του Γεράσιμου Γ. Γερολυμάτου
Οι συνέπειες του
δυναμικού ρεύματος της απομυθοποίησης, σε ότι αφορά τον καλλιτέχνη ως άτομο,
ήταν αμφίσημες, αλλά τελικά ευνοϊκές. Την αρχική προσγείωσή του, είχε
ακολουθήσει η προσωπική του προβολή. Ο καλλιτέχνης, που έως τότε θεωρείτο ένας
απλός χειρώναξ, πρόβαλλε σαν ένα άτομο με ξεχωριστές ικανότητες και γνώσεις,
που κανένας θεός δεν τον είχε διδάξει την τέχνη του, αλλά τις είχε αποκτήσει με
την εξυπνάδα του μέσα από την άσκηση και ήταν ολότελα υπεύθυνος για τη
δημιουργία του έργου του. Ήδη από τα μέσα του 6ου αι., είχε αρχίσει να
υπογράφει τα έργα του, νιώθοντας την ανάγκη να διακηρύξει την ομορφιά τους και
να εκφράσει την προσωπική του αξία, που αντανακλώνταν στο ίδιο το έργο που ήταν
δικό του, αν και με τη συνέργεια του θεού.
Όπως εξηγεί ο Χρ.
Καρούζος: «Η έννοια της λέξης «συνέργεια»
είχε για τον αρχαίο τη σημασία της πνευματικής μόνο συμβολής του θεού στο έργο,
ποτέ όμως μια πράξη δεν ήταν έργο του θεού, αλλά η απόφαση ή μη της πραγματοποίησης
έμενε στην πρωτοβουλία του ανθρώπου». Συχνά για να παινέψει την ομορφιά του
έργου του, συνόδευε την υπογραφή του στα αναθηματικά γλυπτά ή στα αγγεία με
διάφορα επαινετικά σχόλια[1].
Στα τελευταία αρχαϊκά χρόνια, τέτοια λόγια δεν ήταν αρκετά. Η μετριοφροσύνη των
παλιών τεχνιτών, που βασιζόταν στις μυθικές κρίσεις και στο φρόνημα της θεϊκής
συνέργειας, που ήταν βέβαιοι για τον εαυτό τους είχε γίνει παρελθόν. Μάλιστα,
όσο περισσότερο ήθελαν οι παλιοί τεχνίτες να ανυψώσουν την αξία του έργου τους,
τόσο περισσότερο τόνιζαν πως είχαν μάθει την τέχνη τους από τους ίδιους τους
θεούς.
Τους παλιούς τεχνίτες
διαδέχθηκαν όμως νέες γενιές καλλιτεχνών, που έχοντας αμφισβητήσει τα
«παραμύθια» των παλιών μύθων, είχε ξυπνήσει μέσα τους η συνείδηση της
προσωπικής τους αξίας. Αυτή την αξία ήθελαν να τη διακηρύξουν, άμεσα ή έμμεσα,
και τους άρεσε να λένε καθαρά, πως οι δάσκαλοί τους ήταν άνθρωποι για να
ξεχωρίσουν τους εαυτούς τους από τους αδέξιους και κακότεχνους ασπούδαστους. Η
έννοια του δασκάλου είχε αρχίσει από τότε να προσλαμβάνει την αξία μιας
αυθεντίας στη θέση της θεϊκής διδασκαλίας. Μια αξία, που αποτελεί σημείο
αναφοράς για το μαθητή, που μπορεί να την επικαλείται ως απόδειξη της δικής του
αξίας. Η αντίληψη αυτή ισχύει μέχρι τις μέρες μας και είναι υπεύθυνη για την
ίδρυση των σχολών τέχνης και της παράδοσης των καλλιτεχνικών ρευμάτων.
Η αλλαγή της
συνείδησης των καλλιτεχνών, σηματοδότησε, όχι μόνο την αλλαγή της μορφής της
τέχνης, αλλά και του ύφους των σχολίων. Πλήθος επιγραμμάτων σε γλυπτά και
αγγειογραφίες, που ήταν, βεβαίως, υποδεέστερη τέχνη, δείχνουν τη μετατόπιση του
ενδιαφέροντος από το ίδιο το έργο, προς την προσωπική ικανότητα και την αξία
του καλλιτέχνη. Αυτό σήμαινε, όπως και στις μέρες μας, έναν ανταγωνισμό των
καλλιτεχνών στη βάση της καλλιτεχνικής υπεροχής, που εκφράζεται πια μέσα από το
ίδιο το έργο[2].
Ο καλλιτέχνης αναζητά τη σύγκριση με άλλα ανθρώπινα έργα, σαν μια μέθοδο που
μπορεί να αποκαλύψει το καλό έργο και τον άριστο καλλιτέχνη, και δεν επιθυμεί
πια την αυτονόητη αναγωγή σε μυθικά πρότυπα. Θέλει να κριθεί από την προσωπική
του αξία.
Το έργο δεν ήταν πια
μια αποκαλυμμένη, αντικειμενική και πέρα από κάθε κριτική, εικόνα του
μυθολογικού κόσμου, αλλά ένα ανθρώπινο δημιούργημα, που απευθυνόταν στην κρίση
του θεατή. Το κάλλος ήταν αποτέλεσμα της γνώσης και των τεχνικών ικανοτήτων του
καλλιτέχνη, του εσωτερικού αισθητικού του οράματος. Το συνιστούσαν η συμμετρία
και η αναλογία των σχημάτων στη μορφή μιας τέλειας αρμονίας. Μπορούσε να
προσεγγιστεί μέσα από την τεχνική γνώση, την σωστή χρήση, δηλαδή, των εργαλείων
και των υλικών και την κατανόηση των κανόνων της λειτουργίας των αισθήσεων. Η
χρήση των εργαλείων και των υλικών, φυσικό ήταν να διαφοροποιείται από
καλλιτέχνη σε καλλιτέχνη, σε σχέση με την ατομική του ιδιοσυγκρασία και
έμπνευση και το επίπεδο των τεχνικών του γνώσεων. Η διαφορά υπογράμμιζε το
ξεχωριστό ύφος του καθένα με έναν τρόπο προσωπικό και η καταξίωση του έργου
ήταν ανάλογη προς το βαθμό του Κάλλους του. Η επίτευξη του Κάλλους προϋπόθετε
τέλεια τεχνική γνώση και ένα κοινώς αναγνωρισμένο ως όμορφο έργο ήταν από μόνο
του απόδειξη της ικανότητας του καλλιτέχνη. Τέθηκαν έτσι νέα κριτήρια που
αξιολογούσαν τους καλλιτέχνες και τα έργα σύμφωνα με το βαθμό προσέγγισης προς
το Κάλλος. Ήταν τα κριτήρια της έντεχνης τελειότητας, της «αρετής της τέχνης» του Αριστοτέλη, που ανέδειξαν τους μεγάλους
καλλιτέχνες του «Χρυσού Αιώνα», τον Φειδία, τον Πολύκλειτο, τον αδελφό του Ναυκύδη
και τον Κρησίλα, που τους εξασφάλισαν
την αθανασία της φήμης.
Ο "Δορυφόρος" του Πολύκλειτου |
Στους ελληνιστικούς
χρόνους, οι καλλιτέχνες ενδιαφέρονταν μόνο για την ολοένα και καλύτερη
αναπαράσταση, την αισθητική των έργων και για τα προβλήματα της ίδιας της
τέχνης τους. Κατά τον Δ. Θέο[3]:
«Διασχίζοντας τους αιώνες, όταν βρεθούμε
στους ελληνιστικούς χρόνους, συναντάμε ένα πλήθος αλληγορικών εκδηλώσεων και
έργων. Οι χρόνοι αυτοί σημαδεύονται από την έκπτωση του σημαίνοντος σε σημείο.
Είναι η στιγμή κατά την οποία ο ρωμαϊκός κόσμος ανακάλυψε στην εικόνα τη
σημασιολογική της διάσταση και μάλιστα σε συνάρτηση με το υλικό της μέρος».
Σε αυτήν ακριβώς την
περίοδο και σ΄αυτήν την ατμόσφαιρα άρχισαν να συλλέγουν οι πλούσιοι έργα
τέχνης, να παραγγέλνουν αντίγραφα ξακουστών έργων, όταν δε μπορούσαν
ν΄αποκτήσουν τα πρωτότυπα, και να πληρώνουν απίστευτα ποσά για όσα απ΄αυτά ήταν
διαθέσιμα. Πολλοί από τους διάσημους καλλιτέχνες της αρχαιότητας ήταν ζωγράφοι
και όχι γλύπτες. Ξέρουμε πως και αυτοί οι ζωγράφοι ενδιαφέρονταν πιο πολύ για
τα ειδικά προβλήματα της δουλειάς τους, παρά για μια τέχνη που υπηρετούσε έναν
θρησκευτικό σκοπό. Η εμφάνιση στη μορφή των ειδικών στοιχείων της ατομικότητας,
η έκφραση της προσωπικότητας και η ομοιότητα του έργου με το μοντέλο, δείχνουν,
ότι εκείνη την εποχή σηματοδοτήθηκε μια μεγάλη αλλαγή ως προς τις κατευθύνσεις
της Τέχνης.
Το
κείμενο αποτελεί μέρος της μελέτης μου με τον τίτλο: «ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΣΤΗΝ
ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΘΡΗΣΚΕΙΑ-Μια επισκόπηση της ανάπτυξης του
πολιτισμού». Β΄ Μέρος: ΑΡΧΑΙΟΣ ΚΟΣΜΟΣ,
Κεφ. 4. Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΟ ΝΕΟ ΦΥΣΙΚΟ ΠΡΟΤΥΠΟ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ,
παρ. 4. 2. Οι καλλιτέχνες στην κλασική εποχή.
[1] Όπως π.χ ο αγγειογράφος Εξηκίας σε
μια κύλικα ανάμεσα στα 550-540 «Εχσεκίας
μ΄εποίεσεν ευ», ή λίγο αργότερα ο Χαριταίος «Χαριταίος εποίεσεν εμέ ευ», ο «Λυσιάδης
μ΄εποίησεν ευ», ή στρέφοντας τον
έπαινο στο ίδιο το έργο το έβαζε να μιλάει σαν να ήταν κάτι ζωντανό «Καλόν είμι το ποτήριον καλ(ό)ν», «Καλόν είμι ποτέριον, Ευχ(ει)ρος εποίεσεν
εμέ» κ.λ.π.
[2] Αυτό εκφράζει ο αγγειογράφος Ευθυμίδης, όταν γράφει «Ευθυμίδες έγραφσεν ho Πολίο ευ γε ναίχι», ενώ γύρω στα 510 π.Χ, σε ένα αγγείο που βρίσκεται στο Μόναχο, δεν του
φτάνει να εκφράσει απλά τον αυτοέπαινό του, αλλά προκαλεί να τον συγκρίνουν με
τους συντεχνίτες του, προεξοφλώντας μάλιστα και το αποτέλεσμα της σύγκρισης «Έγραφσεν Ευθυμίδες hο Πολίο hος ουδέποτε Ευφρόνιος». Ο Ευφρόνιος ήταν ένας άλλος σύγχρονός του αγγειογράφος.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου