8/6/2014
Άρθρο συνεργάτη μας
Άρθρο συνεργάτη μας
Λίγες
μέρες απέμειναν μέχρι την έναρξη της διοργάνωσης του “Μουντιάλ 2014”
στη Βραζιλία. Για τους ποδοσφαιρόφιλους είναι η σημαντικότερη
διοργάνωση, την οποία την αναμένουν να την παρακολουθήσουν με
ανυπομονησία σε όλο τον πλανήτη. Για τη διοργανώτρια χώρα, η οποία έχει
σχεδόν ταυτιστεί από δεκαετίες τώρα με τη «μπάλα», από την εποχή του
«βασιλιά του ποδοσφαίρου» Πελέ, η εν λόγω διοργάνωση αποτελεί κάτι σαν
την επιστροφή του ποδοσφαίρου στην κοιτίδα του, αν και ιστορικά
αμφισβητείται ότι η Βραζιλία είναι η κοιτίδα του «Βασιλιά των σπορ».
Από τα μέσα της δεκαετίας του ‘50
εξάλλου, τα λαϊκά στρώματα των βραζιλιάνικων πόλεων ταυτίστηκαν με τα
πρόσωπα εκείνα, που ανέδειξαν το ποδόσφαιρο σε πανεθνικό άθλημα και τη
χώρα σε ιδιαίτερη «σχολή» του ποδοσφαίρου διεθνώς. Και αυτό όχι τυχαία,
μια και για τα πληβειακά στρώματα του πληθυσμού το όνειρο της ταξικής
ανέλιξης, σε μια κοινωνία σημαδεμένη από τεράστιες ταξικές ανισότητες,
πέρναγε σχεδόν υποχρεωτικά μέσα από την πιθανότητα μιας καριέρας στο
χώρο του ποδοσφαίρου, η οποία υποσχόταν κάτι απίθανο για τον
βραζιλιάνικο καπιταλισμό: Το να μπορέσει ένας «απόβλητος» μιας κοινωνίας
με απίστευτες για τα δικά μας δεδομένα ανισότητες, να ανελιχθεί
κοινωνικά και οικονομικά, ώστε να γίνει αποδεκτός τόσο στη χώρα του όσο
και διεθνώς. Το αντίστοιχο του «αμερικάνικου ονείρου» δηλαδή σε
βραζιλιάνικη έκδοση.
Πολλές δεκαετίες αργότερα φαίνεται σαν να
μην έχει αλλάξει τίποτα σε αυτή τη χώρα, όπου παρά την ανάδειξή της σε
περιφερειακή δύναμη, τη ραγδαία οικονομική της πρόοδο, το διεθνή ρόλο
της, ως μιας και βαρύνουσας χώρας των BRICS, επιδιώκει να πιστοποιήσει
την διεθνή της παρουσία αξιοποιώντας τη διοργάνωση του Μουντιάλ. Η
Βραζιλία του 2014 αποτελεί άλλωστε την πέμπτη σε μέγεθος και πληθυσμό
χώρα του πλανήτη, με περίπου 200 εκ. κατοίκους ενώ βάση της έκθεσης του
2012 του ΔΝΤ κατείχε την 7η θέση σε παγκόσμιο μέγεθος λίγο πιο πίσω από
τη Ρωσία ή αλλιώς έχοντας το 3,8% περίπου του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Για
την αστική τάξη της χώρας η διοργάνωση αυτή αποτέλεσε κάτι ανάλογο που
γνωρίσαμε και εμείς στη δική μας χώρα, όταν ανέλαβε την πραγματοποίηση
των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Το διπλό στόχο αφενός της δημιουργίας
νέων πεδίων κερδοφορίας για το κεφάλαιο, με μοχλό τις δημόσιες
επενδύσεις ειδικά για τις κατασκευαστικές εταιρείες, και αφετέρου την
πιστοποίηση του νέου ρόλου, που επιδιώκει να παίξει η αστική της τάξη
στην περιφέρεια της Λατινικής Αμερικής και γιατί όχι και παγκόσμια.
Για ορισμένα τμήματα της εργατικής τάξης
και των λαϊκών στρωμάτων της χώρας, που ζουν στις περίφημες φαβέλες, η
διοργάνωση τροφοδότησε ελπίδες. Νόμισαν ότι η διοργάνωση του Μουντιάλ θα
μετρίαζε το οξύτατο πρόβλημα της ανεργίας, της εξαθλίωσης σημαντικής
μερίδας του πληθυσμού. Υπολογίζεται ότι περίπου το 25% του πληθυσμού ζει
με λιγότερο από ένα δολάριο την ημέρα, που αποτελεί και το όριο της
φτώχιας.
Υπολόγιζαν με λίγα λόγια να καλυτερεύσουν
τη θέση τους, να βρουν δουλειά, να εξασφαλίσουν στοιχειώδεις όρους
επιβίωσης, ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη θα μπορούσε να υπερβεί τις
αντιφάσεις της. Και στις ελπίδες που έτρεφαν «είχαν λόγους» αυτά τα
στρώματα του πληθυσμού να τις καλλιεργούν. Ακριβώς γιατί έβλεπαν και
βλέπουν τη χώρα τους να μεταμορφώνεται οικονομικά, να αναπτύσσεται η
οικονομία της, ο πλούτος να συσσωρεύεται, αλλά η λύση των χρόνιων
προβλημάτων της εργατικής τάξης να αναβάλλεται συνεχώς. Έβλεπαν, δηλαδή,
ότι «τώρα ήταν μια ευκαιρία τους». Ήταν σα να κατανοούσαν τις
φιλοδοξίες της αστικής τάξης αλλά και ότι το ξέσπασμα των ταξικών
συγκρούσεων και διεκδικήσεων αυτή την περίοδο «την πονάει» περισσότερο
απ’ ότι τις άλλες φορές.
Αυτή είναι και η εξήγηση για το ξέσπασμα
των ταξικών συγκρούσεων στη Βραζιλία εδώ και ένα χρόνο περίπου, που
κορυφώνεται λίγο πριν την έναρξη της διοργάνωσης, στην οποία πήραν μέρος
ένα ετερόκλητο μείγμα κοινωνικών δυνάμεων, όπως τμήματα της εργατικής
τάξης, εγκαταλελειμμένα στρώματα των πόλεων, ιδιαίτερα η νεολαία, άλλοι
εργατικοί κλάδοι όπως των εκπαιδευτικών, μέχρι και κάποιες αυτόχθονες
εθνότητες ιθαγενών, πυροδοτώντας το σφοδρότερο κύμα διαδηλώσεων μετά το
1992 και αφυπνίζοντας τις μάζες.
ΟΙ εξελίξεις, βέβαια, δεν δικαίωσαν τις
φρούδες ελπίδες των καταπιεσμένων, που, βασικά, στηρίζονταν στην
προπαγάνδα της αστικής τάξης, ότι η διοργάνωση του μουντιάλ θα
καλυτερεύσει και την κατάστασή τους. Γι’ αυτό και η ένταση των
κινητοποιήσεων κορυφώθηκε τις τελευταίες εβδομάδες με αιτήματα αιχμής,
που θίγουν ακόμη και την ίδια τη διοργάνωση και κυρίως το κόστος των
αγώνων αλλά και τα μέτρα άγριας λιτότητας, που συνόδευσαν τον «εθνικό
στόχο» της βραζιλιάνικης ελίτ.
Δεν είναι τυχαίο που το ξέσπασμα των
μαζικών διαδηλώσεων, ήδη από το προηγούμενο καλοκαίρι, αφορούσε στις
αυξήσεις των εισιτηρίων στις συγκοινωνίες, μέτρο που επιβλήθηκε για την
κάλυψη του κόστους της διοργάνωσης. Στην κορυφή των αιτημάτων πάλης
βρέθηκαν: το οξύτατο πρόβλημα στέγης στις ατελείωτες παραγκουπόλεις, οι
δαπάνες για την υγεία και την εκπαίδευση, το ίδιο το κόστος των έργων
τόσο για το μουντιάλ όσο και το συνολικό κατασκευαστικό πρόγραμμα, που
είναι σε εξέλιξη και αφορά και τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2016. Αυτό το
κόστος υπερέβη κατά πολύ το αρχικό κόστος, θυμίζοντάς μας τις
αντίστοιχες «αμαρτίες» των κυβερνήσεων του δικομματισμού στη χώρα μας
για του Ολυμπιακούς αγώνες. Τελικά τα αιτήματα και οι διεκδικήσεις του
λαϊκού κινήματος συνδέθηκαν με το αίτημα της ματαίωσης του μουντιάλ.
Οι αγώνες των λαϊκών μαζών έδειξαν να
ωριμάζει η ταξική πάλη, γεγονός, που οδήγησε και την αστική τάξη της
χώρας να κατανοήσει ότι το «διακύβευμα» δεν είναι απλά η ικανοποίηση των
επιμέρους αιτημάτων των διαδηλωτών που κινητοποιούνταν. Ότι στην ουσία
το ζήτημα ήταν η ίδια η ισχύς της εγχώριας ελίτ και το κατά πόσο η ίδια
μπορούσε να καταπνίξει αποτελεσματικά το λαϊκό κίνημα αφενός και
ταυτόχρονα να αποδείξει διεθνώς ότι είναι μια ανερχόμενη δύναμη. Και
μάλιστα το παραπάνω στοίχημα πρέπει να το επιλύσει η αστική τάξη σε
χρονικό βάθος, καθώς το 2016 η Βραζιλία είναι και η χώρα που διοργανώνει
τους Ολυμπιακούς Αγώνες!
Η καταστολή που βρίσκεται σε εξέλιξη,
λοιπόν, πρώτα απ’ όλα στις πόλεις όπου συμμετέχουν στη διοργάνωση και
κύρια στις «φαβέλες» ήταν αναμενόμενα σφοδρή. Οι επιχειρήσεις της
στρατιωτικής αστυνομίας, που πήραν το χαρακτήρα επιδρομών, οι εκκενώσεις
των περιοχών που γειτνιάζουν με αθλητικές εγκαταστάσεις, έκαναν τον
γύρο του κόσμου εκθέτοντας ανεπανόρθωτα την κυβέρνηση της χώρας.
Ταυτόχρονα έφεραν στην επιφάνεια το
υπαρκτό πρόβλημα της διαβίωσης μέσα στις παραγκουπόλεις, τις άθλιες
συνθήκες ζωής και θανάτου, την ανεργία και την εκμετάλλευση αυτών από
τις οργανωμένες εγκληματικές συμμορίες – τη μόνη επικερδή επιχείρηση των
γκέτο. Ανέδειξε δηλαδή ότι η εγκληματικότητα των φτωχών συνδέεται άμεσα
με το ίδιο το καθεστώς της φτώχιας τους αλλά και την αδυναμία της
αστικής τάξης να επιλύσει ακόμα και θεμελιώδη ζητήματα διαβίωσης των
πληθυσμών αυτών ακόμα και αν η χώρα βρίσκεται από άποψη σπουδαιότητας
στην παγκόσμια επτάδα.
Πρέπει να πούμε ότι όλες αυτές οι λαϊκές
κινητοποιήσεις συνδέθηκαν και με τον «ξένο δάχτυλο», ότι οργανώθηκαν
«απ’ έξω», μια εξήγηση, που τη χρησιμοποίησε πολύ και ο Ταγίπ Ερντογάν
στην Τουρκία. Αποδόθηκαν σε αμερικανική υποκίνηση, στο πλαίσιο των
αντιθέσεων ΗΠΑ – Βραζιλίας. Το επιχείρημα ήταν ότι στις κινητοποιήσεις
αυτές πήραν μέρος και αντιδραστικές δυνάμεις. Μια τέτοια
επιχειρηματολογία, όμως, δεν μπορεί να εξηγήσει τη συνολική αντίδραση
των μεγάλων λαϊκών μαζών. Περισσότερο χρησιμεύει ως πολιτική
επιχειρηματολογία, όπως ακριβώς συνέβη και στην Τουρκία.
Έτσι κι αλλιώς, όμως, οι εξελίξεις στη
Βραζιλία δείχνουν ότι τα λαϊκά στρώματα αφυπνίζονται. Δείχνουν τη
διάθεσή τους για αγώνες. Δείχνουν επίσης τον αναντικατάστατο ρόλο ενός
Κομμουνιστικού Κόμματος, στο να αξιοποιεί και να συνδέει τις επιμέρους
κινητοποιήσεις αναδεικνύοντας τον πυρήνα του προβλήματος, θέτοντας
μπροστά στις λαϊκές μάζες γυμνή την πραγματική εικόνα του καπιταλισμού.
Και σ’ αυτό το ζήτημα το ΚΚ Βραζιλίας
φαίνεται να είναι πολύ πίσω. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις μαζικότατες
διαδηλώσεις που τραντάζουν τη χώρα κυριαρχεί το αυθόρμητο,
δημιουργούνται από τα κάτω επιτροπές, που καθοδηγούν τις κινητοποιήσεις,
ενώ οι εργατικές ενώσεις αρχικά απουσίαζαν ή μπήκαν σ’ αυτές
καθυστερημένα και κάτω από το βάρος των εξελίξεων. Όπως π.χ. στην
περίπτωση των κινητοποιήσεων για την αύξηση των εισιτηρίων.
Και αυτό δεν είναι διόλου τυχαίο. Το ΚΚ
Βραζιλίας είναι αυτό που κράτησε μια αμφίσημη στάση απέναντι στη
σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις Λούλα και Ρουσέφ, οι οποίες απέτυχαν να
αναδείξουν τη λύση των λαϊκών προβλημάτων σε κυρίαρχο ζήτημα, παρά τις
υποσχέσεις τους.
Επομένως κυρίαρχο ζήτημα είναι η ανάπτυξη
του εργατικού κινήματος στο οποίο θα παίξει ενεργό και καθοδηγητικό
ρόλο το ΚΚ Βραζιλίας, σε μια χώρα που οι κοινωνικές αντιθέσεις είναι
οξύτατες, το βραζιλιάνικο όνειρο πολύ ισχυρό, τα ισχυρά οικονομικά και
εγκληματικά λόμπι είναι ανεξέλεγκτα και οι δυνάμεις καταστολής, σχεδόν
αυτονομημένες, έχουν άμεσες διασυνδέσεις με τα οικονομικά και
εγκληματικά λόμπι, σε τέτοιο βαθμό, που να ακυρώνουν ακόμη και θετικές
πρωτοβουλίες της κυβέρνησης. Από την άποψη αυτή η αφύπνιση των εργατικών
– λαϊκών μαζών στη Βραζιλία μόνο ως ελπιδοφόρο μήνυμα μπορεί να
εκληφθεί. Η φωτιά καίει…
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου