του Σταύρου Μαυρουδέα
Ι. Εισαγωγή
Ο ελληνικός καπιταλισμός βρίσκεται σήμερα στο επίκεντρο των διεθνών
εξελίξεων. Η οικονομική κρίση του συνδέεται και επηρεάζει σημαντικά την
παγκόσμια καπιταλιστική κρίση και την συνδεόμενη με αυτή κρίση της ΕΕ.Για να αντιμετωπισθεί η κρίση αυτή το σύστημα επέβαλλε την στρατηγική που αποκρυσταλλώνεται στα Μνημόνια «Κατανόησης» μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και της τρόικα των ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ. Τα διαδοχικά Μνημόνια και οι ενδιάμεσες αναθεωρήσεις τους εξειδικεύουν και υλοποιούν την γενικότερη αυτή στρατηγική.
Η Μνημονιακή πολιτική έχει βυθίσει την ελληνική οικονομία σε μία άνευ προηγουμένου κρίση. Από το 2009 μέχρι το 2013 έχει «χαθεί» σχεδόν το 25% του ΑΕΠ, η επίσημα καταγεγραμμένη ανεργία το 2013 φθάνει το 27.5% (με την ανεργία των νέων να αγγίζει το 65%) και τα εισοδήματα των εργαζομένων να έχουν υποστεί μείωση της τάξης του 40%.
Επιπλέον τα Μνημόνια έχουν πέσει συστηματικά έξω στις προβλέψεις τους τόσο για τα επιμέρους κρίσιμα μεγέθη τους (ύφεση, πρωτογενές πλεόνασμα, λόγος εξωτερικού χρέους προς ΑΕΠ κλπ.) όσο και για το χρονικό ορίζοντα εξομάλυνσης της κρίσης. Είναι δηλαδή αδιαμφισβήτητο ότι η Μνημονιακή στρατηγική πέφτει συστηματικά έξω στις προβλέψεις της.
Υπάρχει μία αντι-μνημονιακή κριτική που εκπορεύεται από Κεϋνσιανές αντιλήψεις και την οποία ενστερνίζονται ακρίτως ελαφρόμυαλες και πανικόβλητες αριστερές απόψεις που υποστηρίζει ότι τα Μνημόνια είναι μία παράλογη νεοφιλελεύθερη στρατηγική που οδηγεί ακόμη και τον καπιταλισμό στην καταστροφή του.
Συνεπώς χρειάζεται η ευρύτερη δυνατή συσπείρωση όλων των νουνεχών αντι-μνημονιακών δυνάμεων για την ανατροπή του νεοφιλελεύθερου παραλογισμού και την επιβολή μίας αποτελεσματικότερης (για τους Κεϋνσιανούς) και φιλολαϊκότερης (για την λαϊτ αριστερά) αστικής διαχείρισης. Η αντίληψη αυτή είναι είτε αφελής (γιατί δεν κατανοεί την βαθύτερη συστημική λογική) είτε εκ του πονηρού (δηλαδή επιδιώκει να ελέγξει τις λαϊκές αντιδράσεις μέσα στα πλαίσια της αστικής διαχείρισης.
Η Μνημονιακή στρατηγική δεν είναι παράλογη. Αντιθέτως, απηχεί την «βαθειά» λογική τους συστήματος που κατανοεί ότι σε αντίθεση με την μεταπολεμική περίοδο οι Κεϋνσιανές πολιτικές τόνωσης της ζήτησης δεν λύνουν αλλά αντίθετα επιδεινώνουν την κρίση φθίνουσας κερδοφορίας και υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου.
Τα προβλήματα και οι αποτυχίες της Μνημονιακής στρατηγικής προκύπτουν επειδή είναι αναγκαστικά υπερφιλόδοξη: το σύστημα για να ξεπεράσει την κρίση του πρέπει να παραβιάσει κρίσιμα ιστορικά οικονομικά και κοινωνικά όρια του. Ιδιαίτερα, πρέπει να επιβάλλει μία αδιανόητη για τα δεδομένα του 20ου αιώνα μείωση της αξίας της εργασιακής δύναμης (δηλαδή τόσο του άμεσου όσο και του κοινωνικού μισθού), να αυξήσει δραματικά την εκμετάλλευση της εργασίας (μέσω της αύξησης της απλήρωτης εργασίας), να αυξήσει αποφασιστικά την ανεργία (για να επιβάλλει τα προηγούμενα) αλλά και να δεχθεί μία μαζική απαξίωση κεφαλαίων (δηλαδή χρεοκοπίες επιχειρήσεων) για να επιστρέψει το σύστημα σε ρεαλιστικά επίπεδα λειτουργίας.
Αυτός είναι ο μόνος δρόμος για το καπιταλιστικό σύστημα. Όμως οι απαιτήσεις του είναι τόσο υπερβολικές και φιλόδοξες που παραβιάζουν βάναυσα θεμελιώδεις ιστορικούς (για τον 20 αιώνα) οικονομικούς και πολιτικούς ταξικούς συσχετισμούς όχι μόνο σε σχέση με την εργατική τάξη αλλά και με μεσαία στρώματα.
Αυτό όμως εγκυμονεί δραματικούς κινδύνους καθώς μαζεύει μία επικίνδυνη κρίσιμη μάζα κοινωνικών εκρήξεων. Αυτό είναι το βασικό πρόβλημα της Μνημονιακής στρατηγικής: το σύστημα είναι υποχρεωμένο να κάνει τέτοιες βαθιές τομές που μπορεί να μην τις αντέχει.
ΙΙ. Η ταξική βάση της Μνημονιακής Στρατηγικής
Ανισοβαρής συμβιβασμός της ελληνικής αστικής τάξης με το ευρω-κέντρο
Η στρατηγική των ελληνικών Μνημονίων αποτελεί έναν ανισοβαρή συμβιβασμό ανάμεσα στα συμφέροντα και τις επιλογές των ηγεμονικών χωρών της ΕΕ και σ’ αυτά της ελληνικής αστική τάξης.
Ο συμβιβασμός είναι εξ ορισμού ανισοβαρής με την έννοια ότι από την σύσταση της η ΕΟΚ (και μετέπειτα η ΕΕ) είναι ένα ιεραρχικό ιμπεριαλιστικό μπλοκ όπου οι ανώτερες βαθμίδες της ιμπεριαλιστικής αυτής πυραμίδας εκμεταλλεύονται τις κατώτερες και όλες μαζί (αλλά πάλι με την δέουσα ιεράρχηση) άλλες υποδεέστερες οικονομίες εκτός του μπλοκ αυτού[1].
Όμως το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης έχει οδηγήσει το ελληνικό κεφάλαιο σε μία ακόμη δυσμενέστερη θέση[2]. Όχι μόνο ευθύς εξ αρχής ήταν στις κατώτερες βαθμίδες της ευρωπαϊκής ιμπεριαλιστικής πυραμίδας αλλά και η θέση του ήδη πριν την κρίση επιδεινωνόταν μέσα στον ευρωπαϊκό και διεθνή καταμερισμό εργασίας. Το ξέσπασμα της κρίσης χειροτέρεψε ακόμη περισσότερο τα πράγματα. Η υποχώρηση στο διεθνή καταμερισμό εργασίας έγινε ακόμη πιο έντονη και απότομη ενώ το ελληνικό κεφάλαιο μετατράπηκε σε επαίτη των ευρωπαίων πατρώνων του
. Αυτή η ιεραρχική σχέση αποτυπώνεται σαφώς στα Μνημόνια. Τον πρώτο λόγο έχουν οι ηγεμονικοί ευρωπαϊκοί καπιταλισμοί και τον δεύτερο το ελληνικό κεφάλαιο που διαπραγματεύεται μεν τα συμφέροντα του αλλά από υποδεέστερη θέση. Και φυσικά όλο αυτό το παιχνίδι γίνεται στις πλάτες των εργαζόμενων.
Το ελληνικό κεφάλαιο βρίσκεται όντως σε μία δεινή θέση. Ενώ με την ευρωπαϊκή «Μεγάλη Ιδέα» ήλπιζε σε μία αναβάθμιση στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα βρέθηκε να υποβαθμίζεται. Με τα Μνημόνια μετατρέπεται σε ένα καπιταλισμό μειωμένης κυριαρχίας και αυτοτέλειας. Τα ηγεμονικά ευρωπαϊκά κεφάλαια αποκτούν ιδιαίτερα ισχυρό ρόλο μέσα στην ίδια την χώρα και θίγουν ακόμη και ζωτικά συμφέροντα του.
Όμως ο ελληνικός καπιταλισμός είναι τόσο στενά εμπλεγμένος στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και ταυτόχρονα τόσο δομικά αδυνατισμένος (βλέπε Μαυρουδέας (2010β), Mavroudeas (2013)) που αδυνατεί ακόμη και να υποστηρίξει πιο συγκρουσιακά και μαχητικά τα συμφέροντα του* πόσο μάλλον να σκεφθεί την αποδέσμευση από την ΕΕ. Συνεπώς, επιλέγει να συμβιβασθεί με την στρατηγική των ηγεμονικών ευρωπαϊκών κεφαλαίων και, στα πλαίσια της, να επωφεληθεί από την επίθεση στους εργαζόμενους και να διαπραγματευθεί τουλάχιστον ορισμένα κρίσιμα συμφέροντα του (όπως το τραπεζικό σύστημα)[3].
Όπως θα δειχθεί αναλυτικά παρακάτω, βασικό στοιχείο της Μνημονιακής Στρατηγικής είναι η δραματική υποβάθμιση της αμοιβής και των σχέσεων εργασίας των εργαζομένων. Δηλαδή η μείωση της αξίας της εργασιακής δύναμης και η αύξηση της εκμετάλλευσης της εργασίας (με την μείωση των μισθών και την αύξηση του απλήρωτου χρόνου εργασίας).
Αυτό αποτελεί την πιο βασική προϋπόθεση για την «Κινεζοποίηση» της ελληνικής οικονομίας που μόνον εάν επιτευχθεί μπορεί να ξαναρχίσει η καπιταλιστική ανάπτυξη (δηλαδή να ξαναρχίσουν να γίνονται επενδύσεις). Συνεπώς, η ελληνική αστική τάξη συναινεί στη Μνημονιακή Στρατηγική γιατί η μείωση του εργατικού κόστους ωφελεί και την δική της κερδοφορία.
Επιπλέον, ελπίζει ότι βασικά στοιχεία της «διαπλοκής» (δηλαδή των φανερών και κρυφών δεσμών του κράτους με τους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους) δεν θα αλωθούν από τα ευρωπαϊκά κεφάλαια ή/και ότι τα τελευταία θα χρειάζονται πάντα συμμαχίες με ελληνικά κεφάλαια. Έτσι ο ελληνικός καπιταλισμός ελπίζει ότι θα ξεπεράσει την καταιγίδα και ενδεχομένως, στο μέλλον, θα μπορέσει να πάρει και κάτι πίσω από τα ευρωπαϊκά κεφάλαια.
Ασταθείς ενδο-ιμπεριαλιστικές ισορροπίες και ανταγωνισμοί
Επιπλέον, στα ελληνικά Μνημόνια αποτυπώνονται και οι ασταθείς ισορροπίες και οι ανταγωνισμοί μεταξύ τριών βασικών ιμπεριαλιστικών πόλων: των ΗΠΑ, της ΕΕ και των αναδυόμενων χωρών.
Η εμπλοκή των δύο τελευταίων τεχνικά σχετίζεται με την εμπλοκή του ΔΝΤ στο οποίο έχουν σημαντική βαρύτητα. Σχετίζεται όμως και πολιτικο-οικονομικά καθώς στην εποχή της «παγκοσμιοποίησης» (δηλαδή της μετά το 1990 αυξημένης διεθνοποίησης του κεφαλαίου) οι δύο τελευταίοι πόλοι έχουν σημαντικά συμφέροντα στον ευρωπαϊκό χώρο (οι ΗΠΑ άλλωστε πάντα είχαν).
Αυτό αποτυπώθηκε και στο τεχνικό επίπεδο καθώς, παρά τις αρχικές γκρίνιες ευρωπαϊκών κύκλων (περί απαράδεκτης εκχώρησης ρόλου στις ΗΠΑ και ότι οι ευρωπαϊκές «διασώσεις» θα έπρεπε να παραμείνουν ευρωπαϊκή υπόθεση), το ΔΝΤ αναγκαστικά έπρεπε να εμπλακεί στα ευρωπαϊκά προγράμματα «διάσωσης» γιατί είναι το μόνο που έχει την σχετική τεχνογνωσία για το πώς συγκροτείται και εκτελείται ένα τέτοιο πρόγραμμα.
Επιπλέον, ιδιαίτερα ο ηγεμονικός πυρήνας της ΕΕ (γύρω από την Γερμανία) είναι εξαιρετικά «τσιγκούνης» και θέλει πάντα να βάζει τα ελάχιστα απαιτούμενα κεφάλαια ακόμη και για να διασφαλίσει την δική του ιμπεριαλιστική «πίσω αυλή».
Αυτή η εμπλοκή δίνει ακόμη ισχυρότερα εργαλεία (από αυτά που ήδη είχαν) στις ΗΠΑ για να παρεμβαίνουν τόσο στην ελληνική κρίση όσο και ευρύτερα στην κρίση της ΕΕ.
Οι βασικοί στόχοι της αμερικανικής παρέμβασης δεν αφορούν το ελληνικό πρόβλημα αλλά το βασικό σημείο αντιπαράθεσης με την ΕΕ: τις πολιτικές αντιμετώπισης της τρέχουσας παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, τι βάρη θα επωμισθεί ο κάθε ιμπεριαλιστικός πόλος και ποιος θα βγει κερδισμένος και ποιος χαμένος. Συνοπτικά[4], η οικονομική κρίση όξυνε και τους διεθνείς ανταγωνισμούς και ιδιαίτερα αυτούς μεταξύ των ισχυρών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Καθεμία από τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις προσπαθεί να περάσει τα βάρη της κρίσης σε άλλες ιμπεριαλιστικές και μη χώρες και να είναι αυτή που στο τέλος της κούρσας θα βγει νικητής. Εδώ η ΕΕ προσπάθησε να παίξει ένα πονηρό παιχνίδι. Με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης οι ΗΠΑ προχώρησαν σε μία επεκτατική δημοσιονομική πολιτική και μία πολύ χαλαρή νομισματική πολιτική (με περίπου μηδενικά επιτόκια αλλά και διαδοχικά προγράμματα Ποσοτικής Χαλάρωσης).
Περίπου το ίδιο έκαναν και αρκετές άλλες ανεπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες και ιδιαίτερα οι λεγόμενες «νεο-αναδυόμενες» αγορές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Κίνα όπου εφαρμόσθηκε μία επεκτατική δημοσιονομική πολιτική αλλά με μία χαλαρή νομισματική πολιτική. Αντιθέτως, η ΕΕ ακολούθησε μία σφικτή δημοσιονομική πολιτική και ταυτόχρονα μία λιγότερο χαλαρή νομισματική πολιτική (καθώς οι μειώσεις επιτοκίων ήταν πιο αργές και μικρότερες από αυτές της FED).
Αυτό σήμαινε ότι οι ΗΠΑ και η Κίνα «φουσκώνουν» τις οικονομίες τους για να αντιμετωπίσουν τον άμεσο κίνδυνο της κρίσης αλλά ταυτόχρονα διακινδυνεύουν το σκάσιμο της «φούσκας» να τις κατακρημνίσει κυριολεκτικά. Από την άλλη η ΕΕ επιδιώκει να εκμεταλλευθεί τις «φούσκες» των ανταγωνιστών της (πουλώντας και στους μεν και στους δε) ενώ κρατά πιο νοικοκυρεμένη την δική της οικονομία και φυσικά μην παρέχοντας αντίστοιχες διευκολύνσεις στους τελευταίους.
Ταυτόχρονα, η ΕΕ επιδιώκει την «κινεζοποίηση» των περιφερειακών μελών της (με πρώτα τα PIIGS – Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ιταλία, Ελλάδα και Ισπανία) ρίχνοντας τα στη μέγγενη του χρέους. Δηλαδή οι ηγεμονικοί ευρωπαϊκοί καπιταλισμοί, εν πολλοίς τεχνηέντως, οδήγησαν σε έκρηξη του εξωτερικού χρέους των PIIGS έτσι ώστε να μπουν σε Μνημόνια, δηλαδή σε εκχώρηση της οικονομικής κυριαρχίας τους και σε υποβάθμιση στον διεθνή καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας.
Στόχος της κίνησης αυτής είναι η μετατροπή τους σε πισθάγκωνα δεμένους οφειλέτες και η απόκτηση περιουσιακών στοιχείων τους έναντι πινακίου φακής και η μετατροπή τους σε «ευρωπαϊκές Κίνες» με μηδαμινούς μισθούς και άθλιες εργασιακές σχέσεις.
Όμως οι άλλοι μεγάλοι παγκόσμιοι ιμπεριαλιστικοί πόλοι δεν αφήνουν φυσικά την ΕΕ να παίξει ανενόχλητα σε βάρος τους. Έτσι – ιδιαίτερα μέσω των υποτιθέμενα ανώνυμων «αγορών» και των οίκων αξιολόγησης (δύο βασικών εργαλείων που επηρεάζονται καθοριστικά από τις ΗΠΑ) – η κρίση χρέους της ευρωπαϊκής περιφέρειας μετατράπηκε σε κρίση χρέους της ΕΕ συνολικά και σε κρίση του ευρώ. Αυτό που ξεκίνησε σαν μία ελεγχόμενη φωτιά εντός αντιπυρικών ζωνών εξελίχθηκε σε ανεξέλεγκτη πυρκαγιά.
Έτσι οι άλλοι παγκόσμιοι ιμπεριαλιστικοί πόλοι πιέζουν την ΕΕ στο να «φουσκώσει» και αυτή την οικονομία της – τόσο μέσω δανεισμού (ευρω-ομόλογο κλπ.) όσο και κυρίως μέσω μίας ευρωπαϊκής Ποσοτικής Χαλάρωσης (ιδιαίτερα με το τύπωμα χρήματος). Φυσικά κάτι τέτοιο θα βάλει ταφόπλακα στα όνειρα για μία παγκόσμια ευρωπαϊκή ιμπεριαλιστική ηγεμονία και θα αφήσει τον ευρωπαϊκό ιμπεριαλιστικό πόλο πίσω από τους βασικούς ανταγωνιστές του.
Για τις ΗΠΑ η ελληνική περίπτωση είναι ένα βολικό εργαλείο για να διεμβολίζει συστηματικά την γερμανική στρατηγική. Έτσι οι αμερικανικές πιέσεις για διευκολύνσεις στην εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους («κούρεμα» ιδιαίτερα των κρατικών ευρωπαϊκών δανείων προς την Ελλάδα) είναι ένα εργαλείο ευρύτερων επιδιώξεων και όχι ένας τελικός στόχος.
Αν οι ευρύτερες αμερικανικές επιδιώξεις ευοδωθούν τότε ακόμη και το «κούρεμα» θα πάει περίπατο. Γι’ αυτό το λόγο είναι είτε αφελείς είτε εκ του πονηρού πολιτικές προτάσεις (όπως αυτή των ΑΝΕΛΛ και των ηγετικών κλιμακίων του ΣΥΡΙΖΑ) και προτάσεις πανεπιστημιακών οικονομολόγων (αρκετών με ριζοσπαστική αναφορά και ακόμη και μαρξιστικά καρυκεύματα) που προσβλέπουν σε αμερικανική χείρα βοηθείας.
Από την άλλη η ισχυροποιούμενη μέσα στο ΔΝΤ ομάδα των «νεο-αναδυόμενων» οικονομιών πιέζει από μία παραπλήσια με τις ΗΠΑ σκοπιά την ΕΕ. Και αυτή χρησιμοποιεί το ελληνικό πρόβλημα ως μέσο. Επιπλέον, επειδή είναι λιγότερη ισχυρή από τις ΗΠΑ φοβάται ότι με δικά της λεφτά (κεφάλαια που διαθέτει στο ΔΝΤ) τελικά μπορεί να ενισχύεται ο ανταγωνιστικός ιμπεριαλιστικός πόλος της ΕΕ.
Μέρος αυτού του ζητήματος είναι και η αντιπαράθεση σχετικά με την αύξηση των ψήφων (δηλαδή της διοικητικής βαρύτητας) των «νεο-αναδυόμενων» οικονομιών (σε αντιστοίχιση με την αυξημένη οικονομική συνεισφορά τους στο ΔΝΤ) που πρέπει να γίνει σε βάρος της ΕΕ και την οποία η τελευταία υπονομεύει συστηματικά. Γι’ αυτό οι πιο έντονες κριτικές στο ελληνικό Μνημόνιο ως μη-βιώσιμο γίνονται από την ομάδα αυτή (ιδιαίτερα από την Βραζιλία).
ΙΙΙ. Η θεωρητική και πολιτική προέλευση της Μνημονιακής Στρατηγικής
Η θεωρητική και πολιτική προέλευση της Μνημονιακής Στρατηγικής και των ελληνικών Μνημονίων (Προγράμματα Οικονομικής Προσαρμογής [Economic Adjustment Programmes]) βρίσκεται στα προγράμματα του ΔΝΤ έτσι όπως αυτά τυποποιήθηκαν ιδιαίτερα μετά την δεκαετία του 1980 (βλέπε Παπαδάτος (2013)). Tα Προγράμματα Δομικής Προσαρμογής (Structural Adjustment Programmes) του ΔΝΤ συγκροτήθηκαν από τα τέλη του 1980 εκφράζουν την προσπάθεια των παγκόσμιων ιμπεριαλιστικών πόλων (και φυσικά κυρίαρχα των ΗΠΑ) να διαχειρισθούν ζητήματα που προέκυπταν από την πολιτική της «παγκοσμιοποίησης»[5].
Μία σειρά οικονομίες κυρίως μεσαίου επιπέδου ανάπτυξης που είχαν αναπτυχθεί ραγδαία το προηγούμενο διάστημα – κερδίζοντας θέσεις στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας – έπρεπε να ελεγχθούν έτσι ώστε να μην απειλήσουν την δυτική ηγεμονία και ταυτόχρονα οι κρίσεις τις οποίες αντιμετώπιζαν να ελεγχθούν έτσι ώστε να μην πυροδοτήσουν γενικότερες αναφλέξεις αλλά και να ενισχύσουν την δυτική ηγεμονία.
Η θεωρητική βάση των Προγραμμάτων Δομικής Προσαρμογής του ΔΝΤ δίνεται από την διαβόητη
Συναίνεση της Ουάσιγκτον, δηλαδή το πλαίσιο συμφωνίας που επικράτησε στους μεγάλους παγκόσμιους οργανισμούς που εδρεύουν στην Ουάσιγκτον (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα) σχετικά με την διαχείριση των νέων παγκόσμιων προβλημάτων[6].
Σημειωτέον ότι η Συναίνεση της Ουάσιγκτον δεν είναι ένα ακραιφνώς νεοφιλελεύθερο δημιούργημα. Αντιθέτως, όπως επεσήμανε ο «νονός» του όρου J.Williamson, αποτελεί τα κοινά σημεία που επικράτησαν στους κύκλους των ορθόδοξων οικονομικών μετά την επικράτηση των νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων.
Όμως αυτό δεν σήμαινε την εξάλειψη των κεϋνσιανών απόψεων αλλά αντίθετα την υποχώρηση τους (από την θέση της κυρίαρχης μεταπολεμικής οικονομικής θεωρίας) και τον συμβιβασμό τους με τη νέα ορθοδοξία. Έτσι, όπως και σε άλλους τομείς (π.χ. νέα μακρο-οικονομική συναίνεση) η πλειοψηφία του κεϋνσιανισμού συμβιβάσθηκε με την νέα ορθοδοξία (βλέπε νέος κεϋνσιανισμός).
Βασικά στοιχεία των πολιτικών της Συναίνεσης της Ουάσιγκτον είναι (α) το άνοιγμα των οικονομιών στο διεθνές κεφάλαιο, (β) η ενίσχυση του ιδιωτικού έναντι του δημόσιου τομέα και (γ) η μετατροπή χειμαζόμενων οικονομιών σε εξαγωγικές οικονομίες (export led growth).
Το άνοιγμα των οικονομιών στο διεθνές κεφάλαιο σημαίνει ότι προηγουμένως προστατευμένες καπιταλιστικές οικονομίες γίνονται τώρα πεδίο εκμετάλλευσης από τα κεφάλαια των παγκόσμιων ιμπεριαλιστικών πόλων.
Αυτό φυσικά «στριμώχνει» τα εθνικά τους κεφάλαια και τα υποχρεώνει σε τουλάχιστον συνεταιρισμούς με τα κεφάλαια των διεθνών ιμπεριαλιστικών πόλων. Αφήνει φυσικά την ελπίδα (;) μίας αναβάθμισης των πρώτων μέσω της σύνδεσης με τα δεύτερα έστω και από υποδεέστερη θέση. Το διεθνές άνοιγμα της οικονομίας είναι ιδιαίτερα σημαντικό για αρκετές κατηγορίες οικονομιών.
Για πρώην «τριτοκοσμικές» οικονομίες σημαίνει ότι οι κρατικο-καπιταλιστικοί μηχανισμοί που είχαν οικοδομήσει – πολλοί συνδεόμενοι με το πάλαι ποτέ Ανατολικό μπλοκ – για να στήσουν την διαδικασία ανάπτυξης τους έπρεπε να κατεδαφισθούν γιατί εμπόδιζαν τα κεφάλαια των διεθνών ιμπεριαλιστικών πόλων[7].
Το ίδιο ισχύει και για απω-ανατολικού τύπου καπιταλισμούς (νεο-εκβιομηχανισμένες οικονομίες του 1980) που έχουν επίσης ένα πιο εθνικό και κρατικο-μονοπωλιακό πλαίσιο λειτουργίας από ότι ο δυτικός καπιταλισμός.
Η ενίσχυση του ιδιωτικού έναντι του δημόσιου τομέα είναι συνέχεια του προηγούμενου στοιχείου. O δημόσιος τομέας εξάντλησε τη χρησιμότητα του από τη στιγμή που έθεσε τις βάσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης και διασφάλισε την πορεία της (επωμιζόμενος και τα σχετικά αρχικά κόστη και κινδύνους π.χ. σε έργα υποδομής).
Στη συνέχεια αυτά πρέπει να γίνουν πεδία ιδιωτικής κερδοφορίας. Με απλά λόγια μία σειρά οικονομικές δραστηριότητες που ενείχαν υψηλά αρχικά κόστη και κινδύνους έπρεπε να γίνουν από το κράτος ως συλλογικό κεφαλαιοκράτη (διασφαλιστή των συνολικών καπιταλιστικών συμφερόντων) έστω και αν αυτό σήμαινε ότι λειτουργούν με χαμηλό ή μηδαμινό ποσοστό κερδοφορίας και εργασιακής εκμετάλλευσης.
Όμως από την στιγμή που οι οικονομικές αυτές δραστηριότητες εδραιώθηκαν και επιπλέον το σύστημα μπήκε σε κρίση υπερσυσσώρευσης (δηλαδή έλλειψης επαρκών πεδίων ικανοποιητικής κερδοφορίας), όπως μετά την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση του 1973, τότε πρέπει να παραδοθούν στον ιδιωτικό τομέα. Επιπλέον, τα ξένα κεφάλαια θα πρέπει να έχουν σημαντικό μερίδιο στην «πίτα» αυτή.
Η επίλυση της κρίσης χειμαζόμενων οικονομιών με την μετατροπή τους σε εξαγωγικές οικονομίες σημαίνει κυρίως τρία πράγματα. Πρώτον, το μισθολογικό κόστος πρέπει να μειωθεί δραματικά. Αυτό σημαίνει την μείωση της αξίας της εργασιακής δύναμης και συνεπώς αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Δεύτερον, οι εργασιακές σχέσεις πρέπει να «απελευθερώνουν» δηλαδή να καταργηθεί κάθε σχεδόν προστασία της εργασίας και η εργασιακή διαδικασία να αφεθεί ελεύθερη στην πιο άγρια καπιταλιστική εκμετάλλευση.
Τρίτον, οι «απελευθερωμένες» αυτές οικονομίες να γίνουν πεδίο εκμετάλλευσης τόσο των δικών τους κεφαλαίων αλλά και ιδιαίτερα των πολυεθνικών κεφαλαίων. Έτσι μέσω των «κοινωνικών χωματερών» (social dumping) δημιουργούνται νέα πεδία αυξημένης κερδοφορίας για το κεφάλαιο συνολικά και ιδιαίτερα για τα ασφυκτικά υπερσυσσωρευμένα πολυεθνικά κεφάλαια.
Υπάρχει άλλο ένα σημαντικό στοιχείο των Προγραμμάτων Δομικής Προσαρμογής του ΔΝΤ που είναι σαφώς νεο-φιλελεύθερο. Τα Προγράμματα αυτά, όπως δείχνει η σχετική διεξοδικότατη μελέτη των Weisbrot et al. (2009), είναι σαφώς προ-κυκλικά* σε αντίθεση με τις Κεϋνσιανές αντιλήψεις.
Η προ-κυκλικότητα πρακτικά σημαίνει ότι όταν μία οικονομία μπει σε κρίση η λύση είναι να βαθύνει η κρίση αυτή συνειδητά. Έτσι υποστηρίζεται ότι θα φθάσεις πιο γρήγορα στον «πάτο» και ταυτόχρονα η ανάκαμψη θα έρθει πολύ πιο γρήγορα και θα είναι επίσης πολύ ισχυρή (v-shaped recovery).
Μάλιστα η άποψη αυτή υποστηρίζεται και από σχετικό στατιστικό εμπειρικό κανόνα (rule of thump).
Η αντίληψη αυτή θα μπορούσε να παρομοιασθεί με ένα αεροπλάνο που κάνει βύθιση και υποτίθεται ότι όσο πιο απότομη είναι αυτή τόσο πιο απότομη θα είναι η άνοδος του στη συνέχεια.
Με λίγα λόγια, η προ-κυκλική άποψη υποστηρίζει ότι άμεσα και εμπροσθοβαρώς πρέπει τόσο να αντιμετωπισθούν οικονομικές ανισορροπίες όσο και να διορθωθούν δομικά προβλήματα. Αντιθέτως, τα κεϋνσιανά οικονομικά υποστήριζαν ότι πρώτα πρέπει να παρθούν αντι-κυκλικά μέτρα – δηλαδή να απαλυνθεί η κρίση – και στη συνέχεια να γίνουν δομικές αλλαγές για την αποφυγή μελλοντικών κρίσεων.
Ουσιαστικά η προ-κυκλική άποψη κατανοεί με ένα παραμορφωμένο και προβληματικό τρόπο την Μαρξιστική θεωρία της κρίσης. Η τελευταία υποστηρίζει ότι ο μόνος δρόμος για να βγει το σύστημα από την κρίση είναι η δραστική απαξίωση κεφαλαίου (δηλαδή η μείωση της οικονομίας μέχρι να ξεπεράσει την υπερσυσσώρευση και να επανέλθει σε «υγιή» επίπεδα συσσώρευσης).
IV. Τα βασικά τεχνικά χαρακτηριστικά των ελληνικών Μνημονίων
Τα ελληνικά Μνημόνια ακολουθούν αλλά με σημαντικές τροποποιήσεις τις κατευθυντήριες των Προγραμμάτων Δομικής Προσαρμογής του ΔΝΤ.
Οι τροποποιήσεις προκύπτουν γιατί πρώτη φορά ένα τόσο μεγάλο πρόγραμμα επιβάλλεται σε μία αναπτυγμένη καπιταλιστική οικονομία. Επίσης, πρώτη φορά ένα τέτοιο πρόγραμμα επιβάλλεται σε μία οικονομία που είναι μέλος μίας νομισματικής ένωσης σαν αυτή της ΟΝΕ).
Τα στοιχεία αυτά, εκτός από τα πολιτικά προβλήματα, θέτουν και αρκετά τεχνικά ζητήματα.
Παραδοσιακά, τα Προγράμματα Δομικής Προσαρμογής του ΔΝΤ είναι τριετή. Αντιθέτως, το ελληνικό Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής είναι τετραετές. Αυτό έγινε προφανώς γιατί το ελληνικό πρόβλημα είναι εξαιρετικά μεγάλο.
Επίσης, τα Προγράμματα του ΔΝΤ έχουν κλασσικά τους ακόλουθους άξονες:
(1) Δημοσιονομική Προσαρμογή: δηλαδή μείωση του δημόσιου τομέα (ακόμη και όταν δεν υπάρχει σημαντικό δημόσιο χρέος)
(2) Απελευθέρωση της Αγοράς Εργασίας: για να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα
(3) Υποτίμηση του νομίσματος: επίσης για να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα
(4) Άνοιγμα της οικονομίας στα διεθνή κεφάλαια
Οι δύο πρώτοι άξονες αποτελούν βασικούς πυλώνες των ελληνικών Μνημονίων. Ο τέταρτος άξονας δεν χρειάζεται τυπικά σημαντικές παρεμβάσεις καθώς η Ελληνική οικονομία στα πλαίσια της Κοινής
Αγοράς είναι μία ανοικτή οικονομία. Βέβαια υπάρχει ο «σκοτεινός» τομέας (ιδιαίτερα των μη-διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών) όπου το ελληνικό κεφάλαιο με πραγματικά πανούργους τρόπους έχει καταφέρει (μέσω της «διαπλοκής») να κρατήσει απέξω τα διεθνή κεφάλαια.
Στον τομέα αυτό τα ελληνικά Μνημόνια προβλέπουν μία σειρά στοχευμένα αλλά ταυτόχρονα προσεκτικά βήματα για να μην εξωθήσουν το ελληνικό κεφάλαιο στον τοίχο και του προκαλέσουν το «σύνδρομο της γάτας» (π.χ. η ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού τομέα).
Εκείνο όμως που λείπει από το ελληνικό Πρόγραμμα είναι ο τρίτος άξονας καθώς η χώρα είναι μέλος της Ευρωζώνης και συνεπώς δεν μπορεί από μόνη της να υποτιμήσει το νόμισμα της. Έτσι ένα τυπικό και αναγκαίο στοιχείο των προγραμμάτων του ΔΝΤ λείπει γεγονός που φορτώνει με ακόμη περισσότερα βάρη τους υπόλοιπους άξονες του προγράμματος.
Ιδιαίτερα η αδυναμία συναλλαγματικής υποτίμησης οδηγεί σε ακόμη οξύτερες πολιτικές λιτότητας («εσωτερικής υποτίμησης») έτσι ώστε να αναταχθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Ένα άλλο στοιχείο των ελληνικών Μνημονίων ξεχωρίζει επίσης.
Το ελληνικό Πρόγραμμα Προσαρμογής όχι μόνον είναι προ-κυκλικό αλλά είναι και εμπροσθοβαρές, δηλαδή ο μεγάλος όγκος των επώδυνων μέτρων του προβλέπεται για τα πρώτα χρόνια εφαρμογής του.
Αυτό, όπως έχει δημόσια δηλωθεί, έγινε κατ’ απαίτηση της ΕΕ και σε αντίθεση με την άποψη του ΔΝΤ. Το ΔΝΤ υποστήριζε ότι ένα υπερβολικά εμπροσθοβαρές πρόγραμμα θα βάθαινε την ύφεση περισσότερο απ’ ότι έπρεπε. Όμως η ΕΕ, θέλοντας να ξεμπερδεύει γρήγορα και να αποφύγει μετάδοση της κρίσης σε άλλες χώρες (κάτι που φυσικά για μία σειρά λόγους έγινε), επέβαλλε ένα εμπροσθοβαρές πρόγραμμα.
Ο δεδηλωμένος στόχος των ελληνικών Μνημονίων είναι η αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης η οποία θεωρείται απλά ως μία κρίση χρέους (δηλαδή δεν συνδέεται με την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση που ξέσπασε το 2007)[8]. Δηλαδή το Πρόγραμμα θέλει να αντιμετωπίσει την κρίση χρέους της ελληνικής οικονομίας που αποδίδεται πρωτίστως στα δημοσιονομικά ελλείμματα.
Ταυτόχρονα όμως το πρόγραμμα θέλει να υλοποιήσει ένα δομικό μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας σύμφωνα με τα πρότυπα των Προγραμμάτων Δομικής Προσαρμογής του ΔΝΤ: δηλαδή θέλει να μετασχηματίσει τον ελληνικό καπιταλισμό από ένα κρατικο-κεντρικό σύστημα σε ένα ιδιωτικο-κεντρικό.
Συνεπώς, η Μνημονιακή Στρατηγική έχει διπλό στόχο: (α) θέλει να αντιμετωπίσει ένα άμεσο πρόβλημα ρευστότητας (λόγω χρέους) και (β) θέλει να μετασχηματίσει δομικά τον ελληνικό καπιταλισμό (που σχηματικά εκφράζεται με τον στόχο της αύξησης της ανταγωνιστικότητας).
Και όλα αυτά εν μέσω μίας παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης και μίας συνδεόμενης με αυτήν κρίση της ΕΕ. Πρόκειται κυριολεκτικά για ένα εξαιρετικά δύσκολο στόχο που δυστυχώς (όπως όλα σχεδόν τα προβλήματα του καπιταλισμού) περνά πάνω από την πλάτη του κόσμου της εργασίας: όσο δυσκολότερα το πρόβλημα και οι επιδιώξεις του συστήματος τόσο μεγαλύτερα βάρη για τους εργαζόμενους.
Αυτή η Μνημονιακή Στρατηγική οργανώνεται μέσα από τα δύο Προγράμματα Προσαρμογής (Μνημόνια) και τις πάμπολλες ενδιάμεσες αναθεωρήσεις τους.
Το πρώτο Μνημόνιο ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2010, έδινε δάνεια 110 δις ευρώ (80 δις διακρατικά ευρωπαϊκά δάνεια και 30 δις του ΔΝΤ) με επιτόκιο 5.5% για την εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους και τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας και είχε ένα χρονικό ορίζοντα (όσον αφορά τα δάνεια) μέχρι το 2013 οπότε υποτίθεται η Ελλάδα δεν θα χρειαζόταν στήριξη και θα μπορούσε μόνη της να δανεισθεί στις διεθνείς αγορές. Δηλαδή το δανειακό πρόγραμμα προβλεπόταν τριετές για την περίοδο 2010-13.
Επιπλέον, προβλεπόταν ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα το 2014 θα ήταν μικρότερο του 3% του ΑΕΠ. Επίσης προβλεπόταν ότι για τα πρώτα δύο χρόνια του προγράμματος θα υπήρχε συρρίκνωση της οικονομίας κατά περίπου 6.6% και θα ακολουθούσε αθροιστική μεγέθυνση 5,3% στην περίοδο 2012-14.
Πίνακας 3. Μακροοικονοµικό Πλαίσιο | ||||||
2009 | 2010 | 2011 | 2012 | 2013 | 2014 | |
(ετήσια µεταβολή) | ||||||
Πραγµατική ανάπτυξη του ΑΕΠ |
-2
|
-4.0 | -2.6 | 1.1 | 2.1 | 2.1 |
Συµβολή εγχώριας ζήτησης | -2.5 | -7.5 | -5.9 | -0.7 | 0.8 | 1.0 |
Καθαρή εµπορική συµβόλη | 0.7 | 3.5 | 3.2 | 1.7 | 1.4 | 1.1 |
|
HICP πληθωρισµός (µέσος όρος)
Πηγή: Ελληνικές αρχές και οι υπηρεσίες της Ευρ. Επιτροπής
The Economic Adjustment Programme for Greece, σ.18
Όμως ήδη από την πρώτη αναθεώρηση του πρώτου Μνημονίου φάνηκε ότι οι προβλέψεις του ήταν τραγικά εξωπραγματικές. Έτσι προέκυψε το δεύτερο Μνημόνιο τον Ιούλιο του 2011 το οποίο έδινε 130 δις δάνεια (από τον νεοσυγκροτημένο EFSF και το ΔΝΤ) σε δόσεις μέχρι και το 2014 (δηλαδή το πρόγραμμα έγινε συνολικά τετραετές: 2010-14). Προβλεπόταν ξανά ότι στο τέλος του 2014 η οικονομία, μετά από βαθύτερη ύφεση, θα είχε επιστρέψει σε τροχιά ανάπτυξης, το δημοσιονομικό έλλειμμα και το χρέος θα ήταν υπό έλεγχο και η χώρα θα μπορούσε να επιστρέψει στο δανεισμό από τις διεθνείς αγορές.
Table 4. Macroeconomic scenario main features
Real GDP (growth rate) | 2009 | 2010 | 2011 | 2012 | 2013 | 2014 |
-3.2 | -3.5 | -6.9 | -4.7 | 0.0 | 2.5 | |
Final domestic demand contribution* | -3.6 | -7.0 | -10.0 | -7.2 | -1.4 | 1.5 |
Net trade contribution | 3.1 | 3.1 | 2.8 | 2.3 | 1.4 | 1.2 |
Employment (growth rate) | -0.7 | -1.9 | -6.3 | -4.8 | -0.2 | 1.6 |
Unemployment rate (percent of labour force) | 8.9 | 11.7 | 15.9 | 17.9 | 17.8 | 16.7 |
Compensation of employees, private sector per head | 0.6 | -0.3 | -3.2 | -13.0 | -3.8 | -2.2 |
Unit labour cost (growth rate) | 4.3 | -1.6 | -1.0 | -7.8 | -1.3 | -1.9 |
HICP inflation | 1.3 | 4.7 | 3.1 | -0.5 | -0.3 | 0.1 |
HICP inflation at constant taxes | 1.1 | 1.4 | 1.2 | -1.2 | -0.8 | 0.1 |
Current account balance (percent of GDP) | -14.3 | -12.3 | -10.3 | -6.9 | -5.3 | -4.6 |
Net borrowing vis-à-vis RoW (percent of GDP) | -13.3 | -10.6 | -8.3 | -4.8 | -3.1 | -2.4 |
Net external liabilities (percent of GDP) | -112.9 | -101.9 | -116.0 | -88.1 | -90.0 | -89.6 |
General Government deficit (percent of GDP) | -15.8 | -10.6 | -9.3 | -7.3 | -4.6 | -2.1 |
General Government primary surplus (percent of GDP) | -10.6 | -5.0 | -2.4 | -1.0 | 1.8 | 4.5 |
General Government debt (percent of GDP) | 129.3 | 144.9 | 165.3 | 161.4 | 165.4 | 162.1 |
* Excluding change in inventories and net acquisition of valuablesSource: European Commission |
The Second Economic Adjustment Programme for Greece – March 2012, σ.18
Και οι προβλέψεις αυτές διαψεύσθηκαν γρήγορα, όπως έδειξαν και οι ενδιάμεσες επισκοπήσεις του προγράμματος, οπότε η τρόικα αναγκάσθηκε τον Φεβρουάριο του 2012 να προχωρήσει στο «κούρεμα» του χρέους προς ιδιώτες της Ελλάδας (PSI) και ένα επιπλέον μικρό δάνειο προς την Ελλάδα για να μπορέσει η τελευταία να διαχειρισθεί τις εσωτερικές επιπτώσεις του «κουρέματος».
Το νέο ορόσημο είναι το 2020 όπου υποτίθεται ότι ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ θα είναι 120.5% του ΑΕΠ και ότι αυτό θα θεωρηθεί βιώσιμο χρέος από τις διεθνείς αγορές και συνεπώς θα ξαναρχίζουν να δανείζουν την Ελλάδα. Βέβαια το μέγεθος 120% είναι ένα «πολιτικό» μέγεθος καθώς εμπειρικά γνωρίζουμε ότι βιώσιμο είναι το χρέος της τάξης του 60-80% του ΑΕΠ.
Το νούμερο 120% επιλέχθηκε γιατί τόσος είναι ο αντίστοιχος λόγος της Ιταλίας και η ΕΕ επ’ ουδενί δεν ήθελε να εμπλακεί η Ιταλία σε πρόγραμμα διάσωσης (για τον απλό λόγο γιατί η ΕΕ δεν διαθέτει τα αναγκαία κεφάλαια για μία τέτοιου επιπέδου «διάσωση»).
V. Οι συστηματικές αποτυχίες της Μνημονιακής στρατηγικής
Όπως είδαμε και παραπάνω, η Μνημονιακή Στρατηγική και τα προγράμματα υλοποίησης της αποτυγχάνουν συστηματικά στις προβλέψεις και στα χρονοδιαγράμματα τους. Ενδεικτικά, από τον Μάιο του 2010 έως τον Μάιο του 2013 χρειάσθηκε να αναθεωρηθούν επί τα χείρω οκτώ φορές οι προβλέψεις για τον ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ.
Αντίστοιχα, η τρόικα χρειάσθηκε να αναθεωρήσει επτά φορές επίσης επί τα χείρω τις προβλέψεις της για την απαιτούμενη δημοσιονομική προσαρμογή: τα αρχικά μέτρα δημοσιονομικής λιτότητας ήταν 25 δις ευρώ ενώ η πιο πρόσφατη εκτίμηση τα ανεβάζει αθροιστικά σε 66 δις ευρώ. Αντίστοιχη είναι η αποτυχία των προβλέψεων για το δημόσιο χρέος, τον λόγο εξωτερικού χρέους προς ΑΕΠ, το επίπεδο της ανεργίας κλπ. Πρόκειται για ένα επιεικώς απαράδεκτο αποτέλεσμα για ένα οικονομικό πρόγραμμα.
Ποιος είναι ο λόγος της αποτυχίας; Πρόσφατα η επίσημη συζήτηση άναψε μετά την μελέτη του O.Blanchard (διευθυντή του Τμήματος Μελετών του ΔΝΤ) που υποστήριξε ότι τα ελληνικά
Προγράμματα υποτίμησαν τον δημοσιονομικό πολλαπλασιαστή. Δηλαδή, σε απλά λόγια, θεώρησαν ότι οι δομικές αλλαγές (η μετατροπή της οικονομίας σε ιδιωτικο-κεντρική) και οι περικοπές στον δημόσιο τομέα (η συρρίκνωση του δημόσιου τομέα) δεν θα είχαν τόσο μεγάλο υφεσιακό αποτέλεσμα όσο προέκυψε στην πραγματικότητα.
Επιπλέον, παρόλο ότι αυτό δεν λέγεται στην επίσημη αυτή αντιπαράθεση, η κάλυψη των συρρικνούμενων δημόσιων οικονομικών δραστηριοτήτων από ιδιωτικές – το περιβόητο «μέρισμα μεγέθυνσης» (growth dividend) που παπαγάλισαν εγχώριοι ορθόδοξοι οικονομολόγοι και τα μόνο κατ’ όνομα ερευνητικά κέντρα των τραπεζών – δεν υλοποιήθηκε.
Ο λόγος είναι πολύ απλός και προφανής αλλά αδυνατεί να τον συλλάβει η φτωχή και σχηματική λογική των ορθόδοξων οικονομικών: σε κατάσταση κρίσης (και μάλιστα εν μέσω παγκόσμιας κρίσης) και δομικών αλλαγών με αβέβαιο αποτέλεσμα κανένα ιδιωτικό κεφάλαιο (εκτός από τυχοδιώκτες και οικονομικούς κοντοτιέρους) δεν κάνει επενδύσεις.
Βέβαια σύντομα μία άλλη μελέτη του ΔΝΤ ήρθε να διαψεύσει τον Blanchard. Το ενδιαφέρον είναι ότι η έννοια του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή είναι Κεϋνσιανή έννοια και ο ίδιος ο Blanchard ένας Νέος Κεϋνσιανός.
Αυτό δείχνει, σε αντίθεση με τις φωνασκίες πολλών Κεϋνσιανών, ότι τα προγράμματα του ΔΝΤ δεν είναι ακραιφνώς νεοφιλελεύθερα αλλά είναι αντιπροσωπευτικά αυτού του μίγματος νεοφιλελευθερισμού και συντηρητικού κεϋνσιανισμού που τόσο η Συναίνεση της Ουάσιγκτον όσο και μετά-Ουάσιγκτον Συναίνεση αντιπροσωπεύουν. Όμως όλη αυτή η επίσημη αντιπαράθεση μεταξύ «γερακιών της λιτότητας» και «ομαλών διαχειριστών» (smooth operators) ευέλικτων συμβιβασμών είναι παραπλανητική. Το πρόβλημα είναι πολύ ευρύτερο από την τεχνική του διάσταση, δηλαδή το εύρος ορισμένων τεχνικών παραμέτρων.
Το ουσιαστικό πρόβλημα της Μνημονιακής Στρατηγικής και των προγραμμάτων της είναι ότι είναι υποχρεωμένη να προχωρήσει ταυτόχρονα τόσο στην διαχείριση άμεσων προβλημάτων (δημοσιονομικό έλλειμμα και εξωτερικό χρέος) και ταυτόχρονα να αλλάξει την δομή της οικονομίας. Και όλα αυτά εν μέσω παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης.
Μεταφορικά, χρησιμοποιώντας ξανά την παρομοίωση του αεροπλάνου, είναι σαν να υποχρεώνεις ένα αεροπλάνο να κάνει βύθιση πιο απότομα από το φυσιολογικό και ταυτόχρονα να το μετασκευάζεις εν πτήσει ελπίζοντας ότι η άνοδος του θα έλθει πιο γρήγορα και θα είναι πιο απότομη.
Πρόκειται για ένα εξαιρετικά φιλόδοξο εγχείρημα. Τόσο τα άμεσα μέτρα όσο και οι δομικές αλλαγές διαταράσσουν όλη την μεταπολεμική αρχιτεκτονική του ελληνικού καπιταλισμού και έχουν βαθιές πολιτικο-οικονομικές συνέπειες.
Πρώτον, αλλάζουν βίαια την εσωτερική δομή του ελληνικού κεφαλαίου (εταιρικούς ομίλους, κλαδική και τομεακή διάρθρωση, εξαγωγικές και εισαγωγικές δραστηριότητες κλπ.). Αυτό σημαίνει ότι ισχυρά οικονομικά κέντρα του παρελθόντος κινδυνεύουν ενώ νέα προσπαθούν να αναδυθούν. Αυτό κάνει τις ενδοκαπιταλιστικές συγκρούσεις εξαιρετικά άγριες. Επιπλέον, η βαρύτητα και τα πεδία παρέμβασης ξένων κεφαλαίων διευρύνονται σε βάρος των εγχώριων.
Δεύτερον, όλη αυτή η ζώνη μικρο-μεσαίας επιχειρηματικότητας (μικρομεσαίες επιχειρήσεις) και τα αντίστοιχα (εξαιρετικά μαζικά για τα δυτικά δεδομένα) μεσαία στρώματα συρρικνώνονται δραστικά καθώς η συγκέντρωση και η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου[9] προχωρά εξαιρετικά εντατικά. Αυτό όμως διαλύει μία από τις βασικές ταξικές συμμαχίες που στήριξαν το μεταπολεμικό μοντέλο του ελληνικού καπιταλισμού τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά και κοινωνικά.
Αυτή η «προλεταριοποίηση» των μεσαίων στρωμάτων εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την κοινωνική και πολιτική σταθερότητα. Επιπλέον όμως διαλύει κρίσιμες οικονομικές σχέσεις και λειτουργίες του συστήματος που όμως δεν αναπληρώνονται επαρκώς από άλλες σχέσεις.
Τρίτον, πρέπει μέσα σε ελάχιστο χρόνο να μετατρέψει τις συνθήκες ζωής και εργασίας των εργαζομένων από αυτές μίας ευρω-περιφερειακής χώρας σε αυτές μίας βαλκανικής ή και τριτοκοσμικής. Μόνο με μία τέτοια ραγδαία υποτίμηση τη αξίας της εργατικής δύναμης και αύξησης της εκμετάλλευσης της εργασίας μπορεί να ανακάμψει το ποσοστό κερδοφορίας.
Μόνο με τον τρόπο αυτό – δηλαδή μεγάλη απαξίωση κεφαλαίων και αύξηση τη κερδοφορίας – μπορεί να βγει ο ελληνικός καπιταλισμός από την κρίση και να ξαναρχίσει η διαδικασία συσσώρευσης (δηλαδή η μεγέθυνση της οικονομίας). Αυτό όμως, όπως εξηγήθηκε παραπάνω, απαιτεί μία βαθειά ύφεση. Επιπλέον, η επανεκκίνηση της ανάπτυξης δεν σημαίνει τέλος της λιτότητας αλλά το αντίθετο. Αυτή θα πρέπει να συνεχισθεί και να βαθύνει αλλιώς η ανάκαμψη της καπιταλιστικής συσσώρευσης θα διακοπεί ξανά και η ύφεση θα επιστρέψει.
Τέλος, ακόμη και αν και όταν ξαναρχίσει η διαδικασία της καπιταλιστικής συσσώρευσης, αυτό θα γίνει με τον ελληνικό καπιταλισμό υποβαθμισμένο μέσα στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα.
Όλο αυτό το σχέδιο είναι εξαιρετικά φιλόδοξο και παρακινδυνευμένο γιατί διαταράσσονται βίαια οικονομικές και ταξικές ισορροπίες και συσχετισμοί και αυτό οποιαδήποτε στιγμή (ακόμη και σε φάση ανάπτυξης) μπορεί να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτες (για το σύστημα) κοινωνικές και πολιτικές εκρήξεις. Βέβαια το σύστημα γνωρίζει ότι δεν έχει άλλο εναλλακτικό δρόμο. Η Κεϋνσιανή άποψη για αντι-κυκλική πολιτική και ήπια λιτότητα – γιατί και τα σοβαρά Κεϋνσιανά σενάρια προβλέπουν λιτότητα – έχει ήδη χρησιμοποιηθεί στο ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης και είναι γνωστό ότι δεν επιλύει την κρίση.
Η δεξιά Κεϋνσιανή πολιτική τόνωσης της ζήτησης (α-λα Κρούγκμαν) – που είναι και η μόνη που συζητείται σε επίσημους κύκλους αλλά και σε κύκλους της λάιτ «αριστεράς της φαιδράς πορτοκαλέας» – δεν προβλέπει αναδιανομή εισοδήματος προς τα λαϊκά στρώματα (όπως οι προοδευτικές μεταπολεμικές Κεϋνσιανές πολιτικές) αλλά κυρίως αντι-υφεσιακά μέτρα που περιορίζουν την απαξίωση του κεφαλαίου. Αυτό είναι χρήσιμο στο απότομο ξέσπασμα της κρίσης γιατί αποφεύγεται ένα μαζικό και ανεξέλεγκτο κύμα χρεωκοπιών επιχειρήσεων που μπορεί να οδηγήσει στο σύστημα ακόμη και στην άμεση κατάρρευση.
Όμως από τη στιγμή που το πρώτο αυτό κρίσιμο σημείο έχει ξεπερασθεί μετά η πολιτική αυτή δεν μπορεί να επιλύσει (αντίθετα μπορεί και να επιδεινώνει) το πρόβλημα υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου και δεν αυξάνει επαρκώς την εκμετάλλευση της εργασίας και την μείωση των μισθών. Γι’ αυτό αυτός ο προ-κυκλικός δρόμος είναι ο μοναδικός για το σύστημα.
Τα προβλήματα αυτά φαίνονται καθαρά στην Μνημονιακή Στρατηγική ακόμη και σήμερα καθώς οι τεχνικές προβλέψεις και τα χρονοδιαγράμματα εξακολουθούν να πέφτουν έξω – παρά τις πολλαπλές αναθεωρήσεις και διορθωτικές παρεμβάσεις. Το μνημονιακό πολιτικο-οικονομικό μπλοκ (και η κυβέρνηση σαν βασικός εκφραστής του) προβάλλει ότι το 2013 έχει φανεί «φως στην άκρη του τούνελ». Έτσι οργανώνει όλη αυτή την φθηνή και φαιδρή προπαγάνδα περί success story. Όμως ακόμη και μία απλή εξέταση των τεχνικών πλευρών των Μνημονίων διαψεύδει αυτά τα επικοινωνιακά παραμύθια.
Το Μνημονιακό πρόγραμμα πρέπει:
α) Να κάνει το χρέος βιώσιμο: δηλαδή να μπορέσει ο ελληνικός καπιταλισμός να επιστρέψει στο δανεισμό από τις διεθνείς αγορές και μάλιστα σε ρεαλιστικά επιτόκια, δηλαδή τέτοια που να μπορούν να εξυπηρετηθούν από την ελληνική οικονομία. Αυτό σημαίνει ότι το επιτόκιο πρέπει να αντιστοιχεί, χονδρικά, στον ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας.
β) Να μετατρέψει την οικονομία σε εξαγωγική (δηλαδή να προκύπτουν συστηματικά εμπορικά πλεονάσματα) έτσι ώστε και να ενισχύεται από το εξωτερικό ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ και να αντιμετωπίζονται τα προβλήματα ρευστότητας (ιδιαίτερα πληρωμών στο εξωτερικό) που αποτυπώνονται στο ισοζύγιο εξωτερικών τρεχουσών συναλλαγών.
Υπάρχουν όπως είδαμε συγκεκριμένοι χρονικοί στόχοι και μεγέθη (milestones) σχετικά με τις αλληλεξαρτώμενες εν πολλοίς οικονομικές μεταβλητές που εμπλέκονται σε αυτό το πρόγραμμα.
Κατ’ αρχήν υποτίθεται αυθαίρετα ότι η προοπτική επίτευξης ενός λόγου εξωτ. χρέους προς ΑΕΠ της τάξης του 122,5% το 2022 θα ξανανοίξει – και μάλιστα από το 2014 – την πρόσβαση τις διεθνείς χρηματαγορές
. Και αυτό γιατί η Ιταλία, με ένα τέτοιο λόγο, μπορεί και δανείζεται στις αγορές αυτές. Όπως είδαμε και προηγουμένως αυτή είναι μία προβληματική υπόθεση.
Παραγνωρίζει τις ιδιαίτερες πολιτικο-οικονομικές δομές κάθε οικονομίας και τις ιδιαίτερες εσωτερικές και εξωτερικές ρυθμίσεις της. Υπάρχουν οικονομίες με μεγαλύτερο τέτοιο λόγο ή με μικρότερο λόγο αλλά με τερατωδώς πολλαπλάσια απόλυτα μεγέθη εξωτ. χρέους (τόσο δημόσιου όσο και ιδιωτικού) που για λόγους ιδιαίτερων εσωτερικών και εξωτερικών συσχετισμών αποφεύγουν προς το παρόν την κρίση χρέους. Υπάρχουν επίσης άλλες που με μικρότερους τέτοιους λόγους και απόλυτα μεγέθη έπεσαν ή κινδυνεύουν να πέσουν σε κρίση χρέους.
Επιπλέον, γνωρίζουμε ότι η βιώσιμη μακροχρόνια διαχείριση του χρέους δεν μπορεί να γίνει παρά σε επίπεδα 60-80% του λόγου αυτού γιατί αλλιώς απαιτεί εξωφρενικούς και μη ρεαλιστικούς ρυθμούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ. Αυτό το πρόβλημα της μακροχρόνιας μη-βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους το τονίζουν έντονα όλοι οι διεθνείς ανταγωνιστές της ΕΕ και εκφράζεται με τις σημερινές ενστάσεις και επιφυλάξεις του ΔΝΤ.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις εθνικολογιστικές σχέσεις η δημοσιονομική ευστάθεια (και άρα η βιωσιμότητα του δημοσιονομικού χρέους, δηλ. η ικανότητα διαχείρισης του) εξαρτάται από τέσσερις παράγοντες:
(α) Το αρχικό ποσοστό χρέους προς ΑΕΠ: Αυτό είναι ιστορικά δεδομένο (ξεκίνησε από 120% στην αρχή της κρίσης), βαίνει αυξανόμενο (λόγω των δανείων της τρόικας) και επιδιώκεται να περιορισθεί κοντά στο 120% το 2022. Είναι όμως γνωστό ότι ακόμη και με το πιο αισιόδοξο σενάριο της τρόικας το χρέος θα είναι κοντά στο 124% του ΑΕΠ το 2022.
(β) Το ποσοστό του πρωτογενούς πλεονάσματος σε σχέση με το ΑΕΠ: Μόνο αυτό είναι υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης. Πρωτογενές πλεόνασμα σημαίνει ότι ο δημόσιος τομέας παύει να λειτουργεί ελλειμματικά και αντί να επιβαρύνει το χρέος αρχίζει να μπορεί να το αποπληρώνει και συνεπώς να το μειώνει. Η κυβέρνηση ακίζεται ότι από το 2013 θα υπάρχει πρωτογενές πλεόνασμα. Αυτό το κάνει με απίστευτες στατιστικές αλχημείες που είναι εν πλήρη γνώση των δανειστών.
Καθώς ο στόχος δεν βγαίνει επιδίδεται συστηματικά σε μικρά και μεγάλα «κόλπα»: από την συγκεκαλυμμένη αύξηση φορολογίας (αυξήσεις παρακράτησης φόρων, προκαταβολές φόρων, κρυφοί καταναλωτικοί φόροι), την εγγραφή της επιστροφής των κερδών των ευρωπαϊκών κεντρικών τραπεζών από την κερδοσκοπία με ελληνικά ομόλογα[10], τις ιδιωτικοποιήσεις-ξεπουλήματα[11], την εσωτερική στάση πληρωμής του δημοσίου (απλήρωτες ληξιπρόθεσμες οφειλές του δημοσίου) μέχρι την εξωφρενική μείωση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ).
Με όλες αυτές τις αλχημείες η κυβέρνηση, με βάση τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, «χοροπηδά» για επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος. Όμως, όπως δείχνουν τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας (που είναι πιο κοντά στην πραγματική ταμειακή κατάσταση του δημόσιου τομέα) το δημοσιονομικό έλλειμμα συνεχίζεται.
Ο βασικός λόγος συνέχισης του δεν είναι φυσικά οι μισθοί των δημόσιων υπαλλήλων (που έχουν συρρικνωθεί δραματικά) αλλά οι φανερές και κρυφές επιδοτήσεις των ιδιωτικών επιχειρήσεων ακόμη και με εξώφθαλμες και «διαπλεκόμενες» φωτογραφικές ρυθμίσεις. Τέλος, πρέπει να τονισθεί ότι ακόμη και η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν δημοσιονομικά ελλείμματα και συνεπώς πρόβλημα χρηματοδότησης καθώς τα τελευταία εξαρτώνται και από το συνολικό δημοσιονομικό ισοζύγιο.
Το τελευταίο επιβαρύνεται δραματικά από τα τοκοχρεολύσια (δηλαδή το κόστος εξυπηρέτησης του εξωτερικού δανεισμού στον οποίο συμπεριλαμβάνονται τα δάνεια της τρόικας).
(γ) Το πραγματικό επιτόκιο δημόσιου δανεισμού: Αυτό εξαρτάται από την τρόικα των δανειστών και για την διάρκεια των Μνημονιακών δανείων (μέχρι και το 2014) υπολογίζεται σε περίπου 4.5%. Το πρόβλημα είναι τι θα γίνει μετά το τέλος των δανειακών δόσεων το 2014.
Τότε το ελληνικό δημόσιο πρέπει να μπορεί να δανεισθεί με ρεαλιστικά επιτόκια (που εκτιμώνται ότι πρέπει να είναι μεταξύ 5% και 5.8%). Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι αυτό κάθε άλλο παρά βέβαιο είναι. Ακόμη και αν πετύχει η φημολογούμενη έκδοση μακροχρόνιου ομολόγου (π.χ. 10ετούς) αυτό θα γίνει με ειδικούς χειρισμούς[12] και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα συνεχίσει να γίνεται στο μέλλον.
(δ) Το ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ: Αυτό το πιο σημαντικό μέγεθος καθώς επηρεάζει τους τρεις από τους τέσσερεις παράγοντες, ελέγχεται ελάχιστα πλέον από την κυβέρνηση καθώς βασικά εργαλεία (π.χ. ΠΔΕ) έχουν εκμηδενισθεί.
Οι δε προσδοκίες για σχέδια Μάρσαλ κλπ. είναι απλά στρουθοκαμηλισμοί (π.χ. ο προϋπολογισμός της ΕΕ και το ΕΣΠΑ μειώνονται ενώ η απορρόφηση του τελευταίου είναι οικτρή λόγω αδυναμίας εθνικής οικονομικής συμμετοχής και διαδοχικών πετσοκομμάτων του ΠΔΕ ακόμη και μετά την σιωπηρή μείωση της ελληνικής εθνικής συμμετοχής στο 5% του κόστους των προγραμμάτων). Ταυτόχρονα η ελληνική οικονομία έχει βυθισθεί, λόγω Μνημονίου, σε ένα καθοδικό υφεσιακό σπιράλ.
Τρία είναι τα συνεπακόλουθα αυτού του υφεσιακού σπιραλ. Πρώτον, ότι έχουμε μία δυσαναπλήρωτη σωρευτική απώλεια που υπερβαίνει το 20% του ΑΕΠ. Δεύτερον, ότι ακόμη και αν η ύφεση αρχίσει να αποκλιμακώνεται θα διαρκέσει τουλάχιστον ακόμη μία διετία και θα ξεπεράσει το 25% του ΑΕΠ.
Αυτό επηρεάζει αρνητικά τις τρεις από τις τέσσερεις παραμέτρους της βιωσιμότητας του χρέους και συνεπώς οδηγεί στη λήψη νέων μέτρων λιτότητας στην πλάτη προφανώς των γνωστών υποζυγίων (καθώς το πρωτογενές πλεόνασμα είναι η μόνη παράμετρος στην οποία μπορεί να προσφύγει η κυβέρνηση).
Τρίτον, γνωρίζουμε εμπειρικά ότι για να είναι βιώσιμο το χρέος πρέπει χονδρικά ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ να ισούται με το επιτόκιο δανεισμού. Είναι προφανές, ότι με αυτό το υφεσιακό σπιραλ κάτι τέτοιο είναι εξωπραγματικό.
Όμως και ο δεύτερος θεμελιακός Μνημονιακός άξονας της ενίσχυσης των εξαγωγών και της μετατροπής της ελληνικής οικονομίας σε εξαγωγικής έχει σοβαρά προβλήματα. Κατ’ αρχήν με την υπάρχουσα δομή της ελληνικής οικονομίας μέσω της μνημονιακής λιτότητας έχει επιτευχθεί μία βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου. Αυτή η βελτίωση όμως προέρχεται κυρίως από την ραγδαία μείωση των εισαγωγών.
Αντιθέτως, οι εξαγωγές εμφανίζουν μία εξαιρετικά ασταθή πορεία. Μετά το ξέσπασμα της κρίσης και το πρώτο ξάφνιασμα υπήρξε μία ασθενική ανάπτυξη τους που όμως δεν έχει σταθερότητα.
Η ανάκαμψη προήλθε κυρίως από την εσπευσμένη προσπάθεια των εγχώριων κεφαλαίων να βρουν αγορές στο εξωτερικό καθώς η μνημονιακή ύφεση έπνιξε την εγχώρια κατανάλωση.
Όμως η δυνατότητα ανάπτυξης των εξαγωγών με την υπάρχουσα παραγωγική δομή της ελληνικής οικονομίας είναι περιορισμένη. Αυτό φυσικά το γνωρίζουν οι εγκέφαλοι της Μνημονιακής στρατηγικής.
Μία ριζική αναβάθμιση της εξαγωγικής επίδοσης της ελληνικής οικονομίας απαιτεί ρηξικέλευθους δομικούς μετασχηματισμούς που ακόμη και με την Μνημονιακή πολιτική «σοκ και δέους» απαιτούν χρόνο. Δηλαδή είναι μία μακροχρόνια διαδικασία που τα αποτελέσματα της εκδηλώνονται με σημαντικές χρονικές υστερήσεις και σε βάθος χρόνου. Έτσι η ανάπτυξη των εξαγωγών συνάντησε γρήγορα σοβαρά προβλήματα.
Για παράδειγμα, μεγάλο μέρος των ελληνικών εξαγωγών εξαρτώνται από εισαγωγές ενδιάμεσων προϊόντων.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των πετρελαιοειδών. Τα τελευταία αποτελούν το βασικότερο κορμό της αύξησης των ελληνικών εξαγωγών. Ενδεικτικά, οι ελληνικές εξαγωγές χωρίς τα πετρελαιοειδή τους πρώτους τέσσερις μήνες του 2013 αυξήθηκαν μόλις κατά 0,8% σε σχέση με τα επίπεδα του 2012.
Συνεπώς η κάμψη των εισαγωγών θέτει προβλήματα στην ανάπτυξη των εξαγωγών. Επίσης, η χρηματοπιστωτική δυστοκία (δηλαδή η αδυναμία εξεύρεσης ιδιωτικού δανεισμού, εξαγωγικών πιστώσεων, εγγυήσεων κλπ. λόγω της κρίσης τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό) θέτει σοβαρά εμπόδια στην βελτίωση των εξαγωγικών επιδόσεων.
Υπάρχει, τέλος, ένα άλλο εξαιρετικά σημαντικό εμπόδιο για την επιτυχία αυτού του δεύτερου πυλώνα της Μνημονιακής στρατηγικής.
Αυτή στρατηγική μετατροπής σε εξαγωγική οικονομία επιβάλλεται και σε μια σειρά άλλες οικονομίες που είναι ανταγωνιστές του ελληνικού καπιταλισμού. Επομένως, δεν αρκεί μόνο ο τελευταίος να γίνει εξαγωγικός αλλά πρέπει να είναι και ανταγωνιστικός έναντι των άλλων.
Το πρόβλημα αυτό φαίνεται πολύ καθαρά στο ζήτημα της μείωσης των μισθών (τον ανταγωνισμό κόστους) όπου πέφτει το μεγαλύτερο βάρος του εξαγωγικού μετασχηματισμού. Η μείωση των ελληνικών μισθών δεν επαρκεί εφόσον και οι άμεσοι ανταγωνιστές μειώνουν τους δικούς τους.
Ένα επιπρόσθετο πρόβλημα που αφορά τόσο την ανταγωνιστικότητα του ελληνικού καπιταλισμού όσο όμως και άλλες πλευρές των Μνημονιακών προγραμμάτων είναι ο αδύναμος αποπληθωρισμός τιμών της ελληνικής οικονομίας[13].
Η στρατηγική της προσανατολισμένης προς εξαγωγές οικονομίες απαιτεί τον ανταγωνιστικό αποπληθωρισμό της ελληνικής οικονομίας. Δηλαδή την γενική πτώση του επιπέδου των τιμών έτσι ώστε τα ελληνικά προϊόντα να γίνουν πιο ανταγωνιστικά στο εξωτερικό.
Στο σημείο αυτό σημειώνεται άλλη μία παταγώδης αποτυχία των Μνημονιακών προγραμμάτων. Ενώ οι μισθοί έχουν «αποπληθωρισθεί» με εξαιρετική βαρβαρότητα οι τιμές πώλησης των προϊόντων δεν πέφτουν ή πέφτουν πολύ αργά. Ενδεικτικά μόλις το τρίτο τρίμηνο του 2013 εμφανίσθηκε μία ασθενής μείωση του γενικού επιπέδου τιμών.
Ο βασικός λόγος αυτού του ελλιπούς αποπληθωρισμού είναι το γεγονός ότι τα ελληνικά κεφάλαια (ιδιαίτερα σε τομείς ειδών μαζικής λαϊκής κατανάλωσης αλλά και γενικότερα) οργανώνουν μονοπωλιακές και ολιγοπωλιακές σχέσεις και έτσι αυξάνουν την κερδοφορία τους εκμεταλλευόμενα την μείωση των μισθών την οποία δεν περνούν στις τιμές.
Υπάρχουν επίσης και ορισμένοι παράγοντες που θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν«δώρα εξ ουρανού» (windfalls) και όπου οι σχεδιαστές της Μνημονιακής στρατηγικής επίσης στηρίζουν ελπίδες. Τα πιο σημαντικά από αυτά είναι ο τουρισμός, η εξεύρεση και αξιοποίηση φυσικών πόρων και οι ξένες επενδύσεις.
Στο βαθμό που προκύψουν τέτοια «δώρα εξ ουρανού» θα βελτιώσουν το ΑΕΠ, θα απαλύνουν την πίεση του χρέους και θα διευκολύνουν τον δομικό μετασχηματισμό.
Όμως και οι τρεις προαναφερθέντες παράγοντες είναι εξαιρετικά ασταθείς και αμφίβολοι. Ο τουρισμός εξαρτάται αποφασιστικά από το διεθνές οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον.
Μία παγκόσμια ύφεση (ή μία ανάλογη στις βασικές χώρες τουριστών) ή μία πολεμική περιπέτεια στην περιοχή της Μεσογείου μπορούν πολύ εύκολα να καταβαραθρώσουν τον τουρισμό.
Αντίστοιχα, ακόμη και αν επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις για αποθέματα φυσικών πόρων η παραγωγική αξιοποίηση τους θα αργήσει αρκετά. Τέλος, όπως έχει φανεί καθαρά στο θέμα των ιδιωτικοποιήσεων τα ξένα κεφάλαια είναι διατεθειμένα να μπουν στην ελληνική οικονομία, υπό τις παρούσες συνθήκες, μόνον έναντι πινακίου φακής και συνεπώς με πολύ περιορισμένο οικονομικό αποτέλεσμα.
Όλα τα προαναφερθέντα τεχνικά ζητήματα δείχνουν ότι οι πολιτικο-οικονομικοί περιορισμοί θέτουν σοβαρά τεχνικά προβλήματα στην επίτευξη των Μνημονιακών προγραμμάτων.
Υπάρχει τέλος ένας άλλος σημαντικός περιορισμός (και λόγος συστηματικής αποτυχίας) της Μνημονιακής στρατηγικής. Αυτός ο περιορισμός είναι ότι η επίλυση της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού επιδιώκεται να γίνει μέσα στη βαθιά παγκόσμια ύφεση που ακολουθεί την κρίση του 2007-8 και που υποδηλώνει ότι η τελευταία κάθε άλλο παρά έχει επιλυθεί. Αυτό επηρεάζει πολλαπλά την υλοποίηση της Μνημονιακής στρατηγικής.
Κατ’ αρχήν οι ηγεμονικοί ευρωπαϊκοί καπιταλισμοί βιάζονται για μία λύση με αποτέλεσμα να πιέζουν πέραν του δέοντος πράγματα και καταστάσεις. Δεύτερον, επειδή πιέζονται και αυτοί οικονομικά δεν είναι διατεθειμένοι να πολυξοδευθούν ακόμη και όταν πρόκειται για την δική τους οικονομική «πίσω αυλή». Αυτό επίσης πιέζει τα πράγματα πέραν ρεαλιστικών ορίων. Τρίτον, η όξυνση των ενδο-ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών κάνει ένα ήδη παρακινδυνευμένο «παιχνίδι» ακόμη πιο επισφαλές.
VI. Αντί επιλόγου
Η Μνημονιακή στρατηγική δεν αποτυγχάνει συστηματικά επειδή είναι εσφαλμένη, όπως υποστηρίζουν Κεϋνσιανές και αντι-νεοφιλελεύθερες (αλλά όχι αντι-καπιταλιστικές) απόψεις. Είναι πράγματι η μόνη στρατηγική με την οποία μπορεί το κεφάλαιο να ξεπεράσει την κρίση του. Ταυτόχρονα όμως είναι μία υπερβολικά φιλόδοξη στρατηγική και γι’ αυτό ενέχει πράγματι σοβαρούς κινδύνους για την καθεστηκυία τάξη.
Αυτό εξηγεί εν τέλει και την εμμονή της ελληνικής αστικής τάξης σε αυτή την κατεύθυνση παρόλα τα προβλήματα που της δημιουργεί και την υποβάθμιση της στον διεθνή καταμερισμό εργασίας.
Αυτός είναι και ο λόγος που μία σειρά άλλες προτάσεις σωτηρίας του συστήματος – όπως οι Κεϋνσιανές αντι-κυκλικές πολιτικές – απορρίπτονται σκαιά.
Η μόνη αξία χρήσης τους είναι μόνο σε επιμέρους ρυθμίσεις και ζητήματα ή για βραχυπρόθεσμες προσαρμογές.
Γι’ αυτό το λόγο δεν είναι ρεαλιστικές και μία σειρά μεσοβέζικες ρεφορμιστικές προτάσεις οικονομικής διεξόδου όπως αυτές που εκφράζονται από τον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ και από διανοούμενους μέσα και γύρω από τον χώρο αυτό.
Αυτές οι μεσοβέζικες ρεφορμιστικές προτάσεις προσπαθούν να βρουν ένα έδαφος συμβιβασμού με την αστική τάξη ή τουλάχιστον με μερίδες της που απλά δεν υπάρχει. Το έδαφος αυτού του συμβιβασμού διερευνάται μέσα στα ακόλουθα πλαίσια:
(α) Αποδέχεται την ευρωπαϊκή «κόκκινη γραμμή» του συστήματος. Δηλαδή δεν θέτει ζήτημα απεμπλοκής από την μία από τις βασικές μήτρες του ελληνικού προγράμματος, την ΕΕ (δηλαδή δεν θέτει θέμα αποδέσμευσης από την ΕΕ).
Αντιθέτως, προσπαθεί να ανακαλύψει μία ανυπόστατη και ανέφικτη προοδευτική λύση μέσα στα πλαίσια της.
(β) Στο βασικό πυρήνα του οικονομικού προγράμματος του υιοθετεί τις Κεϋνσιανές αντι-κυκλικές πολιτικές με κάποια μεγαλύτερα ή μικρότερα φιλολαϊκά επιχρίσματα. Αυτό σημαίνει, στην καλύτερη των περιπτώσεων, κάποια απάλυνση της λιτότητας σε βάρος των εργαζομένων αλλά σε καμία περίπτωση την επιστροφή έστω της αξίας της εργασιακής δύναμης και του ποσοστού εκμετάλλευσης της εργασίας στα προηγούμενα επίπεδα.
(γ) Στις ποιο ακραίες εκδοχές θέτει σεμνά ζήτημα αποχώρησης μόνον από το ευρώ. Αυτό φθάνει να αγγίζει την ευρωπαϊκή «κόκκινη γραμμή» του συστήματος αλλά δεν την ξεπερνά.
Άλλωστε το ενδεχόμενο μίας υπαγωγής της Ελλάδας σε μία νομισματική ζώνη περιφερειακή και εξαρτημένη από το ευρώ είναι μέσα στα εναλλακτικά σχέδια των ηγεμονικών ευρωπαϊκών καπιταλισμών.
Επίσης η έξοδος από την ΟΝΕ φλερτάρει με πολιτικές άλλων – ιδιαίτερα αγγλοσαξωνικών – ιμπεριαλιστικών κέντρων που θέλουν να εξασθενίσουν τον ευρωπαϊκό ιμπεριαλιστικό πόλο. Άλλωστε, όπως προαναφέρθηκε, σε τεχνικό επίπεδο η υποτίμηση ΄του νομίσματος (την οποία κάνει εφικτή η έξοδος από την ΟΝΕ) είναι ένας από τους τυπικούς πυλώνες των προγραμμάτων δομικής προσαρμογής του ΔΝΤ.
Ο συμβιβασμός αυτός είναι ανέφικτος για ένα βασικό λόγο. Γιατί το σύστημα δεν έχει την πολυτέλεια επιλογής άλλου δρόμου πέραν του Μνημονιακού. Ο μόνος συστημικός δρόμος για την υπέρβαση του Μνημονίου είναι η με το καλό ή με το στανιό επιτυχία του (τουλάχιστον στο μεγαλύτερο τμήμα των προγραμμάτων του).
Το ζήτημα για τον κόσμο της εργασίας και τις δυνάμεις της πραγματικής Αριστεράς δεν είναι να ακίζονται με ανέφικτους συμβιβασμούς.
Αντίθετα, κατανοώντας την σιδερένια λογική του συστήματος πρέπει να επικεντρωθούν στο βασικό αδύνατο σημείο της: το γεγονός ότι πρέπει να διαταράξει όλη την προηγούμενη αρχιτεκτονική του και να
διαλύσει βασικούς μηχανισμούς ισορροπίας του. Αυτό καταστρέφει τα μέχρι πρότινος συμμαχικά προς το σύστημα μεσαία στρώματα και μαζικοποιεί αλλά και εξαθλιώνει τους εργαζόμενους.
Στόχος της Αριστεράς πρέπει να είναι η συγκρότηση όλων αυτών σε ένα ενιαίο μέτωπο ενάντια στο σύστημα με βάση ένα μεταβατικό πρόγραμμα σοσιαλιστικής προοπτικής (βλέπε Μαυρουδέας (2012α, 20112β)).
Πηγή : http://seisaxthia.wordpress.com
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου