Λατρεύτηκε από όλους τους Έλληνες, είτε αυτοί έζησαν εντός
συνόρων, είτε ακολούθησαν μία δύσκολη πορεία στην ξενιτιά, αλλά και από
όσους μπορούν να ξεχωρίσουν μία πραγματικά… άριστη φωνή. Ήταν -και
παραμένει ακόμα και σήμερα, 11 χρόνια μετά τον θάνατο του- από τους
λίγους ανθρώπους που όταν ακούς μοναχά το όνομα του καταλαβαίνεις σε
ποιον αναφέρεται ο καθένας.
Αγαπήθηκε φανατικά, μπήκε στις ψυχές και στα σπίτια των ανθρώπων, ενώ τραγουδήθηκε όσο λίγοι… Με τη μοναδική υφή της φωνής του (στεντόρεια και καθαρή σαν… κρύσταλλο) κατάφερε να εκφράσει τις αγωνίες, τους φόβους, τον έρωτα, αλλά και τις ελπίδες μιας ολόκληρης γενιάς ανθρώπων, για τους οποίους η επιβίωση δεν ήταν κάτι το… αυτονόητο. Οι λέξεις όπως θρύλος, φαινόμενο, ή ο… Μεγάλος, τον χαρακτήρισαν πολλές φορές κατά την διάρκεια της ζωής του. Άλλωστε αυτό το θείο χάρισμα που είχε στο λαρύγγι, ο μοναδικός του χαρακτήρας, αλλά και η στάση του στην ζωή, αποτέλεσαν την βάση να φτιαχτεί ένας μύθος, τον οποίο πάντα οι άνθρωποι έχουν την ανάγκη να σκέφτονται (ιδιαίτερα σε δύσκολες εποχές) και να τον έχουν φυλαγμένο στην καρδιά τους.
Ο Μίκης Θεοδωράκης είχε πει κάποτε γι’ αυτόν πως «… δεν είναι το μέταλλο που έχει μέσα στην φωνή, αλλά η καρδιά που έχει μέσα του. Αυτό το σκεύος έχει μέσα του τις φωνές αιώνων. Έχει το χάρισμα του Απόλλωνα και του Διονύσου», ενώ ο αείμνηστος Μάνος Λοΐζος τον είχε χαρακτηρίσει … « μεγαλειώδη και αδευτέροτο»!
ΦΥΣΙΚΑ, όπως όλοι καταλαβαίνεται, μιλάμε για τον αξεπέραστο Στέλιο Καζαντζίδη, που σαν σήμερα, πριν από 11 ολόκληρα χρόνια (14/9/2001) αποχαιρέτησε τούτο τον μάταιο κόσμο, έπειτα από μάχη με τον καρκίνο. Το aek365.gr κάνει μία… φτωχή προσπάθεια, γράφοντας τις παρακάτω λέξεις για τον αείμνηστο Στελάρα…
Τα δύσκολα παιδικά χρόνια
«Τα βιώματα μου λιώνουν σίδερα…», είχε τραγουδήσει ο Καζαντζίδης, στοίχοι που αντιπροσώπευαν την ζωή του από τα πρώτα της κιόλας χρόνια.
Γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου του 1931 στην οδό Αλαείας 33, στη Νέα Ιωνία, από γονείς πρόσφυγες. Ο πατέρας του Χαράλαμπος (χτίστης στο επάγγελμα), προέρχονταν από το χωριό Καβάκλιτσα στα Κοτύωρα της Μικράς Ασίας, στον Πόντο, και η μητέρα του Γεσθημανή από την Αλάγια της Κιλικίας. Είχαν έρθει στην Ελλάδα την εποχή του Διωγμού. Γνωρίστηκαν στα «προσφυγικά» Πετράλωνα όπου και διέμεναν και παντρεύτηκαν το 1923. Η γιαγιά του, του έλεγε τραγούδια και τον νανούριζε όταν ήταν μωρό. Όπως έλεγε ο ίδιος, πίστευε ότι από αυτήν πήρε τις τεχνικές, τις αναπνοές, το… κλάμα στη φωνή
Ο Χαράλαμπος Καζαντζίδης που είχε χαρακτηριστεί σαν επικίνδυνος κομμουνιστής (μέλος της Εθνικής Τροφοδότης Ανταρτών) δολοφονήθηκε το 1945 και έτσι ο 13χρονος Στέλιος αναγκάστηκε να κάνει πολλές δουλειές για να βοηθήσει οικονομικά την οικογένεια του. Δούλεψε σε εργοστάσια και υφαντουργία, πούλησε τσιγάρα, κάστανα και κρύο νερό με στάμνα σε κεντρικά σημεία της πρωτεύουσας.
Τις νύχτες κοιμόταν στα παγκάκια της Ομόνοιας για να μην ξοδέψει το χαρτζιλίκι που μάζευε και να το πάει τα Σαββατοκύριακα στη μάνα του στη Νέα Ιωνία, για να αγοράσουν γάλα για τον μικρότερο αδελφό του. Αργότερα, έκανε ακόμη πιο σκληρές δουλειές. Κουβάλησε τόνους ολόκληρους ασβέστη και τσιμέντο με το πηλοφόρι στις οικοδομές της Ιωνίας και της Φιλαδέλφειας.
Άσχημη εμπειρία για τον Καζαντζίδη και η στρατιωτική του θητεία. Είχε οριστεί υπεύθυνος σε τάγμα μουλαράδων στο Διόνυσο Αττικής και εκεί μια κλωτσιά στα γεννητικά του όργανα, του στέρησε την πατρότητα.
Όμως, από τόσο νεαρή ηλικία η φωνή του είχε αρχίσει να κάνει αίσθηση. Στο εργοστάσιο ΕΣΠΕΡΟΣ στον Περισσό (1950), κατά την διάρκεια της εργασίας και όταν σιγοτραγουδούσε κάποιο σκοπό, οι εργάτες σταματούσαν την δουλειά τους για να τον ακούσουν. Ακόμα και στον εργοστασιάρχη άρεσε τόσο πολύ η φωνή του, που του χάρισε μια κιθάρα.
Τα πρώτα… βήματα
Από εκείνη τη μέρα και μετά, η κιθάρα έγινε… προέκταση των χεριών του. Πρώτος του δάσκαλος ήταν ο Στέλιος Χρυσίνης, ένας τυφλός συνθέτης. Η ενασχόληση του με την μουσική και το τραγούδι οδήγησαν ένα γείτονα του ταβερνιάρη, στο να τον προσλάβει για να τραγουδάει στην ταβέρνα με αμοιβή ένα πιάτο φαί.
Με τον καιρό όμως έγινε γνωστός και στους μουσικούς κύκλους. Στις 2 Ιουλίου του 1952 ο Στέλιος έκανε το δισκογραφικό του ντεμπούτο με ένα τραγούδι του Απόστολου Καλδάρα. Το τραγούδι αυτό έφερε τον τίτλο «Για μπάνιο πάω» και ήταν γραμμένο για τον καύσωνα που επικρατούσε εκείνο το καλοκαίρι στην πρωτεύουσα.
Ο δίσκος δεν πούλησε και η καριέρα του Στέλιου Καζαντζίδη θα έσβηνε πριν καλά καλά αρχίσει. Κάποιοι υπεύθυνοι στην Columbia θεώρησαν πως ο νεαρός τραγουδιστής… δεν ήταν και κάτι το σπουδαίο. Υπήρχε όμως κάποιος που πίστευε πολύ στις δυνατότητες της φωνής του. Αυτός ήταν ο συνθέτης Γιάννης Παπαϊωάννου που του έδωσε το τραγούδι «Οι βαλίτσες», σε στίχους Κώστα Μάνεση, το οποίο και έκανε μεγάλη επιτυχία.
Το… άστρο του Καζαντζίδη είχε αρχίσει να ανατέλλει. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα ο Στέλιος έγινε ο μεγάλος πρωταγωνιστής του λαϊκού τραγουδιού. Εμφανίστηκε στα πλέον γνωστά νυχτερινά κέντρα της εποχής, ενώ πολλοί συνθέτες του έγραψαν τραγούδια, με ξεκάθαρη έφεση σε αυτά του πόνου και της ξενιτιάς. Την τριετία 1953-1956, τον συνόδεψαν στους δίσκους και στα κέντρα, η Ρένα Στάμου, η Βιολέτα, η Μαίρη Γρίλλη και η Καίτη Γκρέυ μία από τις γυναίκες της ζωής του. Η γνωριμία τους, η συνεργασία τους και ο αρραβώνας τους απέφεραν ένα μεγάλο ντουέτο, το «Απόψε Φίλα με» του Μανώλη Χιώτη, μετά το οποίο ακολούθησε και ο χωρισμός τους…
Η πιο γόνιμη περίοδος
Η περίοδος από το 1957 έως το 1965, αποτέλεσε μία από τις πιο παραγωγικές στην ζωή του. Γνωρίστηκε με την Μαρινέλλα στη Θεσσαλονίκη και έσμιξαν τόσο στη ζωή όσο και στο τραγούδι, (παντρεύτηκαν τον Μάιο του 1964 χώρισαν το 1966) συνθέτοντας ένα από τα σημαντικότερα δίδυμα της ελληνικής μουσικής.
Συνεργάστηκαν, κάνοντας μεγάλες επιτυχίες με κορυφαίους συνθέτες (Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου, Καλδάρας, Χιώτης, Θεοδωράκης, Λοϊζος, Χατζιδάκης, Ξαρχάκος, Λεοντής και άλλους), ενώ εμφανίστηκαν με τεράστια επιτυχία στα μεγαλύτερα λαϊκά κέντρα της εποχής. Μάλιστα ήταν τότε που τραγούδησε και τον… ύμνο «Συννεφιασμένη Κυριακή», δείχνοντας με ανεπανάληπτο τρόπο το μεγαλείο της φωνής του.
Δεν είναι τυχαίο που τα τραγούδια που του δόθηκαν ήταν μουσικά αριστουργήματα, αφού προορίζοντας για την δική του φωνή (αυτό το μακρόσυρτο ααααααααα του Στέλιου έχει μείνει στην ιστορία), για το δικό του μουσικό εκτόπισμα!
Το 1959 ο Καζαντζίδης βρίσκεται στα δικαστήρια με την δισκογραφική εταιρεία Columbia, με αφορμή τις πωλήσεις ρεκόρ του τραγουδιού «Μαντουμπάλα» που την εποχή εκείνη αγγίξανε τις 100.000! Στην άλλη όψη του ίδιου δίσκου, περιλαμβανόταν το «Δυο πόρτες έχει η ζωή», σε μουσική του ίδιου του Καζαντζίδη.
Η εταιρεία έβγαζε εκατομμύρια από το συγκεκριμένο δισκάκι, ενώ ο ίδιος ο τραγουδιστής πήρε λιγότερες από 1000 δραχμές (οι τραγουδιστές τότε πληρώνονταν ένα εφάπαξ ποσό για τον κάθε δίσκο και δεν λάμβαναν ποσοστά από τις πωλήσεις).
Ο Καζαντζίδης δικαιώθηκε και έτσι άνοιξε ο… δρόμος για τους υπόλοιπους τραγουδιστές, αφού πρώτος αυτός διεκδίκησε για τον κλάδο του ποσοστά. «Όλοι οι τραγουδιστές οφείλουν να κάνουν ένα εικόνισμα στον Στέλιο και να προσεύχονται στο όνομα του διότι αυτός καθάρισε για όλους. Μεγάλη σημαία ο Καζαντζίδης», είχε πει ο… μεγάλος Ζαμπέτας.
Η αποχώρηση από την νύχτα…
Το 1961 συμμετέχει στις μουσικές θεατρικές παραστάσεις των Μάνου Χατζιδάκι και Μίκη Θεοδωράκη ερμηνεύοντας ζωντανά – και αργότερα σε δίσκους- τα τραγούδια τους. Την ίδια χρονιά, με σολίστ τον Μανώλη Χιώτη, ο Καζαντζίδης μαζί με την Μαρινέλα ηχογραφούν τέσσερα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκη. Το 1962, για τις ανάγκες της παράστασης «Όμορφη Πόλη», στο θέατρο «Παρκ», έσμιξαν για πρώτη και τελευταία φορά στο μικρόφωνο οι φωνές του Στέλιου και του Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Το 1963 φεύγει απ’ την Columbia και πηγαίνει στη Μίνως. Οι επιτυχίες δεν σταμάτησαν ούτε εκεί. «Όση γλύκα έχουνε τα χείλη σου», «Το δικό μου πάπλωμα είναι για δυο άτομα», «Νιώθω μια κούραση βαριά», «Πάρε τα χνάρια μου», «Στο τραπέζι που τα πίνω», κάνουν… πάταγο.
Ένα βράδυ του 1965, στο χειμερινό Φαληρικόν και ενώ τραγουδούσε, ένας πάτος από μπουκάλι μπύρας, πέρασε ξυστά από δίπλα του. Τα σπασίματα είχαν μπει πια για τα καλά στη νυχτερινή διασκέδαση. Στα λαϊκά κέντρα κυριαρχούσαν οι γλεντζέδες, που ξοδεύουν αλόγιστα τα χρήματα τους, κάτι που δεν του άρεσε καθόλου.
Έτσι ο Στέλιος, στα 33 του χρόνια και όντας στον κολοφώνα της δόξας και της δημοτικότητάς του θα σταματήσει τις ζωντανές εμφανίσεις.
Ο Καζαντζίδης με τη Μαρινέλλα και τον ποδοσφαιριστή της ΑΕΚ, Μίμη Παπαϊωάννου, πήγαν στη Γερμανία για συναυλίες. Η υποδοχή που τους επιφυλάσσουν οι ομογενείς είναι συγκινητική. Μαζί τους ο νεαρός -τότε- δεξιοτέχνης του μπουζουκιού Χρήστος Νικολόπουλος.
Την ίδια εποχή ο Καζαντζίδης και ο Χρήστος Κολοκοτρώνης (μουσική και στίχους αντίστοιχα) δημιούργησαν τον ύμνο της ΑΕΚ που ερμήνευσε ο Παπαϊωάννου: «Νικήστε, νικήστε» (γνωστός ΑΕΚτζής ο Στέλιος). Λίγο καιρό αργότερα χώρισε με την Μαρινέλλα και συνέχισε να δισκογραφεί έχοντας για δίπλα του τη Λίτσα Διαμάντη και την Χάρις Αλεξίου.
Με τη Μαρινέλλα θα ξανασμίξουν στην δισκογραφία για τελευταία φορά το 1968 όπου θα ξανακάνουν τις μεγάλες επιτυχίες: «Μη μου λέτε γι’ αυτή», «Στα βράχια της Πειραϊκής», «Απόψε σ’ έχω στην αγκαλιά μου», κ.ά.
Ο… κοινωνικός Στέλιος
Τα περισσότερα τραγούδια που είπε ο Καζαντζίδης εντάσσονται στο ευρύτερο κοινωνικό, λαϊκό τραγούδι. Παρόλο που πολλά από αυτά δεν χαρακτηρίζονται από σαφείς κοινωνικο-πολιτικούς οραματισμούς, περιείχαν άμεσους κοινωνικούς προβληματισμούς και ανησυχίες.
Με την καθαρή του φωνή, τραγούδησε με τον πιο εκφραστικό τρόπο τα βάσανα, τους πόνους, τις πίκρες, τα μεράκια, τις μεγάλες αγάπες, τους πόθους και τις ελπίδες των Ελλήνων, τις φτώχειες, τις λύπες, αλλά και τις χαρές του απλού ανθρώπου της εργατιάς και της βιοπάλης.
Τραγούδησε για τον εργάτη, τον αγρότη, τον πατέρα, τη μάνα, τους χωρισμένους, τον πρόσφυγα, τον κατατρεγμένο, τον μετανάστη, τον απόκληρο και τον αδικημένο. «Φεύγω με πίκρα στα ξένα», «Πικρό σα δηλητήριο είναι το διαβατήριο», «Το ψωμί της ξενιτιάς»,
«Ένα πιάτο άδειο στο τραπέζι», «Στις φάμπρικες της Γερμανίας και στου Βελγίου τις στοές» ήταν κάποια απ’ αυτά… Όλοι οι μεγάλοι του λαϊκού, τραγούδησαν για τις εκατοντάδες χιλιάδες των Ελλήνων μεταναστών που γέμιζαν τα τραίνα και τα πλοία, αλλά κανείς σαν κι αυτόν!
Χαρακτηριστική είναι μία από τις ιστορίες της εποχής (όλοι μας έχουμε ακούσει κάποια), όταν ένας τελωνιακός στην Γερμανία υποδεχόταν Έλληνες μετανάστες, και εξετάζοντας τις αποσκευές τους έβρισκε μερικά ρουχαλάκια, λίγα χρήματα για την αρχή και δίσκους κάποιου… Καζαντζίδη, γεγονός που αντικατοπτρίζει την αγάπη που έτρεφε ο κόσμος γι’ αυτόν.
Μια άλλη πτυχή και απόδειξη της μεγάλης γκάμας και της τεράστιας προσωπικότητας του καλλιτέχνη ήταν οι συνεργασίες του με τους: Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Λεοντή, Μαρκόπουλο, Κατσαρό, στην δισκογραφία και σε συναυλίες. Και στα «έντεχνα» τραγούδια μεγαλούργησε ο Καζαντζίδης, αφού είχε το χάρισμα να προσαρμόζεται στις απαιτήσεις του κάθε τραγουδιού.
Το 1969 ο Στέλιος προσπάθησε να φτιάξει την δική του εταιρία, τη Standard. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του, θα αναγκαστεί να διακόψει την λειτουργία της. Την ίδια μοίρα είχαν και οι όποιες άλλες επιχειρηματικές κινήσεις, όπως η εκτροφή βατράχων, το ούζο «Υπάρχω» που κυκλοφόρησε αργότερα κτλ. Στην συνέχεια γύρισε στη Μίνως όπου υπέγραψε ένα μοιραίο… συμβόλαιο. Παρά τις κόντρες και τις μεγάλες του παύσεις, οι επιτυχίες συνεχίστηκαν :
«Γυρίζω απ’ τη νύχτα», «Ο Γυάλινος κόσμος», «Την Παρασκευή το βράδυ», «Δακρυσμένη ζητάς την αγάπη μου»… Το 1973 δισκογραφεί με τον Άκη Πάνου τον δίσκο «Η ζωή μου όλη». Έχοντας ηχογραφήσει τα μισά (6) από τα τραγούδια του δίσκου θα υπάρξει διαφωνία, όταν ο συνθέτης θα του ζητήσει να ξαναπεί ένα από αυτά.
Ο δίσκος τελικά θα συμπληρωθεί με έξι παλαιοτέρα κομμάτια και θα κυκλοφορήσει. Παρά την διαφωνία τους, κανένας απ’ τους δυο δεν θα κρύψει μετέπειτα τον θαυμασμό του για τον άλλον. «”Η ζωή μου όλη”, είναι ίσως το καλύτερο τραγούδι της καριέρας μου», είχε εξομολογηθεί αργότερα ο Στέλιος.
Μετά την μεταπολίτευση κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Στην Ανατολή», σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη. Περιελάμβανε σπουδαία τραγούδια, όπως τα: «Άπονες Εξουσίες», «Και δεν μίλησε κανείς», «Στην Ανατολή», που όμως δεν ακούστηκαν όσο θα έπρεπε.
Το 1975 ήρθε το «Υπάρχω», σε συνεργασία με τους Νικολόπουλο και Πυθαγόρα και το Γιώργο Νταλάρα να σιγοντάρει. Μια Ελλάδα ολόκληρη τραγούδησε μαζί του. Στην πιο μεστή και δυνατή δισκογραφική στιγμή της καριέρας του ο Καζαντζίδης αποσύρεται και από τις ηχογραφήσεις. Η κόντρα του με τη Μίνως, έγινε… εθνικό ζήτημα. Θα επανέλθει 12 χρόνια αργότερα, το 1987, με ειδική νομοθετική ρύθμιση (!).
Ο επόμενος δίσκος -στην «Polygram»- με τίτλο «Στον δρόμο της Επιστροφής», ξεπερνά σε πωλήσεις -μόνο στην ελληνική αγορά- τις 200.000 χιλιάδες αντίτυπα.
Τα… τελευταία χρόνια
Ο δεύτερος και τελευταίος γάμος του Στέλιου ήταν με τη Βάσω Κολοβού, τον Απρίλιο του 1982, η οποία στάθηκε πλάι του μέχρι το τέλος της ζωής του. Μεγάλη αδυναμία του Καζαντζίδη αποτελούσαν η θάλασσα και το ψάρεμα, κάτι που το απολάμβανε κατά την διαμονή του στον Άγιο Κωνσταντίνο.
Τεράστια αδυναμία όμως είχε και στη μητέρα του, την κυρία Γεσθημανή, η οποία είχε σαν τελευταία επιθυμία της να βάλει ο Στέλιος τη φωτογραφία της στο δίσκο του. Η επιθυμία της εκπληρώθηκε και ο δίσκος «Ελεύθερος» αφιερώθηκε σε εκείνη. «Μάνα, η πιο αληθινή αγάπη. Η μάνα δεν αλλάζεται με τίποτα, ούτε με όλα τα πλούτη του κόσμου», είχε πει…
O Καζαντζίδης, ξεπέρασε την έννοια του όρου «Λαϊκός τραγουδιστής». Από το 1987 μέχρι σήμερα συνέχισε να ερμηνεύει αυτά που πίστευε ότι εκφράζουν αυτόν και αυτούς που τον αγαπούν. Δεν πρόδωσε ποτέ το ρεπερτόριο του, την κοινωνική θεματολογία του, δεν σταμάτησε να τραγουδά τον ανθρώπινο πόνο, τα προβλήματα, τις ανάγκες, τις μικρές χαρές της ζωής. «Όταν ο Στέλιος τραγουδάει αγάλλεται η ψυχή του λαού με την ουράνια φωνή του», είχε πει γι’ αυτόν ο Διονύσης Σαββόπουλος.
Η… θεϊκή φωνή του ξεπερνούσε τα στενά όρια της Ελλάδας και γνώρισε την αναγνώριση και στο εξωτερικό. Χαρακτηριστικό είναι πως ο κλασικός τραγουδιστής Φρανκ Σινάτρα έπαιρνε το αεροπλάνο από την Αμερική και ερχόταν στην Ελλάδα για να τον ακούσει.
ίς δημόσιες εμφανίσεις, …εξορισμένος και πάλι από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς, με νέους αστέρες να κατακλύζουν τα ΜΜΕ, οι πωλήσεις των δίσκων του ήταν πραγματικά εκπληκτικές! Το 1995 συμμετείχε στο τραγούδι «Στην Ελλάς του 2000», σε μουσική Γιάννη Βαρδή και στίχους Σαράντη Αλιβιζάτου.
«Νεοέλληνες με γεια σας, τα καινούρια σας τα στέκια χάρισμά σας. Δεν μου κάνει αυτή η νύχτα στήνω γλέντι σ’ άλλη πίστα, μαζί μας Στέλιο ρίχτα…», έλεγαν οι στίχοι του, κάνοντας όλο τον κόσμο να νοσταλγήσει ακόμα περισσότερο την φωνή του… Μεγάλου.
Το 1998 ο Στέλιος τράβηξε τα φώτα της δημοσιότητας, λόγω της δικαστικής του διαμάχης, με τον Χρήστο Νικολόπουλο, ενώ το 1999 έκανε τον δίσκο «Τραγουδώ», με 12 συνθέσεις του Τάκη Σούκα και με την συμμετοχή της Γλυκερίας σε τρία από αυτά. Ο δίσκος αυτός δεν προωθήθηκε από τα ΜΜΕ ( τυχαίο… δεν νομίζω).
Τελευταίο τραγούδι που ερμήνευε, λίγους μήνες πριν μας αποχαιρετίσει ήταν το… προφητικό «’Έρχονται χρόνια δύσκολα». Τον δίσκο αυτό, που ήταν το κύκνειο άσμα του καλλιτέχνη, τον προλόγισε απευθύνοντας χαιρετισμό στους θαυμαστές του, υπογραμμίζοντας έτσι με τον πιο έντονο τρόπο την 50ετή πορεία του στο τραγούδι «Υπάρχω και θα υπάρχω…»
Ο Καζαντζίδης μπήκε στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών στις 6 Απριλίου του 2001, όταν είχε διαπιστώσει ότι ήδη ο καρκίνος τον είχε καταλάβει. Λίγες μέρες αργότερα μεταφέρθηκε στο Όφενμπαχ της Γερμανίας για ραδιοθεραπεία και περί τα μέσα Μαϊου, όταν επέστρεψε, έμεινε στο σπίτι του. Στο Ιατρικό Κέντρο μεταφέρθηκε στις 4 Ιουνίου.
Έπειτα από 161 δύσκολα μερόνυχτα, ο Στέλιος υπέκυψε σαν σήμερα πριν έντεκα χρόνια στις 10:53 το πρωί, στο 917 δωμάτιο του Ιατρικού Κέντρου Αθηνών, ρίχνοντας μία ολόκληρη Ελλάδα στον… πένθος.
Η ταφή του έγινε στο Νεκροταφείο της Ελευσίνας, πλάι στον τάφο της μητέρας του Γεσθημανής, όπως το επιθυμούσε ο ίδιος, ενώ η κηδεία του εξελίχθητε σε… λαϊκό προσκύνημα, από χιλιάδες θαυμαστές, που έσπευσαν να του πουν από κοντά το στερνό αντίο.
Η φωνάρα του Στέλιου χτυπά από τότε ακόμα πιο δυνατά στις καρδιές όλων μας. Οι εμπειρίες και οι συγκινήσεις που έζησε ο κόσμος, με αυτόν στο πλάι του, δεν μπορούν να λησμονηθούν. Ο Καζαντζίδης είναι διαχρονικός και βρίσκεται στα γλέντια, στις χαρές και στις στεναχώριες μας (μην ξεχνάμε πως σε όλα τα νυχτερινά μαγαζιά, το λαϊκό πρόγραμμα των καλλιτεχνών είναι εμπλουτισμένο με τα τραγούδια του).
Ο Στελάρας της φτωχολογιάς και των ξενιτεμένων, που δεν δέχτηκε ποτέ να περπατήσει πάνω σε… κόκκινα χαλιά και έμεινε πιστός στην καταγωγή του, παρέμεινε, μέχρι τη μέρα που έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 70 χρόνων, ο αγνός άνθρωπος που όλη η Ελλάδα είχε αγαπήσει. Αυτός που του άρεσε το ψάρεμα, η καλή παρέα και το τραγούδι. Αυτός που… ήθελε να τραγουδά πάντα την αλήθεια!
«Τα τραγούδια μου είναι ο λαός, τα τραγούδια μου είναι η αλήθεια, τα τραγούδια μου είμαι εγώ…»
Πηγή :
Αγαπήθηκε φανατικά, μπήκε στις ψυχές και στα σπίτια των ανθρώπων, ενώ τραγουδήθηκε όσο λίγοι… Με τη μοναδική υφή της φωνής του (στεντόρεια και καθαρή σαν… κρύσταλλο) κατάφερε να εκφράσει τις αγωνίες, τους φόβους, τον έρωτα, αλλά και τις ελπίδες μιας ολόκληρης γενιάς ανθρώπων, για τους οποίους η επιβίωση δεν ήταν κάτι το… αυτονόητο. Οι λέξεις όπως θρύλος, φαινόμενο, ή ο… Μεγάλος, τον χαρακτήρισαν πολλές φορές κατά την διάρκεια της ζωής του. Άλλωστε αυτό το θείο χάρισμα που είχε στο λαρύγγι, ο μοναδικός του χαρακτήρας, αλλά και η στάση του στην ζωή, αποτέλεσαν την βάση να φτιαχτεί ένας μύθος, τον οποίο πάντα οι άνθρωποι έχουν την ανάγκη να σκέφτονται (ιδιαίτερα σε δύσκολες εποχές) και να τον έχουν φυλαγμένο στην καρδιά τους.
Ο Μίκης Θεοδωράκης είχε πει κάποτε γι’ αυτόν πως «… δεν είναι το μέταλλο που έχει μέσα στην φωνή, αλλά η καρδιά που έχει μέσα του. Αυτό το σκεύος έχει μέσα του τις φωνές αιώνων. Έχει το χάρισμα του Απόλλωνα και του Διονύσου», ενώ ο αείμνηστος Μάνος Λοΐζος τον είχε χαρακτηρίσει … « μεγαλειώδη και αδευτέροτο»!
ΦΥΣΙΚΑ, όπως όλοι καταλαβαίνεται, μιλάμε για τον αξεπέραστο Στέλιο Καζαντζίδη, που σαν σήμερα, πριν από 11 ολόκληρα χρόνια (14/9/2001) αποχαιρέτησε τούτο τον μάταιο κόσμο, έπειτα από μάχη με τον καρκίνο. Το aek365.gr κάνει μία… φτωχή προσπάθεια, γράφοντας τις παρακάτω λέξεις για τον αείμνηστο Στελάρα…
Τα δύσκολα παιδικά χρόνια
«Τα βιώματα μου λιώνουν σίδερα…», είχε τραγουδήσει ο Καζαντζίδης, στοίχοι που αντιπροσώπευαν την ζωή του από τα πρώτα της κιόλας χρόνια.
Γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου του 1931 στην οδό Αλαείας 33, στη Νέα Ιωνία, από γονείς πρόσφυγες. Ο πατέρας του Χαράλαμπος (χτίστης στο επάγγελμα), προέρχονταν από το χωριό Καβάκλιτσα στα Κοτύωρα της Μικράς Ασίας, στον Πόντο, και η μητέρα του Γεσθημανή από την Αλάγια της Κιλικίας. Είχαν έρθει στην Ελλάδα την εποχή του Διωγμού. Γνωρίστηκαν στα «προσφυγικά» Πετράλωνα όπου και διέμεναν και παντρεύτηκαν το 1923. Η γιαγιά του, του έλεγε τραγούδια και τον νανούριζε όταν ήταν μωρό. Όπως έλεγε ο ίδιος, πίστευε ότι από αυτήν πήρε τις τεχνικές, τις αναπνοές, το… κλάμα στη φωνή
Ο Χαράλαμπος Καζαντζίδης που είχε χαρακτηριστεί σαν επικίνδυνος κομμουνιστής (μέλος της Εθνικής Τροφοδότης Ανταρτών) δολοφονήθηκε το 1945 και έτσι ο 13χρονος Στέλιος αναγκάστηκε να κάνει πολλές δουλειές για να βοηθήσει οικονομικά την οικογένεια του. Δούλεψε σε εργοστάσια και υφαντουργία, πούλησε τσιγάρα, κάστανα και κρύο νερό με στάμνα σε κεντρικά σημεία της πρωτεύουσας.
Τις νύχτες κοιμόταν στα παγκάκια της Ομόνοιας για να μην ξοδέψει το χαρτζιλίκι που μάζευε και να το πάει τα Σαββατοκύριακα στη μάνα του στη Νέα Ιωνία, για να αγοράσουν γάλα για τον μικρότερο αδελφό του. Αργότερα, έκανε ακόμη πιο σκληρές δουλειές. Κουβάλησε τόνους ολόκληρους ασβέστη και τσιμέντο με το πηλοφόρι στις οικοδομές της Ιωνίας και της Φιλαδέλφειας.
Άσχημη εμπειρία για τον Καζαντζίδη και η στρατιωτική του θητεία. Είχε οριστεί υπεύθυνος σε τάγμα μουλαράδων στο Διόνυσο Αττικής και εκεί μια κλωτσιά στα γεννητικά του όργανα, του στέρησε την πατρότητα.
Όμως, από τόσο νεαρή ηλικία η φωνή του είχε αρχίσει να κάνει αίσθηση. Στο εργοστάσιο ΕΣΠΕΡΟΣ στον Περισσό (1950), κατά την διάρκεια της εργασίας και όταν σιγοτραγουδούσε κάποιο σκοπό, οι εργάτες σταματούσαν την δουλειά τους για να τον ακούσουν. Ακόμα και στον εργοστασιάρχη άρεσε τόσο πολύ η φωνή του, που του χάρισε μια κιθάρα.
Τα πρώτα… βήματα
Από εκείνη τη μέρα και μετά, η κιθάρα έγινε… προέκταση των χεριών του. Πρώτος του δάσκαλος ήταν ο Στέλιος Χρυσίνης, ένας τυφλός συνθέτης. Η ενασχόληση του με την μουσική και το τραγούδι οδήγησαν ένα γείτονα του ταβερνιάρη, στο να τον προσλάβει για να τραγουδάει στην ταβέρνα με αμοιβή ένα πιάτο φαί.
Με τον καιρό όμως έγινε γνωστός και στους μουσικούς κύκλους. Στις 2 Ιουλίου του 1952 ο Στέλιος έκανε το δισκογραφικό του ντεμπούτο με ένα τραγούδι του Απόστολου Καλδάρα. Το τραγούδι αυτό έφερε τον τίτλο «Για μπάνιο πάω» και ήταν γραμμένο για τον καύσωνα που επικρατούσε εκείνο το καλοκαίρι στην πρωτεύουσα.
Ο δίσκος δεν πούλησε και η καριέρα του Στέλιου Καζαντζίδη θα έσβηνε πριν καλά καλά αρχίσει. Κάποιοι υπεύθυνοι στην Columbia θεώρησαν πως ο νεαρός τραγουδιστής… δεν ήταν και κάτι το σπουδαίο. Υπήρχε όμως κάποιος που πίστευε πολύ στις δυνατότητες της φωνής του. Αυτός ήταν ο συνθέτης Γιάννης Παπαϊωάννου που του έδωσε το τραγούδι «Οι βαλίτσες», σε στίχους Κώστα Μάνεση, το οποίο και έκανε μεγάλη επιτυχία.
Το… άστρο του Καζαντζίδη είχε αρχίσει να ανατέλλει. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα ο Στέλιος έγινε ο μεγάλος πρωταγωνιστής του λαϊκού τραγουδιού. Εμφανίστηκε στα πλέον γνωστά νυχτερινά κέντρα της εποχής, ενώ πολλοί συνθέτες του έγραψαν τραγούδια, με ξεκάθαρη έφεση σε αυτά του πόνου και της ξενιτιάς. Την τριετία 1953-1956, τον συνόδεψαν στους δίσκους και στα κέντρα, η Ρένα Στάμου, η Βιολέτα, η Μαίρη Γρίλλη και η Καίτη Γκρέυ μία από τις γυναίκες της ζωής του. Η γνωριμία τους, η συνεργασία τους και ο αρραβώνας τους απέφεραν ένα μεγάλο ντουέτο, το «Απόψε Φίλα με» του Μανώλη Χιώτη, μετά το οποίο ακολούθησε και ο χωρισμός τους…
Η πιο γόνιμη περίοδος
Η περίοδος από το 1957 έως το 1965, αποτέλεσε μία από τις πιο παραγωγικές στην ζωή του. Γνωρίστηκε με την Μαρινέλλα στη Θεσσαλονίκη και έσμιξαν τόσο στη ζωή όσο και στο τραγούδι, (παντρεύτηκαν τον Μάιο του 1964 χώρισαν το 1966) συνθέτοντας ένα από τα σημαντικότερα δίδυμα της ελληνικής μουσικής.
Συνεργάστηκαν, κάνοντας μεγάλες επιτυχίες με κορυφαίους συνθέτες (Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου, Καλδάρας, Χιώτης, Θεοδωράκης, Λοϊζος, Χατζιδάκης, Ξαρχάκος, Λεοντής και άλλους), ενώ εμφανίστηκαν με τεράστια επιτυχία στα μεγαλύτερα λαϊκά κέντρα της εποχής. Μάλιστα ήταν τότε που τραγούδησε και τον… ύμνο «Συννεφιασμένη Κυριακή», δείχνοντας με ανεπανάληπτο τρόπο το μεγαλείο της φωνής του.
Δεν είναι τυχαίο που τα τραγούδια που του δόθηκαν ήταν μουσικά αριστουργήματα, αφού προορίζοντας για την δική του φωνή (αυτό το μακρόσυρτο ααααααααα του Στέλιου έχει μείνει στην ιστορία), για το δικό του μουσικό εκτόπισμα!
Το 1959 ο Καζαντζίδης βρίσκεται στα δικαστήρια με την δισκογραφική εταιρεία Columbia, με αφορμή τις πωλήσεις ρεκόρ του τραγουδιού «Μαντουμπάλα» που την εποχή εκείνη αγγίξανε τις 100.000! Στην άλλη όψη του ίδιου δίσκου, περιλαμβανόταν το «Δυο πόρτες έχει η ζωή», σε μουσική του ίδιου του Καζαντζίδη.
Η εταιρεία έβγαζε εκατομμύρια από το συγκεκριμένο δισκάκι, ενώ ο ίδιος ο τραγουδιστής πήρε λιγότερες από 1000 δραχμές (οι τραγουδιστές τότε πληρώνονταν ένα εφάπαξ ποσό για τον κάθε δίσκο και δεν λάμβαναν ποσοστά από τις πωλήσεις).
Ο Καζαντζίδης δικαιώθηκε και έτσι άνοιξε ο… δρόμος για τους υπόλοιπους τραγουδιστές, αφού πρώτος αυτός διεκδίκησε για τον κλάδο του ποσοστά. «Όλοι οι τραγουδιστές οφείλουν να κάνουν ένα εικόνισμα στον Στέλιο και να προσεύχονται στο όνομα του διότι αυτός καθάρισε για όλους. Μεγάλη σημαία ο Καζαντζίδης», είχε πει ο… μεγάλος Ζαμπέτας.
Η αποχώρηση από την νύχτα…
Το 1961 συμμετέχει στις μουσικές θεατρικές παραστάσεις των Μάνου Χατζιδάκι και Μίκη Θεοδωράκη ερμηνεύοντας ζωντανά – και αργότερα σε δίσκους- τα τραγούδια τους. Την ίδια χρονιά, με σολίστ τον Μανώλη Χιώτη, ο Καζαντζίδης μαζί με την Μαρινέλα ηχογραφούν τέσσερα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκη. Το 1962, για τις ανάγκες της παράστασης «Όμορφη Πόλη», στο θέατρο «Παρκ», έσμιξαν για πρώτη και τελευταία φορά στο μικρόφωνο οι φωνές του Στέλιου και του Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Το 1963 φεύγει απ’ την Columbia και πηγαίνει στη Μίνως. Οι επιτυχίες δεν σταμάτησαν ούτε εκεί. «Όση γλύκα έχουνε τα χείλη σου», «Το δικό μου πάπλωμα είναι για δυο άτομα», «Νιώθω μια κούραση βαριά», «Πάρε τα χνάρια μου», «Στο τραπέζι που τα πίνω», κάνουν… πάταγο.
Ένα βράδυ του 1965, στο χειμερινό Φαληρικόν και ενώ τραγουδούσε, ένας πάτος από μπουκάλι μπύρας, πέρασε ξυστά από δίπλα του. Τα σπασίματα είχαν μπει πια για τα καλά στη νυχτερινή διασκέδαση. Στα λαϊκά κέντρα κυριαρχούσαν οι γλεντζέδες, που ξοδεύουν αλόγιστα τα χρήματα τους, κάτι που δεν του άρεσε καθόλου.
Έτσι ο Στέλιος, στα 33 του χρόνια και όντας στον κολοφώνα της δόξας και της δημοτικότητάς του θα σταματήσει τις ζωντανές εμφανίσεις.
Ο Καζαντζίδης με τη Μαρινέλλα και τον ποδοσφαιριστή της ΑΕΚ, Μίμη Παπαϊωάννου, πήγαν στη Γερμανία για συναυλίες. Η υποδοχή που τους επιφυλάσσουν οι ομογενείς είναι συγκινητική. Μαζί τους ο νεαρός -τότε- δεξιοτέχνης του μπουζουκιού Χρήστος Νικολόπουλος.
Την ίδια εποχή ο Καζαντζίδης και ο Χρήστος Κολοκοτρώνης (μουσική και στίχους αντίστοιχα) δημιούργησαν τον ύμνο της ΑΕΚ που ερμήνευσε ο Παπαϊωάννου: «Νικήστε, νικήστε» (γνωστός ΑΕΚτζής ο Στέλιος). Λίγο καιρό αργότερα χώρισε με την Μαρινέλλα και συνέχισε να δισκογραφεί έχοντας για δίπλα του τη Λίτσα Διαμάντη και την Χάρις Αλεξίου.
Με τη Μαρινέλλα θα ξανασμίξουν στην δισκογραφία για τελευταία φορά το 1968 όπου θα ξανακάνουν τις μεγάλες επιτυχίες: «Μη μου λέτε γι’ αυτή», «Στα βράχια της Πειραϊκής», «Απόψε σ’ έχω στην αγκαλιά μου», κ.ά.
Ο… κοινωνικός Στέλιος
Τα περισσότερα τραγούδια που είπε ο Καζαντζίδης εντάσσονται στο ευρύτερο κοινωνικό, λαϊκό τραγούδι. Παρόλο που πολλά από αυτά δεν χαρακτηρίζονται από σαφείς κοινωνικο-πολιτικούς οραματισμούς, περιείχαν άμεσους κοινωνικούς προβληματισμούς και ανησυχίες.
Με την καθαρή του φωνή, τραγούδησε με τον πιο εκφραστικό τρόπο τα βάσανα, τους πόνους, τις πίκρες, τα μεράκια, τις μεγάλες αγάπες, τους πόθους και τις ελπίδες των Ελλήνων, τις φτώχειες, τις λύπες, αλλά και τις χαρές του απλού ανθρώπου της εργατιάς και της βιοπάλης.
Τραγούδησε για τον εργάτη, τον αγρότη, τον πατέρα, τη μάνα, τους χωρισμένους, τον πρόσφυγα, τον κατατρεγμένο, τον μετανάστη, τον απόκληρο και τον αδικημένο. «Φεύγω με πίκρα στα ξένα», «Πικρό σα δηλητήριο είναι το διαβατήριο», «Το ψωμί της ξενιτιάς»,
«Ένα πιάτο άδειο στο τραπέζι», «Στις φάμπρικες της Γερμανίας και στου Βελγίου τις στοές» ήταν κάποια απ’ αυτά… Όλοι οι μεγάλοι του λαϊκού, τραγούδησαν για τις εκατοντάδες χιλιάδες των Ελλήνων μεταναστών που γέμιζαν τα τραίνα και τα πλοία, αλλά κανείς σαν κι αυτόν!
Χαρακτηριστική είναι μία από τις ιστορίες της εποχής (όλοι μας έχουμε ακούσει κάποια), όταν ένας τελωνιακός στην Γερμανία υποδεχόταν Έλληνες μετανάστες, και εξετάζοντας τις αποσκευές τους έβρισκε μερικά ρουχαλάκια, λίγα χρήματα για την αρχή και δίσκους κάποιου… Καζαντζίδη, γεγονός που αντικατοπτρίζει την αγάπη που έτρεφε ο κόσμος γι’ αυτόν.
Μια άλλη πτυχή και απόδειξη της μεγάλης γκάμας και της τεράστιας προσωπικότητας του καλλιτέχνη ήταν οι συνεργασίες του με τους: Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Λεοντή, Μαρκόπουλο, Κατσαρό, στην δισκογραφία και σε συναυλίες. Και στα «έντεχνα» τραγούδια μεγαλούργησε ο Καζαντζίδης, αφού είχε το χάρισμα να προσαρμόζεται στις απαιτήσεις του κάθε τραγουδιού.
Το 1969 ο Στέλιος προσπάθησε να φτιάξει την δική του εταιρία, τη Standard. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του, θα αναγκαστεί να διακόψει την λειτουργία της. Την ίδια μοίρα είχαν και οι όποιες άλλες επιχειρηματικές κινήσεις, όπως η εκτροφή βατράχων, το ούζο «Υπάρχω» που κυκλοφόρησε αργότερα κτλ. Στην συνέχεια γύρισε στη Μίνως όπου υπέγραψε ένα μοιραίο… συμβόλαιο. Παρά τις κόντρες και τις μεγάλες του παύσεις, οι επιτυχίες συνεχίστηκαν :
«Γυρίζω απ’ τη νύχτα», «Ο Γυάλινος κόσμος», «Την Παρασκευή το βράδυ», «Δακρυσμένη ζητάς την αγάπη μου»… Το 1973 δισκογραφεί με τον Άκη Πάνου τον δίσκο «Η ζωή μου όλη». Έχοντας ηχογραφήσει τα μισά (6) από τα τραγούδια του δίσκου θα υπάρξει διαφωνία, όταν ο συνθέτης θα του ζητήσει να ξαναπεί ένα από αυτά.
Ο δίσκος τελικά θα συμπληρωθεί με έξι παλαιοτέρα κομμάτια και θα κυκλοφορήσει. Παρά την διαφωνία τους, κανένας απ’ τους δυο δεν θα κρύψει μετέπειτα τον θαυμασμό του για τον άλλον. «”Η ζωή μου όλη”, είναι ίσως το καλύτερο τραγούδι της καριέρας μου», είχε εξομολογηθεί αργότερα ο Στέλιος.
Μετά την μεταπολίτευση κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Στην Ανατολή», σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη. Περιελάμβανε σπουδαία τραγούδια, όπως τα: «Άπονες Εξουσίες», «Και δεν μίλησε κανείς», «Στην Ανατολή», που όμως δεν ακούστηκαν όσο θα έπρεπε.
Το 1975 ήρθε το «Υπάρχω», σε συνεργασία με τους Νικολόπουλο και Πυθαγόρα και το Γιώργο Νταλάρα να σιγοντάρει. Μια Ελλάδα ολόκληρη τραγούδησε μαζί του. Στην πιο μεστή και δυνατή δισκογραφική στιγμή της καριέρας του ο Καζαντζίδης αποσύρεται και από τις ηχογραφήσεις. Η κόντρα του με τη Μίνως, έγινε… εθνικό ζήτημα. Θα επανέλθει 12 χρόνια αργότερα, το 1987, με ειδική νομοθετική ρύθμιση (!).
Ο επόμενος δίσκος -στην «Polygram»- με τίτλο «Στον δρόμο της Επιστροφής», ξεπερνά σε πωλήσεις -μόνο στην ελληνική αγορά- τις 200.000 χιλιάδες αντίτυπα.
Τα… τελευταία χρόνια
Ο δεύτερος και τελευταίος γάμος του Στέλιου ήταν με τη Βάσω Κολοβού, τον Απρίλιο του 1982, η οποία στάθηκε πλάι του μέχρι το τέλος της ζωής του. Μεγάλη αδυναμία του Καζαντζίδη αποτελούσαν η θάλασσα και το ψάρεμα, κάτι που το απολάμβανε κατά την διαμονή του στον Άγιο Κωνσταντίνο.
Τεράστια αδυναμία όμως είχε και στη μητέρα του, την κυρία Γεσθημανή, η οποία είχε σαν τελευταία επιθυμία της να βάλει ο Στέλιος τη φωτογραφία της στο δίσκο του. Η επιθυμία της εκπληρώθηκε και ο δίσκος «Ελεύθερος» αφιερώθηκε σε εκείνη. «Μάνα, η πιο αληθινή αγάπη. Η μάνα δεν αλλάζεται με τίποτα, ούτε με όλα τα πλούτη του κόσμου», είχε πει…
O Καζαντζίδης, ξεπέρασε την έννοια του όρου «Λαϊκός τραγουδιστής». Από το 1987 μέχρι σήμερα συνέχισε να ερμηνεύει αυτά που πίστευε ότι εκφράζουν αυτόν και αυτούς που τον αγαπούν. Δεν πρόδωσε ποτέ το ρεπερτόριο του, την κοινωνική θεματολογία του, δεν σταμάτησε να τραγουδά τον ανθρώπινο πόνο, τα προβλήματα, τις ανάγκες, τις μικρές χαρές της ζωής. «Όταν ο Στέλιος τραγουδάει αγάλλεται η ψυχή του λαού με την ουράνια φωνή του», είχε πει γι’ αυτόν ο Διονύσης Σαββόπουλος.
Η… θεϊκή φωνή του ξεπερνούσε τα στενά όρια της Ελλάδας και γνώρισε την αναγνώριση και στο εξωτερικό. Χαρακτηριστικό είναι πως ο κλασικός τραγουδιστής Φρανκ Σινάτρα έπαιρνε το αεροπλάνο από την Αμερική και ερχόταν στην Ελλάδα για να τον ακούσει.
ίς δημόσιες εμφανίσεις, …εξορισμένος και πάλι από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς, με νέους αστέρες να κατακλύζουν τα ΜΜΕ, οι πωλήσεις των δίσκων του ήταν πραγματικά εκπληκτικές! Το 1995 συμμετείχε στο τραγούδι «Στην Ελλάς του 2000», σε μουσική Γιάννη Βαρδή και στίχους Σαράντη Αλιβιζάτου.
«Νεοέλληνες με γεια σας, τα καινούρια σας τα στέκια χάρισμά σας. Δεν μου κάνει αυτή η νύχτα στήνω γλέντι σ’ άλλη πίστα, μαζί μας Στέλιο ρίχτα…», έλεγαν οι στίχοι του, κάνοντας όλο τον κόσμο να νοσταλγήσει ακόμα περισσότερο την φωνή του… Μεγάλου.
Το 1998 ο Στέλιος τράβηξε τα φώτα της δημοσιότητας, λόγω της δικαστικής του διαμάχης, με τον Χρήστο Νικολόπουλο, ενώ το 1999 έκανε τον δίσκο «Τραγουδώ», με 12 συνθέσεις του Τάκη Σούκα και με την συμμετοχή της Γλυκερίας σε τρία από αυτά. Ο δίσκος αυτός δεν προωθήθηκε από τα ΜΜΕ ( τυχαίο… δεν νομίζω).
Τελευταίο τραγούδι που ερμήνευε, λίγους μήνες πριν μας αποχαιρετίσει ήταν το… προφητικό «’Έρχονται χρόνια δύσκολα». Τον δίσκο αυτό, που ήταν το κύκνειο άσμα του καλλιτέχνη, τον προλόγισε απευθύνοντας χαιρετισμό στους θαυμαστές του, υπογραμμίζοντας έτσι με τον πιο έντονο τρόπο την 50ετή πορεία του στο τραγούδι «Υπάρχω και θα υπάρχω…»
Ο Καζαντζίδης μπήκε στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών στις 6 Απριλίου του 2001, όταν είχε διαπιστώσει ότι ήδη ο καρκίνος τον είχε καταλάβει. Λίγες μέρες αργότερα μεταφέρθηκε στο Όφενμπαχ της Γερμανίας για ραδιοθεραπεία και περί τα μέσα Μαϊου, όταν επέστρεψε, έμεινε στο σπίτι του. Στο Ιατρικό Κέντρο μεταφέρθηκε στις 4 Ιουνίου.
Έπειτα από 161 δύσκολα μερόνυχτα, ο Στέλιος υπέκυψε σαν σήμερα πριν έντεκα χρόνια στις 10:53 το πρωί, στο 917 δωμάτιο του Ιατρικού Κέντρου Αθηνών, ρίχνοντας μία ολόκληρη Ελλάδα στον… πένθος.
Η ταφή του έγινε στο Νεκροταφείο της Ελευσίνας, πλάι στον τάφο της μητέρας του Γεσθημανής, όπως το επιθυμούσε ο ίδιος, ενώ η κηδεία του εξελίχθητε σε… λαϊκό προσκύνημα, από χιλιάδες θαυμαστές, που έσπευσαν να του πουν από κοντά το στερνό αντίο.
Η φωνάρα του Στέλιου χτυπά από τότε ακόμα πιο δυνατά στις καρδιές όλων μας. Οι εμπειρίες και οι συγκινήσεις που έζησε ο κόσμος, με αυτόν στο πλάι του, δεν μπορούν να λησμονηθούν. Ο Καζαντζίδης είναι διαχρονικός και βρίσκεται στα γλέντια, στις χαρές και στις στεναχώριες μας (μην ξεχνάμε πως σε όλα τα νυχτερινά μαγαζιά, το λαϊκό πρόγραμμα των καλλιτεχνών είναι εμπλουτισμένο με τα τραγούδια του).
Ο Στελάρας της φτωχολογιάς και των ξενιτεμένων, που δεν δέχτηκε ποτέ να περπατήσει πάνω σε… κόκκινα χαλιά και έμεινε πιστός στην καταγωγή του, παρέμεινε, μέχρι τη μέρα που έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 70 χρόνων, ο αγνός άνθρωπος που όλη η Ελλάδα είχε αγαπήσει. Αυτός που του άρεσε το ψάρεμα, η καλή παρέα και το τραγούδι. Αυτός που… ήθελε να τραγουδά πάντα την αλήθεια!
«Τα τραγούδια μου είναι ο λαός, τα τραγούδια μου είναι η αλήθεια, τα τραγούδια μου είμαι εγώ…»
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου