Μόνο φρίκη νιώθει ο νεόπλουτος για την
καταγωγή του.
Το δίλημμα, ευρώ ή δραχμή είναι αυτό
που έκρινε την τελευταία εκλογική αναμέτρηση και έδωσε στη χώρα μία κυβέρνηση,
η οποία το μόνο που μπορεί να εγγυηθεί είναι η μαζική κατάθλιψη.
Ας δούμε όμως τι
ακριβώς αντιπροσωπεύει η δραχμή στο συλλογικό ασυνείδητο και γιατί προκαλεί
τέτοιο δέος.
Στις δεκαετίες του
’60, του ’70, ίσως και του ’80, σε μια τετραμελή ή και πενταμελή οικογένεια των
«χαμηλών εισοδηματικών τάξεων» δούλευε μόνο ο πατέρας. Η μητέρα δεν δούλευε και
αν το έκανε περιστασιακά, λέγαμε ότι ξενοδουλεύει,
δηλαδή βοηθητικά και κατ’ εξαίρεσιν. Η δουλειά της μάνας ήταν τα παιδιά της. Τα
λεφτά που έφερνε ο πατέρας στο σπίτι ήταν αρκετά για όλους ή δεν ήταν-περίπτωση
που χαρακτήριζε την οικογένεια φτωχιά. Το ζευγάρι έσκυβε πάνω από τον
οικογενειακό προϋπολογισμό με πολλή προσοχή.
Ύστερα από 10
χρόνια δουλειάς και οικονομιών ο πατέρας κατέβαινε στην πόλη -συνήθως με ένα φίλο-
και γύριζε με ένα μικρό αυτοκινητάκι -ας πούμε Fiat- κορνάροντας και έπαιρνε την κυρά
του να πάνε βόλτα στο Φάληρο να φάνε ψαράκι.
Άλλα τόσα χρόνια οικονομίας είχαν προηγηθεί για να εξασφαλίσουν την
αγορά ενός οικοπέδου και το αργό χτίσιμο μιας μικρής μονοκατοικίας
με ένα μικρό κήπο. Εν τω μεταξύ τα παιδιά μεγάλωναν, έπαιζαν μπάλα στις
αλάνες,
πηγαινοέρχονταν στο σχολείο, έγραφαν έκθεση για την αποταμίευση,
αλήτευαν εν
μέτρω και τελικά σπούδαζαν.
Τα πάντα
γινόντουσαν με τη βοήθεια της οικονομίας, μιας αρετής και υποχρέωσης που ο αντίκτυπός
της στον ψυχικό κόσμο ήταν τέτοιος που θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ψυχική οικονομία.
Ένας κόσμος που κατά το ρητό άπλωνε τα πόδια του ως εκεί που έφταναν.
Μετά τα πράγματα άλλαξαν. Οι αριστερές μάζες
έγιναν δεκτές σαν ισότιμοι «πολίτες», βγήκαν δηλαδή από το πολιτικό περιθώριο
και παραδόθηκαν στο ανθρωποφάγο θέαμα. O πολιτικός
Μινώταυρος μπορούσε ήσυχος να
κάνει στην άκρη.
Η οικονομική ανάπτυξη έδινε λεφτά και οι λαϊκές τάξεις
εγκατέλειπαν σιγά-σιγά το οικονομικό περιθώριο, όπως είχε γίνει και με
το πολιτικό, κι έκαναν το
ντεμπούτο τους στη μεγάλη ζωή. Προτιμούσαν σαφώς τα διαμερίσματα για να
μπορούν
να ανοίγουν τη σαλοτραπεζαρία και να δέχονται τους μουσαφιραίους στον
καναπέ υπό το δίδυμο φως των απλικών.
Η ζωή γινόταν
πιο απαιτητική οπότε, αφού
ξεπεράστηκαν οι δόσεις, συνήφθησαν τα πρώτα δάνεια, πράγμα που ακουγόταν σαν
καινοτομία και μια από τις σύγχρονες
διευκολύνσεις. Στην αρχή έπρεπε να είσαι σε θέση να αποδείξεις τη
φερεγγυότητά σου.
Κατόπιν μια παλιότερη δήλωση της εφορίας, ένα παλιότερο
εκκαθαριστικό, έκανε τη δουλειά που δεν μπορούσε να κάνει το πιο πρόσφατο το
οποίο δεν παρουσίαζε επαρκή εισοδήματα. Και στο τέλος, χωρίς ίχνος
φερεγγυότητας σε κυνηγούσαν στα τηλέφωνα για να σε δανείσουν.
Το πράγμα έγινε
τόσο απλό, τόσο εύκολο, τα χρήματα άλλαζαν χέρια τόσο γρήγορα που δυσκολευόσουν
να παρακολουθήσεις. Το μάτι και το αυτί συνήθισαν στα μεγάλα ποσά κι άρχισε να
χάνεται ο λογαριασμός. Τώρα μπορούσες ν’ αποκτήσεις ότι πεθυμάει η ψυχή σου και
μπορούσες να το έχεις αμέσως.
Ανάμεσα στην
εμφάνιση της επιθυμίας και την πραγμάτωσή της μεσολαβούσε ελάχιστος χρόνος. Ό,τι ίσχυε για την
απόκτηση μιας καφετιέρας έλαβε γενικότερη ισχύ. Π.χ. για τον έρωτα, που όλο και
πιο πολύ άρχισε να αποκαλείται σεξ. Και η ψυχική οικονομία που χαρακτήριζε
την προηγούμενη εποχή έγινε ψυχικό
ξεχείλωμα.
Ο Έλληνας έδωσε
επιτέλους χώρο και αέρα στο παμφάγο παιδί που έκρυβε μέσα του.
Τα υπέρβαρα παιδιά
επρόκειτο να ακολουθήσουν για να γίνουν σήμα κατατεθέν της νέας και ισχυρής
Ελλάδας.
Ο όγκος και η
ταχύτητα των συναλλαγών αύξανε, το χρήμα που έγινε πλαστικό απέκτησε την
γοητεία του άυλου, μια από τις ιδιότητες του θείου, τα νούμερα και τα χρήματα
που κανείς δεν προλάβαινε να πιάσει στα χέρια του γίνονταν γρήγορα αγαθά που
μόλις προλάβαινες να τα χαρείς κι αμέσως παλιώνανε. O όγκος αύξανε πάνω απ’ τα κεφάλια και η
κατάθλιψη μέσα σ’ αυτά. Και ξαφνικά η φούσκα έσκασε. Έσκασε! Και άφησε πίσω της
κάτι ξεχειλωμένο. Τελεσίδικα ξεχειλωμένο!
Άρα στους μύες κρύβεται ο φόβος! Δέος για μια
εποχή ψυχικής επάρκειας και των απαιτήσεών της. Φόβος για την προσπάθεια και τον κοινωνικό
μόχθο -βαθειά αίσθηση ανημπόριας.
Δεν είναι να
απορεί κανείς λοιπόν που στο άκουσμα της λέξης δραχμή οι περισσότεροι ξιπάζονται σαν να μην την έπιασαν ποτέ στα
χέρια τους, σαν να έχουν μόνο ακουστά γι’ αυτήν, σαν να μιλάμε για την αρχαία
δραχμή. Kαι για ένα
κόσμο τόσο παλιό, που δικαιολογημένα μένει ασύλληπτος.
Β.ΗΠηγή : http://pyravlosypogeiwn.blogspot.gr