας». Και είναι
ανυπόφορες. Ούτε της μονογαμίας τα αγαθά με τρελαίνουν (και συμφωνώ
απόλυτα με τον Άνταμ Φίλιπς όταν λέει ότι «το ζευγάρι υπάρχει γιατί
κανένας δεν μπορεί να κρυφτεί μόνος του»). Αλλά και να γερνάς στρώνοντας
τραπέζι για έναν δεν είναι λόγος για να πανηγυρίσεις.
Έχω έναν σωρό
άσχετους (μπορεί και σχετικούς) λόγους τελευταία να σκέφτομαι πόσα
χάνουμε προσπαθώντας λυσσαλέα να επενδύσουμε στη στιγμή και όχι στη
διάρκεια. Μπορεί να φταίει η πολυδιαφημισμένη κρίση –ένα εξαιρετικό
άλλοθι που μας αθωώνει για πολλά, κυρίως για την αδυναμία μας να
μοιραστούμε- ή η αβεβαιότητα του μέλλοντος (το οποίο φοβόμαστε γιατί
είναι διαφορετικό) ή και η ίδια μας ορμή, που μας ξεσηκώνει κάθε φορά
μπροστά στο καινούργιο(μέχρι και κείνο ν’ αποδειχτεί παλιό και να του
ζητήσουμε τα ρέστα επειδή μας πρόδωσε).
Άλλους, πάλι, μας
τρώει η ανασφάλεια. Η απροθυμία μας να βγούμε «εκεί έξω» μήπως και
λερωθούν οι δαντέλες του ναρκισσισμού μας. Τα βρόχια ενός ανήμερου
εγωισμού. Το ξύλο που έχουμε φάει προσπαθώντας να δαμάσουμε τα κύματα
της κάθε σχέσης. Οι πολλαπλοί μας ακρωτηριασμοί και τα συντριπτικά
κατάγματα μιας καρδιάς κατάκοιτης απ’ τα βάρη. Μια αγάπη που δεν
φτούρησε παρά για λίγους μήνες (ή για μερικά βράδια). Κι εκεί που κάποτε
σε κάθε φιλί (απ’ το θανατηφόρο του Ιούδα μέχρι το «αμαρτωλό» του
Κεδίκογλου) βρίσκαμε την υπόσχεση μιας αιωνιότητας, τώρα αρκούν δυο τρία
γαμήσια κι έξω απ’ την πόρτα. Γιατί μέσα απ’ την πόρτα κατοικεί το
βασιλικό μας Εγώ, ο καουμπόικος, ερωτευμένος με την ανεξαρτησία του,
εαυτός μας που θέλει να καίγεται μόνος (στη χλωμή φωτιά του ηδονισμού),
μακριά απ’ αγωνία της έγνοιας του άλλου. Για να υφάνει και να ξε-υφάνει
με την ησυχία του (και με μαζοχιστική απόλαυση) το μονό σεντόνι που μας
κάνει αδιαπέραστους, Πηνελόπες πιστές στην ενοικιαζόμενη πλήξη της
κρεβατοκάμαράς μας.
Όρκο δεν παίρνω
αλλά νομίζω ότι κάπως έτσι συμβαίνει. Περιφρουρούμε με νύχια και με
δόντια μια μοναξιά που, στο βάθος, δε θέλουμε. Απλώς μας συμφέρει, γιατί
είναι η μόνη που δεν μας αντιστέκεται, δεν μας αμφισβητεί, δεν μας
αναστατώνει τα προγράμματα. Και, φυσικά, δεν θα μας απορρίψει ποτέ.
Καμία μοναξιά δεν έδειξε ποτέ την πόρτα σε κανέναν. Όποιος ήθελε (και
άντεχε) να τη βρει, την έβρισκε μόνος του. Και πήγαινε στον άλλο.
Όχι, δεν είναι να
το εύχεσαι να πεθαίνει κάποιος για σένα. Ούτε μαζί σου. Έτσι κι αλλιώς,
κάθε ζωή περπατάει τα δικά της βήματα. Και το «για πάντα» είναι ένα ψέμα
(που, κάπου κάπου, ακούγεται μελωδικό, έτσι όπως νανουρίζει την τρελή
για όρκους καρδιά μας). Κουκιά μετρημένα: η αγάπη σε κομματιάζει. Ο
θάνατος μαζεύει τα κομμάτια σου. Η νύχτα πέφτει όλο και νωρίτερα. Φίλα
με τώρα!-
*O τίτλος ο τίτλος του κειμένου είναι δανεισμένος από την ταινία του Μωρίς Πιαλά “Nous ne viellirons pas ensemble” (1972)
Πηγή :
πηγή: http://www.parallaximag.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου