Ισχυρό πλήγμα στην ελληνική οικονομία επέφερε η ύφεση που σαρώνει τη
χώρα τα τελευταία έξι χρόνια. Η ιδιωτική κατανάλωση υποχώρησε σε
πρωτοφανή επίπεδα, χιλιάδες επιχειρήσεις αναγκάστηκαν να τερματίσουν τη
λειτουργία τους ενώ η ανεργία, ειδικά στους νέους, εκτινάχθηκε στα ύψη.
Συνολικά, η συρρίκνωση του ΑΕΠ το διάστημα 2009-2013 διαμορφώθηκε
στο 23%, επηρεάζοντας όλο το φάσμα της επιχειρηματικής και εμπορικής
δραστηριότητας. Ωστόσο, ο αντίκτυπος της κρίσης δεν ήταν ο ίδιος σε
όλους τους κλάδους.
Οι περισσότεροι, αδυνατώντας να αντιμετωπίσουν το οικονομικό
«τσουνάμι» που έπληξε τον τόπο, ακολούθησαν πτωτική πορεία, κάποιοι
κατάφεραν στο μέτρο των δυνατοτήτων τους να συγκρατήσουν τη διόγκωση των
ζημιών, ενώ άλλοι όχι μόνο άντεξαν στις δυσκολίες, αλλά μπόρεσαν να
αυξήσουν τα έσοδά τους. Τις συνέπειες και τον βαθμό που επλήγησαν από
την κρίση οι διάφοροι κλάδοι αποτυπώνει μεγάλη έρευνα της ICAP, που
παρουσιάζει η «
ΗΜΕΡΗΣΙΑ».
Πτωτική πορεία ακολούθησαν οι περισσότεροι κλάδοι της ελληνικής
οικονομίας την περίοδο της κρίσης καθώς η πτώση των επενδύσεων και η
μείωση της ζήτησης επηρέασαν τις πωλήσεις σε πολλές κατηγορίες προϊόντων
και υπηρεσιών. Ωστόσο, υπήρξαν και κάποιοι που πήγαν κόντρα στο
«ρεύμα», πετυχαίνοντας να βελτιώσουν τις επιδόσεις τους και να τονώσουν
τα μεγέθη τους.
Σύμφωνα με μεγάλη έρευνα της ICAP σε 87 κλάδους ή κατηγορίες
προϊόντων, οκτώ στους δέκα κλάδους (ήτοι 71 κλάδοι) υπέστησαν απώλειες,
μικρής ή μεγάλης έκτασης, ενώ μόλις δυο στους δέκα εμφάνισαν αύξηση (16
κλάδοι).
Από τους κλάδους που αντεπεξήλθαν στις δυσκολίες τις καλύτερες
επιδόσεις παρουσίασε ο τομέας των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, που
σημείωσε εντυπωσιακή άνοδο ιδιαίτερα την περίοδο 2011/2012, λόγω των
ευνοϊκών όρων του θεσμικού πλαισίου (υψηλές τιμές αποζημίωσης
ενέργειας), ενώ αυξητικά κινήθηκαν και οι κατηγορίες προϊόντων
διατροφής, με σχετικά περιορισμένο όμως ρυθμό αύξησης (κάτω του 5%).
Στους κερδισμένους είναι και τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας
(+7,8%), τα οποία κέρδισαν σημαντικό έδαφος λόγω της φθηνότερης τιμής
τους σε σχέση με τα επώνυμα, τα όσπρια (+4,1%), οι επιτραπέζιες ελιές
(+3,7%) ενώ ανάκαμψη υπήρξε στον τομέα διαλογής-επεξεργασίας καπνού, η
οποία όμως δεν αντιστάθμισε τη δραματική πτώση που υπέστη η παραγωγή
καπνών το διάστημα 2006-2007. Με θετικό πρόσημο έκλεισαν την πενταετία,
και οι κατηγορίες των μπισκότων, των κρουασάν, των ζυμαρικών, των
κρεατοσκευασμάτων, του ρυζιού και του ελαιολάδου, τα οποία ως είδη
πρώτης ανάγκης σπάνια λείπουν από το τραπέζι του ελληνικού νοικοκυριού,
ακόμη και όταν μειώνεται η αγοραστική τους δύναμη.
Από την άλλη πλευρά, από τους 71 κλάδους/υποκλάδους που είχαν
πτωτική εξέλιξη, οι 27 κατέγραψαν διψήφιο ποσοστό μείωσης. Τις
μεγαλύτερες απώλειες από την ύφεση υπέστησαν οι κλάδοι του αυτοκινήτου
(-32%) και των κατασκευών καθώς και κλάδοι που σχετίζονται με την
οικοδομική δραστηριότητα. Κάμψη σημείωσε η παραγωγή προϊόντων τομάτας
λόγω της αλλαγής του καθεστώτος ενισχύσεων στη βιομηχανική τομάτα μετά
το 2010, η οποία είχε ως αποτέλεσμα να υποχωρήσει η καλλιέργειά της
καθώς επίσης και τα τσιγάρα (-18,2%), τα ιατροτεχνολογικά προϊόντα
(-17,4%), τα καταστήματα οπτικών (-15,7%) και οι αλυσίδες ηλεκτρικών και
ηλεκτρονικών συσκευών (-13,4%).
Παρόμοια πορεία ακολούθησαν τα είδη πολυτελείας, η ένδυση και ο
τομέας του εξοπλισμού κατοικιών. Ειδικότερα, οι χαλυβδοσωλήνες
υποχώρησαν κατά 13,3%, τα προϊόντα μαρμάρου (-13,1%), οι αλυσίδες
καταστημάτων ένδυσης, (-13,1%), η στρωματοποιία (-12,4%), τα καταστήματα
κοσμημάτων (-12,4%), τα αλκοολούχα ποτά (-12,4%), τα παιχνίδια (-11,3%)
και τα λιπαντικά (-11,1%).
Οικονομικοί δείκτες και περιθώριο κέρδους
Ενδιαφέροντα συμπεράσματα προκύπτουν και από την ανάλυση των
δεικτών που αφορούν στο περιθώριο μεικτό κέρδους και κερδών EBITDA αλλά
και στην αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων. Ειδικότερα, με βάση τον
δείκτη περιθωρίου μεικτού κέρδους τις καλύτερες επιδόσεις για το 2012
είχαν οι κλάδοι της σταθερής τηλεφωνίας με 71,7%, της ζυθοποιίας με
63,4%, των καλλυντικών (59%), των εστιατορίων (55%) και των εταιρειών
επεξεργασίας καφέ (53,5%) ενώ στο τέλος της κατάταξης βρέθηκαν τα
σπορέλαια-μαργαρίνες, οι φαρμακοποθήκες, και τα υγρά και αέρια καύσιμα.
Σχετικά με τις φαρμακαποθήκες, θα πρέπει να σημειωθεί ότι περιθώριο
μεικτού κέρδους των φαρμάκων δεν διαμορφώνεται ελεύθερα, αλλά είναι
αυστηρά καθορισμένο βάσει νόμων.
- Με βάση το περιθώριο κέρδους EBITDA, οι Ανανεώσιμες Πηγές
Ενέργειας είχαν το υψηλότερο με 53,68% και ακολούθησαν οι ενοικιάσεις
αυτοκινήτων με 43,86%, η κινητή τηλεφωνία με 36,03%, τα ξενοδοχεία α”
κατηγορίας με 24% και η σταθερή τηλεφωνία με 20,62%. Από την άλλη
πλευρά, «ουραγοί» είναι οι κλάδοι της ανάπτυξης ακινήτων- real estate
(-252,8%), των εστιατορίων (-7,9%), των αλυσίδων ηλεκτρικών και
ηλεκτρονικών συσκευών (-3,4%), οι αντιπροσωπείες αυτοκινήτων (-3,3%) και
του ηλεκτρολογικού υλικού (-3,1%).
-Με βάση τον δείκτη αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων οι κλάδοι που
ξεχώρισαν είναι των ελεγκτικών εταιρειών με 48,02%, των αγροτικών
εφοδίων και των λιπασμάτων με 40,17%, των εισαγωγικών εταιρειών καφέ με
35,3%, και των αθλητικών ειδών με 29,29% (στοιχεία 2014). Αντίθετα, στο
τέλος της κατάταξης είναι των ιατροτεχνολογικών προϊόντων (-71,25%), των
αλυσίδων fast food (-80,99%), των εστιατορίων (-81,93%) των
τυποποιημένων κρουασάν (-125,6%) και των ελαστικών και ζαντών
(-127,01%).
Ριζικές αλλαγές στις αγοραστικές συνήθειες
Δραστικές αλλαγές συντελέστηκαν και στις καταναλωτικές συνήθειες
των Ελλήνων. Η δραστική μείωση των εισοδημάτων αλλά και επιβολή υψηλής
φορολογία έκανε τους καταναλωτές εξαιρετικά προσεκτικούς στις δαπάνες
τους και άλλαξε άρδην τα δεδομένα στην αγορά. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα
στοιχεία της έρευνας Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης της Nielsen για το
δεύτερο τρίμηνο του 2014, οι Έλληνες καταναλωτές σε ποσοστό 81% έχουν
αλλάξει τις αγοραστικές τους συνήθειες, έχοντας γίνει περισσότερο
επιφυλακτικοί όσον αφορά στις δαπάνες τους, ποσοστό το οποίο είναι και
το υψηλότερο της Ευρώπης. Μάλιστα, 4 στους 10 δηλώνουν πως θα συνεχίσουν
τις δύο παραπάνω ενέργειες ακόμη και μετά τη βελτίωση των οικονομικών
συνθηκών.
Περαιτέρω, ποσοστό 74% δηλώνουν πως έχουν στραφεί σε φθηνότερα
καταναλωτικά προϊόντα, ενώ επτά στους δέκα έχουν περιορίσει τη
διασκέδαση εκτός του σπιτιού. Στην ερώτηση πού διαθέτουν τα χρήματα, που
τους περισσεύουν, μετά την κάλυψη των βασικών τους αναγκών, το 31% των
Ελλήνων εξακολουθεί να δηλώνει ότι το ξοδεύει για την κάλυψη δανείων,
πιστωτικών καρτών και γενικότερα χρεών, ποσοστό το οποίο έχει αυξηθεί σε
σχέση με το ποσοστό του πρώτου τριμήνου του 2014 κατά 4 ποσοστιαίες
μονάδες. Παρ” όλα αυτά 3 στους 10 εξακολουθούν να δηλώνουν ότι δεν έχουν
καθόλου διαθέσιμο εισόδημα.
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΑΝΕΤΤΑ
Πηγή :