Κώστας ΜελάςΗ διακήρυξη διακήρυξη της Ρώμης (25-3-2017) επιβεβαίωσε ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επιλέγει το τρίτο σενάριο από τα πέντε που παρουσίασε ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιούνκερ με τη Λευκή Βίβλο. Το σενάριο που επιγράφεται ως Those who want more do more, (εκείνοι που θέλουν περισσότερο, να κάνουν περισσότερο) αποτελεί ουσιαστικά το σενάριο πολλαπλών ταχυτήτων. Με βάση, λοιπόν, τις «συμμαχίες των προθύμων» σε συγκεκριμένους τομείς πολιτικής, όπως π.χ. η άμυνα, η εσωτερική ασφάλεια, η φορολογία και ορισμένα κοινωνικά θέματα.
Υιοθετείται η στρατηγική της PESCO (Permanent Structured Cooperation), σε διάφορους τομείς, με προεξάρχοντα αυτόν της άμυνας. Πρόκειται για επιλογή της Γερμανίας, όπως είχε ήδη προαναγγείλει με διάφορους τρόπους η καγκελάριος Μέρκελ. Μάλιστα στη διακήρυξη υπάρχουν τέσσερις στόχοι για την επόμενη δεκαετία, από τους οποίους πρώτος είναι ο ακόλουθος:
«Μια ασφαλή και προστατευμένη Ευρώπη: μια Ένωση όπου όλοι οι πολίτες θα αισθάνονται ασφαλείς και θα μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα, όπου τα εξωτερικά μας σύνορα θα είναι ασφαλή, εφαρμόζοντας μια αποτελεσματική, υπεύθυνη και βιώσιμη μεταναστευτική πολιτική που θα σέβεται τα διεθνή πρότυπα· μια Ευρώπη αποφασισμένη να καταπολεμήσει την τρομοκρατία και το οργανωμένο έγκλημα».
Γίνεται εύκολα αντιληπτή η άμεση σχέση μεταξύ της επιλογής του τρίτου σεναρίου και του πρώτου στόχου που τίθεται στην πρόσφατη Διακήρυξη των Αρχηγών της ΕΕ. Η παραπάνω επιλογή, με κύριο άξονα τα θέματα άμυνας και ασφάλειας, αποτελεί εδώ και αρκετό καιρό προτεραιότητα της κυβέρνησης Μέρκελ.
Αιτία είναι ότι είχε γίνει επιτακτική ανάγκη η προσαρμογή της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής στα νέα πλανητικά δεδομένα. Η εκλογή του προέδρου Τραμπ επιτάχυνε τις παραπάνω διαδικασίες.
Τα νέα δεδομένα
Οι ΗΠΑ εξαρτούν ολοένα και περισσότερο την εξωτερική τους πολιτική από την προσέγγιση της “ισορροπίας δυνάμεων”. Βασίζονται πλέον περισσότερο στους περιφερειακούς φορείς για τη διαχείριση απειλών. Οι μακροπρόθεσμες αμερικανικές εγγυήσεις για την ασφάλεια της Ευρώπης υπήρξαν το σήμα κατατεθέν της ευρωπαϊκής άμυνας από το 1945. Το Βερολίνο δεν μπορεί πλέον να υπολογίζει σ’ αυτές.
Με την εκλογή Τραμπ διαφαίνεται η επανεξέταση κύριων προσεγγίσεων της μεταπολεμικής αμερικανικής στρατηγικής. Αυτό ήταν από καιρό αναμενόμενο. Ο Πρόεδρος Τραμπ, όσον αφορά την εθνική στρατηγική των ΗΠΑ, εμφανίζεται ως κύριος εκφραστής αναζήτησης νέων προσανατολισμών και προσεγγίσεων.
Αυτό είναι το κύριο ζήτημα της στρατηγικής θεωρίας το επόμενο διάστημα Τίποτα δεν προδικάζεται όσον αφορά τους στρατηγικούς προσανατολισμούς των ΗΠΑ. Είναι λάθος, όμως, να μην υπογραμμίζεται η διαφορά μεταξύ μιας υπερεκτατικής πολιτικής και των διακηρύξεων του νέου Προέδρου. Οι διακηρύξεις του υποδηλώνουν αναζήτηση προϋποθέσεων ισορροπίας. Θα πρέπει, ωστόσο, να αναμένουμε πριν εκφραστούν τελεσίδικες εκτιμήσεις.
Το ΝΑΤΟ εξακολουθεί να βρίσκεται σε φάση αναμονής για τον τρόπο που θα συνεχίσει να υπάρχει. Το βάρος της Ρωσίας, ως περιφερειακής πυρηνικής δύναμης αυξάνεται ολοένα και πιο πολύ. Σ’ αυτές τις συνθήκες, η Γερμανία δείχνει να κάνει το πρώτο βήμα προς την καθιέρωση ενός νέου εθνικού και περιφερειακού πλαισίου ασφαλείας.
Η συζήτηση στη Γερμανία για μια νέα, πιο διεκδικητική εξωτερική πολιτική, που θα στηρίζεται σε μεγαλύτερο βαθμό στο στρατό της, δεν συνδέεται μόνο με τις ανησυχίες σχετικά με τη Ρωσία ή τις ΗΠΑ. Η Γερμανία έχει αποδεχθεί ότι η μοναδική της επιλογή είναι η συσπείρωση της Ευρώπης.
Όπως, όμως, έχει διαφανεί τα τελευταία έξι χρόνια, η επιτυχία της στο οικονομικό μέτωπο υπήρξε περιορισμένη ή και καταστροφική για την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Η ΕΕ είναι μια οικονομική οντότητα, αλλά η οικονομία έχει μετατραπεί από συνδετικό στοιχείο σε φυγόκεντρο δύναμη. Θα πρέπει να εισαχθεί κάτι καινούργιο στο ευρωπαϊκό πείραμα, αλλιώς το οικοδόμημα κινδυνεύει να αποσυντεθεί.
Γερμανικό νεύμα στο Παρίσι
Το Βερολίνο πιστεύει πως για να κρατηθεί ενωμένη η Ευρώπη απαιτείται η πρόσθεση μιας διαστάσεως που έχει έως τώρα παραβλεφθεί στις διαπραγματεύσεις για την ευρωπαϊκή ενοποίηση: Πρόκειται για την πολιτική-στρατιωτική διάσταση.
Το να υψωθεί ανάστημα απέναντι στη Ρωσία, είναι κάτι που θα βρει ανταπόκριση στα έθνη της Κεντρικής Ευρώπης. Η ανάληψη ενός πιο ενεργού ρόλου στο εξωτερικό θα καταστήσει το Βερολίνο ακαταμάχητο στη σχέση του με το Παρίσι. Οι νύξεις της Γερμανίας ότι θα επεκτείνει τις διεθνείς στρατιωτικές επιχειρήσεις της, ιδιαίτερα στην Αφρική, αποτελούν ένα σαφές νεύμα προς τη Γαλλία, η οποία έχει εκφράσει επανειλημμένα την επιθυμία της για μια βαθύτερη στρατιωτική και πολιτική συνεργασία με τη Γερμανία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, η προσέγγιση της Γερμανίας με τη Γαλλία θα μπορούσε σε σύντομο χρονικό διάστημα να δημιουργήσει μακροπρόθεσμα εντάσεις μεταξύ τους. Το Βερολίνο δεν είναι ασφαλώς σε θέση να αναλάβει μόνο του στρατιωτική δράση. Είναι σε θέση, όμως, να προβάλει με κάποιον ασαφή τρόπο αυτή τη δυνατότητα, δημιουργώντας έτσι μία πολιτική δυναμική, ικανή να αποδυναμώσει προσωρινά τις διαλυτικές τάσεις στην Ευρώπη.
Το Βερολίνο πρέπει να κερδίσει χρόνο, κυρίως στην Κεντρική Ευρώπη, όπου η Ουγγαρία έχει αρχίσει μια ανεξάρτητη πορεία και παρακολουθείται προσεκτικά από τους υπολοίπους. Με τις Ηνωμένες Πολιτείες απρόθυμες να εμπλακούν, η Γερμανία είτε θα γίνει το αντίβαρο είτε θα αντιμετωπίσει τις συνέπειες.
Η στροφή στην εξωτερική πολιτική
Αρχικά, οι ενέργειες της Γερμανίας φαινόταν συγκεγχυμένες και ασυνήθιστες. Φαίνονται όμως πιο λογικές, αν σκεφτεί κανείς ότι το Βερολίνο αναζητά εναλλακτικά εργαλεία, προκειμένου να διατηρήσει ενωμένη την Ευρώπη, καθώς επαναξιολογεί τη Ρωσία.
Μέχρις στιγμής, οι προθέσεις της Γερμανίας έχουν αντιμετωπισθεί θετικά, κυρίως εκτός Γερμανίας. Είναι σίγουρο, όμως, ότι θα εμφανιστεί ξανά η ανησυχία πως ένα ισχυρότερο και πιο δυναμικό Βερολίνο θα αναδυθεί στην Ευρώπη και στην παγκόσμια σκηνή. Προς το παρόν, πάντως, η Μέρκελ δεν φαίνεται να έχει άλλη επιλογή.
Με την προσφυγική κρίση να συνεχίζεται η γερμανική κυβέρνηση οδηγείται σε μια στροφή στην εξωτερική πολιτική της. Το ίδιο και στην πολιτική της για την εσωτερική ασφάλεια. Η Γερμανία αποχαιρετά το Δόγμα Μέρκελ και προωθεί την αναβάθμιση του ρόλου της στις στρατιωτικές επιχειρήσεις στις εμπόλεμες ζώνες.
Για χρόνια το Δόγμα Μέρκελ κυριαρχούσε στη γερμανική εξωτερική πολιτική. Βάσει αυτού του δόγματος, το Βερολίνο επιδίωκε την εξωτερική ασφάλεια της χώρας μέσω της εξαγωγής όπλων και των συνεργασιών, κυρίως σε επίπεδο στρατιωτικής εκπαίδευσης.
Ο στόχος αυτής της πολιτικής, όπως η ίδια η καγκελάριος τον είχε εκφράσει σε ομιλία της το 2011, ήταν η ενίσχυση του ρόλου της Γερμανίας ως εγγυήτριας δύναμης για την ασφάλεια χωρών υψίστης στρατηγικής σημασίας. Με αυτή τη στρατηγική η Μέρκελ εξασφάλιζε και τη μη εμπλοκή της Γερμανίας σε στρατιωτικές αποστολές στο εξωτερικό (ή τον περιορισμό αυτών).
Τώρα όμως το Βερολίνο εγκαταλείπει το περίφημο «Δόγμα Μέρκελ» και έχει ήδη ξεκινήσει το σχεδιασμό νέων στρατιωτικών αποστολών, αλλά και την επέκταση όσων επιχειρήσεων βρίσκονται σε εξέλιξη, σε βαθμό που κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί μέχρι πριν από λίγο καιρό.
Απομάκρυνση από τον «μεταμοντέρνο ειρηνισμό»
Ο «μεταμοντέρνος ειρηνισμός» αποτελούσε εδώ και χρόνια βασικό χαρακτηριστικό της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής. Αυτό πλέον αλλάζει. Μεγάλη μερίδα των πολιτικών της Χριστιανοδημοκρατίας εκφράζουν την ελπίδα πως οι επιφυλάξεις των πολιτών σχετικά με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στο εξωτερικό θα αρθούν. Οι προσεγγίσεις των Σοσιαλδημοκρατών δεν διαφοροποιούνται ουσιαστικά.
Η πρόθεση της Γερμανίας για αναπροσαρμογή της εξωτερικής πολιτικής, λόγω και της προσφυγικής κρίσης, είναι σαφής. Θα πρέπει να αναμένεται η συμμετοχή του γερμανικού στρατού -με ενισχυμένο ρόλο- σε περισσότερες επιχειρήσεις στο εξωτερικό.
Η νέα κατεύθυνση φαίνεται να διέπεται από την παρακάτω ρήση : «Η Δημοκρατία και το κράτος δικαίου στις χώρες της κρίσης εξασθενούν και περνούν σε δεύτερη μοίρα. Αντ’ αυτού υπερισχύει η σταθερότητα ακόμη και αν αυτό σημαίνει υποστήριξη σε ολοκληρωτικά καθεστώτα».
Η ανησυχία της Μέρκελ για την πολιτική που θα ακολουθήσει η κυβέρνηση Τραμπ στις ΗΠΑ είναι έκδηλη. Φοβάται ότι ο Τραμπ θα υλοποιήσει τις απειλές του για μείωση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας, εάν οι Ευρωπαίοι δεν κάνουν το καθήκον τους, ξοδεύοντας αναλογικά με τις ΗΠΑ για τον τομέα της άμυνας.
Η Μέρκελ μάλιστα, αποκάλεσε «αφελές» το να πιστεύουν οι Ευρωπαίοι ότι θα μπορούν στο διηνεκές να στηρίζονται σε ξένες πλάτες για την επίλυση των προβλημάτων ασφαλείας της «γειτονιάς» τους. Εν ολίγοις, μια Γερμανία που επί πολλά χρόνια σχεδόν αδιαφορούσε για τον τομέα των αμυντικών δαπανών, ξαφνικά δείχνει μεγάλη ανησυχία και δεν την κρύβει.
Η στάση της προδίδει μια φοβία για την ασφάλεια της ίδιας της χώρας, η οποία όμως έπρεπε να έχει εκδηλωθεί πολύ νωρίτερα. Η καθυστέρηση συνιστά αποτυχία της Μέρκελ ως ηγέτη. Η ανησυχία της επιτείνεται και από το Brexit. Η καγκελάριος υπογραμμίζει ότι επείγει η μαζική ενίσχυση της αμυντικής συνεργασίας των υπολοίπων 27 κρατών-μελών της ΕΕ.
Η Μέρκελ φαίνεται πως ανακαλύπτει ή απλά συνειδητοποιεί τώρα, ποιος πρέπει να είναι ο πραγματικός πολλαπλασιαστής ισχύος που μπορεί να καταστήσει την Γερμανία περιφερειακή μεσαία δύναμη. Προς το παρόν είναι μόνο οικονομικά ηγέτιδα και «ατμομηχανή» της ΕΕ, την οποία όμως οδηγεί «στα βράχια». Κι αυτό, επειδή διαπνέεται από μια κοντόφθαλμα «εθνοκεντρική» οπτική.
Το 3ο σενάριο σε άμυνα και ασφάλεια
Μετά το Brexit, οι εξελίξεις στην άμυνα και την ασφάλεια της ΕΕ ήταν γρήγορες και καθοριστικές. Ο στόχος ήταν τριπλός.
- Πρώτον, πρέπει να αντιμετωπιστεί το κενό που αφήνει η αποχώρηση της Βρετανίας.
- Δεύτερον, πρέπει να γίνει προσπάθεια εγκλωβισμού της Βρετανίας στα αμυντικά σχέδια της ΕΕ στη διετία που προβλέπουν οι συνθήκες ότι είναι απαραίτητη για την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων.
- Τρίτον, πρέπει να αντιμετωπιστεί ο νέος τρόπος που θα χειρισθεί η κυβέρνηση Τραμπ το ΝΑΤΟ.
Με τα δεδομένα αυτά εκπονήθηκαν δύο σχέδια:
- Το πρώτο από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης με την επωνυμία Security and Defense Implementation Plan-SDIP.
- Το δεύτερο από την Κομισιόν με την επωνυμία European Defense Action Plan-EDAP
Τα σχέδια αυτά δημιουργούν τον πρώτο ενιαίο ευρωπαϊκό αμυντικό προϋπολογισμό, γνωστό ως EU Defense Fund. Το EDF αναμένεται να στηριχθεί οικονομικά με πόρους από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, στην οποία πρέπει να γίνουν οι απαραίτητες προσαρμογές.
Η ενίσχυση από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και το EDF της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, της έρευνας και ανάπτυξης, θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Απώτερος στόχος είναι η δημιουργία μίας ενιαίας αμυντικής αγοράς, γνωστής ως EDTIB.
Όλα τα σχέδια αυτά θα τείνουν να ωθούν τα κράτη μέλη στη δημιουργία κοινών στρατιωτικών μονάδων βασισμένων στο εργαλείο της Μόνιμης Δομημένης Συνεργασίας, της Συνθήκης της Λισαβώνας. Επίσης, τα σχέδια αυτά τείνουν να αναδείξουν τη διακριτικότητα της στρατιωτικής παρουσίας της ΕΕ και στη σχετική αυτονόμηση των αποφάσεων από το ΝΑΤΟ.
Η αποδοχή από τη Γερμανία ότι θα δαπανά για αμυντικές δαπάνες το 2% του ΑΕΠ της, μέσα στο πλαίσιο της γενικής συμφωνίας που υπάρχει στο ΝΑΤΟ, δεν έγινε μόνο λόγω των πιέσεων της κυβέρνησης Τραμπ. Γίνεται με τη προοπτική να δημιουργηθεί ένας ευρωπαϊκός πυλώνας -κάποιας μορφής- μέσα στο ΝΑΤΟ, ως αντιστάθμισμα της αμερικανικής ηγεμονίας στη Συμμαχία.
Σε αυτό αναφέρεται η δήλωση της Μέρκελ κατά την πρώτη της συνάντηση με τον Τραμπ, όταν αποδέχτηκε ότι η Γερμανία θα πρέπει να αυξήσει τις αμυντικές της δαπάνες στο 2% του ΑΕΠ. Είχε, όμως, συμπληρώσει με νόημα ότι «υπάρχουν πολλοί τρόποι για να το επιτύχουμε».
Πηγή : https://stavroslygeros.gr/
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου