Η συνομιλία αυτή του ποιητή Γιώργη Μανουσάκη με τον φιλόλογο και συγγραφέα Σταύρο Γ. Καλαϊτζόγλου καταγράφηκε τον Μάρτιο του 2004. Μέρος της δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Χανιώτικα Νέα. Εδώ δημοσιεύεται για πρώτη φορά χωρίς περικοπές με αφορμή το συνέδριο που διοργανώνεται για τον Μανουσάκη στο Πνευματικό Κέντρο Χανίων το διήμερο 9 και 10 Φεβρουαρίου 2024. Θα ακολουθήσει αύριο το μελέτημα της Αγγελικής Καραθανάση «Ξενάγηση στο ποιητικό εργαστήρι του Γιώργη Μανουσάκη».
~.~
–Τι σημαίνει ποιητική έμπνευση για σας;
–Να έχεις την ικανότητα ν’ ακούς την ομιλία των ανθρώπων και των πραγμάτων. Όχι την καθημερινή φλυαρία τους αλλά τις μυστικές φωνές τους, αυτές που τις εκπέμπουν σε μιαν άλλη συχνότητα. Αν έχεις την ικανότητα και την κατάλληλη εξάσκηση να συλλαμβάνεις αυτά τα μηνύματα κι είσαι έτοιμος να τα δεχτείς τη στιγμή που διαχέονται στον αέρα, τότε βρίσκεσαι, εκείνη την ώρα, σε ποιητική έμπνευση.
–Ναι, αλλά σε ένα ποίημα πόσο ρόλο παίζει το ταλέντο και πόσο η «θεία χάριτι» γραφή;
–Το ταλέντο το δημιουργεί, σ’ ένα μεγάλο ποσοστό, η επίμονη κι επίμοχθη δουλειά, το σχίσιμο και το ξαναγράψιμο των ποιημάτων. Επόμενο είναι πως πρέπει να ’χουν προηγηθεί τα χρόνια μαθητείας, με ταπεινοσύνη και δεκτικότητα, στο έργο παλιότερων και νεότερων ποιητών. Δεν ξέρω αν επεμβαίνει η «θεία χάρις» στη δημιουργία του ταλέντου. Ίσως να παίζουν το ρόλο τους κάποια κληρονομημένα γονίδια (για να μεταχειριστούμε τους όρους της σύγχρονης επιστήμης).
–Η Μέση Εκπαίδευση έχασε από νωρίς έναν εμπνευσμένο και μορφωμένο φιλόλογο για να τον κερδίσει η λογοτεχνία. Πιστεύετε ότι η φιλολογία «σκοτώνει» τη λογοτεχνία;
–Μπήκα στην εκπαίδευση πιστεύοντας πως οι έφηβοι μαθητές μου λαχταρούσανε γνώσεις κι «ανθρωπιστικά ιδανικά». Δεν άργησα να διαπιστώσω πόσο λίγο τους ενδιέφεραν. Όπως είναι φυσικό, προσγειώθηκα ανώμαλα. Κατάληξα να διεκπεραιώνω τη διδακτική δουλεία μου ευσυνείδητα, πιστεύω, πάντα, αλλά χωρίς ενθουσιασμό. Και καθώς η προπαρασκευή μου για τα μαθήματα, η διόρθωση των εκθέσεων και των διαγωνισμάτων, μαζί με την κόπωση που μου δημιουργούσαν οι ώρες διδασκαλίας, μ’ αφήνανε πολύ λίγο χρόνο και διάθεση για γράψιμο, πίστευα –κι έτσι ήτανε– πως τουλάχιστον στην περίπτωσή μου, ο δάσκαλος απομυζούσε κι εξουθένωνε το λογοτέχνη. Εκείνο όμως που αποδείχτηκε κυριολεκτικά πάνω από τις δυνάμεις μου ήταν η εμπλοκή μου στη γραφειοκρατία και στον άχαρο ρόλο του διευθυντή Γυμνασίου, όταν επήρα το βαθμό –σύμφωνα με το παλιό σύστημα προαγωγών– του γυμνασιάρχη. Αποφάσισα τότε να παραιτηθώ τον επόμενο χρόνο από την εκπαίδευση, για να ξαναβρώ τον εαυτό μου. Και δεν το μετάνιωσα.
Συμβαίνει, όχι σπάνια, να συναντώ παλιούς μαθητές μου, ώριμους πια. Πολλοί έχουν να μου πουν ένα καλό λόγο γι’ αυτά που ’μαθαν από μένα. Στην αρχή σχεδόν επαραξενευόμουν. Φαίνεται όμως πως η δουλειά μου, ως δασκάλου, δεν επήγε ολότελα χαμένη. Είναι κι αυτό μια ικανοποίηση.
–Η ποίηση δεν πουλάει σήμερα. Αλλά και πότε πουλούσε; Σας πληγώνει αυτό;
–Η ποίηση μιλεί μια γλώσσα άλλη από εκείνη της καθημερινής μας ομιλίας. Ή, για να κυριολεκτήσομε, μιλεί τη γλώσσα μας εξυψωμένη σ’ ένα άλλο επίπεδο, όπου αποβάλλει κάθε ευτέλεια και χυδαιότητα και κρατά μόνο την ουσία της. Οι πολλοί δεν μπορούν να την ακολουθήσουν σε τούτο το ανέβασμα. Κι αν το κάνουνε για κάποια λεπτά, γρήγορα κουράζονται κι εγκαταλείπουν την προσπάθεια. Ίσως φταίει σ’ αυτό κι η έλλειψη βαθύτερης παιδείας κι εξάσκησης. Για να καταλάβεις κάτι πρέπει να το μελετήσεις, να εξοικειωθείς μ’ αυτό. Δεν ξέρω γιατί όλοι δέχονται ως φυσικό ότι για να κατανοήσουν μιαν επιστήμη πρέπει να τη σπουδάσουν, ενώ για την τέχνη, σ’ οποιαδήποτε μορφή της, επικρατεί η γνώμη ότι ο καθένας, χωρίς καμιά προετοιμασία και «μύηση», έχει τη δυνατότητα να την καταλάβει.
Όχι, δεν με πληγώνει το ότι η ποίηση δεν έχει ζήτηση από το κοινό. Είναι περίπου μια φυσική κατάσταση. Ο ποιητής απευθυνότανε πάντα (αν εξαιρέσομε τη δημοτική ποίηση) σε μια μειονότητα. Αν μπορέσει να συγκινήσει δυο-τρεις γύρω του, έχει πετύχει το σκοπό του. Η ποίηση είναι μια συνομιλία που γίνεται σχεδόν ψιθυριστά, σε χώρους μοναχικούς, μακριά από την τύρβη της αγοράς.
–Και ποιο είναι το κέρδος σήμερα για έναν που διαβάζει ποίηση;
–Εξαρτάται από το αν και σε ποιο βαθμό νιώθει την ανάγκη της. Αν αισθάνεται ότι κάτι του λείπει κι η ποίηση του αναπληρώνει τούτη την έλλειψη, τότε αυτή η αναπλήρωση δικαιώνει την επιλογή του. Η ποίηση είναι ένας σύντροφος που δεν ζητά παρά μόνο να τήνε πλησιάζεις μ’ εμπιστοσύνη, ν’ αφήνεσαι σ’ αυτήν. Σ’ αντάλλαγμα θα οξύνει την ευαισθησία σου και θα σου φανερώσει όψεις του κόσμου –και του εαυτού σου– που δεν τις υποψιαζόσουν. Μπορεί να γίνεις έτσι πιο τρωτός, να δοκιμάσεις συχνά οδύνη, αλλά αν είσαι τίμιος απέναντι στον εαυτό σου, θ’ αναγνωρίσεις ότι κέρδισες, ακόμη και στις στιγμές του πόνου, γιατί έγινες περισσότερο άνθρωπος.
–Πόσο τα γύρω προσφιλή σας πρόσωπα σάς επηρεάζουν στα γραπτά σας; Θεωρείτε κάπως ως χρέος να τα περιλαμβάνετε στο έργο σας;
–Τα πρόσωπα με τα οποία συνδέεται κανείς συναισθηματικά αποτελούν μέρος της ζωής του. Και να θέλει να τ’ αποκλείσει από το έργο του, δεν μπορεί, μπαίνουν δικαιωματικά. Αν τα αγνοούσε θα ’τανε σαν ν’ αυτοακρωτηριαζόταν.
–Η υπερεσωστρέφεια που συνήθως έχει ένας ποιητής, δεν οδηγεί στην απομόνωση; Έχει ανάγκη ο ποιητής από αυτό το κλείσιμο στον εαυτό του;
–Ο ποιητής, όπως κάθε άνθρωπος, κατά το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του, είναι στραμμένος προς τον έξω κόσμο. Αυτό απαιτούν οι ανάγκες της ζωής κι οι σχέσεις με τους γύρω του. Απ’ αυτή την επαφή με τους άλλους αντλεί τις εμπειρίες –ευχάριστες ή δυσάρεστες– που θ’ αποτελέσουν το πρωτογενές υλικό για την ποίησή του. Για να δώσει μορφή όμως σε τούτο το υλικό, για να το κάμει έργο τέχνης, έχει ανάγκη ν’ αποσυρθεί στον εσώτερο εαυτό του. Εκεί βρίσκεται το εργαστήρι του, εκεί πλάθει και ξαναπλάθει την πρώτη του ύλη. Για να ’χει αποτέλεσμα η προσπάθειά του χρειάζεται τη μόνωση και τη σιωπή. Γιατί μόνο όταν μείνει ενώπιος ενωπίω με τον εαυτό του, απερίσπαστος κι απαλλαγμένος από τις καθημερινές έγνοιες, θ’ αρχίσουνε ν’ αναβλύζουν από μέσα του, συχνά από τα μισοσυνειδητά ή και τ’ ασυνείδητα βάθη της ύπαρξής του, εκείνες οι δυνάμεις που μεταβάλλουν το βίωμα σε τέχνη, που φωτίζουν τα γεγονότα και τα πρόσωπα με τους προβολείς της ψυχής του.
–Τι χαρακτηρίζει για σας την επιτυχημένη, την «καλή ποίηση»;
–Πρωταρχικό στοιχείο πιστεύω πως είναι η ειλικρίνεια του ποιητή, η τιμιότητα απέναντι στον εαυτό του και στον αναγνώστη. Να μη γράφει για να εντυπωσιάσει, για να τόνε προσέξουν, αλλά γιατί «αφού βρίσκεται πρέπει να μιλήσει», κατά το στίχο της Ζωής Καρέλλη, δηλαδή να πάρει θέση υπεύθυνη απέναντι στα προβλήματα του ανθρώπου και της εποχής. Δεν έχει σημασία αν η ποίησή του μπορεί να χαρακτηριστεί κοινωνική, πολιτική, θρησκευτική ή ποίηση του εσωτερικού χώρου. Αν ό,τι γράφει το νιώθει πραγματικά, αν αυτό βγαίνει από μέσα του, τότε η ποίησή του διαθέτει το βασικό εχέγγυο για να γίνει «καλή ποίηση». Φυσικά, απαραίτητος όρος είναι να επεξεργαστεί τα ποιήματά του, να πετύχει να «δέσει» αρμονικά τη μορφή με το περιεχόμενό τους. Να μην παραμελήσει το «ένδυμα» του ποιήματος πιστεύοντας πως η «αλήθειά» του είναι από μόνη της ικανή να το αναδείξει. Αλλά και να μην επιδοθεί σε μια τεχνική επεξεργασία, έστω κι αν τη φτάσει σε σημείο τελειότητας, χωρίς να υπάρχει μέσα στο ποίημα το μεδούλι, η ουσία ψυχής.
–Έχει ανάγκη ο ποιητής τους λεγόμενους επαρκείς αναγνώστες;
–Υπάρχουν ποιητές που, είτε γιατί προηγούνται της εποχής τους είτε γιατί οι προβληματισμοί τους δεν συμπίπτουν με τους προβληματισμούς του περίγυρού τους, έχουν πολλές φορές την αίσθηση πως μονολογούν. Κλασικό παράδειγμα ο Καζαντζάκης, που επανειλημμένα είχε πει κι είχε γράψει πως είναι ένας «μονιάς» κι ότι «φωνάζει στην έρημο». Όμως κάθε δημιουργός απευθύνεται σε κάποιους αναγνώστες, έστω και μετρημένους στα δάχτυλα (στην αρχαιότητα απευθυνόταν στο σύνολο του «δήμου», αφού η λέξη δημιουργός αποτελείται από το δήμος + έργον). Αν είχε συνεχώς την αίσθηση ότι δεν τόνε διαβάζει κανείς, δεν θα’χε τη δύναμη να συνεχίσει να γράφει. Γιατί κι ο πιο μοναχικός ποιητής γράφοντας έχει νοερά απέναντί του έναν, έστω, ιδανικό αναγνώστη. Η καλλιτεχνική δημιουργία είναι πάντα μια συνομιλία.
–Τι είναι επικοινωνία για σας;
–Ν’ ακούς τον άλλον, να σ’ ακούει κι εκείνος. Να γίνεται μεταξύ σας μια ανταλλαγή σκέψεων, συναισθημάτων, προβλημάτων, ιδεών. Κι η ποίηση αυτό κάνει: Δημιουργεί γέφυρες επικοινωνίας ανάμεσα στον ποιητή και στον αναγνώστη. Το διατύπωσε χαρακτηριστικά ο Εμπειρίκος: «Πάρε τη λέξη μου, δώσ’ μου το χέρι σου».
–Αξίζει η ζωή όπως τη ζούμε και τι είναι αυτό που την καταξιώνει;
–Η ζωή είναι ένα θαύμα που μας εδόθηκε να ζήσομε. «Και μόνο γιατί έζησα / είμαι ευτυχισμένος» λέει ένας Κινέζος ποιητής του 9ου αιώνα. Ένα θαύμα όμως απαιτητικό, που ζητά να του παραδοθείς για να σου φανερωθεί μ’ όλη τη λάμψη του. Οι άνθρωποι τις περισσότερες φορές δεν έχουν τη δύναμη ούτε τη θέληση να το κάμουν. Μπλέκονται στις χίλιες δυο βασανιστικές έγνοιες και δυσκολίες της καθημερινότητας και δεν βλέπουν την ουσία της ζωής. Σ’ αυτό φταίει, βέβαια, κι η οργάνωση της κοινωνίας μας που σε υποχρεώνει σ’ έναν αδιάκοπο κι άχαρο αγώνα επιβίωσης. Κάποιοι κατορθώνουν πολύ αργά, στα γεράματά τους, ν’ αντιληφθούνε την αξία της ζωής και θλίβονται που σπατάλησαν τα δημιουργικά χρόνια τους σε πράξεις χωρίς νόημα. Δεν μπορείς πια ν’ αφιερωθείς λ.χ. σ’ έναν υψηλό σκοπό που να σε γεμίζει, μπορείς όμως να ζεις συνειδητά τα μικρά θαύματα της ζωής κι αυτό σίγουρα δίνει ένα νόημα στην ωριμότητά σου. Ζούμε «για ν’ αγγίξομε με τα χείλη μας το θαύμα» γράφει ο σύγχρονος Ρώσος ποιητής Αντρέι Βοζνιεσένσκι. Και δεν χρειάζεται να ’σαι ο Σολωμός για να προσέξεις λ.χ. πως «ζει του νερού κι η στάλα που κολλάει στο ποτήρι» και πως κι αυτό ακόμη μπορεί να ’ναι ένα θαύμα.
–Σε παγκόσμιο επίπεδο υπάρχουν πολλοί «ποιητικοί» σύλλογοι. Με αφορμή τον πόλεμο στο Ιράκ δημιουργήθηκε στην Αμερική το κίνημα «Ποιητές εναντίον του πολέμου» (Poets against the war) που δραστηριοποιείται μέσω του Διαδικτύου παγκοσμίως, ενώ στη Γαλλία υπήρχε ανέκαθεν «η άνοιξη των ποιητών» (Le Printemps des poètes) για την υποστήριξη της γαλλόφωνης ποίησης. Πιστεύετε ότι προβλήματα όπως ο πόλεμος είναι δυνατόν να «πολεμηθούν» έστω και με συλλογική ποίηση;
–Είναι φυσικό στον αγώνα κατά του πολέμου και του κάθε κακού ο άνθρωπος να επιστρατεύει όλες του τις δυνάμεις – και μια απ’ αυτές είναι κι η ποίηση. Μπορεί να βοηθήσει εμψυχώνοντας τους αγωνιστές και καταγγέλλοντας τους εγκληματίες (φτάνει, βέβαια, να μην ξεπέσει σε κραυγαλέο κήρυγμα). Ας μην αυταπατώμαστε όμως πως η ποίηση μπορεί ν’αποτρέψει ένα πόλεμο ή έστω να μειώσει τις πράξεις βίας που τόνε συνοδεύουν. Μπροστά στην αποκτήνωση του ανθρώπου η ποίηση – η τέχνη γενικότερα – είναι ανίσχυρη.
Πριν από αρκετά χρόνια είχα βρεθεί στο χωριό Περβόλια. Στην πύλη εισόδου της Βίλας Krüger, όπου έμενε προπολεμικά ο Γερμανός πρόξενος στα Χανιά, είχα δει μιαν εντοιχισμένη πλάκα με τέσσερεις στίχους του Γκαίτε, με τους οποίους ο ποιητής υποδεχόταν εγκάρδια τον επισκέπτη. Δυο μέτρα πιο πέρα, στον περίβολο της βίλλας, φαίνονταν ακόμη στον τοίχο οι τρύπες από τις σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος. Εκεί είχαν εκτελεστεί 33 κάτοικοι του χωριού το 1941. Αυτή η συγκυρία με συγκλόνισε κι έγραψα τότε το ποίημα «Villa Krüger, 1941». Ο Γκαίτε είχε γράψει τους στίχους του στη γλώσσα των εκτελεστών, δεν είχε όμως τη δύναμη ν’ αποτρέψει το ομαδικό έγκλημα. Ακριβώς πλάι στο καλωσόρισμά του αφαιρέθηκε η ζωή 33 ανθρώπων. Ο μεγάλος Γκαίτε, την ώρα των αιμάτων, αποδείχτηκε ένας «ανήμπορος ποιητής».
–Τα πάντα στον καινούργιο αιώνα μετρώνται με την τεχνογνωσία και την τεχνολογία. Ακόμη και τα πιο ποιητικά όνειρα είναι δυνατόν με την ψηφιακή τεχνολογία (ας πούμε με τα εφφέ στον κινηματογράφο) να «πραγματοποιηθούν», τουλάχιστον οπτικά! Υπάρχει χώρος για την ποίηση σ΄ ένα τόσο «πεζό κόσμο»;
–Άλλο τα εφφέ της ψηφιακής τεχνολογίας κι άλλο η ποίηση. Αν η τεχνογνωσία καταφέρνει να σκαρώνει ποιητικοφανή «όνειρα», αυτά δεν είναι παρά τεχνολογικές ταχυδακτυλουργίες, εντυπωσιακές κάποτε, απ’ όπου όμως απουσιάζει η «ψυχή». Έχουνε φανταχτερή επιφάνεια χωρίς κανένα βάθος. Δεν είναι δυνατόν να παρασύρουν παρά μόνο όσους θαμπώνονται από τις στιλπνές επιφάνειες. Μπορούν όμως, όπως στον κινηματογράφο, να παρουσιαστούν ως μέσα έκφρασης, όταν πίσω απ’ αυτά υπάρχει κάτι βαθύτερο.
Παρ’ όλη την εξάπλωση της τεχνολογίας, πιστεύω πως υπάρχει ακόμη –και θα υπάρχει πάντα– χώρος για την ποίηση. Γιατί η ποίηση είναι εσωτερική ανάγκη του ανθρώπου. Ακόμη κι αν την καταργήσει, αυτή θα επιστρέψει από άλλο δρόμο, εκτός αν ο άνθρωπος βαλθεί ν’ ακρωτηριάσει τον εαυτό του.
– Ο ποιητής και κριτικός Κώστας Παπαγεωργίου στο βιβλίο δοκιμίων του «Μονόλογοι και χειραψίες» γράφει για σας ότι αν και γεννημένος και μεγαλωμένος σε δύσκολους καιρούς «έχει κανείς την εντύπωση ότι προτίμησε να προφυλαχτεί, να περιχαρακωθεί σ’ ένα περίκλειστο χώρο». Σας άφησαν, αλήθεια, αδιάφορο τα γύρω σας γεγονότα;
–Όχι, δεν μ’ άφησαν αδιάφορο. Στη συλλογή μου Το σώμα της σιωπής (1970) τρία ποιήματα αναφέρονται στα Σφακιά κι άλλα τρία απηχούν το ζοφερό κλίμα της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Στο Τρίγλυφο (1976) έντεκα ποιήματα είναι εμπνευσμένα από την επίσκεψή μου στο Άγιον Όρος κι άλλα τόσα από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Στο Ταριχευτήριο πουλιών (1978) υπάρχουν ποιήματα που ανακαλούν στη μνήμη τους Κρητικούς μακεδονομάχους, τη μικρασιατική εκστρατεία, τη γερμανική κατοχή, το αεροπορικό δυστύχημα του 1969, τις διώξεις στα ανελεύθερα καθεστώτα. Στο Άνθρωποι και σκιές (1995) τα δυο ποιήματα του «Φωτογραφικού αρχείου» δίνουν μιαν εικόνα των Χανιών της Κρητικής Πολιτείας, τα πέντε ποιήματα των «Παλιών Χρονολογιών» ζωντανεύουν περιστατικά των χρόνων 1941–1953, ενώ οι «Κατεδαφίσεις» αποδίδουν την αλλαγή της όψης και της ζωής της πόλης μας. Υπενθυμίζω ακόμη ότι το χρονικό Όταν το πέλμα μας εταίριαζε με το χώμα (2000) αναφέρεται στον πόλεμο και στην κατοχή και το Οδοιπορικό των Σφακιών (1980) περιέχει τις εντυπώσεις μου από την ιστορική τούτη επαρχία της Κρήτης. Υπάρχουν ακόμη επτά διηγήματά μου, ανέκδοτα, όπου γίνεται αντικείμενο ειρωνείας ο φόβος κι η ενδοτικότητά μας στα χρόνια της δικτατορίας.
Ο ίδιος ο Παπαγεωργίου που αναφέρατε αναγνωρίζει στην εισαγωγή της «Ανθολογίας της Β΄ μεταπολεμικής ποιητικής γενιάς» ότι «ο Γιώργης Μανουσάκης είναι, πρωτίστως, ένας ποιητής της υπαρξιακής αγωνίας, ο οποίος, όμως, παρακολουθώντας παράλληλα και τα ιστορικά δρώμενα του καιρού του, εντάσσεται στο χώρο του ανυστερόβουλου – με την έννοια του ιδεολογικά ανένταχτου–κοινωνικού προβληματισμού.»
– Τι είναι αυτό που σας προκαλεί την υπαρξιακή αγωνία;
–Χρειάστηκε να περάσουνε χρόνια για να καταλάβω τα βαθιά ίχνη που άφησε στο παιδί που ήμουν τότε ο πόλεμος κι η κατοχή, με το φόβο, τις εκτελέσεις και την αβεβαιότητα που μου δημιουργούσαν. Σ’ αυτό προστέθηκε στα δεκαπέντε μου χρόνια ο ξαφνικός θάνατος του πατέρα μου, μπροστά μου, που εκτός των άλλων με κατέστησε πρόωρα υπεύθυνο για τη ζωή μου και τη ζωή των δικών μου. Έτσι από πολύ νωρίς μου ’γινε συνείδηση η τρομερή αλήθεια που διατύπωσε ο Χάιντεγκερ: «Οτιδήποτε εισέρχεται στη ζωή, αρχίζει κιόλας να παθαίνει, να πορεύεται προς το θάνατό του.» Είναι η αλήθεια που κι ο ποιητής Ρ.Μ. Ρίλκε εξέφρασε με συγκλονιστικό τρόπο:
Γύρω από τούτο τον πυρήνα-θάνατο περιστρέφονται τα ποιήματα των ενοτήτων «Ως ιμάτιον» στο Άνθρωποι και σκιές και «Το μεγάλο κρύο» Στ’ ακρωτήρια της ύπαρξης, για να περιοριστώ στις δυο τελευταίες συλλογές μου.
– Eπηρέασε την ποίησή σας η υπαρξιακή φιλοσοφία;
–Όταν εδιάβασα τα πρώτα υπαρξιακά κείμενα ήτανε σαν ν’ αντίκριζα το πρόσωπό μου σ’ έναν καθρέφτη. Με βοήθησαν να βρω απαντήσεις για πολλά από τα ερωτήματα που με βασάνιζαν. Το άτομο, λένε οι φιλόσοφοι της ύπαρξης, δεν είναι μόνο το κομμάτι ενός συνόλου. Είναι μια οντότητα, μια μοναδικότητα που δεν χωρεί σε καλούπια και σχήματα. «Πρέπει να ζητώ μιαν αλήθεια, που δεν είναι καθολική, αλλά μια αλήθεια για μένα», λέει ο Κίρκεργκωρ. Η υποκειμενική αλήθεια είναι πιο βαθιά από εκείνη στην οποία μας οδηγεί ο ορθός λόγος, γιατί είναι βίωμα, ύπαρξη που ερευνά τον εαυτό της. Ο «υποκειμενικός στοχαστής» ξεπερνά τις λογικές αντιφάσεις. Μπορεί να μην τις λύνει, έρχεται όμως σ’ άμεση επαφή μαζί τους, παλεύει μ’ αυτές και ματώνει. Όντας προσωρινός ο άνθρωπος προσπαθεί να ερμηνεύσει το παράδοξο της ύπαρξής του και να ξεπεράσει τις περιορισμένες του δυνατότητες. Αυτό το «παράδοξο της ύπαρξης» ψαύουν τα ποιήματα της ενότητας «Τα αινίγματα του κόσμου» στη τελευταία μου συλλογή.
– Στην ενότητα στην οποία αναφερθήκατε, αλλά και σ’ άλλα ποιήματά σας, είναι εμφανής «η σιωπή του Θεού».
–Το απρόσιτο κι ανερμήνευτο του Θεού το ’χουν εκφράσει και πολλοί πατέρες της Εκκλησίας. Ωστόσο η αίσθηση ότι ο Θεός παραμένει σιωπηλός και δεν αποκρίνεται στις εκκλήσεις και παρακλήσεις μας έγινε διάχυτη από τότε που αρχίσαμε ν’ αμφισβητούμε την παντοδυναμία, τη σοφία και την αγαθότητά του. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη το Θεό, για να μην αισθάνεται εκμηδενισμένος. Χαρακτηριστικά γράφει ο Γιώργος Θέμελης:
Μήπως τελικά η σιωπή του Θεού οφείλεται στην αδυναμία μας να τον προσεγγίσομε λόγω της έπαρσής μας; Μήπως κι ο Θεός έχει τη δική του μοναξιά επειδή τον απαρνηθήκαμε; Το υποδηλώνει σ’ ένα ποίημά του ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός: «…κι Εσύ, Μόνος παραμένεις / άγνωστος…»
–«Στ΄ ακρωτήρια της ύπαρξης», τη νέα σας ποιητική συλλογή έχουμε την έκφραση μιας εκ βαθέων εξομολόγησης για τα αιώνια, άλυτα, ανθρώπινα προβλήματα. Πόσο πιστεύετε πως η ποίηση απαλύνει τον πόνο του ανθρώπου για το εφήμερο αυτής της ζωής;
–Η ποίηση δεν έχει, βέβαια, τη δύναμη να λύσει τα αιώνια προβλήματα γύρω από την ανθρώπινη ύπαρξη. Αν την είχε θα ’ταν ένα φάρμακο, που θα το παίρναμε σε τακτές ώρες με το κουταλάκι – δεν θα ’ταν άσκηση ψυχής. Ο Καβάφης την είχε ορίσει ως «νάρκης του άλγους δοκιμές εν Φαντασία και Λόγω». Είναι μια άποψη: Η ποίηση ενεργεί σαν ναρκωτικό, κάνοντας πιο υποφερτό το υπαρξιακό άλγος. Ναρκώνει όμως άραγε η ποίηση ή μήπως οξύνει περισσότερο τον αγιάτρευτο πόνο μας για τη μοναξιά, τη φθορά και το θάνατο; Έχω την αίσθηση πως ενεργεί προς δυο αντίθετες κατευθύνσεις (γι’ αυτό κι είναι ένα «μυστήριο» με την ιερή σημασία του όρου). Μας κάνει να συνειδητοποιούμε το πρόβλημα, να το βιώνομε ως τα έσχατα όρια της αντοχής μας. Την ώρα όμως που νιώθομε βαθιά την αγωνία και την εξουθένωση, ξυπνά μέσα μας ο πόθος να κρατήσομε άφθαρτη την οδυνηρή στιγμή, να της δώσομε μορφή και διάρκεια, να τη στήσομε σαν άγαλμα αντίκρυ στο χρόνο. Αφού εμείς είμαστε πρόσκαιροι, ας μείνει τουλάχιστον μετά από μας αυτό που νιώσαμε σε μια στιγμή έντασης. Είναι σαν να μπαίνει στη σφαίρα της αθανασίας ένα κομμάτι του χοϊκού εαυτού μας.
–Η ζωή συνεχίζεται… Όσο θα μας το επιτρέψουν οι δυνάμεις μας και ο καιρός του ζην! Τι μας ετοιμάζετε για το μέλλον;
–Θα περιοριστώ στις ποιητικές συλλογές, γιατί είναι ήδη έτοιμες κατά το μεγαλύτερο μέρος τους. Το επόμενο ποιητικό βιβλίο μου θα ’ναι ένα δίπτυχο. Το α΄ μέρος αντλημένο από την ελληνική αρχαιότητα: μυθολογία, λογοτεχνία, εικαστικές τέχνες – μύθοι, πρόσωπα, μορφές, ιδωμένα με το βλέμμα ενός σύγχρονου. Το β΄ μέρος, σατιρικά σχεδιάσματα με θέματα κοινωνικά, πολιτικά, λογοτεχνικά. Η συλλογή άρχισε να γράφεται από τη δεκαετία του 1970. Το δεύτερο προς έκδοση ποιητικό βιβλίο αποτελείται από απλές εικόνες και στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής και του κόσμου που μας περιβάλλει. Μια χρεωστούμενη οφειλή στα μικρά και φαινομενικά ασήμαντα, που ωστόσο γεμίζουν τη ζωή μας. Μια επιστροφή, θα ’λεγα, σε μια σχεδόν παιδική αθωότητα. Η τρίτη συλλογή θα περιλαμβάνει ποιήματα που γραφτήκανε σε μέρες εορτών – Χριστούγεννα και Μεγαλοβδομάδες. Στιγμές που μπόρεσα να εισχωρήσω στο πνεύμα εκείνων των ημερών και να νιώσω μια λυτρωτική συγκίνηση και στιγμές που, παρά την επιθυμία μου, έμεινα «έξω του Κήπου», όπως θα ’λεγε ο Παπατσώνης, δέσμιος του ορθολογισμού και του σκεπτικισμού της εποχής μας, που αποθαρρύνει κάθε πίστη, αφήνοντάς μας με τη στυφή γεύση του ανικανοποίητου.
–Σας ευχαριστούμε πολύ.
Πηγή : https://neoplanodion.gr/
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου