To Μανιφέστο του Σουρεαλισμού που
κυκλοφόρησε το 1924, υπήρξε ένα από τα πλέον πρωτοποριακά και
αμφιλεγόμενα κείμενα της εποχής του και όχι μόνο, που έμελλε να γίνει
συνώνυμο του κινήματος του Σουρεαλισμού. Στην προγραμματική αυτή
διακήρυξη του κινήματος, γραμμένη από τον ίδιο του τον «ηγέτη»,
παρουσιάζονται οι απόψεις του André Breton για θέματα,
όπως η γλώσσα και η ποίηση, ο αυτοματισμός, η λατρεία της εικόνας, η
φαντασία, η ελευθερία, η τρέλα, το όνειρο, η παιδικότητα και ο θάνατος,
δίνοντας σε γενικές γραμμές τους στόχους και τις αρχές του
σουρεαλιστικού κινήματος.
Ο Σουρεαλισμός, το κίνημα που χαρακτηρίστηκε από την
ανατρεπτική φύση της τύχης, του αυθαίρετου, του παράλογου και
απρόβλεπτου, αλλά και από την μη λογική δύναμη του ανθρώπινου πάθους,
του ζωτικού, ενορατικού και υποβλητικού, δέχτηκε την ύπαρξη ενός
κοινωνικού προβλήματος, καταδίκασε ένα καθεστώς βασισμένο στην
εκμετάλλευση των πολλών και τάχθηκε στο πλευρό των πνευματικών,
φιλοσοφικών και κοινωνικών επαναστατών, που επεδίωκαν την αλλαγή.Οι εκφραστές του κινήματος, επηρεαζόμενοι από το γοτθικό μυθιστόρημα, τον Μαρκήσιο de Sade, από καλλιτέχνες της Αναγέννησης, του Συμβολισμού και του Ρομαντισμού, προσέφεραν μια έξοδο από το αδιέξοδο, θέτοντας στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός τους την φαντασία, το όνειρο, το υποσυνείδητο, τον αυτοματισμό, το τυχαίο, τον έρωτα, τον πρωτογονισμό, την παιδικότητα, την ελευθερία, την ζωή και τον θάνατο. Τάχθηκαν κατά του ορθολογισμού, κάθε ταλέντου και σταδιοδρομίας, εναντίον του κατεστημένου, της θρησκείας και των θεσμών. Επεδίωξαν το απαγορευμένο και γοητεύτηκαν από το μαύρο χιούμορ, στρεφόμενοι προς μια εσωτερικότητα, όπου η τρέλα, η υστερία, τα μέντιουμ, η ύπνωση, η φαντασία κατείχαν κυρίαρχη θέση, ενώ ο μηδενισμός, η ερμητική παράδοση, η αλχημεία και ο κόσμος της Ανατολής δεν τους άφησε ανεπηρέαστους. Αν και αρχικά οι αναζητήσεις τους ήταν προσανατολισμένες σε κατεξοχήν πνευματικούς χώρους προκρίνοντας τον ιδεαλισμό, στην πορεία πέρασαν στην αναγνώριση του διαλεκτικού υλισμού ως την μόνη επαναστατική φιλοσοφία, σε μια προσπάθεια να επιτευχθεί η σύνδεση φροϋδικών και μαρξιστικών ιδεών, με στόχο την αναθεώρηση του ορισμού της πραγματικότητας, του ατόμου και συνεπώς του ίδιου του κόσμου.
Οι απλοί πολίτες και σύγχρονοι του André Breton, έχοντας μόλις βγει από έναν πόλεμο αγωνιζόμενοι να επιβιώσουν, κράτησαν, όπως ήταν αναμενόμενο, μια επιφυλακτική στάση απέναντι σε όσα εκείνος και το κίνημα πρέσβευαν, καθώς το να μιλάει κανείς για το πνεύμα, το όνειρο, την υστερία, σε μια τέτοια περίοδο, ήταν λογικό να θεωρηθεί εξωπραγματικό και ελιτίστικο. Παράλληλα, την εποχή που ο André Breton δημοσίευσε το κείμενό του, δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς ότι είχε αποκοπεί από τους ντανταϊστικούς κύκλους, είχε έλθει σε ρήξη με τους κορυφαίους εκπροσώπους του κινήματος, και ως εκ τούτου μια αρνητική αντιμετώπιση του παρόντος κειμένου και του δημιουργού του, από την μεριά καλλιτεχνών και θεωρητικών του Νταντά, όπως ήταν ο Tristan Tzara, ήταν δικαιολογημένη, λαμβάνοντας υπόψη και τον προσωπικό ανταγωνισμό των δύο ανδρών.
