Το αεράκι στους αγρούς. Θα ‘ρθει το ωραίο κορίτσι δίπλα στη θάλασσα να μας το φέρει πίσω.
Βρισκόμαστε σ’ ένα ημικεντρικό δρόμο, απ’ αυτούς που είναι κάπως φαρδιοί, αλλά χωρίς ιδιαίτερη κίνηση, απ’ αυτούς που χρησιμοποιούν όσοι ξέρουν τη γειτονιά και συνήθως πάνε και λίγο πιο γρήγορα. Το μηχανάκι βγήκε απ’ το stop, έκοψε ελάχιστα, ύστερα ακούστηκε ένα ήχος σα γδούπος και τα φρένα του μπροστινού αμαξιού.
Είδα τον άνθρωπο στην αρχή να γέρνει προς το οδόστρωμα, μετά να αποχωρίζεται τη μηχανή και τελικά να γλιστράει για πέντε περίπου μέτρα μέχρι το πεζοδρόμιο. Τα προσωπικά του αντικείμενα σκόρπισαν στο δρόμο. Ένα παπούτσι, τα κλειδιά, ένα τσαντάκι άνοιξε αποκαλύπτοντας ατζέντες, στυλό, κινητό.
Σταμάτησε αρκετός κόσμος. Κάποιος τον σήκωσε, κάποιοι μάζευαν τα πράγματά του. Μια κυρία, με γλυκές σχεδόν κινήσεις, τα τακτοποίησε σ’ ένα πεζούλι.
Έβαλε τα περισσότερα πράγματα μέσα στο τσαντάκι. Ο άνθρωπος είχε μάλλον σοκαριστεί, ήταν σε γενικές γραμμές καλά, αλλά είχε σοκαριστεί. Δεν τον παρατήρησα καλά, είδα μόνο τη μύτη του που μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα είχε αλλάξει χρώμα. Η μύτη του ήταν μωβ με μερικά σκούρα στίγματα.
Ήταν το δεύτερο ατύχημα με μηχανάκι που είδα τον τελευταίο καιρό αλλά το αίσθημα παρέμεινε ίδιο.
Ένα δέος, ένα περίεργος βάρος, μια σχεδόν πικρή γεύση. Ο άνθρωπος που τσουλάει στην άσφαλτο σαν σακί, σαν πράγμα, σαν σακούλα που σου γλίστρησε στα σκαλιά της πολυκατοικίας. Και αυτή η μωβ μύτη μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα. Ο μπροστινός μου δεν έτρεχε, αν δεν υπήρχε θα τον είχα χτυπήσει εγώ.
Το αεράκι στους αγρούς. Υπάρχει κανείς να το φέρει πίσω;
Η λέξη είναι απελπισία. Όσο κι αν την ξορκίζουμε, όσο κι αν την πολεμάμε ή σχεδιάζουμε να την πολεμήσουμε.
Η λέξη απελπισία έχει κολλήσει μέσα στα στόματά μας, έχει μαζευτεί πάνω απ’ τα κεφάλια, βρέχει κάθε λίγο το ψιλό ψιλό νεράκι της πάνω στα μαλλιά μας. Ο ένας με ένα κομπιουτεράκι στο χέρι, προσθέτει κάθε μέρα κάτι, στη λίστα αυτών που δεν θα πληρώσει. Ο άλλος ψάχνει μια δουλειά που θα ‘ναι αναξιοπρεπής, αλλά θα πληρώνει στην ώρα της. Εκεί είμαστε. 400 χωρίς ωράριο και ασφάλιση, αλλά κάτι να μπαίνει. 400 χωρίς ασφάλιση, για να ‘μαστε ευτυχισμένοι, εδώ, στη ζωή στην ειδική οικονομική ζώνη.
Μας σκοτώνει μια ιστορία ανάπτυξης, ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα εξυγίανσης, μια τιμωρία γιατί ήπιαμε τέσσερις φραπέδες ενώ μας αναλογούσε ένας. Γιατί πήγαμε ένα ταξίδι στο Παρίσι, ενώ μας αναλογούσε ένα τρόλεϊ μέχρι την Ομόνοια. Η λέξη είναι απελπισία. Τη διάβαζα σήμερα στο μετρό στο «τι ωραίο πλιάτσικο». Η σκηνή με το νοσοκομείο. Δεν συνίσταται η ανάγνωση αυτών των σελίδων, δεν είναι λογοτεχνία αυτή, δεν μπορείς να περνάς το βλέμμα σου πάνω απ’ τις λέξεις.
Αυτή η πυγμή, η άνοστη και θλιβερή πραγματικότητα, σου σφίγγει το κεφάλι, σε πιέζει αφόρητα, να σπάσεις εκεί που βρίσκεσαι, στις σκάλες του σταθμού Άγιος Αντώνιος.
Την ξέρεις τη σκηνή στο νοσοκομείο, δεν είναι σε κάποια φανταστική Αγγλία, σε κάποιο θατσερικό καθεστώς. Την ξέρεις τη σκηνή, την έχεις υποψιαστεί, την έχεις λοξοκοιτάξει και φοβάσαι ότι μπορεί να έρθει να σε συναντήσει μια οποιαδήποτε απ’ τις επόμενες μέρες. Στο Τζάνειο και στον Ευαγγελισμό, περιμένει ο Κόου να κεραστείς απ’ το ίδιο πικρό ποτήρι. Κατεβάζω το βιβλίο, το κλείνω και το ακουμπάω στα γόνατά μου
. Οι δίπλα μου μιλάνε. 3 λεωφορεία και μετά μετρό να πάει να τη δοκιμάσουν κάπου – δεν κατάλαβα – πρώτη μέρα στην ενδεχομένως νέα της δουλειά. «Μιάμιση ώρα η διαδρομή, πολύ όμως» της λέει. «Ε καθόμουν 10 μήνες, τί να κάνω;» του απαντάει.
Μου έχουν πει δύο ιστορίες τον τελευταίο καιρό για μετανάστες που μετά από χρόνια εδώ, κατάφεραν να ξεφύγουν και βρέθηκαν στη Γερμανία. Ο ένας μετά από μήνες σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία, επέστρεψε μόλις βρήκε την ελάχιστη ευκαιρία γιατί δεν άντεχε άλλο εκεί. Ο άλλος έστειλε ένα μήνυμα σε κάποιον εδώ και του έλεγε μερικές ωραίες κουβέντες για το όταν ήταν στην Ελλάδα.
Ο τόπος είναι φασιστότοπος, αλλά ανάμεσα στα πρωτοσέλιδα του Θέματος και τους καινοτόμους επιχειρηματίες τύπου Μανωλάδας και Τζάμπο, πετυχαίνεις που και που μερικούς ανθρώπους. Αυτοί απ’ όποια θέση ήταν, σήκωσαν το χέρι τους για να βοηθήσουν κι όχι για να ξεσκίσουν τον ξένο.
Αναρωτιέμαι αν γι’ αυτούς ακριβώς τους ανθρώπους, κάποτε, θα φυσήξει αυτό το περίφημο αεράκι. Αν θα περπατήσουν σε δρόμους ωραίους και φωτεινούς. Αναρωτιέμαι αν θα βγουν κάποτε οι φυλακισμένοι απ’ τα στρατόπεδα συγκέντρωσης κρατώντας τις ζωές τους στα χέρια. Αν θα συναντηθούν με όσους κάποτε βοήθησαν κάποιον, με όσους άνοιξαν το σπίτι τους ή ριψοκινδύνεψαν την ελευθερία ή το πορτοφόλι τους. Αναρωτιέμαι αν κάποτε κάνοντας ίσως βόλτα σε μια άγνωστη γειτονιά της Αθήνας, πετύχω αυτόν τον ωραίο τύπο, που δουλεύει στο φανάρι κοντά στο σπίτι μου.
Έχουν ασπρίσει τα μαλλιά του, έχει χάσει αρκετά απ’ τα δόντια του και η δουλειά του είναι να κάθεται στο φανάρι και να αντιμετωπίζει τον κάθε μαλάκα που ακούει στο τέρμα αθλητικά/τράγκα/ρέμο και ξεσπάει τη μαγκιά του στο όχι ρε, δεν θέλω σου είπα. Αναρωτιέμαι λοιπόν αν θα κοιτάξω κατά τύχη σε ένα μπαλκόνι σε έναν τυχαίο δεύτερο όροφο και ίσως δω αυτόν και την οικογένειά του ή τους φίλους του, να πίνουν παγωμένες μπύρες και να μη φοβούνται να φωνάξουν και λίγο περισσότερο.
Ν’ ανησυχήσει η γειτονιά, να ξυπνήσει απ’ τα γέλια και τη συζήτηση, να βγει στα μπαλκόνια και να ξαναπέσει μετά ήρεμη για ύπνο. Δεν ήταν τίποτα. Οι γείτονες γλεντάνε.
Το αεράκι στους αγρούς. Θα ‘ρθει το ωραίο κορίτσι και θα μας το φέρει πίσω. Μια μέρα.
Πηγή : http://tovytio.wordpress.com
Βρισκόμαστε σ’ ένα ημικεντρικό δρόμο, απ’ αυτούς που είναι κάπως φαρδιοί, αλλά χωρίς ιδιαίτερη κίνηση, απ’ αυτούς που χρησιμοποιούν όσοι ξέρουν τη γειτονιά και συνήθως πάνε και λίγο πιο γρήγορα. Το μηχανάκι βγήκε απ’ το stop, έκοψε ελάχιστα, ύστερα ακούστηκε ένα ήχος σα γδούπος και τα φρένα του μπροστινού αμαξιού.
Είδα τον άνθρωπο στην αρχή να γέρνει προς το οδόστρωμα, μετά να αποχωρίζεται τη μηχανή και τελικά να γλιστράει για πέντε περίπου μέτρα μέχρι το πεζοδρόμιο. Τα προσωπικά του αντικείμενα σκόρπισαν στο δρόμο. Ένα παπούτσι, τα κλειδιά, ένα τσαντάκι άνοιξε αποκαλύπτοντας ατζέντες, στυλό, κινητό.
Σταμάτησε αρκετός κόσμος. Κάποιος τον σήκωσε, κάποιοι μάζευαν τα πράγματά του. Μια κυρία, με γλυκές σχεδόν κινήσεις, τα τακτοποίησε σ’ ένα πεζούλι.
Έβαλε τα περισσότερα πράγματα μέσα στο τσαντάκι. Ο άνθρωπος είχε μάλλον σοκαριστεί, ήταν σε γενικές γραμμές καλά, αλλά είχε σοκαριστεί. Δεν τον παρατήρησα καλά, είδα μόνο τη μύτη του που μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα είχε αλλάξει χρώμα. Η μύτη του ήταν μωβ με μερικά σκούρα στίγματα.
Ήταν το δεύτερο ατύχημα με μηχανάκι που είδα τον τελευταίο καιρό αλλά το αίσθημα παρέμεινε ίδιο.
Ένα δέος, ένα περίεργος βάρος, μια σχεδόν πικρή γεύση. Ο άνθρωπος που τσουλάει στην άσφαλτο σαν σακί, σαν πράγμα, σαν σακούλα που σου γλίστρησε στα σκαλιά της πολυκατοικίας. Και αυτή η μωβ μύτη μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα. Ο μπροστινός μου δεν έτρεχε, αν δεν υπήρχε θα τον είχα χτυπήσει εγώ.
Το αεράκι στους αγρούς. Υπάρχει κανείς να το φέρει πίσω;
Η λέξη είναι απελπισία. Όσο κι αν την ξορκίζουμε, όσο κι αν την πολεμάμε ή σχεδιάζουμε να την πολεμήσουμε.
Η λέξη απελπισία έχει κολλήσει μέσα στα στόματά μας, έχει μαζευτεί πάνω απ’ τα κεφάλια, βρέχει κάθε λίγο το ψιλό ψιλό νεράκι της πάνω στα μαλλιά μας. Ο ένας με ένα κομπιουτεράκι στο χέρι, προσθέτει κάθε μέρα κάτι, στη λίστα αυτών που δεν θα πληρώσει. Ο άλλος ψάχνει μια δουλειά που θα ‘ναι αναξιοπρεπής, αλλά θα πληρώνει στην ώρα της. Εκεί είμαστε. 400 χωρίς ωράριο και ασφάλιση, αλλά κάτι να μπαίνει. 400 χωρίς ασφάλιση, για να ‘μαστε ευτυχισμένοι, εδώ, στη ζωή στην ειδική οικονομική ζώνη.
Μας σκοτώνει μια ιστορία ανάπτυξης, ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα εξυγίανσης, μια τιμωρία γιατί ήπιαμε τέσσερις φραπέδες ενώ μας αναλογούσε ένας. Γιατί πήγαμε ένα ταξίδι στο Παρίσι, ενώ μας αναλογούσε ένα τρόλεϊ μέχρι την Ομόνοια. Η λέξη είναι απελπισία. Τη διάβαζα σήμερα στο μετρό στο «τι ωραίο πλιάτσικο». Η σκηνή με το νοσοκομείο. Δεν συνίσταται η ανάγνωση αυτών των σελίδων, δεν είναι λογοτεχνία αυτή, δεν μπορείς να περνάς το βλέμμα σου πάνω απ’ τις λέξεις.
Αυτή η πυγμή, η άνοστη και θλιβερή πραγματικότητα, σου σφίγγει το κεφάλι, σε πιέζει αφόρητα, να σπάσεις εκεί που βρίσκεσαι, στις σκάλες του σταθμού Άγιος Αντώνιος.
Την ξέρεις τη σκηνή στο νοσοκομείο, δεν είναι σε κάποια φανταστική Αγγλία, σε κάποιο θατσερικό καθεστώς. Την ξέρεις τη σκηνή, την έχεις υποψιαστεί, την έχεις λοξοκοιτάξει και φοβάσαι ότι μπορεί να έρθει να σε συναντήσει μια οποιαδήποτε απ’ τις επόμενες μέρες. Στο Τζάνειο και στον Ευαγγελισμό, περιμένει ο Κόου να κεραστείς απ’ το ίδιο πικρό ποτήρι. Κατεβάζω το βιβλίο, το κλείνω και το ακουμπάω στα γόνατά μου
. Οι δίπλα μου μιλάνε. 3 λεωφορεία και μετά μετρό να πάει να τη δοκιμάσουν κάπου – δεν κατάλαβα – πρώτη μέρα στην ενδεχομένως νέα της δουλειά. «Μιάμιση ώρα η διαδρομή, πολύ όμως» της λέει. «Ε καθόμουν 10 μήνες, τί να κάνω;» του απαντάει.
Μου έχουν πει δύο ιστορίες τον τελευταίο καιρό για μετανάστες που μετά από χρόνια εδώ, κατάφεραν να ξεφύγουν και βρέθηκαν στη Γερμανία. Ο ένας μετά από μήνες σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία, επέστρεψε μόλις βρήκε την ελάχιστη ευκαιρία γιατί δεν άντεχε άλλο εκεί. Ο άλλος έστειλε ένα μήνυμα σε κάποιον εδώ και του έλεγε μερικές ωραίες κουβέντες για το όταν ήταν στην Ελλάδα.
Ο τόπος είναι φασιστότοπος, αλλά ανάμεσα στα πρωτοσέλιδα του Θέματος και τους καινοτόμους επιχειρηματίες τύπου Μανωλάδας και Τζάμπο, πετυχαίνεις που και που μερικούς ανθρώπους. Αυτοί απ’ όποια θέση ήταν, σήκωσαν το χέρι τους για να βοηθήσουν κι όχι για να ξεσκίσουν τον ξένο.
Αναρωτιέμαι αν γι’ αυτούς ακριβώς τους ανθρώπους, κάποτε, θα φυσήξει αυτό το περίφημο αεράκι. Αν θα περπατήσουν σε δρόμους ωραίους και φωτεινούς. Αναρωτιέμαι αν θα βγουν κάποτε οι φυλακισμένοι απ’ τα στρατόπεδα συγκέντρωσης κρατώντας τις ζωές τους στα χέρια. Αν θα συναντηθούν με όσους κάποτε βοήθησαν κάποιον, με όσους άνοιξαν το σπίτι τους ή ριψοκινδύνεψαν την ελευθερία ή το πορτοφόλι τους. Αναρωτιέμαι αν κάποτε κάνοντας ίσως βόλτα σε μια άγνωστη γειτονιά της Αθήνας, πετύχω αυτόν τον ωραίο τύπο, που δουλεύει στο φανάρι κοντά στο σπίτι μου.
Έχουν ασπρίσει τα μαλλιά του, έχει χάσει αρκετά απ’ τα δόντια του και η δουλειά του είναι να κάθεται στο φανάρι και να αντιμετωπίζει τον κάθε μαλάκα που ακούει στο τέρμα αθλητικά/τράγκα/ρέμο και ξεσπάει τη μαγκιά του στο όχι ρε, δεν θέλω σου είπα. Αναρωτιέμαι λοιπόν αν θα κοιτάξω κατά τύχη σε ένα μπαλκόνι σε έναν τυχαίο δεύτερο όροφο και ίσως δω αυτόν και την οικογένειά του ή τους φίλους του, να πίνουν παγωμένες μπύρες και να μη φοβούνται να φωνάξουν και λίγο περισσότερο.
Ν’ ανησυχήσει η γειτονιά, να ξυπνήσει απ’ τα γέλια και τη συζήτηση, να βγει στα μπαλκόνια και να ξαναπέσει μετά ήρεμη για ύπνο. Δεν ήταν τίποτα. Οι γείτονες γλεντάνε.
Το αεράκι στους αγρούς. Θα ‘ρθει το ωραίο κορίτσι και θα μας το φέρει πίσω. Μια μέρα.
Πηγή : http://tovytio.wordpress.com