Κείμενο - Φωτογραφίες: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΪΣΚΟΣ
Πολλοί Αθηναίοι επέλεξαν να περάσουν το δεύτερο lockdown μακριά από την πόλη. Ένας μόνιμος κάτοικος της Τήνου καταγράφει την εμπειρία ενός παράξενου χειμώνα.
Ο Τριαντάρος, ένα από τα πολλά παραδοσιακά χωριά της Τήνου, είναι ορεινός. Στέκει στη νότια πλαγιά του Κεχροβουνίου, σε ύψος 320 μέτρων πάνω από τη θάλασσα, και τα περισσότερα σπίτια του έχουν το προνόμιο να απολαμβάνουν μια ευρυγώνια θέα προς το νότιο-νοτιοδυτικό κομμάτι των Κυκλάδων. Εποπτεύουν, από τα νοτιοανατολικά, τη Μύκονο, τη Νάξο, την Πάρο και την Αντίπαρο, και προς τα νότια και δυτικά τη Σίφνο, τη γειτονική Σύρο και, πίσω της, τη Σέριφο.
Σε μέρες με καλή ορατότητα, μπορεί κανείς να δει μέχρι και την αινιγματική σιλουέτα της ηφαιστειογενούς Αντίμηλου να εμφανίζεται στον μακρινό ορίζοντα την ώρα του δειλινού, 63 ναυτικά μίλια (ή 118 χιλιόμετρα) μακριά. Το κομμάτι της θάλασσας που εποπτεύει το χωριό αποτελεί πέρασμα για τα καράβια, και έτσι αυτά γίνονται τυπικό στοιχείο του καθημερινού τοπίου.
Καράβια, σύννεφα, η θάλασσα γαλήνια ή αγριεμένη, μακρινά νησιά που εμφανίζονται σαν οράματα την ώρα του δειλινού, τα φώτα της πρωτεύουσας Ερμούπολης απέναντι και η «τρέσα», το μακρόστενο τοπικό σύννεφο που εμφανίζεται χαμηλά πάνω από το στενό Τήνου-Σύρου όταν φυσάει βοριάς, όλα αυτά συνθέτουν τη φαντασμαγορία της φύσης που προσφέρει η τοποθεσία. Και τον χειμώνα τα φαινόμενα γίνονται πιο συχνά και πιο εντυπωσιακά
.Η ιδανική ευκαιρία
Τους φθινοπωρινούς μήνες, η καλοκαιρινή φασαρία σβήνει όσο περνούν οι μέρες και μετά το «μικρό καλοκαιράκι» του Αγίου Δημητρίου αρχίζει σιγά σιγά να ακούγεται, και να πρωταγωνιστεί, η φύση. Το σημείο της δύσης του ηλίου μετατοπίζεται κάθε μέρα όλο και περισσότερο προς τα αριστερά (ανατολικά) και, ενώ το καλοκαίρι ο ήλιος δύει πίσω από τη Γυάρο, τον Δεκέμβρη καταλήγει να χάνεται πάνω από το μέσο της Σύρου.
Η μέρα πια τελειώνει νωρίς, η διαδρομή του ήλιου στον ουρανό είναι μικρή, και τον βλέπεις να παλεύει μανιασμένα με τα σύννεφα να τα τρυπήσει, να επικρατήσει. Και φέτος, αυτό το χειμερινό πρόσωπο της Τήνου αποφάσισαν να το ζήσουν αρκετοί από τους καλοκαιρινούς της επισκέπτες.
Κάποιοι με θερινές κατοικίες στο χωριό αυτή τη χρονιά τις άνοιξαν για χειμώνα και κάποιοι άλλοι, που πάντα έλεγαν πως θέλουν «να φύγουν από την πόλη και να περάσουν έναν χειμώνα σε ένα νησί», πήραν φέτος την απόφαση.
Η φαντασμαγορία της θάλασσας και του ουρανού σε φωτογραφίες τραβηγμένες αυτόν τον αλλόκοτο χειμώνα στον Τριαντάρο.
Η πανδημία τούς έκανε να φαντάζονται ένα κυκλαδονήσι σαν πετυχημένη φυγή από μια δύσμοιρη και τρομακτική πραγματικότητα και μια επιστροφή στις πρώτες πηγές της φύσης και στην αυθεντικότητα και τη ραθυμία μιας νησιώτικης ζωής.
Tα ελάχιστα τοπικά κρούσματα μέσα σε όλους τους μήνες της πανδημίας ενισχύουν ακόμα πιο πολύ αυτή την αίσθηση ασφάλειας. «Εδώ εμείς είμαστε καλύτερα από την πόλη», λένε οι ντόπιοι, και όσοι «ξένοι» έχουν μετοικήσει στο νησί πιστεύουν και νιώθουν το ίδιο.
Είναι λες και το νησί είναι ένας αυτόνομος μικρόκοσμος και το Αιγαίο γύρω του το προστατεύει από τα δεινά του άσχημου κόσμου εκεί έξω.
Ο Τριαντάρος ένα χειμωνιάτικο βράδυ, σε πρώτο πλάνο. Ο γειτονικός Μπερδεμιάρος στο βάθος αριστερά και ψηλά στο βουνό ο Αρνάδος, στα 430 μέτρα
Η ψευδαίσθηση ότι όλα πάνε καλά
Και όμως, και το ίδιο το Αιγαίο μοιάζει μέσα στην καραντίνα διαφορετικό: αγναντεύοντας τη θάλασσα, ένα από τα πρώτα πράγματα που προσέχει κανείς είναι πως ο αριθμός των καραβιών που περνούν έχει μειωθεί.
Είτε επιβατηγά είτε εμπορικά, με το πέρασμά τους μέσα στην ημέρα συμβάλλουν με τον τρόπο τους στη διαμόρφωση του τοπίου, συμβολίζουν την ανθρώπινη παρουσία και το ταξίδι και μαρτυρούν πως όλα εκεί έξω πάνε καλά· πως τα εμπορεύματα ακόμα μεταφέρονται, πως οι πολίτες ακόμα ταξιδεύουν.
Όταν μειωθεί η κίνηση, το νησί αλλάζει όψη και μοιάζει πιο μακρινό, απρόσιτο και μοναχικό. Μια πιο μαγευτική μοναξιά όμως μοιάζει να αποκτά όταν αφουγκράζεσαι τη σιωπή του, μια συγκεκριμένη μάλιστα χροιά σιωπής που ακούστηκε κατά τη διάρκεια των lockdown.
Την άνοιξη, κοιτώντας ένα απάνεμο βράδυ προς τα φώτα της Παροικιάς και της Αντίπαρου, ένιωθε κανείς πως το τοπίο έχει πάψει να περιέχει ανθρώπινους ήχους. Οι γειτονικές Μύκονος και Σύρος, παρά τη φωταγωγία τους, ήταν σιωπηλές.
Ο πολιτισμός είχε για λίγο σταματήσει. Εκείνες τις μέρες υπήρχαν στιγμές που μπορούσες να ακούσεις τον ήχο του Αιγαίου λες και δεν υπήρχαν καθόλου άνθρωποι μέσα του
Η συλλογική αίσθηση του αλλόκοτου
Και όμως, το προνόμιο του να βρίσκεσαι μέσα στην ασφάλεια και την ομορφιά ενός ευλογημένου τόπου δεν σταματά τη συλλογική αίσθηση του αλλόκοτου.
Ζώντας στο τηνιακό ορεινό χωριό με τους πενήντα κατοίκους και παρατηρώντας τη φύση για αρκετό καιρό, ο παλμός μιας ολοζώντανης πόλης (ή ακόμα κι αυτού του ίδιου του χωριού το καλοκαίρι) αρχίζει να φαντάζει σαν κάτι μακρινό.
Μπορεί σε λίγους μήνες το χωριό να βουίζει και πάλι από επισκέπτες, αλλά σήμερα, ένα απόγευμα του Δεκεμβρίου, το σοκάκι που καταλήγει προς το καφενείο «Τριανταράκι» και την ταβέρνα της κυρα-Λένης, εκεί που τα βράδια του Αυγούστου δεν χωράς να περάσεις, μοιάζει σαν την καρδιά ενός οικισμού που έχει σταματήσει να χτυπά.
Τα μαζεμένα τραπέζια και καθίσματα προδίδουν την παύση της λειτουργίας των δύο μαγαζιών και τα χριστουγεννιάτικα φωτάκια που αναβοσβήνουν στα παράθυρά τους τα κάνουν να μοιάζουν λες και λαχταρούν τον κόσμο να ξανάρθει.
Τα μαγαζιά αυτά είναι στέκια, τόποι συνάντησης, κοινωνικοποίησης και –όπως τα καράβια– σύμβολα ανθρώπινης παρουσίας και ζωής.
Πλησιάζοντας προς τα Χριστούγεννα μιας χρονιάς που μοιάζει να αλλοιώνει το πέρασμα του χρόνου, έξω από τα παράθυρα των λιγοστών κατοίκων ο ουρανός και η θάλασσα συνεχίζουν να δίνουν την καθημερινή τους απρόβλεπτη παράσταση.
Αυτοσχεδιάζουν αδιάφορα και με μεγαλοπρέπεια, λες και δεν έχουν καθόλου να κάνουν με τα μπλεξίματα των ανθρώπων.
Μερικές φορές, μέσα στις σκοτεινιασμένες, απόκοσμες και άγριες συνθέσεις που φτιάχνουν μεταξύ τους, θυμίζουν τα λόγια του Η. P. Lovecraft:
«Ο κόσμος είναι πράγματι αστείος, αλλά το αστείο είναι σε βάρος των ανθρώπων». ■.
Πηγή : https://www.kathimerini.gr/
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου