Ο καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, Μάικλ Σαντέλ.
Ο Μάικλ Σαντέλ αναλύει τους ηθικούς, αξιολογικούς όρους της κοινωνικής επιτυχίας στην εποχή μας
MICHAEL J. SANDEL
Η τυραννία της αξίαςμτφρ.: Μιχάλης Μητσόςεκδ. Πόλις, σελ. 464Ποια είναι η αξία της εργασίας ενός νοσοκόμου ή ενός υπαλλήλου στη δημοτική υπηρεσία καθαριότητας; Είναι άραγε μικρότερη ή μεγαλύτερη εκείνης ενός μεγιστάνα των καζίνο; Πώς μπορούμε αλήθεια να κάνουμε μια τέτοια αντιπαραβολή; Αρκεί το να συγκρίνουμε το ύψος της αμοιβής τους ή το κέρδος που αποκομίζει κανείς από αυτές;
Μήπως οφείλουμε να συνυπολογίσουμε σε αυτά και το μέγεθος της συνεισφοράς τους στο κοινό καλό; Κι αν ναι, αναγνωρίζουμε πάντα αυτό το τελευταίο ως κοινωνίες;
Για τον Μάικλ Σαντέλ (γεν. 1953), καθηγητή Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, τα ερωτήματα αυτά βρίσκονται στον πυρήνα της κρίσης της σύγχρονης δημοκρατίας. Γι’ αυτό και επέλεξε να αναμετρηθεί μαζί τους στο «Η τυραννία της αξίας – Τι έχει απογίνει το κοινό καλό;».
Δημοκρατία σε αδιέξοδο
Σύμφωνα με τον Σαντέλ, η δημοκρατία οδηγείται νομοτελειακά σε αδιέξοδο. Η απόσταση μεταξύ χαμένων και κερδισμένων αυξάνεται με γεωμετρικό ρυθμό. Ενώ, την ίδια ακριβώς στιγμή, ενισχύεται η άποψη ότι οι κερδισμένοι αξίζουν όλα όσα κερδίζουν.
Σε αυτό το πλαίσιο, τόσο η εκλογή του Τραμπ όσο και το Brexit δεν συνιστούν τυχαία γεγονότα. Τουναντίον, είναι συμπτώματα αφενός της προϊούσας αντίδρασης στην παγκοσμιοποίηση και αφετέρου της ολοένα αυξανόμενης εναντίωσης σε ένα πολύ συγκεκριμένο αποτέλεσμά της: στο γεγονός ότι ωφελεί εκείνους που βρίσκονται στην κορυφή, καταδικάζοντας τους υπόλοιπους στο να αισθάνονται ματαιωμένοι, απαξιωμένοι και ανήμποροι να ακολουθήσουν.
Σε αυτό το σημείο γεννιέται, σύμφωνα με τον Αμερικανό πολιτικό φιλόσοφο, η ύβρις της αξιοκρατίας. Καθότι, στις μέρες μας, η αξιοκρατία δεν ισοδυναμεί μόνον με το να ισχυρίζεσαι ότι αυτοί που κερδίζουν το αξίζουν, αλλά συμπεριλαμβάνει και το να υπονοείς ότι εκείνοι που χάνουν το αξίζουν επίσης. Με αυτό τον τρόπο παράγεται ένα «τοξικό μείγμα αλαζονείας και μνησικακίας».
Οι ελίτ εμφανίζονται ανάλγητες, απόμακρες και κυνικές, προκαλώντας εντέλει τη λαϊκιστική αντίδραση.
Η εργατική τάξη ως ταυτότητα εύθραυστη κι αβέβαιη, χωρίς καμία αξιοπρέπεια, μια και κανείς δεν αναγνωρίζει τη συνεισφορά της στο κοινό καλό.
Αξιοκρατία
Χρειάζεται συνεπώς να εξετάσουμε με μεγαλύτερη προσοχή το βαθύτερο υπόστρωμα των ηθικών και αξιολογικών όρων της κοινωνικής επιτυχίας στην εποχή μας. Οφείλουμε να αξιολογήσουμε εκ νέου την αξιοκρατία, ώστε να διευρύνουμε τη σημασία της.
Προσοχή. Η σύνδεση της προβληματικής της αξιοκρατίας με το κοινό καλό δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη. Αν και πολλοί, πιθανόν σκοπίμως, την παραγνωρίζουν, είναι κομβικής σημασίας.
Για τον Σαντέλ το ζήτημα της αξιοκρατίας συνδέεται αδιάρρηκτα με το ευρύτερο ζήτημα του κοινού καλού, ήτοι του τι θεωρούμε ότι έχει ή δεν έχει αξία συνολικά ως κοινωνία.Επιστροφή στον συλλογισμό του φιλοσόφου. Ο Σαντέλ είναι κατηγορηματικός: Κανείς δεν είναι άξιος επειδή είναι πλούσιος και κανείς δεν πρέπει να θεωρηθεί ανάξιος επειδή είναι φτωχός.
Oσα κερδίζει κάποιος δεν είναι μόνο δικό του κατόρθωμα. Είναι απόρροια πολλών άλλων παραγόντων, πέραν της ατομικής προσπάθειας και του ταλέντου, όπως η προνομιακή κοινωνική αφετηρία, ο πλούτος των πνευματικών εφοδίων και δεξιοτήτων που δύναται να χαρίσει μια δαπανηρή ανώτερη εκπαίδευση, η ισχύς των δικτύων γνωριμιών και επαφών που μπορεί να υπάρχουν, αλλά και κυρίως η τύχη, δηλαδή οι συγκυρίες που για κάποιους αποδεικνύονται εξαιρετικά ευνοϊκές.
Γι’ όλους αυτούς τους λόγους, θα ήταν πιο συνετό οι κερδισμένοι να επιδεικνύουν ταπεινοφροσύνη και όχι έπαρση.
Μη σας ξενίζει τούτη η ξεκάθαρη και μαχητική θέση. Ο Σαντέλ δεν κάνει πολιτική φιλοσοφία μόνο για να ερμηνεύσει τον κόσμο. Κάνει φιλοσοφία για να τον αλλάξει. Γι’ αυτό συνδιαλέγεται, φανερά ή υπόρρητα, με διανοητές όπως ο Χέγκελ, ο Aξελ Χόνετ, ο Κρίστοφερ Λας, ο Τσαρλς Τέιλορ, ο Ντάνιελ Μπελ, ο Ρίτσαρντ Ρόρτι, ο Μάικλ Γουόλτζερ, o Τζον Ρόουλς, αλλά και ο Αριστοτέλης. Επιλέγει μια φιλοσοφία που πρωτίστως κατανοεί και στη συνέχεια ενεργοποιεί.
Κοινωνική προσφορά
Προχωράμε.
Ο Σαντέλ στη συνέχεια θέτει στο στόχαστρο μιαν άλλη, εξίσου οδυνηρή αν και ευρύτατα διαδεδομένη, αντίληψη. Πρόκειται για την πεποίθηση σύμφωνα με την οποία το πόσα κερδίζεις ταυτίζεται με το πόσα αξίζεις κοινωνικά. Για τον Αμερικανό φιλόσοφο, ο πλούτος δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση απόδειξη κοινωνικής προσφοράς. Αρκεί να θυμηθούμε την πανδημία. Τότε, όλοι όσοι βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή (υπάλληλοι σούπερ μάρκετ, νοσηλευτές, εργαζόμενοι σε delivery κ.λπ.), εκείνοι δηλαδή που προσέφεραν τα περισσότερα στο κοινωνικό σύνολο, αμείβονταν και συνεχίζουν να αμείβονται πενιχρά.
Ποιοι είναι τελικά οι ηττημένοι;
Σύμφωνα με τον Αμερικανό φιλόσοφο, οι σύγχρονες παγκοσμιοποιημένες κοινωνίες της τεχνολογίας, της ανοικτής ατζέντας, του κοσμοπολιτισμού, της διαχείρισης του χρήματος και των εξωτερικών αναθέσεων σέβονται ελάχιστα, αν όχι απαξιώνουν, το είδος της δουλειάς που κάνει η εργατική τάξη.
Η εργατική τάξη όχι τόσο με τη μαρξιστική έννοια, όσο ως ταυτότητα. Ως ταυτότητα εύθραυστη κι αβέβαιη, της οποίας οι κάτοχοι αισθάνονται ότι δεν διαθέτουν καμία αξιοπρέπεια, μια και κανείς δεν αναγνωρίζει τη συνεισφορά τους στο κοινό καλό.
Πώς θα υπερβούμε τις θεμελιώδεις αυτές προκλήσεις;
Για τον Σαντέλ, τα κεντροαριστερά και προοδευτικά κόμματα θα πρέπει να αναδείξουν άμεσα τις εγγενείς αδυναμίες της τεχνοκρατικής αξιοκρατίας και κυρίως να δώσουν μία συγκεκριμένη απάντηση στο ποια είδη εργασίας αξίζουν τιμή και αναγνώριση. Εάν δεν το κάνουν, το κενό θα έρθουν να το συμπληρώσουν αυταρχικές μορφές ταυτοτήτων και ανήκειν ή θρησκευτικοί φονταμενταλισμοί.
Επίλογος.
Στο σπουδαίο αυτό βιβλίο, ο Σαντέλ διανοίγει νέα πεδία στοχασμού, δημόσιου διαλόγου, αλλά και κυρίως πολιτικής δράσης. Εάν θέλουμε να κατευνάσουμε τη λαϊκή δυσαρέσκεια, οφείλουμε να αποποιηθούμε την αλαζονεία της επιτυχίας. Εάν επιθυμούμε πραγματικά να σώσουμε τις δημοκρατίες μας, θα πρέπει να προσδιορίσουμε από κοινού αυτό που έχει και παράγει αξία εντός τους.
Πηγή : https://www.kathimerini.gr/