Η αρνητική αντιμετώπιση συνεχίζεται και από άλλους εκφραστές του Νταντά, όπως τον Γερμανό ζωγράφο και κινηματογραφιστή Hans Richter, που από το 1916 εντάσσεται στους Ντανταϊστές της Ζυρίχης, θεωρώντας το 1966, ότι όλα όσα διακήρυττε ο André Breton στο κείμενο του 1924, ήταν προϊόν προβληματισμού και πειραματισμών που είχαν ξεκινήσει με το Νταντά. Τον επόμενο χρόνο, ένας ιστορικός του Σουρεαλισμού, o Clifford Browder χαρακτηρίζει το Μανιφέστο του Σουρεαλισμού, ως ένα «...δραματικό κείμενο...», που δεν ήταν τίποτα άλλο από μια καταγραφή των προβληματισμών και αναζητήσεων των προηγούμενων πέντε ετών, αναγνωρίζοντας την επίδραση του κινήματος του Νταντά στη διαμόρφωση της σκέψης του συγγραφέα.
Το κείμενο του André Breton, όπως ήταν αναμενόμενο, την χρονιά της έκδοσής του γνώρισε θερμή υποδοχή από τα στελέχη του Σουρεαλισμού, τα οποία ο ίδιος ο André Breton ονοματίζει στο Μανιφέστο. Άλλωστε, πρόκειται για φανατικούς του συντρόφους, οι οποίοι βρίσκουν στο πρόσωπό του την ηγετική φυσιογνωμία που αναζητούν. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Γάλλου ποιητή Benjamin Péret, που συνεργάζεται με τον André Breton από το 1919 στην έκδοση του περιοδικού Littérature και ο οποίος παρομοίασε το Μανιφέστο του Σουρεαλισμού με μια βόμβα που εκρήγνυται σε μια εποχή, όπου η αλλαγή ήταν το πλέον επιθυμητό, αποδεχόμενος την ανάγκη αυτή, όπως την παρουσίαζε ο André Breton στο έργο του.
Το κείμενο της προγραμματικής αυτής διακήρυξης και όσα είχαν υποστηριχτεί σε αυτήν, προβλημάτισαν ακόμη και τον ίδιο τον André Breton μεταγενέστερα. Αναδρομικά, έγραφε, ότι η αξία του Μανιφέστου θα μπορούσε να συνοψισθεί στο ότι είχε εκφράσει «...μια καμπή του στοχασμού...» που ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις μιας εποχής. Ο Σουρεαλισμός, όπως έχει δηλώσει ο André Breton ήταν «...μια υπαγόρευση της σκέψης, με την απουσία κάθε ελέγχου από τη λογική, έξω από κάθε προκατάληψη αισθητική ή ηθική...». Διαχώρισε, λοιπόν, τη σκέψη από την λογική, λέγοντας ουσιαστικά ότι η λογική δεν είναι σκέψη. Άρα η λογική είναι ύλη; Την άποψή του, ότι η σκέψη έχει προτεραιότητα απέναντι στην ύλη, τη θεώρησε λαθεμένη το 1934, την εποχή που μόνο το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα εξακολουθούσε να έχει γνήσια πολιτική παρουσία, ενώ τόνιζε ότι με τον ορισμό που έδωσε το 1924, εξαπάτησε τον εαυτό του, προτείνοντας την χρήση μιας αυτόματης σκέψης που δεν ήταν μόνο ανεξάρτητη από κάθε έλεγχο της λογικής, αλλά και από κάθε αισθητική ή ηθική προκατάληψη, σχολιάζοντας ότι θα έπρεπε να είχε πει συνειδητή αισθητική ή ηθική προκατάληψη, λαμβάνοντας υπόψη τη στροφή προς τη στράτευση του ίδιου και του σουρεαλιστικού κινήματος. «...Στην πραγματικότητα...», έλεγε, «...βρισκόμαστε αντιμέτωποι με δυο προβλήματα: το ένα είναι το πρόβλημα της γνώσης που στις αρχές του 20ού αιώνα συνδέθηκε με τις σχέσεις συνειδητού και υποσυνειδήτου. Εμείς οι Σουρεαλιστές μοιάζουμε κατεξοχήν, προορισμένοι ν' ασχοληθούμε με αυτό το πρόβλημα. Είμαστε οι πρώτοι που για τη λύση του εφαρμόζουμε μια ειδική μέθοδο, που δε πάψαμε να θεωρούμε σαν την πιο κατάλληλη και πιο τελειοποιήσιμη× δεν έχουμε κανένα λόγο να την εγκαταλείψουμε. Το δεύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε αφορά την κοινωνική μας δράση, δράση που για μας κατευθύνεται από τον διαλεκτικό υλισμό και που δεν μπορούμε να την αποφύγουμε, στο βαθμό που θεωρούμε πως η απελευθέρωση της ανθρωπότητας αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την απελευθέρωση του πνεύματος και πως δεν μπορεί να έλθει παρά μόνο με την προλεταριακή επανάσταση...». Αναδρομικά, γίνεται φανερό, ότι η ζωγραφική αποτελούσε ένα τέλειο μέσο έκφρασης του υποσυνειδήτου, αλλά ήταν ακόμη φανερό ότι ελάχιστα μπορούσε να απαλλαγεί από αισθητικούς στόχους.
Το θέμα της σχέσης πνεύματος – ύλης και όπως αυτή εκτέθηκε από τον André Breton τόσο στο Μανιφέστο του Σουρεαλισμού, όσο και μεταγενέστερα από τον ίδιο τον συγγραφέα, απασχόλησε πολλούς μελετητές του κινήματος. Για το Μανιφέστο του Σουρεαλισμού, γράφει και ο Georges Bataille, ο άνθρωπος που είχε συγκρουστεί με τον André Breton από το 1929, μια σύγκρουση που γίνεται εμφανέστατη στο Δεύτερο Μανιφέστο του Σουρεαλισμού το 1930, ενώ ο τελευταίος στο Προλεγόμενα σε ένα Τρίτο Μανιφέστο ή Όχι το 1942 τον τοποθετεί ανάμεσα στα φωτεινά και τολμηρά πνεύματα. Σε μια μελέτη του, για τη διαφορά μεταξύ Σουρεαλισμού και Υπαρξισμού, το 1966, την χρονιά του θανάτου του André Breton και έχοντας αφήσει πια πίσω τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τις καταστροφικές του συνέπειες, θεωρεί, πολύ σωστά, όπως και ο ίδιος ο André Breton τo 1934, αδύνατη και ανέφικτη την πρόταση του για αποφασιστική ένωση των ψυχικών μηχανισμών με σκοπό την αντιμετώπιση των βασικών προβλημάτων της ζωής. Τέσσερα χρόνια αργότερα ένας μελετητής του Νταντά και του Σουρεαλισμού, ο C.W.E. Bigsby πολύ σωστά, χαρακτήρισε το Μανιφέστο του Σουρεαλισμού ως «...ένα αφελές κείμενο που, αν αντικατόπτριζε με ακρίβεια την ουσία του Σουρεαλισμού τη στιγμή εκείνη, όμως δεν μπόρεσε να διατυπώσει εκ των προτέρων τη ριζοσπαστική τροπή που πήρε τον επόμενο χρόνο...».
Το Μανιφέστο του Σουρεαλισμού, αποτελεί σημείο αναφοράς για κάθε μελετητή που ασχολείται με το κίνημα του Σουρεαλισμού. Χαρακτηριστικά, ο Maurice Nadeau, ένας αρκετά συντηρητικός ιστορικός, το 1957 αναφερόμενος στο Μανιφέστο του Σουρεαλισμού, παρουσιάζει τις κυρίαρχες ιδέες και σχολιάζει ότι δεν απέδωσαν όσα μπορούσαν να δώσουν τα μέσα στα οποία αναφερόταν ο André Breton στο κείμενό του, καταλογίζοντας την ευθύνη στα ίδια τα μέλη του κινήματος, αναπαράγοντας την άποψη του συγγραφέα του κειμένου. Ο Patrick Waldberg, ποιητής, ενεργό μέλος του Σουρεαλισμού για δέκα χρόνια και φίλος του André Breton, απομακρύνεται από την ενεργό σουρεαλιστική δράση επιλέγοντας τον ρόλο του μελετητή και ιστορικού του κινήματος. Το 1965, ένα χρόνο πριν το θάνατο του André Breton, σχολιάζει με τρόπο όχι και τόσο αντικειμενικό αν αναλογιστούμε τη σχέση του με το κίνημα και το συγγραφέα, τα θέματα που αναφέρονται στο παρόν κείμενο. Υποστηρίζει, εσφαλμένα λαμβάνοντας υπόψη την άποψη του André Breton το 1934 αλλά και των άλλων μελετητών του, ότι στον εγκυκλοπαιδικό ορισμό που δίνει ο André Breton, η έννοια της υπερπραγματικότητας που παρουσιάζεται σαν ιδεώδης όχι όμως και ανέφικτος στόχος διευρύνει κατά πολύ αυτόν τον ορισμό.
Δεν πρόκειται πια κατά τη γνώμη του, για ένα τρόπο έκφρασης, για μια τεχνοτροπία στο γράψιμο ή την ζωγραφική, αλλά για μια γενικότερη τάση της ψυχής που είναι ολοκληρωτικά στραμμένη προς την κατάκτηση του «άλλου». Καταλήγει συμπεραίνοντας, ότι η πρωτοτυπία του Σουρεαλισμού, όπως φαίνεται και μέσα από το Μανιφέστο του Σουρεαλισμού, είναι να περιορίσει στο ελάχιστο τον τεμαχισμό της συνείδησης και να φτάσει στο ενιαίο της ανθρώπινης ύπαρξης. Το 1971, ο Sarane Alexandrian, συγγραφέας μελετών σχετικών με το Σουρεαλισμό και τον ιδρυτή του κινήματος, μέλος της σουρεαλιστικής ομάδας από το 1947, πιστός στις ιδέες του André Breton, και ως εκ τούτου διατηρώ επιφυλάξεις για την αντικειμενικότητα των απόψεών του, αναφέρει ότι ο André Breton έγραψε το Μανιφέστο του Σουρεαλισμού για να εξηγήσει το νόημα της δράσης του νέου κινήματος, θεωρώντας ότι οι αρχές αυτού του κειμένου έχουν περάσει πλέον στα ήθη μας και έτσι δύσκολα αντιλαμβάνεται κανείς το βάθος της πρωτοτυπίας τους. Παράλληλα, παρατηρεί πολύ σωστά ότι το Μανιφέστο του Σουρεαλισμού, αποδεικνύει πως η ποίηση δεν είναι μόνο ένας τρόπος γραφής αλλά και ένας τρόπος διανοητικής δραστηριότητας που επεκτείνεται σε όλες τις μορφές της ζωής. Τέλος, το 1997, ο Jack J. Spector, αναφερόμενος στο πολυσυζητημένο κείμενο του André Breton, το χαρακτηρίζει ως μια δονκιχωτική, ρομαντική αναζήτηση για το θαυμαστό στην καθημερινότητα, αναγνωρίζοντας την πολυτέλεια του χρόνου και του χρήματος, που διέθετε και τα οποία του έδιναν τη δυνατότητα να εκφράζει ιδέες και σκέψεις που ταιριάζουν σε μια αστική κουλτούρα.
Ο Αndré Breton και το Μανιφέστο του επηρέασαν τη σκέψη πολλών σύγχρονων και μετέπειτα εκφραστών του πνεύματος, ατόμων που εκπροσωπούσαν τον χώρο των εικαστικών αναζητήσεων, αλλά και θεωρητικών. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι ο Νικόλας Κάλας, μια πολυσήμαντη προσωπικότητα που ασχολείται με πολιτικά θέματα, γράφει ποίηση, ασκεί κριτική από τις στήλες των πιο έγκριτων περιοδικών τέχνης, ενώ με τα άρθρα και τις μελέτες του επηρέασε σημαντικά την μεταπολεμική καλλιτεχνική πρωτοπορία. Ο Νικόλας Κάλας, ερχόμενος στο Παρίσι το 1938, λόγω της πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα, συνδέεται με το κίνημα του Σουρεαλισμού και τον Αndré Breton, με τον οποίο έχουν αρκετά κοινά ως προσωπικότητες, και τον οποίο ο τελευταίος χαρακτήρισε ως ένα από τα πιο φωτεινά και τολμηρά πνεύματα της εποχής, τοποθετώντας τον δίπλα στους Georges Bataille, Benjamin Péret, Leonora Carrington André Masson, Marcel Proust κ.α. Η επίδραση των ιδεών του André Breton στη σκέψη του Νίκου Κάλας, είναι εμφανής, όπως διαπιστώνει κανείς διαβάζοντας το έργο του Εστίες Πυρκαγιάς, που κυκλοφορεί το 1938, προσπαθώντας να συνδυάσει τον φροϋδισμό με τον μαρξισμό, και στο οποίο βλέπει ο αναγνώστης να θίγονται και να σχολιάζονται θέματα που απασχόλησαν τον André Breton, πριν από δεκατέσσερα χρόνια, επιβεβαιώνοντας την επικαιρότητα και διαχρονικότητά τους. Το όνομα του André Breton σημειώνεται και από τον Jacques Lacan, που ήδη το 1932 έχει δημοσιεύσει τη διδακτορική του διατριβή γύρω από το θέμα της παράνοιας. Υπήρξε πιστός οπαδός και ακόλουθος του Sigmund Freud, τονίζοντας ότι το ασυνείδητο δομείται όπως ακριβώς και η γλώσσα. Στις μελέτες του, σταθμός αποτελεί, η αναφορά στον André Breton, προσπαθώντας να δείξει τη σχέση του με τον Sigmund Freud, καθώς αναφέρεται σε θέματα που θίγονται από τον André Breton στο κείμενό του, όπως το ασυνείδητο, το όνειρο, η τύχη, ο θάνατος και άλλα.
Το όνομα του André Breton, όπως ήταν αναμενόμενο, προβλημάτισε και δίχασε τους σύγχρονούς του αποδέκτες αλλά και τους μεταγενέστερους μελετητές, οι απόψεις των οποίων πρέπει να ενταχθούν και ερμηνευτούν στο δικό τους πολιτισμικό, πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό περιβάλλον, καθώς έχουμε να κάνουμε με άτομα που υπήρξαν από φανατικοί οπαδοί του André Breton, μέχρι και αντίπαλοι και ανταγωνιστές του, άτομα που έζησαν στο ίδιο περιβάλλον με το συγγραφέα με αποτέλεσμα να μοιράζονται βιώματα και ιδέες, αλλά και άτομα που τον γνώρισαν εκ των υστέρων και αντιμετώπισαν με διαφορετική οπτική το παρελθόν, κρατώντας μια πιο αντικειμενική στάση αποφεύγοντας εμπάθειες και συναισθηματισμούς.
Κάνοντας έναν απολογισμό των αρχών του André Breton και συνεπώς και του ίδιου του κινήματος του Σουρεαλισμού, διαπιστώνει κανείς εύκολα ότι στη δεκαετία του 1920 η εμφάνιση του κινήματος σόκαρε, προβάλλοντας σκέψεις εξωπραγματικές για τα δεδομένα και τις ανάγκες της εποχής. Πολλές από τις ιδέες που παρουσιάστηκαν στο Μανιφέστο, όπως ήταν αναμενόμενο, αμφισβητήθηκαν από τους αντιπάλους του, αλλά και από τον ίδιο τον δημιουργό του. Το 1966, την χρονιά του θανάτου του, τόσο ο Αndré Breton όσο και οι οπαδοί του εξέφρασαν έναν σκεπτικισμό για το κίνημα και την πορεία του, στο πλαίσιο της γενικότερης αμφισβήτησης και δυσπιστίας που χαρακτηρίζει τη δεκαετία. Δύο χρόνια αργότερα, οι ιδέες του πρωτοποριακού αυτού ατόμου εκτιμήθηκαν από Γάλλους σπουδαστές, που επεδίωκαν την απόρριψη των συντηρητικών και ξεπερασμένων θεσμών, την αλλαγή, την οποία έβλεπαν να έρχεται μέσα από την επανάσταση, αναβιώνοντας τις ιδέες του André Breton και της Γαλλικής Επανάστασης που είχε παρόμοιους στόχους, τοποθετημένους σε διαφορετικό πάντα χρονικό πλαίσιο, για την ικανοποίηση διαφορετικών απαιτήσεων.
Οι στόχοι που τέθηκαν στο Μανιφέστο του Σουρεαλισμού, ήταν υψηλοί και ανέφικτοι χωρίς να διαθέτουν την ικανότητα της ικανοποίησης των απαιτήσεων της πραγματικότητας. Οι εκπρόσωποι του κινήματος, που ήταν μια ασταθής ομάδα μεμονωμένων ατόμων, έπεσαν σε πολλαπλές αντιφάσεις με αποτέλεσμα ο Σουρεαλισμός, να θεωρείται σήμερα ένα σχέδιο που έμεινε ανεκπλήρωτο, το οποίο θα χρειαστεί επανεξέταση από τους μελετητές και τους ιστορικούς του μέλλοντος, προκειμένου να γίνει κατανοητό το πλούσιο και σύνθετό του περιεχόμενο.
Στειακάκης Χρυσοβαλάντης
(Ιστορικός Τέχνης)
Προτεινόμενη Βιβλιογραφία:- Αλεξαντριάν. Μπρετόν, Μτφρ. Ελένη Στεφανάκη, Αθήνα, Θεμέλιο, 1986 (α΄ έκδοση: Παρίσι Éditions du Seuil, 1971).
- Bigby, C.W.E. Nταντά και Σουρρεαλισμός, Μτφρ. Ελένη Μοσχονά, Αθήνα, Ερμής, 1989 (α΄ έκδοση: Damian Grant, 1970).
- Bonnet, Marguerite. Le Critiques de notre Temps et Breton, Παρίσι, Garnier Frères, 1974.
- Breton, André. Manifestes du Surréalisme, Παρίσι, Jean-Jacques Pauvert, 1972.
- Breton, André. Μανιφέστα του Σουρρεαλισμού, Εισαγωγή-Μτφρ.-Σχόλια Ελένη Μοσχονά, Αθήνα-Γιάννινα, Εκδόσεις «Δωδώνη», 1983 (τυπώνεται το Μάιο του 1972).
- Browder, Clifford. André Breton. Arbiter of Surrealism, Γενεύη, Libraire Droz, 1967.
- Βάλντμπεργκ, Πάρτικ. Σουρρεαλισμός, Μτφρ. Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, Αθήνα, Εκδόσεις Υποδομή, 1982 (α΄ έκδοση: Κολωνία, 1965).
- Κάλας, Νικόλας. Εστίες Πυρκαγιάς, Μτφρ. Γιάννα Σαββίδου, Πρόλογος Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, Αθήνα, Gutenberg Τό Μυστικό καί τό Παράδειγμα, 1997 (α΄ έκδοση: Παρίσι, 1938).
- Μπρετόν, Αντρέ. Τί είναι Σουρρεαλισμός;, Μτφρ. Σπύρος Ηλιόπουλος – Επιμέλεια Άρης Μαραγκόπουλος, Αθήνα, Ελεύθερος Τύπος, 1983 (α΄ έκδοση: Παρίσι, René Henriquez, 1934).
- Nadeau, Maurice. Ιστορία του Σουρρεαλισμού, Μτφρ. Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, Αθήνα, Πλέθρον, 1978 (α΄ έκδοση: Παρίσι, Éditions du Seuil, 1957).
- Ρηντ, Χέρμπερτ. Ιστορία της Μοντέρνας Τέχνης, Μτφρ. Ανδρέας Παππάς-Γιώργος Μανιάτης, Επιμέλεια Αλέξανδρος Ξύδης, Αθήνα, Εκδόσεις Υποδομή, 1978 (α΄ έκδοση: χ.ε., 1959).
- Ρίχτερ, Χανς. Νταντά. Τέχνη και Αντι-Τέχνη, Μτφρ. Ανδρέας Ριράκης, Αθήνα, Εκδόσεις Υποδομή, 1983 (α΄ έκδοση: Λονδίνο/Νέα Υόρκη, 1966).
- Spector, Jack J. Surrealist Art and Writing, 1919-1939. The Gold of Time, Κέμπριτζ, Cambridge University Press, 1997.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου