Κατά την επίσκεψή του στη Νότια Αμερική, τον περασμένο Ιούλιο, ο
Κινέζος πρόεδρος, Σι Ζινπίνγκ, υπέγραψε πολλές συμφωνίες. Οι συναλλαγές
μεταξύ των δύο πλευρών, πάντως, παραμένουν ιδιαιτέρως άνισες.
Τρία, δύο, ένα, μηδέν, εκτόξευση. Ένα άσπρο σύννεφο σχηματίζεται στην οθόνη της China Network Television (CNTV) και η συγκίνηση ζωγραφίζεται στο πρόσωπο του προέδρου Έβο Μοράλες. Οι αρθρωτοί βραχίονες της βάσης εκτόξευσης απελευθερώνουν τον πύραυλο Μεγάλη Πορεία 3-Β [1], ο οποίος σε λίγο θα βγει από το βαρυτικό πεδίο της Γης. Είναι 21 Δεκεμβρίου 2013 και ο κινεζικός πύραυλος θέτει σε τροχιά τον πρώτο τηλεπικοινωνιακό δορυφόρο στην ιστορία της Βολιβίας, τον Τούπακ Κατάρι (TKSat-1).
Το γεγονός αυτό, ιστορικό για το κράτος των Άνδεων, αντικατοπτρίζει τη σύσφιγξη των διπλωματικών, οικονομικών και τεχνολογικών δεσμών μεταξύ του ασιατικού γίγαντα και της Λατινικής Αμερικής από τα μέσα της δεκαετίας του 2000. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν παραχωρήσει στην Κίνα τη θέση του μεγαλύτερου εμπορικού εταίρου ορισμένων χωρών της λεγόμενης « πίσω αυλής » τους -μεταξύ τους και η Βραζιλία. Στην Αβάνα, κατά τη δεύτερη σύνοδο κορυφής της Κοινότητας Κρατών της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής (Celac), στις 28 και 29 Ιανουαρίου 2014, οι 33 χώρες-μέλη αποφάσισαν την ίδρυση φόρουμ μόνιμης συνεργασίας με το Πεκίνο. Πρόκειται για σημαντικότατη εξέλιξη σε μια σχέση που, μέχρι τώρα, περιοριζόταν στο επίπεδο των διμερών σχέσεων μεταξύ κρατών. Η δυναμική αυτή, που παρουσιάζεται ως σημάδι χειραφέτησης της περιοχής, υποδηλώνει, άραγε, μια ευρύτερη ανατροπή των παγκόσμιων ισορροπιών ;
Ο αναπροσανατολισμός του διεθνούς εμπορίου προς τη νοτιοανατολική Ασία έχει επηρεάσει και τη Λατινική Αμερική. Αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν ο βασικός εμπορικός εταίρος της, με συναλλαγές περίπου 843 δισεκατομμυρίων δολαρίων (631 δισεκατομμυρίων ευρώ) το 2012, η τράπεζα HSBC δεν διστάζει να προβλέψει ότι η Κίνα θα τους αρπάξει τον τίτλο μέχρι το 2030 [2]. Πράγματι, μεταξύ 2000 και 2013, οι συναλλαγές Κίνας-Λατινικής Αμερικής πέρασαν από τα 10 στα… 257 δισεκατομμύρια δολάρια [3].
Επιδιώκοντας να διατηρήσει το αναπτυξιακό της μοντέλο, η Κίνα θέλει να διασφαλίσει την προμήθεια πρώτων υλών. Από την άποψη αυτή, η Λατινική Αμερική λειτουργεί ως προμηθευτής και, ταυτόχρονα, ως εταίρος. Οι κινεζικές βιομηχανίες αποτελούν ήδη τον κύριο προορισμό των εξαγωγών της Βραζιλίας, του Περού και της Χιλής (τον δεύτερο για την Κολομβία, την Κούβα, την Ουρουγουάη και τη Βενεζουέλα). Δημητριακά, μεταλλεύματα και ορυκτά καύσιμα αποτελούν το 70% του συνόλου των λατινοαμερικανικών εξαγωγών.
Ακολουθώντας τους παλιούς εμπορικούς δρόμους, όπως τότε που τα βρετανικά καράβια μετέφεραν χαλκό, ζάχαρη και μπαχαρικά προς το Λίβερπουλ, πριν επιστρέψουν στη Λατινική Αμερική με τελικά προϊόντα, τα λατινοαμερικανικά φορτηγά πλοία που ταξιδεύουν προς την Κίνα διασταυρώνονται με τα πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων από τα λιμάνια της Σαγκάης ή της Τιανζίν. Αυτά τα πλωτά θηρία, φορτωμένα με μεταποιημένα προϊόντα (91% των κινεζικών εξαγωγών προς τη Λατινική Αμερική), αποτελούν πλέον την κύρια πηγή ανεφοδιασμού της βραζιλιάνικης αγοράς και τη δεύτερη σημαντικότερη πηγή για τις μισές από τις υπόλοιπες χώρες της Λατινικής Αμερικής [4].
« Ένα τεράστιο τσουνάμι πλούτου »
Οι εμπορικοί δρόμοι μπορεί να είναι οι ίδιοι, αλλά έχει συμβεί μια μεταβολή μεγάλης σημασίας. Για πολύ καιρό, αυτού του είδους οι εμπορικές σχέσεις προκαλούσαν ένα πρόβλημα γνωστό με την ονομασία « άνισοι όροι εμπορίου » : η αξία των μη μεταποιημένων προϊόντων σταδιακά μειωνόταν, ενώ η αντίστοιχη αξία των μεταποιημένων αγαθών αυξανόταν, στον βαθμό που ενσωμάτωναν νέες τεχνολογίες παραγωγής. Εάν οι λατινοαμερικανικές εξαγωγές πρώτων υλών έχαναν την αξία τους και η αξία των εισαγωγών αυξανόταν, η ήπειρος θα δυσκολευόταν να εξισορροπήσει το ισοζύγιο πληρωμών της. Κατά τη δεκαετία του 2000, όμως, οι τιμές των πρώτων υλών εκτινάσσονται, ενώ οι τιμές των μεταποιημένων προϊόντων υποχωρούν, στον βαθμό που το εργαστήρι του κόσμου μετακινείται ανατολικά. Με βάση τη λογική, η Λατινική Αμερική θα έπρεπε να είχε ωφεληθεί από την κατάσταση. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Γιατί η εξέλιξη των όρων του εμπορίου προς όφελος της περιοχής ενεργοποιεί μια άλλη, ακόμη παλαιότερη, απειλή.
15ος αιώνας. Η Ισπανική Κορώνα οργανώνει τη λεηλασία του Νέου Κόσμου. Ο χρυσός και τα πολύτιμα μέταλλα που πλημμυρίζουν την ιβηρική χερσόνησο μετατρέπουν τους Ισπανούς εμπόρους σε πλούσιους εισοδηματίες. Ο πλούτος τους, όμως, ωφελεί, πρώτα απ’όλα, τις αναδυόμενες βιομηχανίες της υπόλοιπης Ευρώπης : η παραγωγή αγαθών υποχωρεί στην Ισπανία, επισπεύδοντας την παρακμή της ιβηρικής αυτοκρατορίας. « Η Ισπανία είχε την αγελάδα, το γάλα, όμως, το έπιναν άλλοι », συνοψίζει ο Ουρουγουανός συγγραφέας Εδουάρδο Γκαλεάνο [5].
Τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει και πολύ. Στη Λατινική Αμερική δεν παράγονται και πολλά προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας, ενσωματωμένης στις βιομηχανικές διαδικασίες, ενώ η σχέση της με την Κίνα οξύνει την επιστροφή των οικονομιών της περιοχής στην πρωτογενή παραγωγή : αυξανόμενη εξάρτηση από την παγκόσμια αγορά και τον πρωτογενή τομέα, που δημιουργεί περιορισμένο πλούτο και θέσεις εργασίας. Με δύο λόγια, εάν υποτεθεί ότι η Λατινική Αμερική έχει πλέον την αγελάδα, στην πραγματικότητα δεν γεύεται το γάλα της…
Εξάλλου, η αύξηση της ζήτησης πρώτων υλών οξύνει και ένα άλλο πρόβλημα. « Εάν κοιτάξετε από το παράθυρο », παρατηρούσε πρόσφατα ο Αντρές Βελάσκο, πρώην υπουργός Οικονομικών της Χιλής, « θα δείτε να πλησιάζει ένα τεράστιο τσουνάμι πλούτου. Και το φαινόμενο αυτό, το οποίο μέχρι πριν από λίγο καιρό το θεωρούσαμε θετικό, εγώ το βρίσκω τρομακτικό. Γιατί ; Επειδή το τσουνάμι αυτό θα περιπλέξει την πολιτική κατάσταση(…)και θα κάνει τις μακροοικονομικές ισορροπίες πιο λεπτές [6] ».
Το πρόβλημα που εντοπίζει ο Βελάσκο έχει όνομα : πρόκειται για την « ολλανδική ασθένεια », που συνδέεται με την ανακάλυψη του μεγαλύτερου κοιτάσματος φυσικού αερίου στον κόσμο στην περιοχή του Γκρόνινχεν, στη βόρεια Ολλανδία, στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Οι εξαγωγές φυσικού αερίου εκτινάχθηκαν, πλημμυρίζοντας τη χώρα με συνάλλαγμα και ανατιμώντας το ολλανδικό νόμισμα, το φιορίνι. Τα ολλανδικά προϊόντα έγιναν ακριβότερα στις διεθνείς αγορές, τη στιγμή που το κόστος των εισαγωγών μειωνόταν. Αποτέλεσμα ; Η σχετική ατροφία του βιομηχανικού τομέα.
Η σύγχρονη Λατινική Αμερική βρίσκεται σε παρόμοια κατάσταση. Με την πλημμυρίδα συναλλάγματος (που συνδέεται με τις εξαγωγές, αλλά και με διάφορες επενδύσεις), τα εθνικά νομίσματα των χωρών της περιοχής έχουν ανατιμηθεί σημαντικά κατά τη δεκαετία του 2000. Η αξία του ρεάλ, για παράδειγμα, αυξήθηκε κατά 25% μεταξύ 2010 και 2011, αναγκάζοντας τον Βραζιλιάνο υπουργό Οικονομικών, Γκουίντο Μαντέγα, να κάνει λόγο για « νομισματικό πόλεμο » (που τροφοδοτείται σε αρκετά μεγάλο βαθμό από τους Κινέζους « εταίρους ») [7]. Έτσι, σε επίσκεψή της στο Πεκίνο, τον Απρίλιο του 2011, η πρόεδρος της Βραζιλίας Ντίλμα Ρούσεφ είχε ζητήσει από τους συνομιλητές της να « εξισορροπήσουν » τις εμπορικές συναλλαγές.
Έχουν σημειωθεί, βέβαια, ορισμένες επιτυχίες, όπως η πρόσφατη συμφωνία για μεταφορά τεχνολογίας στην κατασκευή τρένων, με την ευκαιρία της εγκατάστασης κινεζικού εργοστασίου στη Βραζιλία. Κατά τα άλλα, όμως, η Λατινική Αμερική παραμένει πίσω στο παιχνίδι της παραγωγής προστιθέμενης αξίας. Η Κίνα διαθέτει ένα κρίσιμο πλεονέκτημα απέναντι στους εταίρους της : καταφέρνει να αποφεύγει τις καταστάσεις εξάρτησης στον ενεργειακό τομέα. Έτσι, όταν, τον Απρίλιο του 2010, η Αργεντινή επιβάλλει μέτρα αντιντάμπινγκ σε διάφορα κινεζικά εξαγωγικά προϊόντα (υποδήματα, υφάσματα, χάλυβας), το Πεκίνο απαντά διακόπτοντας τις αγορές πετρελαίου από την Αργεντινή, και, μάλιστα, χωρίς να θέσει σε κίνδυνο τον ανεφοδιασμό του. Το Μπουένος Άιρες δεν είχε άλλη επιλογή παρά να κάνει όπισθεν…
Ο ασιατικός γίγαντας χρηματοδοτεί μαζικά τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, χάρη σε άμεσες επενδύσεις που υπολογίζονται γύρω στα 10 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, έναντι 244 δισεκατομμυρίων δολαρίων από τις Ηνωμένες Πολιτείες [8], καθώς και σε δάνεια, κυρίως μέσω της Αναπτυξιακής Τράπεζας της Κίνας (CDB), στο πλαίσιο διακρατικών συμφωνιών συνεργασίας. Με αντάλλαγμα πετρέλαιο, ορυκτά ή σόγια, οι συμφωνίες αυτές, που αφορούν την κατασκευή υποδομών στον αγροτικό τομέα, στον ενεργειακό κλάδο, στην εξόρυξη, στις μεταφορές και στη στέγαση ή επιστημονικά και τεχνικά έργα, έφτασαν τα 102,2 δισεκατομμύρια δολάρια μεταξύ 2005 και 2013 [9]. Το Πεκίνο, άλλωστε, έχει επιτύχει τη συμμετοχή του στη Διαμερικανική Αναπτυξιακή Τράπεζα (BID) και στην Τράπεζα Ανάπτυξης της Καραϊβικής (BDC). Στη ζώνη αυτή, όπου βρίσκονται πέντε από τα είκοσι τρία κράτη που έχουν αναγνωρίσει την Ταϊβάν, οι κινεζικές επενδύσεις έχουν πενταπλασιαστεί μεταξύ 2003 και 2012.
Προς διαφοροποίηση των συμμαχιών
Παρότι άνιση, η εταιρική σχέση με την Κίνα παρουσιάζει πολιτικά πλεονεκτήματα για τους ηγέτες της Λατινικής Αμερικής. Τροφοδοτεί την ανάδυση μιας « νέας μεσαίας τάξης », που προκαλεί τους ύμνους του διεθνούς Τύπου και χαρακτηρίζεται από την εκτίναξη της κατανάλωσης. Όμως, σύμφωνα με τον Βραζιλιάνο οικονομολόγο Μάρσιο Πόκμαν, που βρίσκεται κοντά στο Κόμμα των Εργατών (ΡΤ, κυβερνών κόμμα), η έκφραση περιγράφει, απ’ ό,τι φαίνεται, τους « νέους φτωχούς εργαζόμενους », οι οποίοι ανακαλύπτουν τα σουπερμάρκετ μόνο επειδή έχουν φθηνά προϊόντα από το εξωτερικό [10]. Με την ευκαιρία της συνόδου κορυφής των Brics (Βραζιλία, Ρωσία, Κίνα, Ινδία, Νότια Αφρική), που φιλοξενήθηκε στη Φορταλέζα της Βραζιλίας, από τις 14 έως τις 16 Ιουλίου 2014, ο Κινέζος πρόεδρος, Σι Ζινπίνγκ, πραγματοποίησε το δεύτερο ταξίδι του στη Λατινική Αμερική. Η Κίνα έχει τηρήσει « διακριτική » στάση στα « θερμά » πολιτικά επεισόδια, όπως η σημερινή κρίση στη Βενεζουέλα, το πραξικόπημα στην Ονδούρα το 2009, η απόπειρα πραξικοπήματος στον Ισημερινό το 2010. Ακολουθεί τις πέντε αρχές της άτυπης « συναίνεσης του Πεκίνου », που καθοδηγεί την εξωτερική πολιτική της : σεβασμός της εδαφικής ακεραιότητας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της κάθε χώρας, μη επιθετικότητα, μη ανάμιξη στα εσωτερικά ζητήματα, ισότιμες σχέσεις και αναζήτηση αμοιβαίων πλεονεκτημάτων, ειρηνική συνύπαρξη. Στη Λατινική Αμερική, η αντίθεση σε σχέση με τις μεθόδους της Ουάσινγκτον δεν περνά απαρατήρητη [11]…
Έτσι, οι περισσότερες χώρες της περιοχής, αναζητώντας οικονομική και πολιτική αυτονομία, βασίζονται στην Κίνα : για τις κυβερνήσεις που προέκυψαν από το προοδευτικό κύμα της δεκαετίας του 2000, η νέα αυτή εξάρτηση -που το ζήτημα είναι να μετατραπεί σε αλληλεξάρτηση, σύμφωνα με την ανάλυση του ερευνητή Φρανσίσκο Χ. Βέρδες-Μοντενέγρο [12]- παραμένει προτιμότερη από την προηγούμενη. Η δεύτερη οικονομική δύναμη στον κόσμο ενσαρκώνει την προσδοκία διαφοροποίησης των συμμαχιών. Η σχέση αυτή επιτρέπει, στην προοπτική της οικοδόμησης ενός πολυπολικού κόσμου, τη χαλάρωση της υποταγής στη διεθνή χρηματοπιστωτική αρχιτεκτονική -δηλαδή, κυρίως, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Παγκόσμια Τράπεζα- και στην αμερικανική κηδεμονία.
Πρέπει, λοιπόν, να συμπεράνει κανείς ότι μορφοποιείται ένας « Μεγάλος Νότος », απόδειξη της αποδυνάμωσης του κυρίαρχου οικονομικού συστήματος και της αρπακτικής λογικής του ; Ή, μήπως, αυτό που συμβαίνει είναι μάλλον μια ανακατανομή ρόλων μεταξύ παλαιών και νέων δυνάμεων στη μάχη για την παγκόσμια ηγεμονία ;
Notes
[1] (Σ.τ.Μ.) Προς τιμήν της Μεγάλης Πορείας του Κόκκινου Στρατού της Κίνας, που πραγματοποιήθηκε το 1934-1935, κατά τη διάρκεια του κινεζικού εμφυλίου πολέμου.
[2] Αναφέρεται στο « Chinese enterprises in Latin America », People’s Daily Online, 19 Φεβρουαρίου 2014.
[3] Mark Keller, « China-Latin America trade : An end to the good old days », Latin Business Chronicle, Coral Gables, Φλόριντα, 11 Ιουνίου 2014.
[4] Οικονομική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική (Cepal), Νοέμβριος 2013.
[5] Eduardo Galeano, « Οι ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής », Κουκκίδα, Αθήνα, 2008.
[6] Αναφέρεται από την Chrystia Freeland στο « Unleashing an economic tsunami »,International Herald Tribune, Νεϊγί-σιρ-Σεν, 21 Απριλίου 2011.
[7] Βλ. Laurent L. Jacque, « Guerre des monnaies, mythes et réalités », Le Monde diplomatique, Δεκέμβριος 2010.
[8] Η Λατινική Αμερική προσελκύει το 13% του συνόλου των ξένων άμεσων επενδύσεων (ΞΑΕ) της Κίνας. Από την πλευρά τους, οι ΞΑΕ των χωρών της Λατινικής Αμερικής στην Κίνα (της τάξης των 70 ή 80 εκατομμυρίων δολαρίων) αντιστοιχούσαν, το 2010, σε κάτι λιγότερο από το 0,1% του συνόλου των ξένων επενδύσεων που προσελκύει ο ασιατικός γίγαντας.
[9] « China to finance major projects in Latin America », Reuters, 15 Ιουνίου 2014.
[10] Marcio Pochmann, « Nova Classe média ? O trabalho na base da pirâmide social brasileira », Boitempo Editorial, Σάο Πάουλο, 2012.
[11] Βλ. Maurice Lemoine, « En Amérique latine, l’ère des coups d’Etat en douce », Le Monde diplomatique, Αύγουστος 2014.
[12] « Amigos a la fuerza : las relaciones China-América Latina y el Caribe frente a los riesgos e interdependencias de una geoeconomía en transformación », Instituto Español de Estudios Estratégicos, Μαδρίτη, Μάιος 2014.
(Μεταφραση: Λογοθέτης Χάρης)
Πηγή: Monde Diplomatique
Τρία, δύο, ένα, μηδέν, εκτόξευση. Ένα άσπρο σύννεφο σχηματίζεται στην οθόνη της China Network Television (CNTV) και η συγκίνηση ζωγραφίζεται στο πρόσωπο του προέδρου Έβο Μοράλες. Οι αρθρωτοί βραχίονες της βάσης εκτόξευσης απελευθερώνουν τον πύραυλο Μεγάλη Πορεία 3-Β [1], ο οποίος σε λίγο θα βγει από το βαρυτικό πεδίο της Γης. Είναι 21 Δεκεμβρίου 2013 και ο κινεζικός πύραυλος θέτει σε τροχιά τον πρώτο τηλεπικοινωνιακό δορυφόρο στην ιστορία της Βολιβίας, τον Τούπακ Κατάρι (TKSat-1).
Το γεγονός αυτό, ιστορικό για το κράτος των Άνδεων, αντικατοπτρίζει τη σύσφιγξη των διπλωματικών, οικονομικών και τεχνολογικών δεσμών μεταξύ του ασιατικού γίγαντα και της Λατινικής Αμερικής από τα μέσα της δεκαετίας του 2000. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν παραχωρήσει στην Κίνα τη θέση του μεγαλύτερου εμπορικού εταίρου ορισμένων χωρών της λεγόμενης « πίσω αυλής » τους -μεταξύ τους και η Βραζιλία. Στην Αβάνα, κατά τη δεύτερη σύνοδο κορυφής της Κοινότητας Κρατών της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής (Celac), στις 28 και 29 Ιανουαρίου 2014, οι 33 χώρες-μέλη αποφάσισαν την ίδρυση φόρουμ μόνιμης συνεργασίας με το Πεκίνο. Πρόκειται για σημαντικότατη εξέλιξη σε μια σχέση που, μέχρι τώρα, περιοριζόταν στο επίπεδο των διμερών σχέσεων μεταξύ κρατών. Η δυναμική αυτή, που παρουσιάζεται ως σημάδι χειραφέτησης της περιοχής, υποδηλώνει, άραγε, μια ευρύτερη ανατροπή των παγκόσμιων ισορροπιών ;
Ο αναπροσανατολισμός του διεθνούς εμπορίου προς τη νοτιοανατολική Ασία έχει επηρεάσει και τη Λατινική Αμερική. Αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν ο βασικός εμπορικός εταίρος της, με συναλλαγές περίπου 843 δισεκατομμυρίων δολαρίων (631 δισεκατομμυρίων ευρώ) το 2012, η τράπεζα HSBC δεν διστάζει να προβλέψει ότι η Κίνα θα τους αρπάξει τον τίτλο μέχρι το 2030 [2]. Πράγματι, μεταξύ 2000 και 2013, οι συναλλαγές Κίνας-Λατινικής Αμερικής πέρασαν από τα 10 στα… 257 δισεκατομμύρια δολάρια [3].
Επιδιώκοντας να διατηρήσει το αναπτυξιακό της μοντέλο, η Κίνα θέλει να διασφαλίσει την προμήθεια πρώτων υλών. Από την άποψη αυτή, η Λατινική Αμερική λειτουργεί ως προμηθευτής και, ταυτόχρονα, ως εταίρος. Οι κινεζικές βιομηχανίες αποτελούν ήδη τον κύριο προορισμό των εξαγωγών της Βραζιλίας, του Περού και της Χιλής (τον δεύτερο για την Κολομβία, την Κούβα, την Ουρουγουάη και τη Βενεζουέλα). Δημητριακά, μεταλλεύματα και ορυκτά καύσιμα αποτελούν το 70% του συνόλου των λατινοαμερικανικών εξαγωγών.
Ακολουθώντας τους παλιούς εμπορικούς δρόμους, όπως τότε που τα βρετανικά καράβια μετέφεραν χαλκό, ζάχαρη και μπαχαρικά προς το Λίβερπουλ, πριν επιστρέψουν στη Λατινική Αμερική με τελικά προϊόντα, τα λατινοαμερικανικά φορτηγά πλοία που ταξιδεύουν προς την Κίνα διασταυρώνονται με τα πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων από τα λιμάνια της Σαγκάης ή της Τιανζίν. Αυτά τα πλωτά θηρία, φορτωμένα με μεταποιημένα προϊόντα (91% των κινεζικών εξαγωγών προς τη Λατινική Αμερική), αποτελούν πλέον την κύρια πηγή ανεφοδιασμού της βραζιλιάνικης αγοράς και τη δεύτερη σημαντικότερη πηγή για τις μισές από τις υπόλοιπες χώρες της Λατινικής Αμερικής [4].
« Ένα τεράστιο τσουνάμι πλούτου »
Οι εμπορικοί δρόμοι μπορεί να είναι οι ίδιοι, αλλά έχει συμβεί μια μεταβολή μεγάλης σημασίας. Για πολύ καιρό, αυτού του είδους οι εμπορικές σχέσεις προκαλούσαν ένα πρόβλημα γνωστό με την ονομασία « άνισοι όροι εμπορίου » : η αξία των μη μεταποιημένων προϊόντων σταδιακά μειωνόταν, ενώ η αντίστοιχη αξία των μεταποιημένων αγαθών αυξανόταν, στον βαθμό που ενσωμάτωναν νέες τεχνολογίες παραγωγής. Εάν οι λατινοαμερικανικές εξαγωγές πρώτων υλών έχαναν την αξία τους και η αξία των εισαγωγών αυξανόταν, η ήπειρος θα δυσκολευόταν να εξισορροπήσει το ισοζύγιο πληρωμών της. Κατά τη δεκαετία του 2000, όμως, οι τιμές των πρώτων υλών εκτινάσσονται, ενώ οι τιμές των μεταποιημένων προϊόντων υποχωρούν, στον βαθμό που το εργαστήρι του κόσμου μετακινείται ανατολικά. Με βάση τη λογική, η Λατινική Αμερική θα έπρεπε να είχε ωφεληθεί από την κατάσταση. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Γιατί η εξέλιξη των όρων του εμπορίου προς όφελος της περιοχής ενεργοποιεί μια άλλη, ακόμη παλαιότερη, απειλή.
15ος αιώνας. Η Ισπανική Κορώνα οργανώνει τη λεηλασία του Νέου Κόσμου. Ο χρυσός και τα πολύτιμα μέταλλα που πλημμυρίζουν την ιβηρική χερσόνησο μετατρέπουν τους Ισπανούς εμπόρους σε πλούσιους εισοδηματίες. Ο πλούτος τους, όμως, ωφελεί, πρώτα απ’όλα, τις αναδυόμενες βιομηχανίες της υπόλοιπης Ευρώπης : η παραγωγή αγαθών υποχωρεί στην Ισπανία, επισπεύδοντας την παρακμή της ιβηρικής αυτοκρατορίας. « Η Ισπανία είχε την αγελάδα, το γάλα, όμως, το έπιναν άλλοι », συνοψίζει ο Ουρουγουανός συγγραφέας Εδουάρδο Γκαλεάνο [5].
Τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει και πολύ. Στη Λατινική Αμερική δεν παράγονται και πολλά προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας, ενσωματωμένης στις βιομηχανικές διαδικασίες, ενώ η σχέση της με την Κίνα οξύνει την επιστροφή των οικονομιών της περιοχής στην πρωτογενή παραγωγή : αυξανόμενη εξάρτηση από την παγκόσμια αγορά και τον πρωτογενή τομέα, που δημιουργεί περιορισμένο πλούτο και θέσεις εργασίας. Με δύο λόγια, εάν υποτεθεί ότι η Λατινική Αμερική έχει πλέον την αγελάδα, στην πραγματικότητα δεν γεύεται το γάλα της…
Εξάλλου, η αύξηση της ζήτησης πρώτων υλών οξύνει και ένα άλλο πρόβλημα. « Εάν κοιτάξετε από το παράθυρο », παρατηρούσε πρόσφατα ο Αντρές Βελάσκο, πρώην υπουργός Οικονομικών της Χιλής, « θα δείτε να πλησιάζει ένα τεράστιο τσουνάμι πλούτου. Και το φαινόμενο αυτό, το οποίο μέχρι πριν από λίγο καιρό το θεωρούσαμε θετικό, εγώ το βρίσκω τρομακτικό. Γιατί ; Επειδή το τσουνάμι αυτό θα περιπλέξει την πολιτική κατάσταση(…)και θα κάνει τις μακροοικονομικές ισορροπίες πιο λεπτές [6] ».
Το πρόβλημα που εντοπίζει ο Βελάσκο έχει όνομα : πρόκειται για την « ολλανδική ασθένεια », που συνδέεται με την ανακάλυψη του μεγαλύτερου κοιτάσματος φυσικού αερίου στον κόσμο στην περιοχή του Γκρόνινχεν, στη βόρεια Ολλανδία, στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Οι εξαγωγές φυσικού αερίου εκτινάχθηκαν, πλημμυρίζοντας τη χώρα με συνάλλαγμα και ανατιμώντας το ολλανδικό νόμισμα, το φιορίνι. Τα ολλανδικά προϊόντα έγιναν ακριβότερα στις διεθνείς αγορές, τη στιγμή που το κόστος των εισαγωγών μειωνόταν. Αποτέλεσμα ; Η σχετική ατροφία του βιομηχανικού τομέα.
Η σύγχρονη Λατινική Αμερική βρίσκεται σε παρόμοια κατάσταση. Με την πλημμυρίδα συναλλάγματος (που συνδέεται με τις εξαγωγές, αλλά και με διάφορες επενδύσεις), τα εθνικά νομίσματα των χωρών της περιοχής έχουν ανατιμηθεί σημαντικά κατά τη δεκαετία του 2000. Η αξία του ρεάλ, για παράδειγμα, αυξήθηκε κατά 25% μεταξύ 2010 και 2011, αναγκάζοντας τον Βραζιλιάνο υπουργό Οικονομικών, Γκουίντο Μαντέγα, να κάνει λόγο για « νομισματικό πόλεμο » (που τροφοδοτείται σε αρκετά μεγάλο βαθμό από τους Κινέζους « εταίρους ») [7]. Έτσι, σε επίσκεψή της στο Πεκίνο, τον Απρίλιο του 2011, η πρόεδρος της Βραζιλίας Ντίλμα Ρούσεφ είχε ζητήσει από τους συνομιλητές της να « εξισορροπήσουν » τις εμπορικές συναλλαγές.
Έχουν σημειωθεί, βέβαια, ορισμένες επιτυχίες, όπως η πρόσφατη συμφωνία για μεταφορά τεχνολογίας στην κατασκευή τρένων, με την ευκαιρία της εγκατάστασης κινεζικού εργοστασίου στη Βραζιλία. Κατά τα άλλα, όμως, η Λατινική Αμερική παραμένει πίσω στο παιχνίδι της παραγωγής προστιθέμενης αξίας. Η Κίνα διαθέτει ένα κρίσιμο πλεονέκτημα απέναντι στους εταίρους της : καταφέρνει να αποφεύγει τις καταστάσεις εξάρτησης στον ενεργειακό τομέα. Έτσι, όταν, τον Απρίλιο του 2010, η Αργεντινή επιβάλλει μέτρα αντιντάμπινγκ σε διάφορα κινεζικά εξαγωγικά προϊόντα (υποδήματα, υφάσματα, χάλυβας), το Πεκίνο απαντά διακόπτοντας τις αγορές πετρελαίου από την Αργεντινή, και, μάλιστα, χωρίς να θέσει σε κίνδυνο τον ανεφοδιασμό του. Το Μπουένος Άιρες δεν είχε άλλη επιλογή παρά να κάνει όπισθεν…
Ο ασιατικός γίγαντας χρηματοδοτεί μαζικά τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, χάρη σε άμεσες επενδύσεις που υπολογίζονται γύρω στα 10 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, έναντι 244 δισεκατομμυρίων δολαρίων από τις Ηνωμένες Πολιτείες [8], καθώς και σε δάνεια, κυρίως μέσω της Αναπτυξιακής Τράπεζας της Κίνας (CDB), στο πλαίσιο διακρατικών συμφωνιών συνεργασίας. Με αντάλλαγμα πετρέλαιο, ορυκτά ή σόγια, οι συμφωνίες αυτές, που αφορούν την κατασκευή υποδομών στον αγροτικό τομέα, στον ενεργειακό κλάδο, στην εξόρυξη, στις μεταφορές και στη στέγαση ή επιστημονικά και τεχνικά έργα, έφτασαν τα 102,2 δισεκατομμύρια δολάρια μεταξύ 2005 και 2013 [9]. Το Πεκίνο, άλλωστε, έχει επιτύχει τη συμμετοχή του στη Διαμερικανική Αναπτυξιακή Τράπεζα (BID) και στην Τράπεζα Ανάπτυξης της Καραϊβικής (BDC). Στη ζώνη αυτή, όπου βρίσκονται πέντε από τα είκοσι τρία κράτη που έχουν αναγνωρίσει την Ταϊβάν, οι κινεζικές επενδύσεις έχουν πενταπλασιαστεί μεταξύ 2003 και 2012.
Προς διαφοροποίηση των συμμαχιών
Παρότι άνιση, η εταιρική σχέση με την Κίνα παρουσιάζει πολιτικά πλεονεκτήματα για τους ηγέτες της Λατινικής Αμερικής. Τροφοδοτεί την ανάδυση μιας « νέας μεσαίας τάξης », που προκαλεί τους ύμνους του διεθνούς Τύπου και χαρακτηρίζεται από την εκτίναξη της κατανάλωσης. Όμως, σύμφωνα με τον Βραζιλιάνο οικονομολόγο Μάρσιο Πόκμαν, που βρίσκεται κοντά στο Κόμμα των Εργατών (ΡΤ, κυβερνών κόμμα), η έκφραση περιγράφει, απ’ ό,τι φαίνεται, τους « νέους φτωχούς εργαζόμενους », οι οποίοι ανακαλύπτουν τα σουπερμάρκετ μόνο επειδή έχουν φθηνά προϊόντα από το εξωτερικό [10]. Με την ευκαιρία της συνόδου κορυφής των Brics (Βραζιλία, Ρωσία, Κίνα, Ινδία, Νότια Αφρική), που φιλοξενήθηκε στη Φορταλέζα της Βραζιλίας, από τις 14 έως τις 16 Ιουλίου 2014, ο Κινέζος πρόεδρος, Σι Ζινπίνγκ, πραγματοποίησε το δεύτερο ταξίδι του στη Λατινική Αμερική. Η Κίνα έχει τηρήσει « διακριτική » στάση στα « θερμά » πολιτικά επεισόδια, όπως η σημερινή κρίση στη Βενεζουέλα, το πραξικόπημα στην Ονδούρα το 2009, η απόπειρα πραξικοπήματος στον Ισημερινό το 2010. Ακολουθεί τις πέντε αρχές της άτυπης « συναίνεσης του Πεκίνου », που καθοδηγεί την εξωτερική πολιτική της : σεβασμός της εδαφικής ακεραιότητας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της κάθε χώρας, μη επιθετικότητα, μη ανάμιξη στα εσωτερικά ζητήματα, ισότιμες σχέσεις και αναζήτηση αμοιβαίων πλεονεκτημάτων, ειρηνική συνύπαρξη. Στη Λατινική Αμερική, η αντίθεση σε σχέση με τις μεθόδους της Ουάσινγκτον δεν περνά απαρατήρητη [11]…
Έτσι, οι περισσότερες χώρες της περιοχής, αναζητώντας οικονομική και πολιτική αυτονομία, βασίζονται στην Κίνα : για τις κυβερνήσεις που προέκυψαν από το προοδευτικό κύμα της δεκαετίας του 2000, η νέα αυτή εξάρτηση -που το ζήτημα είναι να μετατραπεί σε αλληλεξάρτηση, σύμφωνα με την ανάλυση του ερευνητή Φρανσίσκο Χ. Βέρδες-Μοντενέγρο [12]- παραμένει προτιμότερη από την προηγούμενη. Η δεύτερη οικονομική δύναμη στον κόσμο ενσαρκώνει την προσδοκία διαφοροποίησης των συμμαχιών. Η σχέση αυτή επιτρέπει, στην προοπτική της οικοδόμησης ενός πολυπολικού κόσμου, τη χαλάρωση της υποταγής στη διεθνή χρηματοπιστωτική αρχιτεκτονική -δηλαδή, κυρίως, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Παγκόσμια Τράπεζα- και στην αμερικανική κηδεμονία.
Πρέπει, λοιπόν, να συμπεράνει κανείς ότι μορφοποιείται ένας « Μεγάλος Νότος », απόδειξη της αποδυνάμωσης του κυρίαρχου οικονομικού συστήματος και της αρπακτικής λογικής του ; Ή, μήπως, αυτό που συμβαίνει είναι μάλλον μια ανακατανομή ρόλων μεταξύ παλαιών και νέων δυνάμεων στη μάχη για την παγκόσμια ηγεμονία ;
Notes
[1] (Σ.τ.Μ.) Προς τιμήν της Μεγάλης Πορείας του Κόκκινου Στρατού της Κίνας, που πραγματοποιήθηκε το 1934-1935, κατά τη διάρκεια του κινεζικού εμφυλίου πολέμου.
[2] Αναφέρεται στο « Chinese enterprises in Latin America », People’s Daily Online, 19 Φεβρουαρίου 2014.
[3] Mark Keller, « China-Latin America trade : An end to the good old days », Latin Business Chronicle, Coral Gables, Φλόριντα, 11 Ιουνίου 2014.
[4] Οικονομική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική (Cepal), Νοέμβριος 2013.
[5] Eduardo Galeano, « Οι ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής », Κουκκίδα, Αθήνα, 2008.
[6] Αναφέρεται από την Chrystia Freeland στο « Unleashing an economic tsunami »,International Herald Tribune, Νεϊγί-σιρ-Σεν, 21 Απριλίου 2011.
[7] Βλ. Laurent L. Jacque, « Guerre des monnaies, mythes et réalités », Le Monde diplomatique, Δεκέμβριος 2010.
[8] Η Λατινική Αμερική προσελκύει το 13% του συνόλου των ξένων άμεσων επενδύσεων (ΞΑΕ) της Κίνας. Από την πλευρά τους, οι ΞΑΕ των χωρών της Λατινικής Αμερικής στην Κίνα (της τάξης των 70 ή 80 εκατομμυρίων δολαρίων) αντιστοιχούσαν, το 2010, σε κάτι λιγότερο από το 0,1% του συνόλου των ξένων επενδύσεων που προσελκύει ο ασιατικός γίγαντας.
[9] « China to finance major projects in Latin America », Reuters, 15 Ιουνίου 2014.
[10] Marcio Pochmann, « Nova Classe média ? O trabalho na base da pirâmide social brasileira », Boitempo Editorial, Σάο Πάουλο, 2012.
[11] Βλ. Maurice Lemoine, « En Amérique latine, l’ère des coups d’Etat en douce », Le Monde diplomatique, Αύγουστος 2014.
[12] « Amigos a la fuerza : las relaciones China-América Latina y el Caribe frente a los riesgos e interdependencias de una geoeconomía en transformación », Instituto Español de Estudios Estratégicos, Μαδρίτη, Μάιος 2014.
(Μεταφραση: Λογοθέτης Χάρης)
Πηγή: Monde Diplomatique
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου