H βία στη Συρία θα μπορούσε να έχει λήξει χρόνια πριν, αν δεν είχαν αναμειχθεί μερικά από τα μέλη που τώρα πιέζουν περισσότερο για ανακωχή. Ο Σεργκέι Λαβρόφ, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών, το παραδέχθηκε όταν είπε τον Ιανουάριο ότι η Δαμασκός θα είχε πέσει μέσα σε 2-3 εβδομάδες αν δεν ήταν η παρέμβαση της Μόσχας. Αν οι αντάρτες είχαν πάρει τη συριακή πρωτεύουσα, ένα από τα βασικά αιτήματά τους- η ανατροπή του προέδρου Μπασάρ αλ-Άσαντ- πολύ πιθανό να πληρούταν.
Αλλά δεν ήταν γραφτό να γίνει. Σε αντίθεση με τη Λιβύη, όπου η δράση του ΝΑΤΟ υπό τη γαλλική ηγεσία έσωσε την επανάσταση τον Μάρτιο του 2011, οι ιρανικές και ρωσικές παρεμβάσεις στη Συρία- ενισχυμένες από ένοπλους μη κρατικούς παράγοντες (τόσο Σουνίτες όσο και Σιίτες) από το Λίβανο, την Παλαιστίνη, το Ιράκ, το Πακιστάν και το Αφγανιστάν- έχουν σώσει την κυβέρνηση.
Έτσι, ο στρατός του Άσαντ- που είχε 325.000 στρατιώτες το 2010- έχει υποστεί πάνω από 100.000 θανάτους, περίπου ίσο αριθμό τραυματισμών και δεκάδες χιλιάδες αποστασίες. Στηριζόμενος σε περίπου 110.000 ξένους κρατικούς και μη κρατικούς φορείς για να διατηρήσει τη δύναμή του για το μικρό τμήμα της Συρίας που εξακολουθεί να ελέγχει, το καθεστώς του Άσαντ είναι όπως ο στρατός του: μια σκιά αυτού που ήταν κάποτε.
Και όμως, παρά την εξασθένιση της δύναμης του Άσαντ, τα έξι χρόνια των σκληρών αγώνων των ανταρτών έχουν φέρει λίγα αποτελέσματα. Τα περισσότερα από όσα ζήτησαν τον Μάρτιο του 2011- από την απομάκρυνση του Άσαντ μέχρι τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις και την ισότητα των πολιτών ανεξαρτήτως εθνικότητας, περιοχής ή θρησκείας- παραμένουν μια φιλοδοξία.
Οι δυνάμεις κατά του Άσαντ ήρθαν κοντά σε μια στρατιωτική νίκη αρκετές φορές τα τελευταία έξι χρόνια. Η πρώτη φορά ήταν τον Ιούλιο του 2012, όταν οι μαχητές εισέβαλαν στη Δαμασκό και επιτέθηκαν στο αρχηγείο Εθνικής Ασφάλειας, σκοτώνοντας τους κύριους διοικητές του Άσαντ, συμπεριλαμβανομένων του υπουργού Άμυνας, του αναπληρωτή υπουργού Άμυνας, και του επικεφαλής της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας.
Ακολούθησαν νίκες των ανταρτών στα βορειοδυτικά της χώρας, κυρίως στο Χαλέπι, τη Χομς και το Ιντλίμπ. Αλλά αυτές οι κατακτήσεις αναιρέθηκαν στα τέλη του 2012 και στις αρχές του 2013, με την παρέμβαση της Χεζμπολάχ και άλλων μη κρατικών φορέων με την υποστήριξη ξένων.
Οι δυνάμεις που ήταν πιστές στον Άσαντ πάλι βρέθηκαν στο χείλος του γκρεμού τον Ιούλιο του 2015, όταν δυνάμεις της αντιπολίτευσης κέρδισαν στα παράκτια προπύργια του καθεστώτος και συγκεκριμένα στο λιμάνι της πόλης της Λατάκια. Δύο μήνες αργότερα, οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης από την Δούμα και την Γκούτα ήταν κοντά στο να ανακόψουν τις δυνάμεις του Άσαντ στη Δαμασκό από το βόρειο τμήμα της χώρας, ελέγχοντας βουνά στρατηγικής σημασίας και παραλύοντας τον αυτοκινητόδρομο Μ5. Ένας ρωσικός εναέριος βομβαρδισμός όμως ανέκοψε επίσης αυτές τις εξελίξεις.
Η απουσία σταθερής στρατιωτικής δυναμικής και από τις δύο πλευρές έχει οδηγήσει σε μια μπερδεμένη κατάσταση από νέες πραγματικότητες σχετικά με τα δεδομένα της ασφάλειας και των στρατηγικών απαιτήσεων (από την εφαρμογή του νόμου της Σαρία σε περιοχές που κυριαρχεί η αντιπολίτευση μέχρι και εκτιμήσεις για την απόσχιση περιφερειών της χώρας). Μέχρι το τέλος του 2016 είχαν προκύψει πέντε μεγάλοι συνασπισμοί με αντικρουόμενους στόχους: οι δυνάμεις του Άσαντ και οι σύμμαχοί του, οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης υπό την ηγεσία των Αράβων, οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης υπό την ηγεσία των Κούρδων, η Τζαμπχάτ Φατέχ Αλ Σαμ (το πρώην Μέτωπο Αλ Νόσρα, το οποίο ήταν το επίσημο σκέλος της Αλ-Κάιντα στη Συρία) και το λεγόμενο Ισλαμικό Κράτος (ISIS).
Λιποταξίες, ανακατατάξεις και εσωτερικές έριδες υπήρξαν εντός και μεταξύ των πέντε οργανώσεων, συμπεριλαμβανομένης μιας αναφερόμενης διαμάχης μεταξύ των παραστρατιωτικών ομάδων που υποστηρίζουν τον Άσαντ και μεταξύ μελών του ISIS. Ένα σχέδιο εκεχειρίας τον Δεκέμβριο από την Τουρκία και τη Ρωσία και η διαπραγματευτική διαδικασία στην Αστάνα που ξεκίνησε τον περασμένο μήνα στην πρωτεύουσα του Καζακστάν, ενίσχυσαν τις διαμάχες μεταξύ των αραβικών δυνάμεων υπό την ηγεσία της αντιπολίτευσης και της Τζαμπχάτ Φατέχ Αλ Σαμ, ειδικά στο πυκνοκατοικημένο και διαρκώς βομβαρδιζόμενο προπύργιο της αντιπολίτευσης στο Ιντλίμπ.
Σε απάντηση στις διαδικασίες της Αστάνα, η Τζαμπχάτ Φατέχ Αλ Σαμ διαλύθηκε πρόσφατα και συγχωνεύθηκε με τέσσερις άλλες τοπικές οργανώσεις του βορρά: το Κίνημα Αλ Ζένικι, την Ταξιαρχία της Αλήθειας, τον Στρατό Αλ Σουνά, και τους Υποστηρικτές του Θρησκευτικού Μετώπου. Η νέα συμμαχία, η Επιτροπή για την Απελευθέρωση του Λεβάντε (HTS), προσέλκυσε επίσης ομάδες από τον κύριο ανταγωνιστή της, την Αχράρ Αλ Σαμ. Εκτιμάται ότι το ένα τέταρτο των δυνάμεων της Αχράρ στον βορρά, συμπεριλαμβανομένου του διοικητή τους, Χασίμ Αλ Σέιχ, αποσκίρτησε στην HTS, την οποία διοικεί σήμερα ο Αλ Σέιχ.
Ταυτόχρονα, πέντε μικρότερες ένοπλες οργανώσεις- με πιο σημαντική τα Γεράκια του Λεβάντε, τον Στρατό του Ισλάμ-Ιντλίμπ, και το Μέτωπο του Λεβάντε- εντάχθηκαν στην Αχράρ για να μην απορροφηθεί από την HTS. Ο σημερινός αρχηγός της Αχράρ, ο Αλί Αλ Ομάρ είναι επικεφαλής αυτού του νέου συνασπισμού.
Αυτές οι ανακατατάξεις δείχνουν πιο πολύ τακτικές επιβίωσης παρά ιδεολογικές συγγένειες. Οι συγχωνεύσεις με άλλες οργανώσεις θεωρούνται ως ένας τρόπος για να μειωθεί ο κίνδυνος εξάλειψης από εναέριες επιθέσεις ή επιθέσεις εδάφους από αντίπαλες δυνάμεις. Ενώ η Αχράρ και άλλες ένοπλες ομάδες της αντιπολίτευσης έχουν συμφωνήσει με τις διπλωματικές και στρατιωτικές δράσεις, η HTS θα συνεχίσει να συσπειρώνει όλες τις ομάδες και τις οργανώσεις που απορρίπτουν τις διπλωματικές κινήσεις και φοβούνται την κυριαρχία της Αχράρ στα βορειοδυτικά. Η εκεχειρία μεταξύ των δύο αυτών οργανώσεων, που διατηρήθηκε λόγω μιας ισορροπίας σε επίπεδα τρόμου, με κανένα τρόπο δεν σηματοδοτεί το τέλος των εσωτερικών διαμαχών.
Οι αδυναμίες, οι διασπάσεις και η κούραση όλων των τοπικών δυνάμεων (τόσο των απομειναριών του καθεστώτος όσο και των παρατάξεων της αντιπολίτευσης) μπορεί να δώσουν σε περιφερειακές δυνάμεις όπως η Ρωσία, η Τουρκία και το Ιράν περισσότερες δυνατότητες επιρροής για να πιέσουν για μια σταθερή εκεχειρία στη Συρία. Αλλά είμαι επιφυλακτικός. Σε έναν πόλεμο με μια αδιάκοπη μεταβολή των προτεραιοτήτων, των αντικρουόμενων στόχων, με λίγες αξιόπιστες δεσμεύσεις και με μεγάλη ανάμιξη των ξένων, οποιαδήποτε εκεχειρία σήμερα είναι πιθανό να σπάσει με τη βία αύριο.
*O Omar Ashour είναι επικεφαλής Λέκτορας στις Σπουδές Ασφάλειας του Πανεπιστημίου του Έξετερ και συγγραφέας του βιβλίου «Η αποριζοσπαστικοποίηση των τζιχαντιστών: Μεταμορφώνοντας τις ένοπλες ισλαμιστικές οργανώσεις» και «Συνεννόηση στη σύγκρουση: Σχέσεις ισλαμιστών - στρατού στην Αίγυπτο»
Πηγή : https://www.thepressproject.gr
Αλλά δεν ήταν γραφτό να γίνει. Σε αντίθεση με τη Λιβύη, όπου η δράση του ΝΑΤΟ υπό τη γαλλική ηγεσία έσωσε την επανάσταση τον Μάρτιο του 2011, οι ιρανικές και ρωσικές παρεμβάσεις στη Συρία- ενισχυμένες από ένοπλους μη κρατικούς παράγοντες (τόσο Σουνίτες όσο και Σιίτες) από το Λίβανο, την Παλαιστίνη, το Ιράκ, το Πακιστάν και το Αφγανιστάν- έχουν σώσει την κυβέρνηση.
Έτσι, ο στρατός του Άσαντ- που είχε 325.000 στρατιώτες το 2010- έχει υποστεί πάνω από 100.000 θανάτους, περίπου ίσο αριθμό τραυματισμών και δεκάδες χιλιάδες αποστασίες. Στηριζόμενος σε περίπου 110.000 ξένους κρατικούς και μη κρατικούς φορείς για να διατηρήσει τη δύναμή του για το μικρό τμήμα της Συρίας που εξακολουθεί να ελέγχει, το καθεστώς του Άσαντ είναι όπως ο στρατός του: μια σκιά αυτού που ήταν κάποτε.
Και όμως, παρά την εξασθένιση της δύναμης του Άσαντ, τα έξι χρόνια των σκληρών αγώνων των ανταρτών έχουν φέρει λίγα αποτελέσματα. Τα περισσότερα από όσα ζήτησαν τον Μάρτιο του 2011- από την απομάκρυνση του Άσαντ μέχρι τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις και την ισότητα των πολιτών ανεξαρτήτως εθνικότητας, περιοχής ή θρησκείας- παραμένουν μια φιλοδοξία.
Οι δυνάμεις κατά του Άσαντ ήρθαν κοντά σε μια στρατιωτική νίκη αρκετές φορές τα τελευταία έξι χρόνια. Η πρώτη φορά ήταν τον Ιούλιο του 2012, όταν οι μαχητές εισέβαλαν στη Δαμασκό και επιτέθηκαν στο αρχηγείο Εθνικής Ασφάλειας, σκοτώνοντας τους κύριους διοικητές του Άσαντ, συμπεριλαμβανομένων του υπουργού Άμυνας, του αναπληρωτή υπουργού Άμυνας, και του επικεφαλής της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας.
Ακολούθησαν νίκες των ανταρτών στα βορειοδυτικά της χώρας, κυρίως στο Χαλέπι, τη Χομς και το Ιντλίμπ. Αλλά αυτές οι κατακτήσεις αναιρέθηκαν στα τέλη του 2012 και στις αρχές του 2013, με την παρέμβαση της Χεζμπολάχ και άλλων μη κρατικών φορέων με την υποστήριξη ξένων.
Οι δυνάμεις που ήταν πιστές στον Άσαντ πάλι βρέθηκαν στο χείλος του γκρεμού τον Ιούλιο του 2015, όταν δυνάμεις της αντιπολίτευσης κέρδισαν στα παράκτια προπύργια του καθεστώτος και συγκεκριμένα στο λιμάνι της πόλης της Λατάκια. Δύο μήνες αργότερα, οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης από την Δούμα και την Γκούτα ήταν κοντά στο να ανακόψουν τις δυνάμεις του Άσαντ στη Δαμασκό από το βόρειο τμήμα της χώρας, ελέγχοντας βουνά στρατηγικής σημασίας και παραλύοντας τον αυτοκινητόδρομο Μ5. Ένας ρωσικός εναέριος βομβαρδισμός όμως ανέκοψε επίσης αυτές τις εξελίξεις.
Η απουσία σταθερής στρατιωτικής δυναμικής και από τις δύο πλευρές έχει οδηγήσει σε μια μπερδεμένη κατάσταση από νέες πραγματικότητες σχετικά με τα δεδομένα της ασφάλειας και των στρατηγικών απαιτήσεων (από την εφαρμογή του νόμου της Σαρία σε περιοχές που κυριαρχεί η αντιπολίτευση μέχρι και εκτιμήσεις για την απόσχιση περιφερειών της χώρας). Μέχρι το τέλος του 2016 είχαν προκύψει πέντε μεγάλοι συνασπισμοί με αντικρουόμενους στόχους: οι δυνάμεις του Άσαντ και οι σύμμαχοί του, οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης υπό την ηγεσία των Αράβων, οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης υπό την ηγεσία των Κούρδων, η Τζαμπχάτ Φατέχ Αλ Σαμ (το πρώην Μέτωπο Αλ Νόσρα, το οποίο ήταν το επίσημο σκέλος της Αλ-Κάιντα στη Συρία) και το λεγόμενο Ισλαμικό Κράτος (ISIS).
Λιποταξίες, ανακατατάξεις και εσωτερικές έριδες υπήρξαν εντός και μεταξύ των πέντε οργανώσεων, συμπεριλαμβανομένης μιας αναφερόμενης διαμάχης μεταξύ των παραστρατιωτικών ομάδων που υποστηρίζουν τον Άσαντ και μεταξύ μελών του ISIS. Ένα σχέδιο εκεχειρίας τον Δεκέμβριο από την Τουρκία και τη Ρωσία και η διαπραγματευτική διαδικασία στην Αστάνα που ξεκίνησε τον περασμένο μήνα στην πρωτεύουσα του Καζακστάν, ενίσχυσαν τις διαμάχες μεταξύ των αραβικών δυνάμεων υπό την ηγεσία της αντιπολίτευσης και της Τζαμπχάτ Φατέχ Αλ Σαμ, ειδικά στο πυκνοκατοικημένο και διαρκώς βομβαρδιζόμενο προπύργιο της αντιπολίτευσης στο Ιντλίμπ.
Σε απάντηση στις διαδικασίες της Αστάνα, η Τζαμπχάτ Φατέχ Αλ Σαμ διαλύθηκε πρόσφατα και συγχωνεύθηκε με τέσσερις άλλες τοπικές οργανώσεις του βορρά: το Κίνημα Αλ Ζένικι, την Ταξιαρχία της Αλήθειας, τον Στρατό Αλ Σουνά, και τους Υποστηρικτές του Θρησκευτικού Μετώπου. Η νέα συμμαχία, η Επιτροπή για την Απελευθέρωση του Λεβάντε (HTS), προσέλκυσε επίσης ομάδες από τον κύριο ανταγωνιστή της, την Αχράρ Αλ Σαμ. Εκτιμάται ότι το ένα τέταρτο των δυνάμεων της Αχράρ στον βορρά, συμπεριλαμβανομένου του διοικητή τους, Χασίμ Αλ Σέιχ, αποσκίρτησε στην HTS, την οποία διοικεί σήμερα ο Αλ Σέιχ.
Ταυτόχρονα, πέντε μικρότερες ένοπλες οργανώσεις- με πιο σημαντική τα Γεράκια του Λεβάντε, τον Στρατό του Ισλάμ-Ιντλίμπ, και το Μέτωπο του Λεβάντε- εντάχθηκαν στην Αχράρ για να μην απορροφηθεί από την HTS. Ο σημερινός αρχηγός της Αχράρ, ο Αλί Αλ Ομάρ είναι επικεφαλής αυτού του νέου συνασπισμού.
Αυτές οι ανακατατάξεις δείχνουν πιο πολύ τακτικές επιβίωσης παρά ιδεολογικές συγγένειες. Οι συγχωνεύσεις με άλλες οργανώσεις θεωρούνται ως ένας τρόπος για να μειωθεί ο κίνδυνος εξάλειψης από εναέριες επιθέσεις ή επιθέσεις εδάφους από αντίπαλες δυνάμεις. Ενώ η Αχράρ και άλλες ένοπλες ομάδες της αντιπολίτευσης έχουν συμφωνήσει με τις διπλωματικές και στρατιωτικές δράσεις, η HTS θα συνεχίσει να συσπειρώνει όλες τις ομάδες και τις οργανώσεις που απορρίπτουν τις διπλωματικές κινήσεις και φοβούνται την κυριαρχία της Αχράρ στα βορειοδυτικά. Η εκεχειρία μεταξύ των δύο αυτών οργανώσεων, που διατηρήθηκε λόγω μιας ισορροπίας σε επίπεδα τρόμου, με κανένα τρόπο δεν σηματοδοτεί το τέλος των εσωτερικών διαμαχών.
Οι αδυναμίες, οι διασπάσεις και η κούραση όλων των τοπικών δυνάμεων (τόσο των απομειναριών του καθεστώτος όσο και των παρατάξεων της αντιπολίτευσης) μπορεί να δώσουν σε περιφερειακές δυνάμεις όπως η Ρωσία, η Τουρκία και το Ιράν περισσότερες δυνατότητες επιρροής για να πιέσουν για μια σταθερή εκεχειρία στη Συρία. Αλλά είμαι επιφυλακτικός. Σε έναν πόλεμο με μια αδιάκοπη μεταβολή των προτεραιοτήτων, των αντικρουόμενων στόχων, με λίγες αξιόπιστες δεσμεύσεις και με μεγάλη ανάμιξη των ξένων, οποιαδήποτε εκεχειρία σήμερα είναι πιθανό να σπάσει με τη βία αύριο.
*O Omar Ashour είναι επικεφαλής Λέκτορας στις Σπουδές Ασφάλειας του Πανεπιστημίου του Έξετερ και συγγραφέας του βιβλίου «Η αποριζοσπαστικοποίηση των τζιχαντιστών: Μεταμορφώνοντας τις ένοπλες ισλαμιστικές οργανώσεις» και «Συνεννόηση στη σύγκρουση: Σχέσεις ισλαμιστών - στρατού στην Αίγυπτο»
Πηγή : https://www.thepressproject.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου