Η σοδομία ήταν μια «ασαφής κατηγορία» που περιλάμβανε σεξουαλικές σχέσεις –όχι απαραίτητα πρωκτικές- μεταξύ ανδρών, ανδρών και ζώων, ανδρών και γυναικών, γυναικών και γυναικών (η κλειτορίδα θεωρείτο ακόμα ένα ατροφικό πέος), με σκοπό την αποφυγή της αναπαραγωγής. Η σοδομία απαγορευόταν για λόγους θρησκευτικής τάξης. Τη χαρακτήριζαν «αποτρόπαιο αμάρτημα».
Η σοδομία ποτέ δεν χαρακτηρίστηκε ιδιάζουσα ταυτότητα –όπως θεωρείται στις ημέρες μας η ομοφυλοφιλία. Ήταν μια πρόσκαιρη παρέκκλιση και τίποτα περισσότερο.
Κατά τον 18ο αιώνα, το έγκλημα αποσπάστηκε από τη δικαιοδοσία της Εκκλησίας, έγινε ποινικό αδίκημα και το λεξιλόγιο άλλαξε. Πιο συχνή ήταν η χρήση των λέξεων «παιδεραστία» και «ατιμία» (στη διάλεκτο της αστυνομίας), χωρίς να υπάρχει διάκριση ανάμεσα σε ανήλικους και ενήλικους.
Ο Γαλλικός Ποινικός Κώδικας του 1791 (μετά την Επανάσταση) δεν καταδίκαζε πλέον τη σοδομία καθ’ εαυτήν. Μόνο η παιδοφιλία ήταν έγκλημα.
Το 1869, ο Benkert δημιούργησε τον όρο «ομοφυλοφιλία» και ζήτησε την κατάργηση ενός παλιού πρωσικού νόμου που την καταδίκαζε.
Την ίδια εποχή ο Heinrich Ulrichs αναλύει την ομοφυλοφιλία από την τριπλή οπτική γωνιά του ιστορικού, του γιατρού και του φιλοσόφου και κάνει τη διάκριση ανάμεσα στους παιδεραστές και στους «ουρανιστές» που τους προσδιορίζει ως «μια γυναικεία ψυχή μέσα σε ανδρικό σώμα».
Έτσι, άθελα του, μια και ο ίδιος ήταν ομοφυλόφιλος, ο Ulrichs δημιούργησε το υπόβαθρο της ψυχικής παθολογίας της ομοφυλοφιλίας.
Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα οι ψυχίατροι συμφώνησαν στην αντιμετώπιση των ομοφυλόφιλων ως ασθενών και της ομοφυλοφιλίας ως διαστροφής.
Αυτή η γέννηση της παθολογικής ομοφυλοφιλίας συμβαδίζει με την επισημοποίηση της ετεροφυλοφιλικής ομαλότητας.
«Ενώ ο σοδομίτης», σημειώνει ο Φουκώ, «δεν ήταν παρά μια νομική περίπτωση απαγορευμένων πράξεων, ο ομοφυλόφιλος του 19ου αιώνα έγινε μια προσωπικότητα. Ο ομοφυλόφιλος έγινε ένα είδος.»
Ο Φρόιντ υπήρξε ο πλέον ανεκτικός και διορατικός θεωρητικός της ομοφυλοφιλίας. Σε πλήρη αντίθεση με την εποχή του, ο Φρόιντ βεβαιώνει ότι η ετεροφυλοφιλία δεν είναι λιγότερο προβληματική από την ομοφυλοφιλία.
Αρνήθηκε να ψυχαναλύσει ομοφυλόφιλους για να τους θεραπεύσει από την «ασθένεια» τους, αφού τους θεωρούσε –ερχόμενος σε αντίθεση με τους σεξολόγους, τους υποστηρικτές ενός προβληματικού τρίτου φύλου- φυσιολογικά άτομα.
Γράφει σε μια Αμερικανίδα μητέρα που του ζητάει συμβουλές για τον ομοφυλόφιλο γιο της:
«Η ομοφυλοφιλία δεν αποτελεί προσόν, αλλά δεν έχει και τίποτα το ατιμωτικό, δεν είναι ούτε διαστροφή ούτε εξευτελισμός και δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ασθένεια. Τη θεωρούμε παραλλαγή της σεξουαλικής λειτουργίας.»
Το ενδιαφέρον της ιατρικής για την ομοφυλοφιλία έπρεπε να την προστατέψει από τις ηθικές κρίσεις. Όμως δεν έγινε κάτι τέτοιο. Μέτοχοι οι ψυχίατροι της περιρρέουσας εθνικιστικής ανάτασης συμφώνησαν να στιγματίσουν τους θηλυπρεπείς άντρες, τους ανίκανους για αναπαραγωγή και για πόλεμο!
Στην Αγγλία, όπως και στη Γαλλία ή τη Γερμανία, οι αντι-ομοφυλοφιλικές εκδηλώσεις συνδέονταν με το φόβο παρακμής της Αυτοκρατορίας ή του Έθνους.
Ο ομοφυλόφιλος απειλούσε το έθνος και την οικογένεια. Ήταν όμως και «προδότης της αντρικής υπόθεσης».
Και οι ίδιοι οι σεξολόγοι, που δήλωναν αναμορφωτές, φυλάκισαν τους «αποκλίνοντες» μέσα στην ανωμαλία.
Ενώ οι ομοφυλοφιλικές δραστηριότητες υπάρχουν παντού και από καταβολής κόσμου «ως τη στιγμή που η σεξολογία τους κόλλησε την ετικέτα, η ομοφυλοφιλία ήταν μόνο ένα απροσδιόριστο τμήμα της αίσθησης της ταυτότητας.
Η ομοφυλοφιλική ταυτότητα, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, αποτελεί δημιούργημα της κοινωνικής ταξινόμησης, της οποίας κύριος σκοπός ήταν η κατάταξη και ο έλεγχος. Κατονομάζω σήμαινε φυλακίζω.»
Τον 20ο αιώνα, ο κοινωνιολόγος Frecerich Whitman, αφού εργάστηκε πολλά χρόνια μέσα σε ομοφυλοφιλικές κοινότητες εντελώς διαφορετικών χωρών, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι Φιλιππίνες (και άλλες), κατέληξε στα εξής συμπεράσματα:
1) Τα ομοφυλόφιλα άτομα εμφανίζονται σε όλες τις κοινωνίες,
2) Το ποσοστό των ομοφυλόφιλων φαίνεται ότι είναι το ίδιο σε όλες τις κοινωνίες και παραμένει σταθερό με το πέρασμα του χρόνου,
3) Οι κοινωνικοί κανόνες ούτε εμποδίζουν ούτε διευκολύνουν τις ομοφυλοφιλικές τάσεις.
Το 1948 ο Kinsey με τους συνεργάτες του δημοσίευσαν την “αναφορά Kinsey”, η οποία συντάραξε τη σεξουαλική μακαριότητα της Αμερικής.
Ανάμεσα στα άλλα (μοιχεία, προγαμιαίες σχέσεις, αυνανισμός), οι έρευνές τους κατέδειξαν ότι οι ομοφυλοφιλικές και οι ετεροφυλοφιλικές τάσεις συνυπάρχουν στην πλειονότητα των ανθρώπων και ότι οι σχετικές τους αναλογίες ποικίλλουν από την απόλυτη κλίση στην ετεροφυλοφιλία (0 στην κλίμακα Kinsey) ως την απόλυτα ομοφυλοφιλική κλίση (6 στην κλίμακα Kinsey).
Αντίθετα, ο Richard Friedman υποστήριξε ότι «οι περισσότεροι άντρες δεν έχουν ασυνείδητη ομοφυλοφιλική προδιάθεση. Και αντίστοιχα, η πλειονότητα των αποκλειστικά ομοφυλόφιλων δεν είναι ασυνείδητα προδιατεθειμένη προς μια ετεροφυλοφιλία. Απομένει ένα μικρό ποσοστό αμφισεξουαλικών αντρών που υποχρεώνονται να απωθήσουν είτε τις ομοφυλοφιλικές είτε τις ετεροφυλοφιλικές τους φαντασιώσεις.»
Στα τέλη της δεκαετίας του 60, παράλληλα με το φεμινιστικό κίνημα, γεννήθηκε το κίνημα των «γκέι», ένας όρος που υπήρχε από τον 19ο αιώνα και εκφράζει μια ιδιαίτερη και θετική κουλτούρα, σε αντίθεση με τη λέξη ομοφυλόφιλος, που μοιάζει με ιατρική ορολογία συνδεδεμένη με τη διαστροφή.
Σκοπός του κινήματος ήταν να δείξει ότι η ετεροφυλοφιλία δεν είναι η μόνη ομαλή σεξουαλικότητα, καθώς και να διεκδικήσει ίσα προνόμια για αυτή τη «μειονότητα».
Μόλις όμως η μειονότητα έγινε ορατή συγκρούστηκε με τη διεθνή κοινότητα.
Στη δεκαετία του 1980, που σημαδεύτηκε από την εμφάνιση της Moral Majority (της Ηθικής Πλειοψηφίας, αντίθετης στο φεμινισμό, την ομοφυλοφιλία και τις εκτρώσεις), οι ομοφυλόφιλοι άλλαξαν τη θεωρία και την τακτική τους.
Αντί να προβάλλουν τις διαφορές τους αφοσιώθηκαν στην προσπάθεια να αποδείξουν ότι οι ομοφυλόφιλοι είναι άντρες σαν τους άλλους.
Η βασική τους θέση ήταν: «Παρόλο που η ομοφυλοφιλία αποτελεί ανατροπή των παραδοσιακών ρόλων των φύλων, η σεξουαλικότητα δεν προσδιορίζει το φύλο».
Για τη διάκριση της συμπεριφοράς από την κατάσταση, ορισμένοι πρότειναν να μη χρησιμοποιείται ο όρος «ομοφυλόφιλος» ως ουσιαστικό, αλλά ως επίθετο.
Έτσι οι ομοφυλόφιλοι δεν διεκδικούσαν πια το δικαίωμα στη διαφορά, αλλά το δικαίωμα στην αδιαφορία.
Επιθυμούσαν να τους αντιμετωπίσουν ως ανθρώπινα πλάσματα και νομοταγείς πολίτες, όπως και τους άλλους, χωρίς ιδιαίτερα μειονεκτήματα ή προνόμια.
Όμως ενώ οι γυναίκες μπορούν να πολεμήσουν τη μισογυνία με την επίσημη συναίνεση της παγκόσμιας κοινωνίας, οι ομοφυλόφιλοι δεν έχουν την ίδια νομιμότητα στον αγώνα τους κατά του τελευταίου αυτού προμαχώνα της πατριαρχίας, της ομοφυλοφιλοφοβίας.
Ουσιαστικά η καταδίωξη της ομοφυλοφιλίας αποτελεί από μόνη της μια επιβεβαίωση της αρρενωπότητας και της ετεροφυλοφιλίας, αφού «για να είσαι άντρας, δεν πρέπει να είσαι ομοφυλόφιλος» -ούτε, φυσικά, γυναίκα.
Διαβάζοντας τα αποτελέσματα διάφορων ερευνών παρατηρούμε ότι η ομοφυλοφιλοφοβία είναι επίσημα παραδεκτή, σε αντίθεση με το ρατσισμό και το σεξισμό.
Οι επιθέσεις εφήβων σε ομοφυλόφιλους συνομήλικους τους (και όχι μόνο) συμβαίνουν καθημερινά. Γι’ αυτούς τους νεαρούς ο γκέι συμβολίζει τον ξένο, τον «Άλλο». Με τις επιθέσεις ενισχύεται το αίσθημα της συμμετοχής στην «αντρική ομάδα» και επιβεβαιώνουν την ετεροφυλοφιλία τους.
Η ομοφυλοφιλοφοβία ενισχύει την εύθραυστη ετεροφυλοφιλία ορισμένων αντρών ή μπορεί να είναι μια άποψη γενικότερης ιδεολογίας, όπως για παράδειγμα ομάδων ακροδεξιών ή συντηρητικών θρησκευτικών πεποιθήσεων.
Αυτά σχετικά με την επινόηση της ομοφυλοφιλίας. Ας δούμε τώρα ποια μπορεί να είναι η μόνη της θεραπεία.
Η θεραπεία της ομοφυλοφιλίας είναι η αποδοχή της ποικιλότητας.
Όπως έχω ξαναπεί –και επιμένω να το λέω- η διαφορετικότητα είναι εξ’ ορισμού μια έννοια που ενισχύει τον αποκλεισμό. Οι «διαφορετικοί» είναι πάντα οι άλλοι, οι λίγοι, οι μειονότητες, και αυτούς πρέπει να τους ανεχόμαστε, επειδή είμαστε προοδευτικά άτομα –αν δεν τους καταδιώκουμε, επειδή είμαστε στενόμυαλα άτομα.
Σύμφωνα με τη κοινωνική ποικιλότητα η κοινωνία μας συνίσταται από ποικίλα άτομα, και το καθένα έχει τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Όλοι μας είμαστε διαφορετικοί –στις διαφορές μας- και όμοιοι –στις ομοιότητες μας.
Κυρίως όμως, και πρώτα απ’ όλα, όλοι μας είμαστε άνθρωποι.
Οι άνθρωποι, όλοι οι άνθρωποι (πρέπει να) γεννιούνται ελεύθεροι, με ίσα δικαιώματα, και να ζουν ως τέτοιοι.
Ο σεξουαλικός προσανατολισμός δεν μπορεί να αποτελεί λόγο αποκλεισμού ούτε να προβάλλεται ως προσόν.
Οι άντρες (με το χρωμόσωμα ΧΥ) και οι γυναίκες (με το χρωμόσωμα ΧΧ) πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ίσοι, με όποιον και να μοιράζονται (ή όχι) το κρεβάτι τους.
Για να γίνω λιγάκι πιο φαιδρός: «Στο σεξ όλα επιτρέπονται, αρκεί να συμφωνούν και οι δύο».
Αυτή η «συμφωνία» αποκλείει αυτομάτως τα παιδιά και τα ζώα, αφού εκείνα δεν μπορούν να συναινέσουν. Η παιδοφιλία και η ζωοφιλία (!) είναι εγκλήματα παρόμοια, αν όχι χειρότερα, με το βιασμό.
(Με τα υλικά αντικείμενα, βούρτσες, αγγούρια, καλοριφέρ, σπανακόπιτες, ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει –αρκεί να τα πλένει μετά).
Βεβαίως η πατριαρχική κοινωνία θα αρνηθεί μέχρι τελευταίας ρανίδας την εξίσωση ετεροφυλόφιλων και ομοφυλόφιλων. Η «αρρενωπότητα», όπως αυτή ορίζεται μέσω της άρνησης του άλλου και, κυρίως, βάση της άρνησης του υποτιθέμενου «θηλυκού εαυτού», είναι πλέον ο τελευταίος θύλακος αντιστάσεως του παλαιού καθεστώτος. Και το παλαιό καθεστώς βασίζεται στη διάκριση, στον αποκλεισμό, στο διαχωρισμό, στη βιαιότητα, στον πόλεμο.
Κυρίως βασίζεται στη μισαλλοδοξία.
Γιατί βολεύει τους «πεφωτισμένους δεσπότες» να δημιουργούν εχθρούς προκειμένου να διαιωνίζουν την κυριαρχία τους.
Το μόνο πράγμα που πρέπει να φοβόμαστε είναι ο φόβος.
Εχθρός μας δεν είναι ο «άλλος», εχθρός μας είμαστε εμείς, όταν μαθαίνουμε να φοβόμαστε τον άλλον.
(Το πρώτο μέρος αυτού του κειμένου, σχετικά με την επινόηση της ομοφυλοφιλίας, είναι συρραφή αποσπασμάτων από το αποκαλυπτικό βιβλίο της Elisabeth Badinter, «ΧΥ, Η ανδρική ταυτότητα», μτφ Λίνα Σταματιάδη, εκδόσεις Κάτοπτρο, 1994.
Το δεύτερο μέρος, όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, είναι του ταπεινού Γελωτοποιού).
Πηγή : http://sanejoker.info/
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου