τον Ιανουάριο του 2009,
οι New York Times δημοσίευσαν ένα ρεπορτάζ
που αποκάλυπτε κάποιο μυστικό ισραηλινό σχέδιο επίθεσης στο Ιράν καθώς
και σχετικές απόρρητες διαπραγματεύσεις του πρώην προέδρου Μπους με το
Ισραήλ. Το δημοσίευμα βασιζόταν σε διαρροές διαβαθμισμένων πληροφοριών,
από κρατικούς αξιωματούχους προς την εφημερίδα. Δυο χρήστες της
τεχνολογικής ιστοσελίδας
Arstechnica.com – ο ένας τους, μάλιστα, πολύ θυμωμένος με τη διαρροή- σχολίαζαν την αποκάλυψη, ως εξής:
«TheTrueHOOHA» ΤΙ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ
http://www.nytimes.com/2009/01/11/washington/11iran.html?_r=1&hp
«TheTrueHOOHA» Είστε μαλάκες εκεί στους NYTIMES;
«TheTrueHOOHA» προσπαθείτε να ξεκινήσετε ΠΟΛΕΜΟ; Για όνομα του Θέου, άλλα wikileaks μας βρήκαν
«Χρήστης 19» ρεπορτάζ κάνουν, φίλε.
«TheTrueHOOHA» ρεπορτάζ με απόρρητες μαλακίες
«Χρήστης 19» μπα
«TheTrueHOOHA» για μια αντιδημοφιλή χώρα κυκλωμένη
από εχθρούς ήδη εμπλεκόμενους σε πόλεμο και για τις επικοινωνίες μας με
αυτή τη χώρα σχετικά με τα σχέδια παραβίασης της κυριαρχίας μιας άλλης
χώρας δεν δημοσιεύεις τέτοιες μαλακίες σε ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ
«Χρήστης 19» τεσπα
«TheTrueHOOHA» επιπλέον, ποιες είναι οι ανώνυμες πηγές που τους τα λένε;
«TheTrueHOOHA» θα’πρεπε να τους ρίξουν [σ.σ. πυροβολήσουν] στα αχαμνά
(…)
Και ο διάλογος συνεχιζόταν περιλαμβάνοντας την εξής στιχομυθία:
(…) «Χρήστης 19» είναι ανήθικο να κάνουν ρεπορτάζ για τις κρατικές μηχανοραφίες;
«TheTrueHOOHA» ΠΑΡΑΒΙΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑ; ΝΑΙ
«Χρήστης 19» τεσπα
«Χρήστης 19» εθνική ασφάλεια
«TheTrueHOOHA» Εμμ, ΝΑΙΑΙΑΙΑΙΑΙΑΙΑΙ.
«TheTrueHOOHA» υπάρχει λόγος που αυτές οι μαλακίες είναι απόρρητες
«TheTrueHOOHA» κι όχι επειδή «ω καλύτερα να μην το μάθει ο λαός»
«TheTrueHOOHA» επειδή «η μαλακία δεν πρόκειται να πιάσει αν το Ιράν ξέρει τι κάνουμε»
(…)
[Μετάφραση, όπως παρατίθεται στο βιβλίο «Φάκελος Σνόουντεν», εκδ. Καστανιώτη]
Όπως φαίνεται, ο χρήστης «TheTrueHOOHA» ήταν έξαλλος με τη διαρροή
των κρατικών μυστικών στην εφημερίδα. Δεν πρέπει, δε, να είχε σε καμία
υπόληψη το Wikileaks, το οποίο είχε κάνει νωρίτερα την μεγαλύτερη
αποκάλυψη στην ιστορία, διαρρέοντας εκατοντάδες χιλιάδες έγγραφα από τα
διπλωματικά αρχεία των ΗΠΑ (
Cablegate). Το εκπληκτικό είναι ότι
ο «TheTrueHOOHA» ήταν ο Έντουαρντ Σνόουντεν,
την εποχή που αντιλαμβανόταν ακόμα την πραγματικότητα ως ένας πατριώτης
ρεπουμπλικάνος, και που όχι μόνο δεν πίστευε στην αξία των διαρροών,
αλλά συνιστούσε να πυροβολούν στα αχαμνά τους τύπους που λειτουργούν ως
βαθιά λαρύγγια.
Η στιχομυθίες αυτές και η ταυτότητα του «TheTrueHOOHA» ήρθαν στο φως
το 2013, όταν πια ο Σνόουντεν ήταν φυγάς και καταζητούμενος από τις
αμερικανικές αρχές, έχοντας κάνει τη μεγαλύτερη διαρροή απόρρητων
εγγράφων που έχει καταγραφεί ποτέ στην ιστορία (
NSA leaks).
Το τι μεσολάβησε ώστε από συντηρητικός υπερασπιστής της κρατικής
μυστικότητας να γίνει ακτιβιστής εγκαταλείποντας τα πάντα και
διακινδυνεύοντας τη ζωή του, είναι ίσως το κλειδί για να καταλάβουμε τι
κάνει σημαντικές τις διαρροές πληροφοριών αυτού του είδους.
πηγή: https://www.flickr.com/photos/mw238/14898437980
Είναι η κρίση νομιμότητας, ηλίθιε
Ο Γιοκάι Μπένκλερ, καθηγητής της Νομικής του Χάρβαρντ,
υποστηρίζει ότι
αυτό με το οποίο ήρθε αντιμέτωπος ο Σνόουντεν ήταν η κρίση νομιμότητας του συστήματος
για το οποίο δούλευε. Το ίδιο κίνητρο εξηγεί, σύμφωνα με τον Μπένκλερ,
τις περισσότερες από τις υποθέσεις διαρροών που έχουν γίνει τα τελευταία
χρόνια στις ΗΠΑ. Και μάλιστα, η τρέχουσα κρίση, του θυμίζει μια ανάλογη
σειρά αποκαλύψεων από βαθιά λαρύγγια που είχε πυροδοτήσει ο πόλεμος του
Βιετνάμ, τη δεκαετία του 1970.
Ο ίδιος ανέλυσε τις 22 υποθέσεις που έχουν καταγραφεί στις ΗΠΑ από
από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και έκτοτε, για τις οποίες ασκήθηκαν διώξεις
ή οι οποίες καταχωρήθηκαν ως υποθέσεις διαρροών έστω κι αν δεν υπήρξαν
διώξεις. Οι 16 από αυτές χρονολογούνται από το 2002 και μετά, και η
συνήθης εξήγηση που δίνεται γι’αυτή την κορύφωση είναι ότι «φταίει η
τεχνολογία» και η δυνατότητα μεταφοράς των απόρρητων εγγράφων.
Αποδίδεται, δηλαδή, στην ψηφιοποίηση των αρχείων και στο ότι είναι
ευκολότερο να τα κατεβάσει κανείς μαζικά και να τα δημοσιοποιήσει
ανοιχτά (κατά το στυλ του Wikileaks) ή δίνοντάς τα σε δημοσιογράφους
(όπως έκανε ο Σνόουντεν).
Ο Μπένκλερ απορρίπτει αυτή την επιχειρηματολογία: Τα στοιχεία «δεν
υποστηρίζουν ούτε την άποψη ότι έχουμε γενικευμένη αύξηση των διαρροών,
ούτε την ιδέα ότι ο σχετικά μεγάλος αριθμός διαρροών που αφορούν πράξεις
αμφιλεγόμενης νομιμότητας προκλήθηκαν από την τεχνολογική αλλαγή»,
αναφέρει, έστω κι αν η τεχνολογία βοήθησε κάποιους. Κι αυτό, καταρχάς,
γιατί μόνο οι πράξεις του Μπράντλεϊ (μετέπειτα Τσέλσι) Μάνινγκ, που
έδωσε τα αρχεία του Πενταγώνου στο Wikileaks, και του Έντουαρντ
Σνόουντεν διευκολύνθηκαν ξεκάθαρα από την τεχνολογία. Κατά δεύτερον,
γιατί
η κορύφωση των διαρροών μετά το 2002 αφορά τελικά κυρίως
απόπειρες να δημοσιοποιηθούν περιπτώσεις συστηματικής κατάχρησης
εξουσίας ή ανάγκης λογοδοσίας. Είναι αποκαλύψεις για την εποχή
που ακολούθησε την 11η Σεπτεμβρίου 2001, που, στο όνομα ενός
υποτιθέμενου πολέμου κατά της τρομοκρατίας, άνθρωποι απήχθησαν,
βασανίστηκαν, φυλακίστηκαν απ’αόριστον ή τέθηκαν υπό μαζική
παρακολούθηση από τις αμερικανικές υπηρεσίες.
Σύμπτωμα της υπέρβασης των εξουσιών που έγιναν στο όνομα της 11ης
Σεπτεμβρίου είναι και η εμμονή στις διώξεις των ανθρώπων που κάνουν τις
διαρροές. Παρόλο που
η αμερικανική νομοθεσία ενστερνίζεται την
διαρροή πληροφοριών «ως έναν κρίσιμο μηχανισμό αντιμετώπισης εκείνων των
καταστροφικών οργανωτικών δυναμικών που οδηγούν σε λάθη, ανικανότητα
και κατάχρηση», η ισχύουσα τάση είναι η δίωξη των
πληροφοριοδοτών. Είναι χαρακτηριστικό ότι στον Μπράντλεϊ Μάνινγκ
επιβλήθηκε 35ετής κάθειρξη.
Αν, όμως, οι αποκαλύψεις υπηρετούν
την ανάγκη της δημοκρατίας για λογοδοσία, τότε η δίωξη των ανθρώπων που
λειτουργούν ως βαθιά λαρύγγια, είναι σοβαρότερη απειλή από τις ίδιες τις
διαρροές κρατικών μυστικών, συμπεραίνει ο Μπένκλερ.
«Οι διαρροές πληροφοριών θεωρούνται κεντρικός πυλώνας
αντιμετώπισης της κυβερνητικής διαφθοράς και αποτυχίας, ανά τον κόσμο.
Εκτός αν κάποιος πιστεύει ότι το κατεστημένο των υπηρεσιών εθνικής
ασφάλειας αποτελεί κάποια μαγική εξαίρεση από τις δυναμικές που οδηγούν
όλους τους οργανισμούς μεγάλης κλίμακας σε λάθη, τότε η διαρροή
πληροφοριών πρέπει να είναι διαθέσιμη ως ένα όπλο στη φαρέτρα κάθε
δημοκρατίας που θέλει να αναχαιτίζει τις τραγικές συνέπειες που
ακολουθούν όποτε οι οργανισμοί εθνικής ασφάλειας διαπράττουν σημαντικά
λάθη ή εμπλέκονται σε παρανομίες ή σε συστηματικές καταχρήσεις». – Yochai Benkler
πηγή: https://www.flickr.com/photos/posterboynyc/
Ασφάλεια εναντίον δημοκρατίας
Τι δεν έβλεπε, λοιπόν, ο «TheTrueHOOHA»-Σνόουντεν σε αντίθεση με τον
πληροφοριοδότη-Σνόουντεν; Δεν έβλεπε ότι πίσω από το δίλλημα
«ασφάλεια ή δημοκρατία» κρυβόταν επιμελώς το πραγματικό δίλημμα
«μυστικότητα ή διαφάνεια»,
εξηγεί ο Μπένκλερ. Τα κράτη και οι κυβερνήσεις επικαλούνται τη σημασία
που έχει η «εθνική ασφάλεια» για να επιβάλλουν μυστικότητα γύρω από τη
δράση τους. Όμως πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι
η εθνική
ασφάλεια αποτελεί από μόνη της ένα αυθύπαρκτο σύστημα μέσα στο κράτος,
και ως τέτοιο έχει ισχύ και δρα προσπαθώντας να περιορίσει την άσκηση
ισχύος επάνω του από άλλα συστήματα, όπως από το σύστημα δημόσιας
λογοδοσίας.
Σύμφωνα με την ίδια ανάλυση, στην περίπτωση των ΗΠΑ το σύστημα αυτό
αποτελείται από οργανισμούς και θεσμούς της κρατικής γραφειοκρατίας
(Πεντάγωνο, CIA, NSA κλπ) και την αντίστοιχη γραφειοκρατία της αγοράς
(την βιομηχανία εξοπλισμών, παρακολουθήσεων κλπ) και «αναπτύσσει
διάφορες ιδέες και έννοιες όπως “εθνική ασφάλεια” ή “μυστικότητα”,
προκειμένου να κυνηγήσει στόχους και να αποκτήσει πόρους (περίπου το 4%
του ΑΕΠ, ή το 1/6 των ομοσπονδιακών δαπανών) και απασχολεί ως εργατική
δύναμη περίπου το 1% του πληθυσμού των ΗΠΑ που δουλεύεουν στο Υπουργείο
Άμυνας, με έναν αντίστοιχο αριθμό να εργάζεται στην παράλληλη αγορά
αυτού του συστήματος. Χρησιμοποιεί την μυστικότητα για να κατακερματίσει
τη ροή πληροφοριών σχετικά με τη δομή και λειτουργεί έτσι ώστε να της
επιτρέπει να προβάλλει ισχύ σε άλλα συστήματα και να αντιστέκεται σε
δικές τους διεισδύσεις». Όπως έχουν καταδείξει οι διαρροές που έγιναν
τον τελευταίο μισό αιώνα, «η προστασία της μυστικότητας σε αυτές τις
περιπτώσεις είχε στόχο την προβολή ισχύος στη δημόσια αμερικανική
σφαίρα, παρόλο που υποστηριζόταν ότι προστάτευε την προβολή ισχύος επί
νόμιμων στόχων [εχθρών της ασφάλειας]».
Με λίγα λόγια, το
πολυδάπανο σύστημα που τρέφεται γύρω από την «εθνική ασφάλεια»,
χρησιμοποιεί την ισχύ του για να εξυπηρετήσει τον εαυτό του και για να
αποτρέψει τον έλεγχό του από το αντίπαλο σύστημα «λογοδοσίας και
διαφάνειας».
Αυτό, λοιπόν, ήταν που διαπίστωσε ο Έντουαρντ Σνόουντεν δουλεύοντας για την NSA.
Είδε την υποκρισία της επίκλησης λόγων εθνικής ασφάλειας να καλύπτει τις μαζικές παρακολουθήσεις εντός και εκτός συνόρων,
και όπως αποδείχθηκε αναθεώρησε τη άλλοτε στιχομυθία του με τον
«Χρήστη19», όπου απαντούσε το ακριβώς αντίθετο από αυτό που αργότερα τον
ηρωοποίησε στα μάτια πολλών και τον δαιμονοποίησε στα μάτια των παλιών
ομοϊδεατών του:
«Χρήστης 19» είναι ανήθικο να κάνουν ρεπορτάζ για τις κρατικές μηχανοραφίες;
«TheTrueHOOHA» ΠΑΡΑΒΙΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑ; ΝΑΙ
πηγή: https://www.flickr.com/photos/linksfraktion/10926888243
Γιατί οι Γερμανοί δεν συμπαθούν τις διαρροές;
Η Γερμανία είναι πιθανότατα η χώρα όπου καταγράφεται ο μεγαλύτερος
θαυμασμός για αυτό που τόλμησε να κάνει ο πληροφοριοδότης της NSA. Αλλά
αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την ευρεία αντιπάθεια που επικρατεί
στη χώρα για τα βαθιά λαρύγγια.
Όπως εξηγεί η Αριάν Κλάιβιγκτ,
μια Ολλανδή δημοσιογράφος, η οποία μελετά την αλλαγή της στάσης του
ρόλου και της αποδοχής των πληροφοριοδοτών στις δυτικές κοινωνίες και
ειδικά στη Γερμανία,
ο θαυμασμός για τον Σνόουντεν εξηγείται από
την βαθιά αντιπάθεια των Γερμανών στην παραβίαση της ιδιωτικότητάς τους
από συστήματα παρακολουθήσεων. Η Γκεστάπο και η Στάζι έχουν αφήσει γερά αντισώματα στον πληθυσμό της χώρας.
Ταυτοχρόνως, όμως,
είναι βαθιά ριζωμένη στην κουλτούρα τους
«η αφοσίωση και οι όρκοι μυστικότητας στους χώρους εργασίας» κι έτσι
απορρίπτουν τη διαρροή μυστικών εκτός ενός κλειστού κύκλου όπως η
δουλειά (ή και η οικογένεια). Η γερμανική νομοθεσία απαγορεύει
μάλιστα στους δημοσίους υπαλλήλους να αναφέρουν παρανομίες που έχουν
διαπράξει οι προϊστάμενοί τους, με μια μικρή εξαίρεση που άρχισε να
ισχύει μετά το 1999, λόγω συμμόρφωσης με κάποια διεθνή σύμβαση περί
διαφάνειας που υιοθέτησε η χώρα, εξηγεί η Κλάιβιγκτ.
Έτσι δεν ακούγεται παράξενο που οι υπεύθυνοι για την απονομή ενός
βραβείου πληροφοριοδοτών που απονέμεται κάθε δύο χρόνια στη Γερμανία,
δυσκολεύονται ιδιαίτερα να βρουν υποψήφιους. Κι όχι επειδή αναζητούν
βαθιά λαρύγγια σνοουντενικής κλίμακας, που να διαρρέουν τόνους κρατικών
μυστικών. Μια πολύ χαρακτηριστική περίπτωση πληροφοριοδότη που έγραψε
ιστορία ήταν μια νοσοκόμα σε γηροκομείο του Βερολίνου, η Μπριγκίτε
Χέινις, που απολύθηκε επειδή αποκάλυψε τις κακές συνθήκες νοσηλείας των
τροφίμων. Οι καταγγελίες της «έγραψαν ιστορία» για το νομικό δίκαιο της
χώρας, και το 2007 της απονεμήθηκε το συγκεκριμένο βραβείο, αλλά κανείς
δεν την θυμάται, αναφέρει στην Κλάιβιγκτ ο πρόεδρος του Γερμανικού
Δικτύου Πληροφοριοδοτών.
Η κρίση νομιμότητας της Ευρώπης
Στην από εδώ πλευρά του Ατλαντικού, η κρίση νομιμότητας
φαίνεται να αγγίζει πολύ πιο έντονα τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού
συστήματος. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το αμερικανικό
χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι υγιές και ότι δεν έχει ταρακουνηθεί από
τη δράση πληροφοριοδοτών ή ότι στην Ευρώπη δεν γίνεται επίκληση λόγων
εθνικής ασφάλειας για να επιβληθεί μυστικότητα στις παρακολουθήσεις και
άλλες δράσεις. Απλώς,
οι πιο ηχηρές διαρροές των τελευταίων χρόνων αφορούν τη δράση των φορολογικών παραδείσων στην καρδιά της ηπείρου.
Η διαρροή των εγγράφων
Φαλσιανί
(βάσει των οποίων δημιουργήθηκε η γνωστή λίστα Λαγκάρντ) με τους
πελάτες της τράπεζα HSBC που φυγάδευαν τις καταθέσεις τους στην Ελβετία,
καθώς και η πιο πρόσφατη αποκάλυψη των
Luxleaks,
του συστήματος ειδικών συμφωνιών που είχε στήσει το κράτος του
Λουξεμβούργου με τις πολυεθνικές που ήθελαν να κρύβουν τα κέρδη τους και
να μην φορολογούνται, κάνει τα δύο κράτη να μοιάζουν αδελφάκια της
Γκόθαμ Σίτι.
Βέβαια,
σε μία από τις περιπτώσεις των συγκεκριμένων αποκαλύψεων, ο πληροφοριοδότης προστατεύθηκε. Ο Φαλσιανί κατέφυγε στη Γαλλία, η οποία αρνήθηκε να τον παραδώσει στην Ελβετία. Αντιθέτως,
το Λουξεμβούργο άσκησε δίωξη εναντίον του φερόμενου ως υπεύθυνου της διαρροής.
Το μεγάλο ζήτημα είναι αν οι αποκαλύψεις έκαναν τον κόσμο λίγο
καλύτερο, και αν ναι, πόσο. Όχι και πάρα πολύ. Οι διαρροές από την HSBC
οδήγησαν στον εντοπισμό κάποιων πλουσίων που έκρυβαν τις περιουσίες
τους, αλλά όπου τα συστήματα ελέγχου ήθελαν να κάνουν τα στραβά μάτια ή
–όπως συνέβη στην Ελλάδα- να εξαφανίσουν τα στικάκια με τις λίστες, ή να
κρύψουν ονόματα, απλώς το έκαναν. Ο δε πρώην πρωθυπουργός του
Λουξεμβούργου επί των ημερών του οποίου στήθηκε το κόλπο, ο Ζαν Κλωντ
Γιουνκέρ, είπε ότι όλα έγιναν νόμιμα και συνέχισε να προεδρεύει της
Ευρωπακής Επιτροπής
με τις ευλογίες της πλειοψηφίας.
Επειδή, όμως, αν δεν σε λένε Γιώργο Βουλγαράκη, πιθανότατα δεν
πιστεύεις πώς ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό, τα ευρωπαϊκά κράτη
χρειάζονται κι αυτά να κουρδίσουν τα ηθικόμετρά τους.
πηγή: https://www.flickr.com/photos/118591608@N08/
Μια νέα (παλιά) ηθική για την κοινωνία και τη δημοσιογραφία
Το παράδειγμα της γερμανίδας νοσοκόμας είναι πολύ πιο κοντά στο
πρότυπο του υπεύθυνου πολίτη που ονειρεύονται οι δημοκρατίες, ενώ ο
Μάνινγκ και ο Σνόουντεν μοιάζουν με υπερήρωες, σαν τον Μπάτμαν που
αναλαμβάνει να καθαρίσει για λογαριασμό των πολιτών όταν η διαφθορά στην
Γκόθαμ Σίτι έχει κυριαρχήσει παντού. Αν, λοιπόν, τα βαθιά λαρύγγια
είναι οι υπερήρωες της εποχής μας, είναι όλες οι διαρροές ανιδιοτελείς
πράξεις ηρωισμού; Θα ήταν ένα πολύ αφελές συμπέρασμα.
Υπάρχουν πάρα πολλές διαρροές που εξυπηρετούν μια χαρά το
σύστημα που υποτίθεται ότι εκθέτουν, οι οποίες χρησιμοποιούνται για να
επηρεάσουν τη δημόσια ατζέντα, ή στο πλαίσιο εσωτερικών συγκρούσεων του
ίδιου συστήματος. Αντί για “leaks” (τον αγγλικό όρο για τις διαρροές)
ο καθηγητής της Νομικής του Χάρβαρντ Ντέιβιντ Πόζεν, τις ονομάζει “pleaks”
-από τον συνδυασμό “plants” + “leaks”- δηλαδή «φυτεμένες» διαρροές, που
κατά κανόνα γίνονται από στελέχη οργανισμών και θεσμών προς
δημοσιογράφους, με κάθε άλλο παρά ανιδιοτέλεια, και χωρίς οι δήθεν πληροφοριοδότες να υφίστανται διώξεις.
Σε τι διαφέρει αυτό από την κλασσική δημοσιογραφική πρακτική, που
όλες οι πληροφορίες αξιοποιούνται όταν συνεισφέρουν στη σύνθεση μιας
ευρύτερης εικόνας για τον κόσμο, θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος.
Διαφέρει στον βαθμό που η δημοσιογραφική διαχείριση αυτών των διαρροών
επιτρέπει να κυριαρχεί η εικόνα που θέλουν να επιβάλλουν συγκεκριμένες
πηγές, οι οποίες τυγχάνει να είναι ισχυροί παίκτες και φορείς εξουσίας.
Κάτι που προσθέτει στον προβληματισμό το θέμα της «αντικειμενικότητας».
Η «αντικειμενικότητα» στη δημοσιογραφία είναι μια έννοια που μετράει
λίγο λιγότερο από έναν αιώνα ζωής. Προτού εφευρεθεί και υιοθετηθεί ως
μέτρο αξιοπιστίας, τα μέσα ενημέρωσης ήταν πολύ μικρότερα (σε μέγεθος
και απήχηση) και εξέφραζαν ανοιχτά συγκεκριμένες απόψεις, απευθυνόμενα
στις κοινωνικές ομάδες που συφωνούσαν με αυτές. Ήταν το βιομηχανικό
μοντέλο του Τύπου, στις αρχές του 20ου αιώνα, που χρειαζόταν πιο μαζικά
κοινά για να επιτύχει πωλήσεις και κέρδη, εκείνο που επέβαλε το
στρογγύλεμα των απόψεων και προέβαλε την ανάγκη να υπάρχουν
επαγγελματίες δημοσιογράφοι που θα αναλάβουν να μεσολαβούν ανάμεσα στις
ελίτ που κυβερνούν και ασκούν εξουσία και στον απλό κόσμο που προσπαθεί
να καταλάβει τι συμβαίνει. Και υιοθετήθηκε ο κανόνας που λέει ότι η
αμεροληψία και η αντικειμενικότητα ήταν επαρκείς ενδείξεις
επαγγελματισμού των δημοσιογράφων, στην υπηρεσία τους υπέρ της
«αντικειμενικής αλήθειας».
Μόνο που στην πράξη η «αντικειμενικότητα» των κυρίαρχων ΜΜΕ δεν
αποδείχτηκε πολύ αντικειμενική και τελικά δούλευαν σε μεγάλο βαθμό ή
μόνο υπέρ των ελίτ. Από αυτό το σημείο η συζήτηση αποκτά πολλές
προεκτάσεις, αλλά καθώς μιλάμε για την αξία και τη χρήση των διαρροών,
θα μείνουμε σε μία: στην ανάγκη για διαφάνεια που προέκυψε λόγω των
ουσιαστικών αλλαγών που επέφερε η ψηφιακή εποχή.
Η διαφάνεια είναι το νέο στοιχείο που προστίθεται ως ένδειξη αξιοπιστίας στην διαχείριση των πληροφοριών,
εξηγεί ο Ρίτσαρντ Σάμπρουκ, ερευνητής του Ιδρύματος Thomson Reuters, στην σχετική μελέτη του.
Κι αυτό αφορά τόσο την επαγγελματική δημοσιογραφία –που επικρίνεται
γιατί εξαρτήθηκε από τις επίσημες και τις κυρίαρχες πηγές πληροφόρησης
και σταδιακά έπαθε επιλεκτική τύφλωση απέναντι σε εναλλακτικές φωνές και
εκδοχές της αλήθειας-, όσο και την ίδια τη δημοκρατία, για να
επιστρέψουμε στην
ανάλυση του Μπένκλερ, για την αξία των διαρροών.
Ο Μπένκλερ, ας θυμηθούμε, υποστηρίζει ότι
το δίλημμα που πρέπει να αντιμετωπίζει μια δημοκρατική κοινωνία δεν είναι «ασφάλεια ή δημοκρατία» αλλά «μυστικότητα ή διαφάνεια».
Όταν η επιλογή είναι «διαφάνεια» ο κόσμος δεν έχει ανάγκη από διαρροές,
καθώς μπορεί να υπάρχει πληροφόρηση και δημόσιος διάλογος. Όταν, όμως,
τα συστήματα λογοδοσίας που προβλέπονται για τον έλεγχο των εξουσιών,
απενεργοποιούνται με την επίκληση της ανάγκης για μυστικότητα, τότε τα
βαθιά λαρύγγια που εκθέτουν καταχρήσεις και λάθη του συστήματος, είναι
απαραίτητα όσο και το οξυγόνο που αναπνέουμε.
Πηγή :