Λιγότερο από έναν χρόνο μετά το δημοψήφισμα που έβαλε φωτιά στη χώρα του, ο βρετανός δημοσιογράφος David Goodhart περιγράφει ποιος είναι ο σύγχρονος δικομματισμός.
Στο βιβλίο του The Road to Somewhere. The Populist Revolt and the Future of Politics, ο δημοσιογράφος αναλύει ότι το ντουέτο Αριστερά-Δεξιά είναι πια παρωχημένο και μια άλλη διάκριση βρίσκεται σε εξέλιξη: «Οι άνθρωποι που βλέπουν τον κόσμο από παντού στον κόσμο και οι άνθρωποι που βλέπουν τον κόσμο από κάπου συγκεκριμένα».
Anywhere εναντίον Somewhere, με άλλα λόγια, δύο μπλοκ με θολά ακόμη σύνορα. Οι πρώτοι είναι οι ψηφοφόροι με πτυχία, ευέλικτοι γεωγραφικά και «προοδευτικοί» κοινωνικά. Οι δεύτεροι είναι οι ψηφοφόροι πιο συνδεδεμένοι με τον τόπο καταγωγής τους και με τις παραδοσιακές αξίες (οικογένεια, έθνος), οι οποίοι, ωστόσο, δεν απορρίπτουν κάθε εξέλιξη της κοινωνίας.
Anywhere εναντίον Somewhere, με άλλα λόγια, δύο μπλοκ με θολά ακόμη σύνορα. Οι πρώτοι είναι οι ψηφοφόροι με πτυχία, ευέλικτοι γεωγραφικά και «προοδευτικοί» κοινωνικά. Οι δεύτεροι είναι οι ψηφοφόροι πιο συνδεδεμένοι με τον τόπο καταγωγής τους και με τις παραδοσιακές αξίες (οικογένεια, έθνος), οι οποίοι, ωστόσο, δεν απορρίπτουν κάθε εξέλιξη της κοινωνίας.
Από τη μία δηλαδή ένας λονδρέζος τραπεζίτης ή ένας φοιτητής του Oxbridge και από την άλλη «ένας σκωτσέζος αγρότης, ένας εργάτης στα βορειο-ανατολικά, μια νοικοκυρά στην Κορνουάλη». Οι πρώτοι έχουν μια ταυτότητα «αποκτημένη», οι δεύτεροι έχουν μια ταυτότητα «επιβεβλημένη». Οι πρώτοι εντάσσονται σε μια κοινότητα «συμφερόντων», οι δεύτεροι σε μια κοινότητα «ταυτότητας».
Αναλύοντας αυτό το νέο δίπολο, ο Goodhart γράφει ότι βγάζει τα συμπεράσματά του από το Brexit και από την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ «τις δύο σημαντικότερες εκλογές διαμαρτυρίας της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας». Και, όπως αναφέρει, ο ίδιος νιώθει ότι μπορεί να κάνει αυτή την ανάλυση γιατί είναι ένας «αποστάτης»: ένας Anywhere ο οποίος μπόρεσε να κατανοήσει τον τρόπο σκέψης των Somewhere.
Ο εν λόγω δημοσιογράφος David Goodhart είναι γιός ενός συντηρητικού βουλευτή της Μεγάλης Βρετανίας, ο οποίος υπήρξε για ένα διάστημα υπουργός της Θάτσερ. Ο David Goodhart ως φοιτητής στο διάσημο πανεπιστήμιο Eton, στη δεκαετία του '70, ήταν μαρξιστής και στη συνέχεια εργάστηκε επί 12 χρόνια στους Financial Times, ως ανταποκριτής στη Γερμανία την εποχή της επανένωσης. Στη συνέχεια, ίδρυσε το περιοδικό Prospect, το 1995, το οποίο τοποθετείται στην κεντροαριστερά, αλλά διακρίθηκε γιατί πήρε πολλές φορές αποστάσεις από τον «Τρίτο Δρόμο» του Τόνι Μπλερ.
Το 2004 έγραψε ένα άρθρο, «Too Diverse?», στο οποίο εξέφραζε την ανησυχία του μήπως η αυξανόμενη εθνική πολυπολιτισμικότητα της Μεγάλης Βρετανίας γίνει κάποια μέρα εμπόδιο στα κοινωνικά θέματα και στην διατήρηση του κράτους-πρόνοιας. Εκείνο το άρθρο άνοιξε μεγάλη πολεμική και όπως είπε ο ίδιος «μπόρεσε να γνωρίσει για πρώτη φορά την έλλειψη ανοχής της σύγχρονης Αριστεράς». Εφτασαν να τον αποκαλέσουν «Enoch Powell της Αριστεράς»: μια αναφορά σε έναν αμφιλεγόμενο συντηρητικό βουλευτή, ο οποίος μιλώντας στη βουλή, το 1968, διαβεβαίωνε ότι αν η μετανάστευση συνεχιζόταν, η χώρα του θα έβλεπε μια μέρα «ποταμούς αίματος».
O Enoch Powell ήταν αντίθετος ακόμη και με την είσοδο της Μεγάλης Βρετανίας στην ΕΕ. Αντίθετα, ο δημοσιογράφος David Goodhart ψήφισε κατά του Brexit και έγραψε ότι οι θέσεις του Leave ήταν παιδαριώδεις. Εγραψε, επίσης, ότι ένιωσε άσχημα με την αντίδραση του στρατοπέδου Leave, μόλις έχασε στο δημοψήφισμα, όπως ένιωσε άσχημα και με την αντίδραση της Χίλαρι Κλίντον μετά την ήττα της. Ολοι αυτοί οι άνθρωποι που πίστευαν «ότι βρίσκονταν στην καλή πλευρά της ιστορίας ενώ βρέθηκαν από την κακή πλευρά των αποτελεσμάτων», ξαφνικά αποκαλούσαν τους μισούς συμπατριώτες τους «ηλίθιους ρατσιστές» και επιδείκνυαν έναν ειρωνικό πατερναλισμό:
«Οταν οι κάτοικοι του Sunderland ψηφίζουν υπέρ του Brexit, προφανώς εναντίον των δικών τους συμφερόντων, τους αποκαλούν ηλίθιους», γράφει ο Goodhart. «Αλλά όταν οι πλούσιοι ψηφίζουν υπέρ περισσότερων φόρων, αυτό θεωρείται θαυμάσιο», προσθέτει.
Σε ένα πρόσφατο άρθρο που δημοσιεύτηκε στους Fiancial Times, ο Goodhart διηγείται ένα ανέκδοτο που αποκαλύπτει την διαδρομή του:
«Συζητούσα με μια παρέα φίλων σε ένα μπαρ, ανάμεσά τους υπήρχαν και κάποιοι που δεν γνώριζα, και εκεί είπα ότι μπορούσα να καταλάβω τον Νάιτζελ Φάρατζ που δήλωσε πρόσφατα πόσο άσχημα ένιωσε όταν δεν άκουσε κανέναν να μιλάει αγγλικά μέσα σε ένα τρένο στο Λονδίνο. Ενας από την παρέα χτύπησε το ποτήρι του πολύ δυνατά στο τραπέζι και έφυγε γρήγορα από την παρέα».
«Συζητούσα με μια παρέα φίλων σε ένα μπαρ, ανάμεσά τους υπήρχαν και κάποιοι που δεν γνώριζα, και εκεί είπα ότι μπορούσα να καταλάβω τον Νάιτζελ Φάρατζ που δήλωσε πρόσφατα πόσο άσχημα ένιωσε όταν δεν άκουσε κανέναν να μιλάει αγγλικά μέσα σε ένα τρένο στο Λονδίνο. Ενας από την παρέα χτύπησε το ποτήρι του πολύ δυνατά στο τραπέζι και έφυγε γρήγορα από την παρέα».
Στο βιβλίο του ο Goodhart δανείζεται ένα τσιτάτο ενός ολλανδού αναλυτή, του René Cuperus, ο οποίος την είχε πάρει με τη σειρά του από τον Τόνι Μπλερ: «Πρέπει να είμαστε σκληροί με τον λαϊκισμό, και σκληροί απέναντι στις αιτίες του λαϊκισμού». Ο δημοσιογράφος προσθέτει σε αυτό το τσιτάτο:
«Μια από τις αιτίες του λαϊκισμού είναι οι υπερβολές των Anywhere.»
Και εξηγεί: Υπερβολές ενός διπλού φιλελευθερισμού, οικονομικού και κοινωνικού, ο οποίος έφθασε στο απόγειό του κατά τα 13 χρόνια εξουσίας του New Labour, από το 1997 ως το 2010. Αυτό συνέβη με το άνοιγμα στην παγκοσμιοποίηση, το οποίο αναμφίβολα έβγαλε ένα μέρος του πλανήτη από την φτώχεια, αλλά δημιούργησε προβλήματα στις μεσαίες και λαϊκές τάξεις των ανεπτυγμένων χωρών.
Αυτό το απερίσκεπτο άνοιγμα στην παγκοσμιοποίηση οδήγησε, σύμφωνα με τον Goodhart, την τότε κυβέρνηση Τόνι Μπλερ να επιτρέψει την πρόσβαση στην αγορά εργασίας στους μετανάστες της ανατολικής Ευρώπης: ο εργάτης που έχανε τη θέση του από τον ανταγωνιστή του υδραυλικό Πολωνό είναι το βούτυρο στο ψωμί του Brexit. Οπως και ο υπάλληλος του Μίτσιγκαν, ο οποίος έπαθε ζημιά από τον κινέζικο ανταγωνισμό είναι το βούτυρο στην εκλογή Τραμπ.
Ο Goodhart εκτιμά κυρίως ότι η κοινωνική φιλελευθεροποίηση, η οποία ξεκίνησε τη δεκαετία του '60, προκάλεσε ένα αυταρχικό αντιστάθμισμα. Αυτό δεν είναι μια νέα θεωρία. Ηδη πολλοί αναλυτές έχουν εξηγήσει γιατί ο ακροδεξιός Ζαν Μαρί Λεπέν είχε τόσο μεγάλη επιτυχία μετά τις μεταρρυθμίσεις του Μάη του '68 (απελευθέρωση της έκτρωσης, του διαζυγίου, κατάργηση της θανατικής ποινής, ένωση των οικογενειών των μεταναστών...), ενώ ο ιταλός ερευνητής Piero Ignazi έχει μιλήσει για μια «σιωπηρή αντ-επανάσταση». Λίγο μετά το brexit, ο ερευνητής στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου Eric Kaufmann, έγραψε ότι ένας από τους λόγους που πολλοί ψήφισαν Leave στη Μεγάλη Βρετανία ήταν η θανατική ποινή.
Ο Goodhart κατηγορεί την Αριστερά ότι ενδιαφέρθηκε περισσότερο για τα εισοδήματα και λιγότερο για τα κοινωνικά προβλήματα. «Πενήντα χρόνια πριν, η εθνική ταυτότητα ήταν άγνωστη έννοια. Τώρα, αυτό είναι που παρακινεί κυρίως τους νέους του Λονδίνου που ανήκουν στην αριστερά [...] Οι λογαριασμοί Twitter των ακτιβιστών του Εργατικού κόμματος μιλούν περισσότερο για βιασμούς και σεξουαλική παρενόχληση στο σχολείο, παρά για οικονομικές ανισότητες». Αυτό εξηγεί, γράφει ο δημοσιογράφος, γιατί όλο και περισσότεροι άνθρωποι δεν νιώθουν καλά σε μια κοινωνία πολύ ανοιχτή, εθνικά πιο ευέλικτη, μια κοινωνία της οποίας η οικονομία ευνοεί μόνο τους πτυχιούχους, μια κοινωνία που κατασκευάστηκε από και για τις νέες ελίτ».
Αυτές οι ελίτ Anywhere δεν κατανοούν αυτά τα προβλήματα, γράφει, γιατί σκέπτονται στο εσωτερικό ενός δωματίου, ζουν με πολιτικά κόμματα τα οποία έχουν όλο και μικρότερη κοινωνική βάση και των οποίων οι βουλευτές προέρχονται όλο και λιγότερο από ευρύτερα στρώματα (μεταξύ 1979 και 2015, ο αριθμός των βουλευτών στη Μεγάλη Βρετανία που προέρχονται από χειρωνακτικά επαγγέλματα κατέβηκε από το 16% στο 3%).
Αυτές οι ελίτ Anywhere δεν κατανοούν αυτά τα προβλήματα, γράφει, γιατί σκέπτονται στο εσωτερικό ενός δωματίου, ζουν με πολιτικά κόμματα τα οποία έχουν όλο και μικρότερη κοινωνική βάση και των οποίων οι βουλευτές προέρχονται όλο και λιγότερο από ευρύτερα στρώματα (μεταξύ 1979 και 2015, ο αριθμός των βουλευτών στη Μεγάλη Βρετανία που προέρχονται από χειρωνακτικά επαγγέλματα κατέβηκε από το 16% στο 3%).
Ο διάλογος ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα γίνεται ακόμη πιο πολύπλοκος επειδή το καθένα έχει το καθένα έχει τον δικό του «ριζοσπαστικό» πόλο: «οι πολίτες του κόσμου» από την πλευρά των Anywhere, οι «υπερ-αυταρχικοί» από την πλευρά των Somewhere. Αυτό που πρέπει να καταλάβουν οι πρώτοι, καταλήγει ο δημοσιογράφος, είναι ότι οι Somewhere «δεν επιλέγουν το κλείσιμο από το άνοιγμα, αλλά θέλουν ένα άνοιγμα που δεν είναι εναντίον τους». Μια στάση που ο δημοσιογράφος αποκαλεί «έναν αξιοπρεπή λαϊκισμό».
The Road to Somewhere καταλήγει στη διαπίστωση ότι ανάμεσα στα δύο αυτά εκλογικά σώματα η ρήξη είναι ολική. Προτείνει, ωστόσο, και κάποια «φάρμακα», όπως η αξιοποίηση των τεχνικών επαγγελμάτων και η εκμάθηση, ώστε οι νέοι που εγκαταλείπουν το σχολείο πριν το πανεπιστήμιο να μπορούν να έχουν πραγματικό επάγγελμα. Προτείνει επίσης την εισαγωγή του αναλογικού εκλογικού συστήματος ώστε να εκπροσωπούνται περισσότερα κοινωνικά ρεύματα.
Ο Goodhart ελπίζει ότι στο μέλλον θα υπάρξει «ένας νέος συμβιβασμός» ανάμεσα στους Anywhere και τους Somewhere, «αυτά τα δύο μισά της πολιτικής ψυχής της ανθρωπότητας»
Πηγή: http://www.iefimerida.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου