Του Νίκου Θρασυβούλου.
Με αρκετή αγωνία περίμενε την έκδοση του νέου του βιβλίου, (όπως και εγώ άλλωστε αφού είχα διαβάσει μέρος των χειρογράφων) ο Μάνος Ελευθερίου και επιτέλους από τις 20 Μαρτίου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο με τίτλο Μάρκος Βαμβακάρης και η Συριανή κοινωνία τα χρόνια 1905-1920.
Αν και τον ταλαιπωρούσε ένα κρυολόγημα, το ότι θα μιλούσαμε για το ολοκαίνουριο βιβλίο του στο ραδιόφωνο του Βήμα fm τον έκανε να είναι πολύ κεφάτος και με έντονη την χιουμοριστική διάθεση. Το πρώτο που μου αποκάλυψε ήταν το έναυσμα που είχε για να γράψει το βιβλίο αυτό.
«Είχα δημοσιεύσει πριν από χρόνια ένα άρθρο για τον Μάρκο Βαμβακάρη στο περιοδικό Δίφωνο. Τον Μάρκο τον άκουσα για πρώτη φορά όταν ήμουν παιδάκι 12 ετών στη Σύρο. Στο σινεμά ήταν, σε μια ταινία όπου εκεί έπαιζε μία μελωδία του, μέσα σε ένα κελί λέγοντας ένα τραγούδι για κάποιο καταδικασμένο. Δεν ήταν καλή ταινία, μαυρόασπρη και με πολλά προβλήματα. Δεν μου άρεσε καθόλου αν αναλογιστεί κανείς ότι τα χρόνια εκείνα έβλεπα ταινίες με την Έστερ Γούλιαμς που ήταν πράγματι ωραίες ταινίες.
Στο κλίμα του Μάρκου Βαμβακάρη μπήκα μετά από χρόνια, το 1971 συγκεκριμένα. Θυμάμαι ότι πίσω από το πανεπιστήμιο είδα μία αφισέτα κολλημένα στο τοίχο που έγραφε:
ΠΑΙΔΙΑ ΜΟΥ ΣΑΣ ΠΡΟΣΚΑΛΩ ΝΑ ΑΚΟΥΣΕΤΕ ΠΑΛΑΙΑ ΚΑΙ ΝΕΑ ΜΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΜΑΡΓΩ-ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ.
Ήταν μόνο λίγους μήνες πριν πεθάνει. Πέθανε 67 χρόνων και έχει ενδιαφέρον ότι οι περισσότεροι από αυτούς όλους, όλη αυτή η γενεά, πέθαναν φτωχοί, ο Μ.Β. στο τέλος κάτι κέρδισε από τα τραγούδια του. Άλλωστε ας μην ξεχνάμε ότι υπήρξε μεγάλη περίοδος δόξας και χρήματος για τον Μάρκο. Τον καιρό που πέθανε ο Μ.Β. (1972) έγραψα ένα τραγούδι για αυτόν, το μελοποίησε ο Δήμος Μούτσης εκπληκτικά και το είπε εξαίσια η Βίκυ Μοσχολιού, με τίτλο «Στους μπαξέδες» και το λέγαμε «εις μνήμην».
Το βιβλίο μου είναι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα της Σύρας γενικά και της Άνω Σύρας δηλαδή του βράχου που γεννήθηκε ο Μ.Β. και της Ερμούπολης στην οποία μεγάλωσε από μια στιγμή και πέρα, άρχισε να εργάζεται 9 χρόνων και μέχρι τα 15 του χρόνια ουσιαστικά έμενε στην Ερμούπολη όλη την ημέρα, διότι εκεί ήταν οι δουλειές του, είτε ως υπάλληλος μπακάλικου, είτε ως εφημεριδοπώλης κυρίως. Έχω φύλλα της εφημερίδας «Το Παράρτημα» που πουλούσε ο Μ.Β.
Η Σύρα στα χρόνια της παιδικής ηλικίας του Μ.Β. είχε το προβάδισμα στο τομέα του εμπορίου και της ναυτιλίας.
Η ανάπτυξη όμως του Πειραιά δημιούργησε μεταναστευτικό ρεύμα στην Συριανή κοινωνία και προς τον Πειραιά και προς την Αθήνα στα εργοστάσια που δημιουργήθηκαν τότε. Συριανοί βιομήχανοι άνοιγαν εργοστάσια στον Πειραιά και έπαιρναν μαζί τους εργατικό δυναμικό από το νησί.
Η παιδική εργασία στη Σύρα, τα παιδικά χρόνια του Μ.Β. άρχιζε από 6-7 ετών. Αντί να πάνε στο δημοτικό σχολείο τα παιδιά άρχιζαν την δουλειά. Στο βιβλίο μου έχω μια μαρτυρία κυρίας που μαγνητοφώνησα το 1975, η οποία δούλευε σε κλωστήριο σε ηλικία 6 ετών χωρίς βιβλιάριο ασθενείας ούτε και καμία ασφάλεια.
Έχω εντρυφήσει και έχω επεκταθεί σε θέματα που έλεγε ο Μ.Β. στις αναμνήσεις του στην αυτοβιογραφία του. Βρήκα πολλές φωτογραφίες, παρά πολλά ντοκουμέντα και τα παραθέτω όλα μέσα στις σελίδες του βιβλίου μου.
Το βιβλίο μου είναι μία κατάθεση στη βιβλιογραφία της ελληνικής μουσικής. Δεν γνωρίζω βέβαια πόσοι ενδιαφέρονται για τέτοιου είδους καταθέσεις…, τον Μ.Β. και την Συριανή κοινωνία του 1905-1920. Σας τονίζω ότι δεν είναι μόνο η Συριανή κοινωνία των αρχών του 20ου αιώνα αυτή που περιγράφω στο βιβλίο μου διότι η Σύρα είχε ένα βίο παράλληλο με όλες τις πόλεις της Ελλάδος που είχαν λιμάνι, π.χ. Πειραιάς, Σμύρνη, Βόλος, Πάτρα, Θεσσαλονίκη και υπήρχαν εκεί τα ίδια προβλήματα και συμπτώματα.
Υπήρχε τεράστια πορνεία στη Σύρα τα χρόνια 1905-1920. Μάλιστα ο Μ.Β. αναφέρεται για την πορνεία στην Ερμούπολη και τις «κοινές» γυναίκες οι οποίες μάλιστα τον προσκαλούσαν να τις επισκεφθεί. Τις πρόλαβα και εγώ αυτές τις γυναίκες στα νιάτα μου αλλά τότε ήταν σε ομαδικά πορνεία περίπου 20 γυναίκες και είχαν βεβαίως και την πρώτη κυρία που λεγόταν Μπας Χανούμ.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης ήταν ένας μεγάλος πρίγκιπας του τραγουδιού, αυτοδίδακτος, το μπουζούκι ενώ το άκουγε από την παιδική του ηλικία αυτός που του άλλαξε την ζωή ήταν ο Αιβαλιώτης, που ο Μ.Β. άκουσε στον Πειραιά. Τότε στον Μάρκο συνέβη αυτό που λέει ο Γεώργιος Βιζυηνός ότι: «μετεβλήθη εντός μου και ο ρυθμός του κόσμου». Τον πήρε και τον σήκωσε με λίγα λόγια. Ήταν μια δύσκολη εποχή, μια ειδική στιγμή για τον Μ.Β. ήταν και η πιο κατάλληλη και ακαριαία για να ακούσει αυτός εκείνη την στιγμή».
Στο σημείο αυτό της κουβέντας μας, ο Μάνος Ελευθερίου μου εκμυστηρεύτηκε ότι οι δύσκολες στιγμές στη ζωή των δημιουργών είναι εκείνες που συνήθως φέρνουν την έμπνευση στο προσκήνιο.
Αυτό συνέβη και στον ίδιο τον Μάνο, που βιώνοντας μια σκληρή στρατιωτική θητεία, άρχισε να γράφει τα πρώτα του ποιήματα. Κλείνοντας την ραδιοφωνική μας κουβέντα ο Μάνος Ελευθερίου μου είπε ακόμη σχετικά με το βιβλίο του και τα εξής:
«Αναφέρομαι Νίκο μου παρά πολύ στο γενέθλιο τόπο της Άνω Σύρας μιας εκπληκτικής μεσαιωνικής πολιτείας τότε, ειδικά στην γειτονιά Σκαλί που ήταν η γειτονιά του Μάρκου. Επίσης αναφέρομαι εκτενώς στα τοπωνύμια που ακούγονται στη «Φραγκοσυριανή», Γαλισσά, Ντελαγκράτζα, Νιχώρι, Πατέλι και εξηγώ τι ήταν αυτές οι περιοχές. Προσπάθησα, βρήκα ντοκουμέντα και έβαλα στο βιβλίο όλα αυτά που αναφέρει και ο Μ.Β. σχετικά με τους χώρους που εργάστηκε.
Εσύ, Νίκο ξέρεις ότι υπάρχουν στο βιβλίο μου όλοι αυτοί οι ανήλικοι θαμώνες καφενείου, όλους αυτούς που περιγράφει ο Μ.Β., οι χαρτοπαίχτες, η επαιτεία, τα μουσικά όργανα, τα οργανάκια, οι ορχήστρες, η «φασκομηλιά» της Σύρου για την οποία ο Μάρκος μιλάει εκτενώς, οι κουτσαβάκηδες, οι τεκέδες, τα καφενεία, οι χασισοπότες, οι μαχαιροβγάλτες και όλα αυτά τα «μπουμπούκια» που υπήρχαν στη Σύρο.
Αξίζει να σας αναφέρω εδώ ότι ο Μάνος Ελευθερίου με το χιούμορ που τον διακρίνει αναφέρθηκε για ένα «μπουμπούκι» ονόματι Θεόδωρος Γαβαλάς, που τον γνώριζε και ο Μ.Β., αυτός λοιπόν όπως λέει ο Μάνος εκοίταζε ένα λουκέτο και αυτό άνοιγε μόνο του.
Ο Μάνος Ελευθερίου πιστεύει πολύ στο βιβλίο του, είναι ενθουσιασμένος που είναι όπως το περίμενε. Του αρέσει πολύ το εξώφυλλο αλλά και η εκτύπωση των πολλών φωτογραφιών και ντοκουμέντων στις σελίδες του.
Απορρόφησε πολύ από το χρόνο του η συγγραφή του βιβλίου του, αφήνοντας ίσως πίσω την στιχουργική του δουλειά.
Παρ΄ όλα αυτά κατάφερε να γράψει πολλά τραγούδια που περιμένουν στο συρτάρι του, η απουσία όμως της ελληνικής δισκογραφίας μπορεί να τα κρατήσει εκεί για καιρό.
Για το τέλος, σας παραθέτω τον επίλογο όπως τον γράφει στο βιβλίο του ο Μάνος Ελευθερίου: «Όλα αυτά για τον πρίγκιπα Μάρκο Βαμβακάρη, για την Σύρα και τον κόσμο της και για τη μνήμη του σπουδαίου φίλου και συνθέτη Σταύρου Κουγιουμτζή».
Μάνος Ελευθερίου
Μαύρα μάτια: Ο Μάρκος Βαμβακάρης και η συριανή κοινωνία στα χρόνια 1905-1920
Μεταίχμιο, 2013
416 σελ.
Πηγή : http://www.oanagnostis.gr
Με αρκετή αγωνία περίμενε την έκδοση του νέου του βιβλίου, (όπως και εγώ άλλωστε αφού είχα διαβάσει μέρος των χειρογράφων) ο Μάνος Ελευθερίου και επιτέλους από τις 20 Μαρτίου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο με τίτλο Μάρκος Βαμβακάρης και η Συριανή κοινωνία τα χρόνια 1905-1920.
Αν και τον ταλαιπωρούσε ένα κρυολόγημα, το ότι θα μιλούσαμε για το ολοκαίνουριο βιβλίο του στο ραδιόφωνο του Βήμα fm τον έκανε να είναι πολύ κεφάτος και με έντονη την χιουμοριστική διάθεση. Το πρώτο που μου αποκάλυψε ήταν το έναυσμα που είχε για να γράψει το βιβλίο αυτό.
«Είχα δημοσιεύσει πριν από χρόνια ένα άρθρο για τον Μάρκο Βαμβακάρη στο περιοδικό Δίφωνο. Τον Μάρκο τον άκουσα για πρώτη φορά όταν ήμουν παιδάκι 12 ετών στη Σύρο. Στο σινεμά ήταν, σε μια ταινία όπου εκεί έπαιζε μία μελωδία του, μέσα σε ένα κελί λέγοντας ένα τραγούδι για κάποιο καταδικασμένο. Δεν ήταν καλή ταινία, μαυρόασπρη και με πολλά προβλήματα. Δεν μου άρεσε καθόλου αν αναλογιστεί κανείς ότι τα χρόνια εκείνα έβλεπα ταινίες με την Έστερ Γούλιαμς που ήταν πράγματι ωραίες ταινίες.
Στο κλίμα του Μάρκου Βαμβακάρη μπήκα μετά από χρόνια, το 1971 συγκεκριμένα. Θυμάμαι ότι πίσω από το πανεπιστήμιο είδα μία αφισέτα κολλημένα στο τοίχο που έγραφε:
ΠΑΙΔΙΑ ΜΟΥ ΣΑΣ ΠΡΟΣΚΑΛΩ ΝΑ ΑΚΟΥΣΕΤΕ ΠΑΛΑΙΑ ΚΑΙ ΝΕΑ ΜΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΜΑΡΓΩ-ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ.
Ήταν μόνο λίγους μήνες πριν πεθάνει. Πέθανε 67 χρόνων και έχει ενδιαφέρον ότι οι περισσότεροι από αυτούς όλους, όλη αυτή η γενεά, πέθαναν φτωχοί, ο Μ.Β. στο τέλος κάτι κέρδισε από τα τραγούδια του. Άλλωστε ας μην ξεχνάμε ότι υπήρξε μεγάλη περίοδος δόξας και χρήματος για τον Μάρκο. Τον καιρό που πέθανε ο Μ.Β. (1972) έγραψα ένα τραγούδι για αυτόν, το μελοποίησε ο Δήμος Μούτσης εκπληκτικά και το είπε εξαίσια η Βίκυ Μοσχολιού, με τίτλο «Στους μπαξέδες» και το λέγαμε «εις μνήμην».
Το βιβλίο μου είναι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα της Σύρας γενικά και της Άνω Σύρας δηλαδή του βράχου που γεννήθηκε ο Μ.Β. και της Ερμούπολης στην οποία μεγάλωσε από μια στιγμή και πέρα, άρχισε να εργάζεται 9 χρόνων και μέχρι τα 15 του χρόνια ουσιαστικά έμενε στην Ερμούπολη όλη την ημέρα, διότι εκεί ήταν οι δουλειές του, είτε ως υπάλληλος μπακάλικου, είτε ως εφημεριδοπώλης κυρίως. Έχω φύλλα της εφημερίδας «Το Παράρτημα» που πουλούσε ο Μ.Β.
Η Σύρα στα χρόνια της παιδικής ηλικίας του Μ.Β. είχε το προβάδισμα στο τομέα του εμπορίου και της ναυτιλίας.
Η ανάπτυξη όμως του Πειραιά δημιούργησε μεταναστευτικό ρεύμα στην Συριανή κοινωνία και προς τον Πειραιά και προς την Αθήνα στα εργοστάσια που δημιουργήθηκαν τότε. Συριανοί βιομήχανοι άνοιγαν εργοστάσια στον Πειραιά και έπαιρναν μαζί τους εργατικό δυναμικό από το νησί.
Η παιδική εργασία στη Σύρα, τα παιδικά χρόνια του Μ.Β. άρχιζε από 6-7 ετών. Αντί να πάνε στο δημοτικό σχολείο τα παιδιά άρχιζαν την δουλειά. Στο βιβλίο μου έχω μια μαρτυρία κυρίας που μαγνητοφώνησα το 1975, η οποία δούλευε σε κλωστήριο σε ηλικία 6 ετών χωρίς βιβλιάριο ασθενείας ούτε και καμία ασφάλεια.
Έχω εντρυφήσει και έχω επεκταθεί σε θέματα που έλεγε ο Μ.Β. στις αναμνήσεις του στην αυτοβιογραφία του. Βρήκα πολλές φωτογραφίες, παρά πολλά ντοκουμέντα και τα παραθέτω όλα μέσα στις σελίδες του βιβλίου μου.
Το βιβλίο μου είναι μία κατάθεση στη βιβλιογραφία της ελληνικής μουσικής. Δεν γνωρίζω βέβαια πόσοι ενδιαφέρονται για τέτοιου είδους καταθέσεις…, τον Μ.Β. και την Συριανή κοινωνία του 1905-1920. Σας τονίζω ότι δεν είναι μόνο η Συριανή κοινωνία των αρχών του 20ου αιώνα αυτή που περιγράφω στο βιβλίο μου διότι η Σύρα είχε ένα βίο παράλληλο με όλες τις πόλεις της Ελλάδος που είχαν λιμάνι, π.χ. Πειραιάς, Σμύρνη, Βόλος, Πάτρα, Θεσσαλονίκη και υπήρχαν εκεί τα ίδια προβλήματα και συμπτώματα.
Υπήρχε τεράστια πορνεία στη Σύρα τα χρόνια 1905-1920. Μάλιστα ο Μ.Β. αναφέρεται για την πορνεία στην Ερμούπολη και τις «κοινές» γυναίκες οι οποίες μάλιστα τον προσκαλούσαν να τις επισκεφθεί. Τις πρόλαβα και εγώ αυτές τις γυναίκες στα νιάτα μου αλλά τότε ήταν σε ομαδικά πορνεία περίπου 20 γυναίκες και είχαν βεβαίως και την πρώτη κυρία που λεγόταν Μπας Χανούμ.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης ήταν ένας μεγάλος πρίγκιπας του τραγουδιού, αυτοδίδακτος, το μπουζούκι ενώ το άκουγε από την παιδική του ηλικία αυτός που του άλλαξε την ζωή ήταν ο Αιβαλιώτης, που ο Μ.Β. άκουσε στον Πειραιά. Τότε στον Μάρκο συνέβη αυτό που λέει ο Γεώργιος Βιζυηνός ότι: «μετεβλήθη εντός μου και ο ρυθμός του κόσμου». Τον πήρε και τον σήκωσε με λίγα λόγια. Ήταν μια δύσκολη εποχή, μια ειδική στιγμή για τον Μ.Β. ήταν και η πιο κατάλληλη και ακαριαία για να ακούσει αυτός εκείνη την στιγμή».
Στο σημείο αυτό της κουβέντας μας, ο Μάνος Ελευθερίου μου εκμυστηρεύτηκε ότι οι δύσκολες στιγμές στη ζωή των δημιουργών είναι εκείνες που συνήθως φέρνουν την έμπνευση στο προσκήνιο.
Αυτό συνέβη και στον ίδιο τον Μάνο, που βιώνοντας μια σκληρή στρατιωτική θητεία, άρχισε να γράφει τα πρώτα του ποιήματα. Κλείνοντας την ραδιοφωνική μας κουβέντα ο Μάνος Ελευθερίου μου είπε ακόμη σχετικά με το βιβλίο του και τα εξής:
«Αναφέρομαι Νίκο μου παρά πολύ στο γενέθλιο τόπο της Άνω Σύρας μιας εκπληκτικής μεσαιωνικής πολιτείας τότε, ειδικά στην γειτονιά Σκαλί που ήταν η γειτονιά του Μάρκου. Επίσης αναφέρομαι εκτενώς στα τοπωνύμια που ακούγονται στη «Φραγκοσυριανή», Γαλισσά, Ντελαγκράτζα, Νιχώρι, Πατέλι και εξηγώ τι ήταν αυτές οι περιοχές. Προσπάθησα, βρήκα ντοκουμέντα και έβαλα στο βιβλίο όλα αυτά που αναφέρει και ο Μ.Β. σχετικά με τους χώρους που εργάστηκε.
Εσύ, Νίκο ξέρεις ότι υπάρχουν στο βιβλίο μου όλοι αυτοί οι ανήλικοι θαμώνες καφενείου, όλους αυτούς που περιγράφει ο Μ.Β., οι χαρτοπαίχτες, η επαιτεία, τα μουσικά όργανα, τα οργανάκια, οι ορχήστρες, η «φασκομηλιά» της Σύρου για την οποία ο Μάρκος μιλάει εκτενώς, οι κουτσαβάκηδες, οι τεκέδες, τα καφενεία, οι χασισοπότες, οι μαχαιροβγάλτες και όλα αυτά τα «μπουμπούκια» που υπήρχαν στη Σύρο.
Αξίζει να σας αναφέρω εδώ ότι ο Μάνος Ελευθερίου με το χιούμορ που τον διακρίνει αναφέρθηκε για ένα «μπουμπούκι» ονόματι Θεόδωρος Γαβαλάς, που τον γνώριζε και ο Μ.Β., αυτός λοιπόν όπως λέει ο Μάνος εκοίταζε ένα λουκέτο και αυτό άνοιγε μόνο του.
Ο Μάνος Ελευθερίου πιστεύει πολύ στο βιβλίο του, είναι ενθουσιασμένος που είναι όπως το περίμενε. Του αρέσει πολύ το εξώφυλλο αλλά και η εκτύπωση των πολλών φωτογραφιών και ντοκουμέντων στις σελίδες του.
Απορρόφησε πολύ από το χρόνο του η συγγραφή του βιβλίου του, αφήνοντας ίσως πίσω την στιχουργική του δουλειά.
Παρ΄ όλα αυτά κατάφερε να γράψει πολλά τραγούδια που περιμένουν στο συρτάρι του, η απουσία όμως της ελληνικής δισκογραφίας μπορεί να τα κρατήσει εκεί για καιρό.
Για το τέλος, σας παραθέτω τον επίλογο όπως τον γράφει στο βιβλίο του ο Μάνος Ελευθερίου: «Όλα αυτά για τον πρίγκιπα Μάρκο Βαμβακάρη, για την Σύρα και τον κόσμο της και για τη μνήμη του σπουδαίου φίλου και συνθέτη Σταύρου Κουγιουμτζή».
Μάνος Ελευθερίου
Μαύρα μάτια: Ο Μάρκος Βαμβακάρης και η συριανή κοινωνία στα χρόνια 1905-1920
Μεταίχμιο, 2013
416 σελ.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου