Μαρκ Μαζάουερ
Η μνήμη του Ιράκ και η οργή που εξακολουθεί να προκαλεί αυτός ο πόλεμος βαρύνουν την κοινοβουλευτική ήττα της βρετανικής κυβέρνησης για το θέμα της Συρίας και τη σχετική διαμάχη στο Κογκρέσο των ΗΠΑ και στο γαλλικό κοινοβούλιο.
Οι αμφιβολίες που επικρατούν σε αυτά τα νομοθετικά σώματα αφορούν το γεγονός πως η κοινή γνώμη και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού είναι πολύ πιο δύσπιστη από ό,τι ήταν σχετικά με την αποτελεσματικότητα της στρατιωτικής δράσης και πιο ανήσυχη ως προς την τάση για τα αποκαλούμενα χειρουργικά χτυπήματα, που μετατρέπονται σε χαμένους πολέμους.
Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι μετά από χρόνια περικοπών στις αμυντικές δαπάνες οι στρατιωτικοί ηγέτες είναι οργισμένοι που τους ζητείται συνεχώς να κάνουν περισσότερα έχοντας στη διάθεσή τους λιγότερα. Ο αριθμός του μόνιμου στρατιωτικού προσωπικού της Βρετανίας είναι μικρότερος από 185.000 άτομα και σύντομα θα μειωθεί στο χαμηλότερο επίπεδο 150 ετών.
Η γαλλική κυβέρνηση προτείνει μείωση του μόνιμου στρατιωτικού προσωπικού κατά 30.000 τα επόμενα έξι χρόνια.
Προς μία ευρύτερη άποψη γι' αυτό, κάποιος θα μπορούσε να διαβάσει τον στοχασμό του Αλφρέντ ντε Βινί στο «The Warrior’s Life». Δημοσιεύθηκε πρώτη φορά το 1835, θεωρείται κλασικό έργο του γαλλικού ρομαντισμού και θέτει ένα πολύ επίκαιρο ερώτημα: πόσο αξίζει ένας στρατός όταν έχει παρέλθει η χρησιμότητά του;
Όταν οι στρατοί συρρικνώνονται, οι στρατιώτες είναι οι πρώτοι που νιώθουν τις επιπτώσεις. Κανείς δεν το γνώριζε αυτό καλύτερα από τον ντε Βινί, ο οποίος ξεκίνησε τη στρατιωτική του καριέρα όταν ο Ναπολέων ηττήθηκε. Τα χρόνια που ακολούθησαν, ο στρατός ένιωσε περιθωριοποιημένος, ενώ η χώρα γύρισε την πλάτη στη δοξασία του πολέμου και ερωτεύθηκε την ιδέα της εκπολιτιστικής αξίας της ειρήνης. Ο αριστοκράτης ντε Βινί δεν είχε χρόνο για τον Ναπολέοντα. Θρήνησε, όμως, την απαξίωση του κώδικα των πολεμιστών - την έννοια της ακλόνητης πίστης προς τον μονάρχη, την ιδέα του καθήκοντος και της ισότητας υπό τον στρατό.
Αυτός ο κόσμος μοιάζει πλέον πολύ μακρινός, αλλά το «The Warrior’s Life» είναι σε κάθε περίπτωση προφητικό. Στις ΗΠΑ -εν αντιθέσει με το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης- ο στρατός εξακολουθεί να είναι εξιδανικευμένος. Εάν, όμως, κοιτάξει κανείς πιο βαθιά, θα δει ότι και εκεί, πίσω από τις σημαίες που κυματίζουν, θα βρει μία κοινωνία με βαθιές ανησυχίες για τη στρατιωτική ζωή.
Οι δημοσκοπήσεις μας λένε ότι όλο και λιγότεροι άνθρωποι θέλουν να γίνουν στρατιώτες ή έχουν την αίσθηση της υποχρέωσης να υπηρετήσουν. Αυτό μπορεί να συνδέεται με το γεγονός ότι η στρατιωτική ζωή σχετίζεται πλέον όλο και λιγότερο με το πεδίο της μάχης.
Τα νούμερα των ενόπλων δυνάμεων βυθίζονται -βρίσκονται πλέον κάτω από το 0,5% του πληθυσμού, δηλαδή στο χαμηλότερο επίπεδο τουλάχιστον ενός αιώνα- και η αναλογία του προσωπικού στήριξης των δυνάμεων του μετώπου αυξάνεται. Καθώς οι στρατοί γίνονται υψηλής τεχνολογίας και εντάσεως κεφαλαίου, οι δαπάνες ανά στρατιώτη εκτοξεύονται. Παράλληλα, όμως, οι πιθανότητες τραυματισμού ή θανάτου στο πεδίο της μάχης μειώνονται δραματικά.
Στο Βιετνάμ και στην Κορέα δεκάδες χιλιάδες Αμερικανοί στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους, ενώ μόλις 147 θάνατοι από μάχη καταγράφηκαν στον πρώτο πόλεμο του Περσικού Κόλπου και 1.000 στη σύγκρουση που ακολούθησε την εισβολή στο Ιράκ το 2003. Οι αυτοκτονίες και τα ατυχήματα στοιχίζουν περισσότερες ζωές στον αμερικανικό στρατό από ό,τι οι εχθροί της χώρας. Η χρήση μη επανδρωμένων αεροπλάνων είναι η απόλυτη επέκταση αυτών των τάσεων. Πώς μπορεί να βρει κάποιος ηρωισμό ή στρατιωτικό πνεύμα κουνώντας ένα τηλεχειριστήριο;
Ορισμένοι Αμερικανοί στρατηγοί ήδη ανησυχούν μήπως με τη μετατροπή της μάχης σε ένα απολύτως ασφαλές videogame εκμηδενιστεί η στήριξη της κοινής γνώμης για τα στρατεύματα και ενταθούν οι πιέσεις για νέες περικοπές στον προϋπολογισμό. Αυτή η πίεση είναι εντονότερη στη Βρετανία. Ήδη παρατηρείται και στη Γαλλία -που αντιμετωπίζει προβλήματα ρευστότητας- παρ' όσα έγιναν στο Μάλι. Ακόμη και στις ΗΠΑ με τις υψηλές στρατιωτικές δαπάνες, μπορεί αυτή η τάση να είναι προ των πυλών. Προς το παρόν έχει καταγραφεί συγκριτικά μικρή μείωση των αμυντικών δαπανών, από τα υψηλά επίπεδα του πολέμου κατά της τρομοκρατίας. Όμως, ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα προβλέπει νέα μείωση του αμυντικού προϋπολογισμού στο 2,4% του ΑΕΠ μέχρι το 2023, που θα είναι το χαμηλότερο επίπεδο από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι αλλαγές αυτές, όμως, δεν επηρεάζουν μόνο τους στρατιώτες. Ο αείμνηστος Τσαρλς Τίλι είχε δείξει σε μία σειρά λαμπρών κοινωνιολογικών ερευνών το εύρος της στενής διασύνδεσης πολέμων και ευημερίας. Οι ηγέτες που ζητούσαν από τους πολίτες τους να πολεμήσουν έμαθαν με σκληρό τρόπο ότι έπρεπε να δώσουν σε αντάλλαγμα κάτι πιο απτό και δελεαστικό, από το προνόμιο να πεθάνουν στο όνομα του ηγέτη τους. Γι' αυτό η έλευση των μαζικών στρατευμάτων από κληρωτούς, ενωμένους στην πίστη για την πατρίδα, συνέπεσε με τη δραματική μεταμόρφωση της φύσης του κράτους κατά τον 20ό αιώνα και την ταχεία επέκταση των κοινωνικών δικαιωμάτων με τη μορφή της δημόσιας στέγασης, των συστημάτων υγείας και της παιδείας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Κατά τη διάρκεια των δύο Παγκόσμιων Πολέμων, το ποσοστό του πληθυσμού που φορούσε στρατιωτική στολή στη Βρετανία και στις ΗΠΑ είχε πλησιάσει το εντυπωσιακό 10%. Αυτού του είδους οι πόλεμοι έφεραν ολόκληρες κοινωνίες κοντά σε νέα πρότυπα ισότητας και επέδειξαν την ανάγκη του ίδιου του κράτους ως διαμεσολαβητή στις βιομηχανικές σχέσεις, αλλά και στον οικονομικό σχεδιασμό.
Τα πορίσματα αυτά διδάχθηκαν και εφαρμόστηκαν και μετά τον πόλεμο, στηρίζοντας σε μεγάλο βαθμό τη διαχείριση του καπιταλισμού της Δύσης στα χρόνια που ακολούθησαν την οικονομική ανάπτυξη μετά το 1945.
Από αυτά τα πορίσματα, σχεδόν τίποτα δεν έχει απομείνει. Ο μικρότερος, πιο λιτός και μεγαλύτερης εντάσεως κεφαλαίου στρατός των τελευταίων λίγων δεκαετιών έχει συμβάλει στο να είναι πιο δειλά τα κράτη την εποχή της παγκοσμιοποίησης.
Με τις εντεινόμενες ανισότητες της σημερινής εποχής σε εισόδημα και πλούτο, τα κοινωνικά επιτεύγματα των δύο Παγκοσμίων Πολέμων έχουν σβήσει. Κανείς βεβαίως δεν εύχεται να γίνει πόλεμος για να μάθει ο κόσμος τις αρετές ενός δυναμικού κράτους και τον ρόλο του στην παγίωση της κοινωνικής αλληλεγγύης. Φαίνεται, όμως, πως δεν έχουμε ένα υποκατάστατο για την αναδιανεμητική μηχανή που μετέτρεψε τις «τέσσερις ελευθερίες» του Φραγκλίνου Ρούζβελτ -ελευθερία λόγου, θρησκείας, απελευθέρωση από τα «θέλω» και τον φόβο- σε δημόσια αγαθά.
Καθώς το πολεμικό ήθος σβήνει στη μνήμη, αυτό που χάνεται δεν είναι μόνο η ρομαντική προσέγγιση του ντε Βινί για τη ζωή, αλλά κάτι που ίσως είναι πιο πολύτιμο: τα εξαιρετικά κυβερνητικά επιτεύγματα του 20ού αιώνα. Μία από τις πιο επείγουσες προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε είναι να βρούμε μία νέα και ιδιαίτερα σύγχρονη βάση για πολιτική ισότητας στη μεταστρατιωτική εποχή.
Πηγή : http://www.euro2day.gr
Tην εποχή όπου οι στρατοί μειώνονται και οι μάχες μετατρέπονται σε
απολύτως ασφαλή videogames, η Δύση χρειάζεται να επαναπροσδιορίσει τις
αξίες της. Υπονομεύεται ο ίδιος ο ρόλος του κράτους, γράφει ο Μαρκ
Μαζάουερ. Η Συρία ξεδιπλώνει εξελίξεις.
*Ο Μαρκ Μαζάουερ είναι καθηγητής Ιστορίας στο πανεπιστήμιο Columbia και συγγραφέας του «Governing of the World».Η μνήμη του Ιράκ και η οργή που εξακολουθεί να προκαλεί αυτός ο πόλεμος βαρύνουν την κοινοβουλευτική ήττα της βρετανικής κυβέρνησης για το θέμα της Συρίας και τη σχετική διαμάχη στο Κογκρέσο των ΗΠΑ και στο γαλλικό κοινοβούλιο.
Οι αμφιβολίες που επικρατούν σε αυτά τα νομοθετικά σώματα αφορούν το γεγονός πως η κοινή γνώμη και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού είναι πολύ πιο δύσπιστη από ό,τι ήταν σχετικά με την αποτελεσματικότητα της στρατιωτικής δράσης και πιο ανήσυχη ως προς την τάση για τα αποκαλούμενα χειρουργικά χτυπήματα, που μετατρέπονται σε χαμένους πολέμους.
Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι μετά από χρόνια περικοπών στις αμυντικές δαπάνες οι στρατιωτικοί ηγέτες είναι οργισμένοι που τους ζητείται συνεχώς να κάνουν περισσότερα έχοντας στη διάθεσή τους λιγότερα. Ο αριθμός του μόνιμου στρατιωτικού προσωπικού της Βρετανίας είναι μικρότερος από 185.000 άτομα και σύντομα θα μειωθεί στο χαμηλότερο επίπεδο 150 ετών.
Η γαλλική κυβέρνηση προτείνει μείωση του μόνιμου στρατιωτικού προσωπικού κατά 30.000 τα επόμενα έξι χρόνια.
Προς μία ευρύτερη άποψη γι' αυτό, κάποιος θα μπορούσε να διαβάσει τον στοχασμό του Αλφρέντ ντε Βινί στο «The Warrior’s Life». Δημοσιεύθηκε πρώτη φορά το 1835, θεωρείται κλασικό έργο του γαλλικού ρομαντισμού και θέτει ένα πολύ επίκαιρο ερώτημα: πόσο αξίζει ένας στρατός όταν έχει παρέλθει η χρησιμότητά του;
Όταν οι στρατοί συρρικνώνονται, οι στρατιώτες είναι οι πρώτοι που νιώθουν τις επιπτώσεις. Κανείς δεν το γνώριζε αυτό καλύτερα από τον ντε Βινί, ο οποίος ξεκίνησε τη στρατιωτική του καριέρα όταν ο Ναπολέων ηττήθηκε. Τα χρόνια που ακολούθησαν, ο στρατός ένιωσε περιθωριοποιημένος, ενώ η χώρα γύρισε την πλάτη στη δοξασία του πολέμου και ερωτεύθηκε την ιδέα της εκπολιτιστικής αξίας της ειρήνης. Ο αριστοκράτης ντε Βινί δεν είχε χρόνο για τον Ναπολέοντα. Θρήνησε, όμως, την απαξίωση του κώδικα των πολεμιστών - την έννοια της ακλόνητης πίστης προς τον μονάρχη, την ιδέα του καθήκοντος και της ισότητας υπό τον στρατό.
Αυτός ο κόσμος μοιάζει πλέον πολύ μακρινός, αλλά το «The Warrior’s Life» είναι σε κάθε περίπτωση προφητικό. Στις ΗΠΑ -εν αντιθέσει με το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης- ο στρατός εξακολουθεί να είναι εξιδανικευμένος. Εάν, όμως, κοιτάξει κανείς πιο βαθιά, θα δει ότι και εκεί, πίσω από τις σημαίες που κυματίζουν, θα βρει μία κοινωνία με βαθιές ανησυχίες για τη στρατιωτική ζωή.
Οι δημοσκοπήσεις μας λένε ότι όλο και λιγότεροι άνθρωποι θέλουν να γίνουν στρατιώτες ή έχουν την αίσθηση της υποχρέωσης να υπηρετήσουν. Αυτό μπορεί να συνδέεται με το γεγονός ότι η στρατιωτική ζωή σχετίζεται πλέον όλο και λιγότερο με το πεδίο της μάχης.
Τα νούμερα των ενόπλων δυνάμεων βυθίζονται -βρίσκονται πλέον κάτω από το 0,5% του πληθυσμού, δηλαδή στο χαμηλότερο επίπεδο τουλάχιστον ενός αιώνα- και η αναλογία του προσωπικού στήριξης των δυνάμεων του μετώπου αυξάνεται. Καθώς οι στρατοί γίνονται υψηλής τεχνολογίας και εντάσεως κεφαλαίου, οι δαπάνες ανά στρατιώτη εκτοξεύονται. Παράλληλα, όμως, οι πιθανότητες τραυματισμού ή θανάτου στο πεδίο της μάχης μειώνονται δραματικά.
Στο Βιετνάμ και στην Κορέα δεκάδες χιλιάδες Αμερικανοί στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους, ενώ μόλις 147 θάνατοι από μάχη καταγράφηκαν στον πρώτο πόλεμο του Περσικού Κόλπου και 1.000 στη σύγκρουση που ακολούθησε την εισβολή στο Ιράκ το 2003. Οι αυτοκτονίες και τα ατυχήματα στοιχίζουν περισσότερες ζωές στον αμερικανικό στρατό από ό,τι οι εχθροί της χώρας. Η χρήση μη επανδρωμένων αεροπλάνων είναι η απόλυτη επέκταση αυτών των τάσεων. Πώς μπορεί να βρει κάποιος ηρωισμό ή στρατιωτικό πνεύμα κουνώντας ένα τηλεχειριστήριο;
Ορισμένοι Αμερικανοί στρατηγοί ήδη ανησυχούν μήπως με τη μετατροπή της μάχης σε ένα απολύτως ασφαλές videogame εκμηδενιστεί η στήριξη της κοινής γνώμης για τα στρατεύματα και ενταθούν οι πιέσεις για νέες περικοπές στον προϋπολογισμό. Αυτή η πίεση είναι εντονότερη στη Βρετανία. Ήδη παρατηρείται και στη Γαλλία -που αντιμετωπίζει προβλήματα ρευστότητας- παρ' όσα έγιναν στο Μάλι. Ακόμη και στις ΗΠΑ με τις υψηλές στρατιωτικές δαπάνες, μπορεί αυτή η τάση να είναι προ των πυλών. Προς το παρόν έχει καταγραφεί συγκριτικά μικρή μείωση των αμυντικών δαπανών, από τα υψηλά επίπεδα του πολέμου κατά της τρομοκρατίας. Όμως, ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα προβλέπει νέα μείωση του αμυντικού προϋπολογισμού στο 2,4% του ΑΕΠ μέχρι το 2023, που θα είναι το χαμηλότερο επίπεδο από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι αλλαγές αυτές, όμως, δεν επηρεάζουν μόνο τους στρατιώτες. Ο αείμνηστος Τσαρλς Τίλι είχε δείξει σε μία σειρά λαμπρών κοινωνιολογικών ερευνών το εύρος της στενής διασύνδεσης πολέμων και ευημερίας. Οι ηγέτες που ζητούσαν από τους πολίτες τους να πολεμήσουν έμαθαν με σκληρό τρόπο ότι έπρεπε να δώσουν σε αντάλλαγμα κάτι πιο απτό και δελεαστικό, από το προνόμιο να πεθάνουν στο όνομα του ηγέτη τους. Γι' αυτό η έλευση των μαζικών στρατευμάτων από κληρωτούς, ενωμένους στην πίστη για την πατρίδα, συνέπεσε με τη δραματική μεταμόρφωση της φύσης του κράτους κατά τον 20ό αιώνα και την ταχεία επέκταση των κοινωνικών δικαιωμάτων με τη μορφή της δημόσιας στέγασης, των συστημάτων υγείας και της παιδείας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Κατά τη διάρκεια των δύο Παγκόσμιων Πολέμων, το ποσοστό του πληθυσμού που φορούσε στρατιωτική στολή στη Βρετανία και στις ΗΠΑ είχε πλησιάσει το εντυπωσιακό 10%. Αυτού του είδους οι πόλεμοι έφεραν ολόκληρες κοινωνίες κοντά σε νέα πρότυπα ισότητας και επέδειξαν την ανάγκη του ίδιου του κράτους ως διαμεσολαβητή στις βιομηχανικές σχέσεις, αλλά και στον οικονομικό σχεδιασμό.
Τα πορίσματα αυτά διδάχθηκαν και εφαρμόστηκαν και μετά τον πόλεμο, στηρίζοντας σε μεγάλο βαθμό τη διαχείριση του καπιταλισμού της Δύσης στα χρόνια που ακολούθησαν την οικονομική ανάπτυξη μετά το 1945.
Από αυτά τα πορίσματα, σχεδόν τίποτα δεν έχει απομείνει. Ο μικρότερος, πιο λιτός και μεγαλύτερης εντάσεως κεφαλαίου στρατός των τελευταίων λίγων δεκαετιών έχει συμβάλει στο να είναι πιο δειλά τα κράτη την εποχή της παγκοσμιοποίησης.
Με τις εντεινόμενες ανισότητες της σημερινής εποχής σε εισόδημα και πλούτο, τα κοινωνικά επιτεύγματα των δύο Παγκοσμίων Πολέμων έχουν σβήσει. Κανείς βεβαίως δεν εύχεται να γίνει πόλεμος για να μάθει ο κόσμος τις αρετές ενός δυναμικού κράτους και τον ρόλο του στην παγίωση της κοινωνικής αλληλεγγύης. Φαίνεται, όμως, πως δεν έχουμε ένα υποκατάστατο για την αναδιανεμητική μηχανή που μετέτρεψε τις «τέσσερις ελευθερίες» του Φραγκλίνου Ρούζβελτ -ελευθερία λόγου, θρησκείας, απελευθέρωση από τα «θέλω» και τον φόβο- σε δημόσια αγαθά.
Καθώς το πολεμικό ήθος σβήνει στη μνήμη, αυτό που χάνεται δεν είναι μόνο η ρομαντική προσέγγιση του ντε Βινί για τη ζωή, αλλά κάτι που ίσως είναι πιο πολύτιμο: τα εξαιρετικά κυβερνητικά επιτεύγματα του 20ού αιώνα. Μία από τις πιο επείγουσες προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε είναι να βρούμε μία νέα και ιδιαίτερα σύγχρονη βάση για πολιτική ισότητας στη μεταστρατιωτική εποχή.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου