Βασίλης Ανδριανόπουλος
Το 2023 έφτασαν στη χώρα μας περισσότεροι από 32 εκατομμύρια τουρίστες, αριθμός που ήταν κατά 17,6% υψηλότερος συγκριτικά με το 2022. Ο υπερτουρισμός είναι ήδη ένα υπαρκτό φαινόμενο σε πολλά ελληνικά νησιά. Κι όπως φαίνεται, είναι σε σημαντικό βαθμό υπεύθυνος για την επιδείνωση ενός πολύ σοβαρού ζητήματος: της λειψυδρίας. Βάσει πιλοτικής έρευνας που πραγματοποιήθηκε στους Φούρνους, προκύπτει ότι το νησί έχει ήδη ανάγκη υπερδιπλάσιας ποσότητας νερού από αυτή που μπορεί να παράγει με φυσικό τρόπο. Μάλιστα, η ζήτηση αναμένεται να διπλασιαστεί έως το 2030, γεγονός που όπως σχολίασαν στην «Καθημερινή» επιστήμονες οι οποίοι συμμετείχαν στην έρευνα, αποδίδεται στην περαιτέρω αύξηση του αριθμού των τουριστών. Το πιλοτικό πρόγραμμα αναμένεται να επεκταθεί σύντομα σε ακόμη δέκα νησιά, προκειμένου να διαπιστωθεί το υδατικό τους αποτύπωμα και να αναζητηθούν λύσεις.Η επιλογή των Φούρνων
Σύμφωνα με όσα σχολίασε στην «Καθημερινή» ο Δημήτρης Εμμανουλούδης, πρόεδρος της Unesco για τη διατήρηση και τον οικοτουρισμό των παρόχθιων και δελταϊκών οικοσυστημάτων και διευθυντής του εργαστηρίου «Ανάλυση και διαχείριση φυσικών καταστροφών και τεχνολογικών κινδύνων» του Δημοκρίτειου πανεπιστημίου Θράκης, η επιλογή των Φούρνων προέκυψε «έπειτα από συζητήσεις που είχαμε με τον γ.γ. Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής, Μανώλη Κουτουλάκη για το ζήτημα της λειψυδρίας στα νησιά. Θέλαμε να βρούμε ένα νησί πιλότο, ώστε να το μελετήσουμε διεξοδικά και να δούμε τι συμπεράσματα προκύπτουν. Οπότε, αναζητήθηκε κάποιο νησί που να μην είναι εξαιρετικά μικρό και να βρίσκεται περίπου στη μέση του Αιγαίου».
Η έρευνα ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2022 και τελείωσε τον Δεκέμβριο του 2023, ενώ οι φορείς που συμμετείχαν, ήταν το τμήμα Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Ανθεκτικότητας του Δημοκρίτειου πανεπιστημίου, η έδρα της Unesco που διαχειρίζεται τον οικοτουρισμό και τα φυσικά και παράκτια οικοσυστήματα σε παγκόσμιο επίπεδο. Παράλληλα, υπήρξε συνεργασία με το εργαστήριο Ατμοσφαιρικής, Φυσικής και Κλιματικής Αλλαγής του ΕΚΠΑ.
Υπερδιπλάσιες οι ανάγκες
Σήμερα, οι Φούρνοι αριθμούν λίγο παραπάνω από 1.300 μόνιμους κατοίκους, ενώ σύμφωνα με τον κ. Εμμανουλούδη «το 2023 δέχθηκαν 8.000 τουρίστες». Προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες του νησιού σε νερό, «χρειαζόμαστε περίπου 90 χιλιάδες κυβικά μέτρα νερού ετησίως, ενώ το νησί έχει δυνατότητα παραγωγής 30-40 χιλιάδων κυβικών μέτρων νερού ετησίως. Η υπολειπόμενη αναγκαία ποσότητα νερού παρέχεται μέσω της αφαλάτωσης. Βάσει των μοντέλων που επεξεργαστήκαμε, είδαμε ότι το 2030 οι Φούρνοι θα χρειάζονται 200.000 κυβικά μέτρα νερού ετησίως, επειδή ο αριθμός των τουριστών τότε αναμένεται να έχει φτάσει τους 25.000».
Από την πλευρά του, ο Παντελής Ξόφης, αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του Διεθνούς Πανεπιστημίου της Ελλάδας, σχολίασε στην «Κ» ότι αυτές οι ανάγκες για νερό αποτελούν το υδατικό αποτύπωμα, που «είναι ένας δείκτης κατανάλωσης νερού και αφορά τόσο την άμεση κατανάλωση, όσο και την έμμεση κατανάλωση για την παραγωγή διαφόρων προϊόντων που χρησιμοποιούμε».
Σύμφωνα με τον κ. Ξόφη, εφόσον γνωρίζουμε το υδατικό αποτύπωμα, «μπορούμε να αποφύγουμε δραστηριότητες με μεγάλο υδατικό αποτύπωμα και να διασφαλιστεί η επάρκεια νερού όχι μόνο στις παρούσες γενεές, αλλά και στις επόμενες».
Αξίζει να σημειωθεί πως σύμφωνα με τον κ. Εμμανουλούδη το υδατικό αποτύπωμα του κάθε κατοίκου και πιθανού τουρίστα υπολογίστηκε, μεταξύ άλλων, μέσω «της χρήσης ερωτηματολογίων που δόθηκαν δειγματοληπτικά στο νησί και προέκυψαν σταθμικοί μέσοι όροι».
Αύξηση 1,2 βαθμών Κελσίου τα τελευταία 40 χρόνια
Η έρευνα στους Φούρνους αφορούσε επίσης, σύμφωνα με τον κ. Ξόφη, «το να δούμε πόσο άλλαξε η κατάσταση της ξηροθερμικότητας στο νησί από το 1980 έως το 2020, διάστημα κατά το οποίο έχουμε δορυφορικά δεδομένα υψηλής χωρικής και φασματικής ανάλυσης και αξιόπιστα μετεωρολογικά δεδομένα».
Οπως διαπιστώθηκε, στο επίμαχο χρονικό διάστημα «υπήρξε στους Φούρνους μια μέση αύξηση της θερμοκρασίας που κυμαίνεται περίπου στους 1,2 βαθμούς Κελσίου. Μπορεί να ακούγεται ένα μικρό νούμερο, αλλά είναι μια αρκετά μεγάλη αύξηση».
«Εντονη ξηρασία εκεί που δεν υπήρχε»
Η βροχόπτωση όμως, τα τελευταία σαράντα χρόνια, «δεν παρουσιάζει μια αντίστοιχη καθοδική τάση, αλλά παραμένει μάλλον σταθερή». Οι Φούρνοι, σύμφωνα με τον κ. Ξόφη, έχουν την ιδιαιτερότητα ότι «έχουν μια μεγάλη ξηροθερμική περίοδο, που ξεκινάει τον Απρίλιο και τελειώνει τον Οκτώβριο. Σε όλο αυτό το διάστημα δεν υπάρχουν βροχοπτώσεις. Παρόλα αυτά, το νησί έχει ένα σχετικά υψηλό ύψος βροχής, που ξεπερνάει τα 600 χιλιοστά, το οποίο όμως πέφτει σε ένα πολύ περιορισμένο χρονικό διάστημα, κυρίως σε έντονα καιρικά φαινόμενα. Αρα, αυτό που αλλάζει, δεν είναι το ύψος της βροχόπτωσης, αλλά η κατανομή της». Αλλωστε, σύμφωνα με τον κ. Εμμανουλούδη, «παρά τα μεγάλα ετήσια βροχομετρικά ύψη, το νησί δεν κρατάει αυτά τα νερά, λόγω του ασβεστολιθικού πετρώματος που υπάρχει στους Φούρνους».
Ακόμη, στους Φούρνους μελετήθηκε η θερμοκρασία της επιφάνειας του εδάφους, που σύμφωνα με τον κ. Ξόφη, «υπολογίστηκε μέσα από κάποια θερμικά κανάλια του δορυφόρου Landsat της NASA. Οπως προέκυψε, από το 1984 έως το 2022 καταγράφεται μια τεράστια αύξηση της ξηροθερμικότητας της επιφάνειας του εδάφους, γεγονός που μείωσε το νερό που αποθηκεύεται στο έδαφος και χρησιμοποιείται κατά τις άνυδρες περιόδους». Είναι ενδεικτικό ότι, σύμφωνα με τον ίδιο, «τη δεκαετία του 1980 η τιμή TCI (σ.σ. δείκτης ξηροθερμικότητας) ανερχόταν στο 0,8, που σημαίνει ότι τότε δεν υπήρχε ουσιαστικά ξηρασία. Πλέον, έχει φτάσε στο 0,2 περίπου, που σημαίνει έντονη ξηρασία».
Αναφορικά με το πώς αυτή η κατάσταση αντικατοπτρίζεται στη βλάστηση του νησιού, ο ίδιος σχολίασε ότι «εκεί είχαμε μια θετική έκπληξη. Η βλάστηση φαίνεται να μη βρίσκεται σε κατάσταση έντονου στρες». Πρόκειται για κάτι που σύμφωνα με τον ίδιο, εξηγείται από το ότι «στο νησί επικρατεί μακκία αειφύλλης βλάστηση και φρυγανική βλάστηση, που είναι ανθεκτικές στην ξηρασία. Παράλληλα, στους Φούρνους, όπως και στα περισσότερα νησιά στο Αιγαίο, καταγράφεται μείωση της κτηνοτροφικής δραστηριότητας, γεγονός που έχει δώσει τη δυνατότητα στη βλάστηση να επανακαταλάβει θέσεις από τις οποίες είχε απομακρυνθεί».
«Η αφαλάτωση δεν είναι πανάκεια»
Πάντως, σύμφωνα με τον κ. Εμμανουλούδη, «η λειψυδρία στα νησιά σίγουρα θα μας απασχολήσει περισσότερο στο μέλλον. Κι αυτό δεν εξαρτάται μόνο από τα κλιματικά μοντέλα και το αν θα έχουμε ξηρασία ή έλλειψη βροχοπτώσεων, αλλά από τη δραματική αύξηση των τουριστών που δέχεται ετησίως η Ελλάδα, που είναι ήδη περίπου τρεις φορές ο πληθυσμός της. Αυτό δεν συμβαίνει σε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Οι περισσότεροι από αυτούς τους τουρίστες συγκεντρώνονται στο Αιγαίο, οπότε το πρόβλημα σίγουρα θα ενταθεί στο μέλλον».
Στα περισσότερα νησιά, σύμφωνα με τον ίδιο, «οι δήμαρχοι προσπαθούν να αντιμετωπίσουν το ζήτημα κυρίως μέσω της αφαλάτωσης. Ομως, η αφαλάτωση δεν είναι πανάκεια. Μπορεί να λύνει το θέμα της υδροδότησης και προμήθειας νερού, όμως είναι μια μέθοδος ιδιαίτερα κοστοβόρα, ενεργοβόρα και επιβαρύνει το περιβάλλον μέσω απόβλητων υποπροϊόντων της παραγωγής αφαλατωμένου νερού, τα οποία ρίχνονται στη θάλασσα».
Μέσω του επίμαχου πιλοτικού προγράμματος, αυτό που προτείνεται, σύμφωνα με τον κ. Εμμανουλούδη, είναι «η κατασκευή τεχνικών έργων μικρής κλίμακας που συνδυάζονται με τεχνικές Ecosystem-based adaptation (μτφ. προσαρμογή με βάση το οικοσύστημα). Αυτός ο συνδυασμός εντάσσεται στη μεγάλη οικογένεια των nature based solutions (μτφ. λύσεις με βάση τη φύση)». Σε αυτά τα τεχνικά έργα, συμπεριλαμβάνονται «υπερπηδητά σχαρωτά φράγματα για συλλογή νερού –ακόμη και της πιο μικρής ποσότητας– μέσα από τις κοίτες των χειμάρρων κατά τη χειμερινή περίοδο και ομβροπλατείες με συνοδές υπόγειες δεξαμενές νερού ώστε να μην έχουμε απώλειες από την εξάτμιση». Αυτές οι λύσεις, σύμφωνα με τον ίδιο, «μπορούν να αυξήσουν την ετησία παραγωγή στους Φούρνους στα 90.000 κυβικά μέτρα νερού ετησίως».
Πλέον, σύμφωνα με τον κ. Εμμανουλούδη, αναμένεται άμεσα η υπογραφή προγραμματικής σύμβασης ανάμεσα στην έδρα της Unesco, το Δημοκρίτειο πανεπιστήμιο Θράκης και τη γ.γ. Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής, προκειμένου η έρευνα που ξεκίνησε στους Φούρνους να επεκταθεί σε επιπλέον 10 νησιά, τα οποία θα είναι διασκορπισμένα και «έτσι θα έχουμε μια πολύ καλύτερη εικόνα», όπως σημείωσε.
Στόχος, σύμφωνα με τον κ. Ξόφη, είναι να «δημιουργήσουμε ένα μοντέλο που θα εφαρμοστεί σε όλα τα νησιά. Αλλωστε, τα περισσότερα νησιά μπορεί να αντιμετωπίσουν λειψυδρία, καθώς δεν έχουν φυσικούς ταμιευτήρες νερού, ούτε είναι εύκολο να μεταφέρεις νερό από μια απομακρυσμένη περιοχή. Παράλληλα, δέχονται ένα αφύσικα μεγάλο αριθμό τουριστών κι έχουν αναπτυχθεί σε αρκετές περιπτώσεις πέρα από τις δυνατότητές τους κι απ’ όσο μπορούν να αντέξουν οι φυσικοί τους πόροι. Κι αυτό ενώ μιλάμε για νησιά, όπως αυτά στις Κυκλάδες, που είναι από τις πιο ξηρές περιοχές της Ελλάδας».
Πηγή : https://www.kathimerini.gr/