«Το 1930 ήμουν μια σταλιά, μόλις 8 χρονών ναυτάκι στο γκαζολίνο
της φαμίλιας μας. Τότε μας έτυχε μια γερή δουλειά κι έπρεπε να
τραβήξουμε με το "Μιχαήλ Αρχάγγελος" για το Καστελόριζο. Από εκεί ο
πατέρας πήρε άδεια, για εκείνο το μεγάλο ταξίδι στην Λάρνακα και τη
Λεμεσό. Θυμάμαι λοιπόν όταν μας είδαν κάποιοι Κύπριοι και μας φώναζαν
πριν μπούμε στο λιμάνι:
Αυτά είναι τα πλεούμενα που λαλούνε πως παίρνουν και φέρνουν τις ψυχές;
Εκεί πρωτοείδαμε και το όμορφο καραβόσκαλο 220 τόνων, που λίγο νωρίτερα είχαν ρίξει στη θάλασσα τα ξαδέρφια μας, ο Γιαννάκης και ο Μηνάς Λάμπρος, το "Άγιος Νικόλαος".
Φορτώσαμε λοιπόν μάρμαρα, από κάποιον έμπορα που τον έλεγαν Μαντέλα, πήραμε και 2.000 κότες. Είχαμε κάνει τέσσερα αυτοσχέδια κοτέτσια πάνω στην κουβέρτα.
Όμως στο δρόμο για πίσω χάλασε η μηχανή και ο χαλκίτης μάστορας, ο Βασ. Φαναράκης, ιδροκοπούσε μέσα στα κύματα, σκαλαμάτρευε τους τέσσερους κυλίνδρους, πάλευε με ένα κουζινέτο μα η φουρτίνα δεν έλεγε να πέσει και η υπόθεση έμοιαζε σα το χάσιμο του κόσμου. Πλημμύρισε το καΐκι και η μηχανή δεν έλεγε να πάρει μπροστά, χάλασαν τα δυο κοτέτσια, πέσαν κάτω τα τσουβάλια και βγήκαν οι κότες έξω, σεργιανίζαν πέρα δώθε πάνω στα αλμπουρά, γέμισε η θάλασσα με πουλερικά!
Δεν έπεφτε η θάλασσα, δεν εκάμαν αβαρία. Ο μηχανικός επιτέλους εδέησε και απομόνωσε τον έναν κύλινδρο, έτσι φτάσαμε κούτσα-κούτσα, βρεμένοι και πεινασμένοι, στο Καστελόριζο. Μα δεν ξεχνάω τον Μανώλη (ναύτης) που έκαμε μια υπέροχη σούπα με πέντε κότες. Από δαύτες αν πομείναν 500 θα ήταν θαύμα!»
Αφήγηση Γιάννη Λάμπρου (γεννημένος του Αγίου Δημητρίου το 1922. Γιος του Νικόλα Λάμπρου, εγγονός του καπετάν Κωνσταντάκη, τέταρτη γενιά των Λάμπρων, κι αυτός ναυτικός).
Το λιμάνι των Πηγαδίων Καρπάθου, 1950
Την πρώτη και δεύτερη δεκαετία του 1900 λίγα πλοία κρατούν τη γραμμή της Κασοκαρπαθίας, όπως το Σέριφος του Ιγγλέση, το Αρκαδία του Ν. Πανταλέωντα, το Αικατερινή και το Πολικός, του Καβουνίδη και το Αθηνά της Ελληνικής Ατμοπλοίας. Ας μη λησμονήσουμε και τα δυο Κασιώτικα καράβια, το «Κάιρο» των αδελφών Εμίρη, με πλοίαρχο τον Ι . Μανωλακάκη, αλλά και το «Κασσιανή» των δυο αδελφών καπεταναίων Σαμπουνιάρη, που ταξίδευαν από τη Κάσο στην Κάρπαθο μέχρι την Ελλάδα και ακόμη πιο πέρα, έφταναν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Όμως μια διαφορετική συγκοινωνία γινόταν με απίστευτο κόπο και αμέτρητο ιδρώτα, από κάποια μικρά και εντελώς άγνωστα ιστιοφόρα (έπειτα αυτοί οι καπεταναίοι έφτιαξαν γκαζολίνα και συνέχισαν τον αγώνα τους) εξυπηρετώντας τους νησιώτες, τη μεταφορά ζώων και εμπορευμάτων αρκετές φορές αψηφόντας τους κανόνες των κατακτητών.
Οι ναυτικοί των ιστοφόρων ήταν άνθρωποι με λέφτερες ψυχές, γλάροι ελπίδας από κείνους που πρωταγωνιστούν στα μυθιστορήματα, πρόκειται για άγνωστους ήρωες που κάποια στιγμή όλοι τους ζηλέψαμε για το θάρρος ή την άγνοια κινδύνου, που έφερναν τα ταξίδια τους στην απέραντη μάνα θάλασσα και στα πετάγματα τους στην προσπάθεια τους να φτάσουν και να αγγίξουν διαφορετικές στεριές.
Για την Κάρπαθο πρώτος αναφέρεται ο σπουδαίος Καράβιας, έπειτα τα αδέλφια Μηνάς και Φωκάς, οι Γιανναγάδες, ο καπετάν Μανωλάκης Μαστροπαναγιώτης (από το 1876 μέχρι το 1926 όργωνε το Αιγαίο και ήταν εγγονός του σπουδαίου Ροδίτη ναυπηγού Παναγιώτη Αντωνίου ή Μαστοπαναγιώτη), ο Νικ. Πιττάς, αλλά και ο Κουτλάκης με τον «Αηστράτη» του. Υπήρχε ακόμη μια μεγάλη ναυτική οικογένεια, από εκείνες που είχε τη θάλασσα για σπίτι! Αυτοί ήταν οι Λάμπροι, μια φαμίλια που για πολλές δεκαετίες ταξίδευε με τα ακούραστα σκάφη τους σε όλο το Αιγαίο.
Στην εφημερίδα «Δωδεκανησιακή Αυγή» καταγράφονται οι κινήσεις ιστιοφόρων και των επιβατών (ονομαστικά!) από και προς την Κάσο και την Κάρπαθο (1920-1945).
Οι πρώτοι Λάμπροι, Γιάννης και Ηλίας, βρέθηκαν στην Κάρπαθο αρκετά χρόνια νωρίτερα από την επανάσταση του 1821, μύθοι καλύπτουν την ιστορία τους και η περίπτωση τους κουβεντιάζεται συχνά στα καφενεία. Ειπώθηκε πως είχαν για πρώτη πατρίδα τους την Κρήτη, μα κάποιοι πιο έμπειροι διαφώνησαν και έδειξαν προς την Άνδρο, αυτό είπαν πως ήταν το νησί της πρώτη καταγωγή τους.
Όλα φαίνεται να αρχίζουν το 1770, με το ξέσπασμα του Ρωσοτουρκικού Πολέμου. Εκείνη την τετραετία, 1770-1774, η Άνδρος θα περάσει στα χέρια και τη φροντίδα του ρωσικού στόλου. Αμέσως μετά υπογράφηκε η Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) και το νησί θα επιστρέψει κάτω από την τουρκική διοίκηση. Όμως οι όροι της Συνθήκης έδωσαν ναυτικά προνόμια και οι Ανδριώτες τα εκμεταλλεύτηκαν, έτσι εκείνη την εποχή δημιούργησαν έναν μικρό εμπορικό στόλο.
Οι δυο Λάμπροι έφτασαν μωρά με τους γονείς τους ή μήπως γεννήθηκαν στην Κάρπαθο; Δεν υπάρχουν καθαρές απαντήσεις σε αυτές τις απορίες!
Στη μνήμη απομένουν θραύσματα από σκόρπιες και σπασμένες ιστορίες, θρύλοι περασμένων εποχών που στοιχειώνουν το όνομα των θαλασσόλυκων Λάμπρων μέσα στην απεραντοσύνη της θάλασσας. Από μια ηλικιωμένη γυναίκα, την Κουτσοδόντενα, μαθαίνουμε για τα 7 καράβια που είχαν και καπετάνευαν οι προγόνοι των Λάμπρων, η γριά κουνούσε το κεφάλι της με σιγουριά, μα τα είδε με τα μάτια της να σεργιανούν μέσα στο λιμάνι και δεν άφηνε αμφιβολίες!
Η πρώτη παράξενη ιστορία, σύμβολο της ναυτικής οικογένειας, γεννιέται με το δεύτερο γάμο του καπετάν Γιάννη Λάμπρου, λίγα χρόνια μετά από την τραγωδία του ολοκαυτώματος της Κάσου. Φαίνεται πως από αυτόν το γάμο ξεκινά η ευλογία της φαμίλιας στην ναυτική παράδοση.
Ο Γιάννης είχε ήδη κάνει έναν γάμο στο Απέρι, την παλιά πρωτεύουσα της Καρπάθου. Όμως σε μια επιστροφή του από τα πέρατα του κόσμου όλα άλλαξαν! Ενώ περίμενε μωρουδιακά κλάματα, χαρές και γέλια, αφού εκείνες τις μέρες θα γεννούσε η πρώτη του γυναίκα, απότομα ο κόσμος του βάφτηκε στα μαύρα. Το ιστιοφόρο του έστριψε το Βρόντη κι εκείνος πετάχτηκε στην πλώρη και περίμενε να ακούσει 21 τουφεκιές! Αυτό ήταν το σινιάλο! Τόσες είχαν υποσχεθεί φίλοι και συγγενείς, αν η γυναίκα του γεννούσε αρσενικό παιδί! Όμως όσο πλησίαζε στη στεριά δεν άκουγε θόρυβο, ούτε έβλεπε κάποια κίνηση. Βγήκε ανήσυχος με μια μικρή βάρκα και έμαθε για το σκληρό μαντάτο, για τη δυστυχία που τον πλάκωσε. Γυναίκα και παιδί είχαν σβήσει πάνω στη γέννα.
Ο ναυτικός έμεινε μονάχος, μα όχι για πολύ, η μοίρα ύφαινε άλλα σχέδια και θα του έχτιζε μια μεγάλη θαλασσινή φαμίλια!
Λίγα χρόνια αργότερα συγκλόνισε η ιστορία του ολοκαυτώματος της Κάσου (20 Μαϊου - 7 Ιουνίου 1824), άντρες, γυναίκες και μωρά παιδιά βρέθηκαν κυνηγημένα από τους Τούρκους και την αρμάδα του Ναυάρχου Ισμαήλ Γιβραλτάρ. Μεταξύ τους και η μικρούλα Σοφίλλα Μπατή. Η ευκατάστατη η οικογένεια του κοριτσιού, ήταν από το χωριό Πόλη με τη μάνα να είναι κόρη του Κασιώτη εφοπλιστή Καπότα. Όμως οι γονείς της ήταν θύματα της σφαγής. Πάνω στη σφαγή τα τρία αδέλφια της σα να χάθηκαν από προσώπου γης, όμως βρέθηκε μια βαρκούλα που τράβηξε τη μικρούλα Σοφίλα μέσα από τη θάλασσα, αφού την έσωσαν την μετέφεραν στο λιμάνι Φοινίκι, στην Αρκάσας της Καρπάθου. Μάλιστα το βρεμένο κορούλι κρατούσε στην αγκαλιά της και ένα παράξενο εικόνισμα της Παναγίας, τυλιγμένο σε ένα μαντήλι.
Το εικόνισμα της Σοφίλας
Θα ήταν περίπου 10-12 χρονών, όταν ο ηγούμενος της Μονής Βατσών, ο Χατζής, πήρε και έκρυψε το μικρό κορίτσι. Το Μοναστήρι όμως δεν ήταν για γυναίκες και έτσι αναγκάστηκε να τη ντύνει με αντρικά ρούχα και να την απομακρύνει από τα μάτια των ανθρώπων.
Σκοπός του ηγούμενου ήταν να φροντίσει την Κασιωτοπούλα και λίγα χρόνια μετά να την στείλει στο δημογεροντίο Απερείου, από εκεί θα έβρισκε το δρόμο της.
Εν τω μεταξύ τα τρία αδέλφια της κατάφεραν να σωθούν και βρέθηκαν στις Κυκλάδες. Στη Νάξο, την Άνδρο, την Πάρο και την Ίο. Την ίδια περίοδο ο Μηνάς Σακελλάρης και ο Μηνάς Χαρτοφύλακας, οι πιο επιφανείς Κασιώτες, λέγεταθ πως κάμαν σύσκεψη, μάζεψαν τους πρόσφυγες και τους μετέφεραν στην Ερμούπολη της Σύρου. Απαίτησαν την ένωση της Κάσου με την Ελλάδα. Ακούστηκε πως τους πρότειναν μια νέα πατρίδα, την Μακρόνησο ή τον Αχλαδόκαμπο. Μα εκείνοι δεν άφηναν το νησί τους.
Τελικά διάλεξαν να επιστρέψουν στην Κάσο, αν και ήταν ακόμη κάτω από τουρκική κατοχή, όταν γύρισαν πήραν κάποια προνόμια. Επέστρεψαν πολλοί τεχνίτες, χαλκιάες και καραβομαραγκοί, που δούλεψαν στα ναυπηγεία της Κάσου και της Καρπάθου, μαζί τους ακούστηκε ότι έφτασε και κάποιος Μπατής, που έψαχνε ένα κοριτσάκι, το παληκάρι αναζητούσε την αδελφή του!
Όμως η ιστορία ήδη είχε διαλέξει το δρόμο της. Ο καραβοκύρης Γιάννης Λάμπρος βρέθηκε περαστικός από το Μοναστήρι στις Βάτσες, εκεί γνώρισε την μικρή Σοφίλα και έπειτα από παρότρυνση του ηγούμενου στο άψε-σβήσε τη στεφανώθηκε!
Στο νησί λένε ότι στο αίμα των απογόνων του Γιάννη Λάμπρου τρέχει θάλασσα και δεν είναι μόνο ο καπετάνιος πατέρας, αλλά κυρίως η Κασιώτισσα μάνα που έχει πάρει το αλμυρό βάφτισμα βαθιά μέσα στα σπλάχνα της.
Έτσι από τον Γιάννη και τη Σοφίλα ξεκινά η ιστορία μια μακριάς ναυτικής φαμίλιας. Το ζευγάρι έκαμε 10 παιδιά. Πέντε κόρες, από αυτές η Μαρούκλα, η Φωτεινή (παντρεύτηκε τον Δασκαλάκη που ήταν βοσκός) και η Σεβαστούλα (παντρεύτηκε το δικαστή Χατζηπαναγιώτη). Και πέντε γιους, που με τη σειρά ήταν οι: Γιώργης, Νικόλας, Μανώλης, Νέστορας, και το στερνοπούλι ο θαλασσόλυκος Κωνσταντής ή Κωσταντάκης. Από αυτούς σχεδόν όλοι έγιναν ναυτικοί.
Οικογένεια Λάμπρου γύρω από την γιαγιά Κωνσταντάκαινα, έξω από το σπίτι της θείας Βαγγέλας στο ρυάκι, 1947
Ο Νέστορας Λάμπρος παντρεύτηκε τη Μαριγώ του Ποταμιάνου, εκείνη ήταν 13 χρονών, μαζί έκαναν μια κόρη, τη Ζαμπία, όμως εφτά χρόνια αργότερα ο Νέστορας χάθηκε σε ένα ναυάγιο γύρω από τη Κάρπαθο. Τότε, όπως θυμούνται οι παλιοί, ένα ιστιοφόρο του πατέρα του, του Γιάννη Λάμπρου, βάφτηκε στα μαύρα, έγινε σκέτο κατράμι!
Η κόρη του Νέστορα, η Ζαμπία, παντρεύτηκε τον Μενετιάτη Χατζηγεωργίου και έκαναν τρεις κόρες και δυο γιους. Ένας από αυτούς έγινε ναυτικός, μηχανικός, που χάθηκε κάπου ανάμεσα στην Κρήτη και την Κάρπαθο, ακριβώς στα ίδια μέρη με τον παππού του.
Ένας άλλος γιος, ο Νικόλας, παντρεύτηκε στο Όθος τη Ζώη και μαζί έκαναν πέντε αγόρια και τέσσερα κορίτσια. Τους Γιάννη, Μηνά, Γιώργο, Μιχαλάκη, Μανώλη και την Καλλιόπη (έπειτα Λαγωνικού), τη Σοφία (Διακίδη), Ειρήνη (Ζερβού), Μαριγώ (Μαλαξού). Ο Μανώλης έφυγε μετανάστης στην Αμερική, εκεί έκανε λίγο καιρό τον ελαιοχρωματιστή, παντρεύτηκε το 1922 τη Χατζηνούλα.
Kαπετάν Νικόλας Γιάννη Λάμπρου και η σύζυγος του Ζωή, το γένος Μπαρίτου
Οι Μηνάς (1891-1970), Γιάννης, και Μανώλης (γιοi του Νικόλα Λάμπρου)
κληρονόμησαν δυο μικρά καϊκια (60-80 τόνων), το ένα έσπασε σε μια άγρια θαλασσοταραχή στο Τρίστομο, ενώ το δεύτερο που λεγόταν «Ζωή», πουλήθηκε και τα αδέλφια έχτισαν ένα όμορφο και μεγάλο σκαρί 220 τόνων.
Το πετρελαιοκίνητο φορτηγό «Άγιος Νικόλαος», ήταν σπουδαίο πλεούμενο που χτίστηκε το 1928 στο καρνάγιο της Καρπάθου που ήταν στην περιοχή Λυμιάτη, από τον σπουδαίο Κασιώτη καραβομαραγκό Αντώνη Χατζηβασίλη. Όμως οι Ιταλοί, που τότε κρατούσαν το νησί, δεν επέτρεπαν δρομολόγια έξω από τα Δωδεκάνησα, έτσι το σκάφος παρέμενε δεμένο στο λιμάνι, η επιχείρηση δεν έβγαινε και ο Μηνάς που ακόμη το χρωστούσε, ξενιτεύτηκε στον Περαιά στην αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1932, όλη η οικογένεια έφυγε από το νησί για την Αθήνα και το πλοίο δούλεψε πολύ καλά μέχρι που ξέσπασε ο πόλεμος.
Το βράδυ της 6ης προς 7η Απριλίου 1941, στον μεγάλο βομβαρδισμό του Πειραιά, το Άγιος Νικόλαος ήταν φορτωμένο εμπορεύματα μέσα στο λιμάνι και ήταν από τα πλοία που χτυπήθηκαν άσχημα, με αποτέλεσμα μια σοβαρή ζημιά στην κουβέρτα.
Επιτάχτηκε από το Γερμανικό στρατό και επισκευάστηκε, όμως σε μια αποστολή του εντοπίστηκε από ένα Συμμαχικό υποβρύχιο έξω από τα Κύθηρα. Είχε Γερμανό καπετάνιο και λίγους Έλληνες ναυτικούς για πλήρωμα, μετέφερε περίπου 120 Γερμανούς στρατιώτες και πολεμικό υλικό. Το υποβρύχιο χτύπησε και βύθισε το Άγιος Νικόλαος έξω από το Τσιρίγο. Η κόρη του Μηνά δεν ξεχνά την ιστορία, θυμάται ότι ίσα-ίσα είχαν πληρωθεί τα χρέη και το πλοίο της οικογένειας χάθηκε, βυθίστηκε μαζί με όλες τις ελπίδες!
Για τον μικρότερο γιο του Γιάννη Λάμπρου, τον Κωνσταντή (τον Κωνσταντάκη με το όνομα, πιθανόν γιατί ήταν μικρόσωμος) οι ναυτικές ιστορίες περισσεύουν!
Ο καπετάνιος παντρεύτηκε τη Κυραννιά από το Όθος και έκαναν πέντε γιούς και πέντε κόρες. Τους Γιάννη, Νικόλα, Μανώλη, Μιχάλη, Ηλία, Αγγελική, Σοφία, Αρτεμισία, Στασία και τη Βαγγελούλα. Η οικογένεια του Κωσταντάκη Λάμπρου δεν είναι μόνο τα παιδιά, είναι τα καράβια και τα ασταμάτητα ταξίδια του.
Αγία Σωτήρα
Πρώτα χτίζει ένα όμορφο τρικάταρτο ιστιοφόρο, την Αγία Σωτήρα, ένα Μπότη 35 τόνων, που παλεύει με τη θάλασσα από 1916 μέχρι το 1929.
Κατασκευαστής ανέλαβε και πάλι ο Κασιώτης Αντώνης Χατζηβασίλης, αυτός ο ξακουστός μάστορας είχε φτιάξει και την πρώτη κουβερτωμένη βάρκα του Κωσταντάκη, τη "Σοφία". Από κοντά στεκόταν και ο μικρός γιος του καραβομαραγκού, ο Γιαννής.
Ήρθαν έτσι τα πράματα που αυτό το παληκαράκι ολοκλήρωσε την Αγία Σωτήρα στο καρνάγιο της Καρπάθο. Εκείνες τις μέρες ο μάστορας αρρώστησε, έπαθε εγκεφαλικό, τότε λέγαν πως του είχε ήρθε κόλπος, και παρέλυσε το αριστερό του χέρι. Ο εικοσάχρονος γιος του καραβομαραγκού πήρε πάνω του όλη την ευθύνη:
- πατέρα, εγώ θα τελειώσω ετούτο το σκαρί.
Μα ήθελε ακόμη 15 μαστορικά κι άλλα τόσα εργατικά μεροκάματα και σίγουρα δεν φτάναν για να τελειώσει η κατασκεύη του πλοίου. Κι όμως ο πατέρας ξεπέρασε τις αμφιβολίες και στο τέλος δεν έκρυψε τη συγκίνηση και το θαυμασμό του! Όλοι οι εργάτες έλεγαν πως ο νεαρός είχε χάρισμα, ήταν γεννημένος μάστορας. Κι ο πατέρας, καμαρώνοντας τον γιο του, αναγνώρισε πως ήταν ήδη ανώτερός του. Το γλέντι που στήθηκε όταν η «Σωτήρα» έπεσε στο νερό λένε πως δεν είχε προηγούμενο, κασιώτικα και καρπάθικα όργανα δεν σταματούσαν τους γλυκούς τους σκοπούς, ενὠ οι μαντινάδες στόλιζαν ανθρώπους, Θεούς, και όλα τα πλεούμενα που έστεκαν περήφανα στο λιμάνι και όταν ήρθε η ώρα δυο μποτίλιες κρασί έσπασαν πάνω στα ξύλινα, μα ήταν γερά σαν το ατσάλι, πλευρά της «Σωτήρας»!
Το ιστιοφόρο γυρνούσε όλο το Αιγαίο, πότε έφερνε το ταχυδρομείο και μια κουβαλούσε υφάσματα από την Ανατολή ή φόρτωνε αχλάδια, μούσμουλα κι εκείνα τα θεσπέσια καρπάθικα καϊσια, με προορισμό τα παράλια της Μ. Ασίας. Κι όταν έπεφτε στις αναπάντεχα άγριες κακοκαιρίες και έβλεπαν το καράβι να θαλασοπνίγεται, να παλεύει για να βγει μέσα από τα αφρισμένα κύματα, για να μπει στον κόλπο της Καρπάθου, τότε οι κόρες του Κωσταντάκη έπαιρναν παραμάσχαλα την εικόνα της Βαγγελίστρας και έτρεχαν στο λιμάνι, εκεί έκαναν προσευχές θυμιάτιζαν και παρακαλούσαν να γυρίσουν πίσω όλοι ζωντανοί.
Το πιο πάνω απόσπασμα γράφτηκε στην εφ. «Αυγή της Καρπάθου» ιδιοκτησίας του Βωλαδιώτη Κάσσιου το 1937, με αφορμή μια δύσκολη στιγμή μέσα στη θάλασσα.
Δεύτερο σκαρί του καπετάν Κωσταντάκη Λάμπρου ήταν η τρικαντήλα Αγία Ειρήνη. Ένα όμορφο ιστιοφόρο τρεχαντήρι 70 τόνων.
Όπως θυμάται και μας διηγείται ο εγγονός του Κωσταντάκη και γιος του Νικόλα, ο Γιάννης Λάμπρος, σε ένα ταξίδι, με προορισμό τον Πειραιά, μετέφεραν με την "Αγία Ειρήνη" κονιάκ και στα πίσω έβαλαν στα αδειανά βαρέλια πόσιμο νερό.
Η κουμπάνια, το φαγητό για το ταξίδι, ήταν σκέτο ψωμί και νερό, έτσι αφού τακτοποίησαν τις προμήθειες ξεκίνησαν για πίσω. Είχαν και ένα μικρό ντεπόζιτο, μόλις όμως θα τελείωνε τότε θα έπιναν από τα βαρέλια, όμως τους περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη. Ο πάτος των ξύλινων βαρελιών ήταν γεμάτος... κατσαρίδες! Για μεγάλο διάστημα ο γιος του καπετάνου ζεμάτιζε με καυτό νερό όλη τη κουζίνα, μα οι άτιμες δε λέγαν να ψοφήσουν.
Μιχαήλ Αρχάγγελος
Ακολούθησε το Μιχαήλ Αρχάγγελος, ένα γκαζολίνο, περίπου 55 τόνων, 1926-1936. Ήταν ένα εμπορικό σκάφος που ταξίδεψε και δούλεψε σε όλα τα Δωδεκάνησα.
San Giorgio
Έπειτα γεννήθηκε το θρυλικό San Giorgio. Αυτό το σκαρί κατασκευάστηκε το 1933 στον ταρσανά της Ρόδου, στο Μαντράκι, με την επίβλεψη του γιού του Κωσταντάκη, καπετάν Μανώλη Γ. Λάμπρου. Ένα πολύ όμορφο σκαρί που ζήλεψε ο διοικητής Δωδεκανήσου Ντε Βέκκι και το 1938 το αγόρασε και για ένα μικρό διάστημα έγινε η θαλαμηγός του, όμως βγήκε σε δημοπρασία και το σκάφος πουλήθηκε.
Για την αγορά του σκάφους παρουσιάστηκε μία εταιρεία την οποία αποτελούσαν ο Αγαπητός Χατζηνικήτας, η αδελφή του Άννα Χατζηνικήτα-Διάκου και ο Μιχάλης Καβαλιέρος. Η επιτροπή που έκανε τον διαγωνισμό προτίμησε να κατακυρώσει τον πλειστηριασμό στην εταιρεία των τριών. Ένας από τους λόγους που την επηρέασαν σ΄ αυτή της την απόφαση ήταν ότι οι τρεις τους υπήρξαν οι ιδιοκτήτες του σκάφους "La Lupa" και είχαν μεγάλη εμπειρία στις εσωτερικές γραμμές. Έτσι έδωσαν το πλοίο σ΄ αυτούς και μάλιστα επειδή δεν υπήρχαν όλα τα χρήματα δόθηκε δάνειο από την Ιταλική τράπεζα της Ρόδου. Όταν η εταιρεία πήρε το σκάφος έκανε αρκετές μετατροπές ώστε να μεγαλώσει ο χώρος για τα μεταφερόμενα εμπορεύματα, να γίνουν κουκέτες για το πλήρωμα, κι ό,τι άλλο χρειαζόταν ένα καράβι της γραμμής.
Ξεκίνησαν να μεταφέρουν κόσμο και εμπορεύματα μέχρι που ξέσπασε ο πόλεμος. Τότε οι Γερμανοί προχώρησαν στην επίταξη του πλοίου κι έτσι ξεκίνησε να μεταφέρει γερμανικό στρατό και πολεμικό υλικό προς την πολιορκούμενη Κρήτη. Όταν ολοκληρώθηκε η κατάληψη της Κρήτης, οι Γερμανοί ξαναέστειλαν το πλοίο στη Λέρο και αγκυροβόλησε στο Παρθένι, το λιμάνι του νησιού. Δεν τη γλύτωσε, βυθίστηκε σε κάποιους από τους βομβαρδισμούς των Εγγλέζων. Όχι ολόκληρο, έμεινε στην επιφάνεια της θάλασσας ένα τμήμα του και συγκεκριμένα ένα κομμάτι της πρύμνης. Οι κάτοικοι του νησιού ήταν ταλαιπωρημένοι από το κρύο και τις κακουχίες και είχαν ανάγκη από φωτιά και το San Giorgio που ήταν φτιαγμένο από ξύλο βελανιδιάς ήταν μια ελπίδα. Κάθε τόσο πήγαιναν κι έκοβαν ξύλα για τις ανάγκες τους. Όταν τελείωσε ο πόλεμος το πλοίο ανελκύθηκε, αλλά η κατάστασή του ήταν τραγική και έτσι δεν μπόρεσε να σωθεί.
Στιγμιότυπο από την κηδεία του Νικόλα Λάμπρου, δεύτερου γιοy του Κωνσταντάκη, το 1950 στη Ρόδο
Ακολούθησε το άτυχο Cervo, το πετρελαιοκίνητο σκαρί, ιδιοκτησίας του γιου του Κωσταντάκη, του καπετάν Μανώλη Λάμπρου (1900-1955). Cervo σημαίνει στα Ιταλικά «έλαφος» και κατασκευάστηκε την εποχή που οι Ιταλοί απαγόρευαν τα Ελληνικά ονόμα σε μικρά και μεγάλα σκάφη της Δωδεκανήσου! Το γκαζολίνο έσπασε σε μια άγρια θαλασοταραχή μέσα στα Πηγάδια (η κόρη του καπετάνιου Άννα Λάμπρου-Σακελλάκη δίνει μια διαφορετική εκδοχή και μας λέει ότι χτυπήθηκε από συμμαχικό υποβρύχιο μια μέρα πριν από ένα επιταγμένο ταξίδι από τους Γερμανούς). Το πλοίο έγινε οδοντογλυφίδες, όμως ο καπετάν Μανώλης πρόλαβε να σώσει τη μηχανή που τη φόρεσε στο επόμενο πλοίο. Μετά τον πόλεμο ήρθε το Παναγία, είναι το τελευταίο πετρελαιοκίνητο σκάφος του Μανώλη Κ. Λάμπρου (ποσοστό στην ιδιοκτησία είχε και ο γαμπρός του Μανώλη, Χριστοδούλου), που κατασκευάστηκε στη Σύμη το 1949 και έπειτα από απίστευτες περιπέτειες κι αφού πρώτα πέρασε σε άλλα χέρια βούλιαξε το χειμώνα του 1959.
Ο Μανώλης Λάμπρος ήταν άριστος ναυτικός και διπλωματούχος καπετάνιος, φοίτησε στη σχολή που είχε ο δάσκαλος ναυτικής τέχνης και καπετάνιος Παναγιώτης Κουμπής στα Πηγάδια της Καρπάθου.
Το λιμάνι της Καρπάθου σήμερα
Αξίζει μια τελευταία στάση σε μια βάρκα με σημαδιακό όνομα, στη Νέα Ελπίδα. Πρόκειται για τη μεγάλη μαούνα του σημερινού αφηγητή της ιστορίας, του Γιάννη Νικολάου Λάμπρου, εγγονού του θαλασσόλυκου Κωσταντάκη.
Με τα κουπιά και ένα στραβό πανάκι ο εικοσάχρονος Γιάννης γυρνούσε γύρω από την Κάρπαθο, αρκετές φορές κινδύνεψε μεταφέροντας προϊόντα από την Ρόδο μέχρι την Κρήτη.
Μια απίστευτη θαλασσινή περιπέτεια, μέσα στον πόλεμο, το Πάσχα του '43, δεν έχει να ζηλέψει τίποτε από τις πιο σπουδαία ναυτικά μυθιστορήματα. Πρόκειται για μια μεταφορά παράνομων προιόντων, ένα κοντραμπάντο σύμφωνα με τους νόμους των κατακτητών.
Η κουβερτωμένη μαούνα, όπως περιγράφει ο Γιάννης, ξεκίνησε από τα Πηγάδια και ανέβαινε φορτωμένη μένουλα για το Διαφάνι κι από εκεί θα πουλούσαν στη Σητεία την πραμάτεια τους, συνολική απόσταση κοντά στα 90 μίλια.
Εκτός από τον Γιάννη Λάμπρο στο μικρό σκάφος επιβαίνουν ο Νίκος Διαμαντός, ο Ηλίας Λογοθέτης και ο Μιχάλης ο Καλύμνιος. Φόρτωσαν με προσοχή μα ο καιρός έδειχνε μαχαμούρης και διάλεξαν το απάγγειο λιμανάκι του Τριστόμου, μεταξύ Καρπάθου-Σαρίας, για περάσουν το βράδυ τους. Την αυγή ρίχτηκαν στη μάχη με τη θάλασσα, ξεκίνησαν το ταξίδι για τη Σητεία. Για εφόδια είχαν ψωμί, σαλάτα, λάδι και νερό, είχαν και δυο κουπιά καμωμένα από πεύκο, ένα άλμπουρο και μια αντέννα από φρέσκια λεύκη, που δεν ήταν ξερά και με τη πρώτη αλμύρα στράβωσαν και ήταν σχεδόν άχρηστα. Υπήρχε και ένας χάρτης από κάποιο ξεπερασμένο σχολικό βιβλίο!
Έκαμαν βάρδιες στα κουπιά και τραβούσαν για το νησάκι Αρμάθια, απέφυγαν την Αστακία αφού είχε ακουστεί ότι ναυάγησαν Γερμανοί και αν έπεφταν πάνω τους δεν θα την έβγαζαν καθαρή. Το δεύτερο βράδυ στα Αρμάθια ο καιρός έδειχνε να φρεσκάρει, Γιάννης έπρεπε να πάρει μια απόφαση: να κάνει μπροστά, προς το άγνωστο ή να γυρίσει προς τα πίσω. Ανέβηκε στο πιο ψηλό σημείο και αφού είδε αχνά τον Κάβο Σίδερο, την άκρη της Κρήτης, έτρεξε στη Νέα Ελπίδα, έλυσε τους κάβους και καμιά στιγμή δεν κοίταξε προς τα πίσω. Όμως η περιπέτεια δεν είχε τελειωμό κι όταν κάποτε άγγιξαν την Κρήτη τότε κατάλαβαν ότι είχαν ακόμη πολύ δρόμο μέχρι τη Σητεία. Το τρίτο βράδυ και ενώ ο αέρας είχε άλλη γνώμη και τους έσπρωχνε προς τα έξω, βρέθηκε ένα περαστικό καϊκι και ο φιλότιμος καπετάνιος του έδεσε και τράβηξε μέσα στο λιμάνι τη βάρκα και τους ταλαιπωρημένους Καρπάθιους, έτσι τέλειωσε μια θαλασσινή περιπέτεια που ξεκίνησε με οδηγό το αστείρευτο πάθος για πέταγμα μπροστά, τέτοιο που δεν είναι ικανό να το κόψει κανένα κύμα, ούτε θαλασσινό μα ούτε και από εκείνα τα πιο άγρια, που γράφουν οι ανθρώπινοι κανόνες και οι απαγορεύσεις.
Ο Γιάννης Λάμπρος έκλεισε την ιστορία του με μια σκέψη:
«σίγουρα ήταν μια παλαράγρα (η τρέλα στα καρπάθικα), μα είναι αυτό το μίγμα της απίστευτης ανθρώπινης ανάγκης και μιας γλυκιάς άγνοιας, μα αυτά τα δυο σε κάνουν ακόμη και ήρωα»!
Μαρτυρίες
Ευαγγελία Λάμπρου-Αντωνίου
Γιάννης Λάμπρου του Νικολάου
Μιχάλης και Άννα Σακελλάκη, κόρη του Μανώλη Λάμπρου
Μαρία Λογοθέτη, κόρη του Μηνά Λάμπρου, εγγονή του Νικόλας Γ. Λάμπρου
Γιάννης Νικολάου (γνωστός και σαν ληξίαρχος της Κάσου)
Πηγές
Φωτογραφικό αρχείο Ευαγγελίας Λάμπρου-Αντωνίου
Εφημερίδες Δωδεκανησιακή Αυγή και Φωνή της Καρπάθου
www.rodiaki.gr
Πηγή :
Αυτά είναι τα πλεούμενα που λαλούνε πως παίρνουν και φέρνουν τις ψυχές;
Εκεί πρωτοείδαμε και το όμορφο καραβόσκαλο 220 τόνων, που λίγο νωρίτερα είχαν ρίξει στη θάλασσα τα ξαδέρφια μας, ο Γιαννάκης και ο Μηνάς Λάμπρος, το "Άγιος Νικόλαος".
Φορτώσαμε λοιπόν μάρμαρα, από κάποιον έμπορα που τον έλεγαν Μαντέλα, πήραμε και 2.000 κότες. Είχαμε κάνει τέσσερα αυτοσχέδια κοτέτσια πάνω στην κουβέρτα.
Όμως στο δρόμο για πίσω χάλασε η μηχανή και ο χαλκίτης μάστορας, ο Βασ. Φαναράκης, ιδροκοπούσε μέσα στα κύματα, σκαλαμάτρευε τους τέσσερους κυλίνδρους, πάλευε με ένα κουζινέτο μα η φουρτίνα δεν έλεγε να πέσει και η υπόθεση έμοιαζε σα το χάσιμο του κόσμου. Πλημμύρισε το καΐκι και η μηχανή δεν έλεγε να πάρει μπροστά, χάλασαν τα δυο κοτέτσια, πέσαν κάτω τα τσουβάλια και βγήκαν οι κότες έξω, σεργιανίζαν πέρα δώθε πάνω στα αλμπουρά, γέμισε η θάλασσα με πουλερικά!
Δεν έπεφτε η θάλασσα, δεν εκάμαν αβαρία. Ο μηχανικός επιτέλους εδέησε και απομόνωσε τον έναν κύλινδρο, έτσι φτάσαμε κούτσα-κούτσα, βρεμένοι και πεινασμένοι, στο Καστελόριζο. Μα δεν ξεχνάω τον Μανώλη (ναύτης) που έκαμε μια υπέροχη σούπα με πέντε κότες. Από δαύτες αν πομείναν 500 θα ήταν θαύμα!»
Αφήγηση Γιάννη Λάμπρου (γεννημένος του Αγίου Δημητρίου το 1922. Γιος του Νικόλα Λάμπρου, εγγονός του καπετάν Κωνσταντάκη, τέταρτη γενιά των Λάμπρων, κι αυτός ναυτικός).
Το λιμάνι των Πηγαδίων Καρπάθου, 1950
Την πρώτη και δεύτερη δεκαετία του 1900 λίγα πλοία κρατούν τη γραμμή της Κασοκαρπαθίας, όπως το Σέριφος του Ιγγλέση, το Αρκαδία του Ν. Πανταλέωντα, το Αικατερινή και το Πολικός, του Καβουνίδη και το Αθηνά της Ελληνικής Ατμοπλοίας. Ας μη λησμονήσουμε και τα δυο Κασιώτικα καράβια, το «Κάιρο» των αδελφών Εμίρη, με πλοίαρχο τον Ι . Μανωλακάκη, αλλά και το «Κασσιανή» των δυο αδελφών καπεταναίων Σαμπουνιάρη, που ταξίδευαν από τη Κάσο στην Κάρπαθο μέχρι την Ελλάδα και ακόμη πιο πέρα, έφταναν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Όμως μια διαφορετική συγκοινωνία γινόταν με απίστευτο κόπο και αμέτρητο ιδρώτα, από κάποια μικρά και εντελώς άγνωστα ιστιοφόρα (έπειτα αυτοί οι καπεταναίοι έφτιαξαν γκαζολίνα και συνέχισαν τον αγώνα τους) εξυπηρετώντας τους νησιώτες, τη μεταφορά ζώων και εμπορευμάτων αρκετές φορές αψηφόντας τους κανόνες των κατακτητών.
Οι ναυτικοί των ιστοφόρων ήταν άνθρωποι με λέφτερες ψυχές, γλάροι ελπίδας από κείνους που πρωταγωνιστούν στα μυθιστορήματα, πρόκειται για άγνωστους ήρωες που κάποια στιγμή όλοι τους ζηλέψαμε για το θάρρος ή την άγνοια κινδύνου, που έφερναν τα ταξίδια τους στην απέραντη μάνα θάλασσα και στα πετάγματα τους στην προσπάθεια τους να φτάσουν και να αγγίξουν διαφορετικές στεριές.
Για την Κάρπαθο πρώτος αναφέρεται ο σπουδαίος Καράβιας, έπειτα τα αδέλφια Μηνάς και Φωκάς, οι Γιανναγάδες, ο καπετάν Μανωλάκης Μαστροπαναγιώτης (από το 1876 μέχρι το 1926 όργωνε το Αιγαίο και ήταν εγγονός του σπουδαίου Ροδίτη ναυπηγού Παναγιώτη Αντωνίου ή Μαστοπαναγιώτη), ο Νικ. Πιττάς, αλλά και ο Κουτλάκης με τον «Αηστράτη» του. Υπήρχε ακόμη μια μεγάλη ναυτική οικογένεια, από εκείνες που είχε τη θάλασσα για σπίτι! Αυτοί ήταν οι Λάμπροι, μια φαμίλια που για πολλές δεκαετίες ταξίδευε με τα ακούραστα σκάφη τους σε όλο το Αιγαίο.
Στην εφημερίδα «Δωδεκανησιακή Αυγή» καταγράφονται οι κινήσεις ιστιοφόρων και των επιβατών (ονομαστικά!) από και προς την Κάσο και την Κάρπαθο (1920-1945).
Οι πρώτοι Λάμπροι, Γιάννης και Ηλίας, βρέθηκαν στην Κάρπαθο αρκετά χρόνια νωρίτερα από την επανάσταση του 1821, μύθοι καλύπτουν την ιστορία τους και η περίπτωση τους κουβεντιάζεται συχνά στα καφενεία. Ειπώθηκε πως είχαν για πρώτη πατρίδα τους την Κρήτη, μα κάποιοι πιο έμπειροι διαφώνησαν και έδειξαν προς την Άνδρο, αυτό είπαν πως ήταν το νησί της πρώτη καταγωγή τους.
Όλα φαίνεται να αρχίζουν το 1770, με το ξέσπασμα του Ρωσοτουρκικού Πολέμου. Εκείνη την τετραετία, 1770-1774, η Άνδρος θα περάσει στα χέρια και τη φροντίδα του ρωσικού στόλου. Αμέσως μετά υπογράφηκε η Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) και το νησί θα επιστρέψει κάτω από την τουρκική διοίκηση. Όμως οι όροι της Συνθήκης έδωσαν ναυτικά προνόμια και οι Ανδριώτες τα εκμεταλλεύτηκαν, έτσι εκείνη την εποχή δημιούργησαν έναν μικρό εμπορικό στόλο.
Οι δυο Λάμπροι έφτασαν μωρά με τους γονείς τους ή μήπως γεννήθηκαν στην Κάρπαθο; Δεν υπάρχουν καθαρές απαντήσεις σε αυτές τις απορίες!
Στη μνήμη απομένουν θραύσματα από σκόρπιες και σπασμένες ιστορίες, θρύλοι περασμένων εποχών που στοιχειώνουν το όνομα των θαλασσόλυκων Λάμπρων μέσα στην απεραντοσύνη της θάλασσας. Από μια ηλικιωμένη γυναίκα, την Κουτσοδόντενα, μαθαίνουμε για τα 7 καράβια που είχαν και καπετάνευαν οι προγόνοι των Λάμπρων, η γριά κουνούσε το κεφάλι της με σιγουριά, μα τα είδε με τα μάτια της να σεργιανούν μέσα στο λιμάνι και δεν άφηνε αμφιβολίες!
Η πρώτη παράξενη ιστορία, σύμβολο της ναυτικής οικογένειας, γεννιέται με το δεύτερο γάμο του καπετάν Γιάννη Λάμπρου, λίγα χρόνια μετά από την τραγωδία του ολοκαυτώματος της Κάσου. Φαίνεται πως από αυτόν το γάμο ξεκινά η ευλογία της φαμίλιας στην ναυτική παράδοση.
Ο Γιάννης είχε ήδη κάνει έναν γάμο στο Απέρι, την παλιά πρωτεύουσα της Καρπάθου. Όμως σε μια επιστροφή του από τα πέρατα του κόσμου όλα άλλαξαν! Ενώ περίμενε μωρουδιακά κλάματα, χαρές και γέλια, αφού εκείνες τις μέρες θα γεννούσε η πρώτη του γυναίκα, απότομα ο κόσμος του βάφτηκε στα μαύρα. Το ιστιοφόρο του έστριψε το Βρόντη κι εκείνος πετάχτηκε στην πλώρη και περίμενε να ακούσει 21 τουφεκιές! Αυτό ήταν το σινιάλο! Τόσες είχαν υποσχεθεί φίλοι και συγγενείς, αν η γυναίκα του γεννούσε αρσενικό παιδί! Όμως όσο πλησίαζε στη στεριά δεν άκουγε θόρυβο, ούτε έβλεπε κάποια κίνηση. Βγήκε ανήσυχος με μια μικρή βάρκα και έμαθε για το σκληρό μαντάτο, για τη δυστυχία που τον πλάκωσε. Γυναίκα και παιδί είχαν σβήσει πάνω στη γέννα.
Ο ναυτικός έμεινε μονάχος, μα όχι για πολύ, η μοίρα ύφαινε άλλα σχέδια και θα του έχτιζε μια μεγάλη θαλασσινή φαμίλια!
Λίγα χρόνια αργότερα συγκλόνισε η ιστορία του ολοκαυτώματος της Κάσου (20 Μαϊου - 7 Ιουνίου 1824), άντρες, γυναίκες και μωρά παιδιά βρέθηκαν κυνηγημένα από τους Τούρκους και την αρμάδα του Ναυάρχου Ισμαήλ Γιβραλτάρ. Μεταξύ τους και η μικρούλα Σοφίλλα Μπατή. Η ευκατάστατη η οικογένεια του κοριτσιού, ήταν από το χωριό Πόλη με τη μάνα να είναι κόρη του Κασιώτη εφοπλιστή Καπότα. Όμως οι γονείς της ήταν θύματα της σφαγής. Πάνω στη σφαγή τα τρία αδέλφια της σα να χάθηκαν από προσώπου γης, όμως βρέθηκε μια βαρκούλα που τράβηξε τη μικρούλα Σοφίλα μέσα από τη θάλασσα, αφού την έσωσαν την μετέφεραν στο λιμάνι Φοινίκι, στην Αρκάσας της Καρπάθου. Μάλιστα το βρεμένο κορούλι κρατούσε στην αγκαλιά της και ένα παράξενο εικόνισμα της Παναγίας, τυλιγμένο σε ένα μαντήλι.
Το εικόνισμα της Σοφίλας
Θα ήταν περίπου 10-12 χρονών, όταν ο ηγούμενος της Μονής Βατσών, ο Χατζής, πήρε και έκρυψε το μικρό κορίτσι. Το Μοναστήρι όμως δεν ήταν για γυναίκες και έτσι αναγκάστηκε να τη ντύνει με αντρικά ρούχα και να την απομακρύνει από τα μάτια των ανθρώπων.
Σκοπός του ηγούμενου ήταν να φροντίσει την Κασιωτοπούλα και λίγα χρόνια μετά να την στείλει στο δημογεροντίο Απερείου, από εκεί θα έβρισκε το δρόμο της.
Εν τω μεταξύ τα τρία αδέλφια της κατάφεραν να σωθούν και βρέθηκαν στις Κυκλάδες. Στη Νάξο, την Άνδρο, την Πάρο και την Ίο. Την ίδια περίοδο ο Μηνάς Σακελλάρης και ο Μηνάς Χαρτοφύλακας, οι πιο επιφανείς Κασιώτες, λέγεταθ πως κάμαν σύσκεψη, μάζεψαν τους πρόσφυγες και τους μετέφεραν στην Ερμούπολη της Σύρου. Απαίτησαν την ένωση της Κάσου με την Ελλάδα. Ακούστηκε πως τους πρότειναν μια νέα πατρίδα, την Μακρόνησο ή τον Αχλαδόκαμπο. Μα εκείνοι δεν άφηναν το νησί τους.
Τελικά διάλεξαν να επιστρέψουν στην Κάσο, αν και ήταν ακόμη κάτω από τουρκική κατοχή, όταν γύρισαν πήραν κάποια προνόμια. Επέστρεψαν πολλοί τεχνίτες, χαλκιάες και καραβομαραγκοί, που δούλεψαν στα ναυπηγεία της Κάσου και της Καρπάθου, μαζί τους ακούστηκε ότι έφτασε και κάποιος Μπατής, που έψαχνε ένα κοριτσάκι, το παληκάρι αναζητούσε την αδελφή του!
Όμως η ιστορία ήδη είχε διαλέξει το δρόμο της. Ο καραβοκύρης Γιάννης Λάμπρος βρέθηκε περαστικός από το Μοναστήρι στις Βάτσες, εκεί γνώρισε την μικρή Σοφίλα και έπειτα από παρότρυνση του ηγούμενου στο άψε-σβήσε τη στεφανώθηκε!
Στο νησί λένε ότι στο αίμα των απογόνων του Γιάννη Λάμπρου τρέχει θάλασσα και δεν είναι μόνο ο καπετάνιος πατέρας, αλλά κυρίως η Κασιώτισσα μάνα που έχει πάρει το αλμυρό βάφτισμα βαθιά μέσα στα σπλάχνα της.
Έτσι από τον Γιάννη και τη Σοφίλα ξεκινά η ιστορία μια μακριάς ναυτικής φαμίλιας. Το ζευγάρι έκαμε 10 παιδιά. Πέντε κόρες, από αυτές η Μαρούκλα, η Φωτεινή (παντρεύτηκε τον Δασκαλάκη που ήταν βοσκός) και η Σεβαστούλα (παντρεύτηκε το δικαστή Χατζηπαναγιώτη). Και πέντε γιους, που με τη σειρά ήταν οι: Γιώργης, Νικόλας, Μανώλης, Νέστορας, και το στερνοπούλι ο θαλασσόλυκος Κωνσταντής ή Κωσταντάκης. Από αυτούς σχεδόν όλοι έγιναν ναυτικοί.
Οικογένεια Λάμπρου γύρω από την γιαγιά Κωνσταντάκαινα, έξω από το σπίτι της θείας Βαγγέλας στο ρυάκι, 1947
Ο Νέστορας Λάμπρος παντρεύτηκε τη Μαριγώ του Ποταμιάνου, εκείνη ήταν 13 χρονών, μαζί έκαναν μια κόρη, τη Ζαμπία, όμως εφτά χρόνια αργότερα ο Νέστορας χάθηκε σε ένα ναυάγιο γύρω από τη Κάρπαθο. Τότε, όπως θυμούνται οι παλιοί, ένα ιστιοφόρο του πατέρα του, του Γιάννη Λάμπρου, βάφτηκε στα μαύρα, έγινε σκέτο κατράμι!
Η κόρη του Νέστορα, η Ζαμπία, παντρεύτηκε τον Μενετιάτη Χατζηγεωργίου και έκαναν τρεις κόρες και δυο γιους. Ένας από αυτούς έγινε ναυτικός, μηχανικός, που χάθηκε κάπου ανάμεσα στην Κρήτη και την Κάρπαθο, ακριβώς στα ίδια μέρη με τον παππού του.
Ένας άλλος γιος, ο Νικόλας, παντρεύτηκε στο Όθος τη Ζώη και μαζί έκαναν πέντε αγόρια και τέσσερα κορίτσια. Τους Γιάννη, Μηνά, Γιώργο, Μιχαλάκη, Μανώλη και την Καλλιόπη (έπειτα Λαγωνικού), τη Σοφία (Διακίδη), Ειρήνη (Ζερβού), Μαριγώ (Μαλαξού). Ο Μανώλης έφυγε μετανάστης στην Αμερική, εκεί έκανε λίγο καιρό τον ελαιοχρωματιστή, παντρεύτηκε το 1922 τη Χατζηνούλα.
Kαπετάν Νικόλας Γιάννη Λάμπρου και η σύζυγος του Ζωή, το γένος Μπαρίτου
Οι Μηνάς (1891-1970), Γιάννης, και Μανώλης (γιοi του Νικόλα Λάμπρου)
κληρονόμησαν δυο μικρά καϊκια (60-80 τόνων), το ένα έσπασε σε μια άγρια θαλασσοταραχή στο Τρίστομο, ενώ το δεύτερο που λεγόταν «Ζωή», πουλήθηκε και τα αδέλφια έχτισαν ένα όμορφο και μεγάλο σκαρί 220 τόνων.
Το πετρελαιοκίνητο φορτηγό «Άγιος Νικόλαος», ήταν σπουδαίο πλεούμενο που χτίστηκε το 1928 στο καρνάγιο της Καρπάθου που ήταν στην περιοχή Λυμιάτη, από τον σπουδαίο Κασιώτη καραβομαραγκό Αντώνη Χατζηβασίλη. Όμως οι Ιταλοί, που τότε κρατούσαν το νησί, δεν επέτρεπαν δρομολόγια έξω από τα Δωδεκάνησα, έτσι το σκάφος παρέμενε δεμένο στο λιμάνι, η επιχείρηση δεν έβγαινε και ο Μηνάς που ακόμη το χρωστούσε, ξενιτεύτηκε στον Περαιά στην αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1932, όλη η οικογένεια έφυγε από το νησί για την Αθήνα και το πλοίο δούλεψε πολύ καλά μέχρι που ξέσπασε ο πόλεμος.
Το βράδυ της 6ης προς 7η Απριλίου 1941, στον μεγάλο βομβαρδισμό του Πειραιά, το Άγιος Νικόλαος ήταν φορτωμένο εμπορεύματα μέσα στο λιμάνι και ήταν από τα πλοία που χτυπήθηκαν άσχημα, με αποτέλεσμα μια σοβαρή ζημιά στην κουβέρτα.
Επιτάχτηκε από το Γερμανικό στρατό και επισκευάστηκε, όμως σε μια αποστολή του εντοπίστηκε από ένα Συμμαχικό υποβρύχιο έξω από τα Κύθηρα. Είχε Γερμανό καπετάνιο και λίγους Έλληνες ναυτικούς για πλήρωμα, μετέφερε περίπου 120 Γερμανούς στρατιώτες και πολεμικό υλικό. Το υποβρύχιο χτύπησε και βύθισε το Άγιος Νικόλαος έξω από το Τσιρίγο. Η κόρη του Μηνά δεν ξεχνά την ιστορία, θυμάται ότι ίσα-ίσα είχαν πληρωθεί τα χρέη και το πλοίο της οικογένειας χάθηκε, βυθίστηκε μαζί με όλες τις ελπίδες!
Για τον μικρότερο γιο του Γιάννη Λάμπρου, τον Κωνσταντή (τον Κωνσταντάκη με το όνομα, πιθανόν γιατί ήταν μικρόσωμος) οι ναυτικές ιστορίες περισσεύουν!
Ο καπετάνιος παντρεύτηκε τη Κυραννιά από το Όθος και έκαναν πέντε γιούς και πέντε κόρες. Τους Γιάννη, Νικόλα, Μανώλη, Μιχάλη, Ηλία, Αγγελική, Σοφία, Αρτεμισία, Στασία και τη Βαγγελούλα. Η οικογένεια του Κωσταντάκη Λάμπρου δεν είναι μόνο τα παιδιά, είναι τα καράβια και τα ασταμάτητα ταξίδια του.
Αγία Σωτήρα
Πρώτα χτίζει ένα όμορφο τρικάταρτο ιστιοφόρο, την Αγία Σωτήρα, ένα Μπότη 35 τόνων, που παλεύει με τη θάλασσα από 1916 μέχρι το 1929.
Κατασκευαστής ανέλαβε και πάλι ο Κασιώτης Αντώνης Χατζηβασίλης, αυτός ο ξακουστός μάστορας είχε φτιάξει και την πρώτη κουβερτωμένη βάρκα του Κωσταντάκη, τη "Σοφία". Από κοντά στεκόταν και ο μικρός γιος του καραβομαραγκού, ο Γιαννής.
Ήρθαν έτσι τα πράματα που αυτό το παληκαράκι ολοκλήρωσε την Αγία Σωτήρα στο καρνάγιο της Καρπάθο. Εκείνες τις μέρες ο μάστορας αρρώστησε, έπαθε εγκεφαλικό, τότε λέγαν πως του είχε ήρθε κόλπος, και παρέλυσε το αριστερό του χέρι. Ο εικοσάχρονος γιος του καραβομαραγκού πήρε πάνω του όλη την ευθύνη:
- πατέρα, εγώ θα τελειώσω ετούτο το σκαρί.
Μα ήθελε ακόμη 15 μαστορικά κι άλλα τόσα εργατικά μεροκάματα και σίγουρα δεν φτάναν για να τελειώσει η κατασκεύη του πλοίου. Κι όμως ο πατέρας ξεπέρασε τις αμφιβολίες και στο τέλος δεν έκρυψε τη συγκίνηση και το θαυμασμό του! Όλοι οι εργάτες έλεγαν πως ο νεαρός είχε χάρισμα, ήταν γεννημένος μάστορας. Κι ο πατέρας, καμαρώνοντας τον γιο του, αναγνώρισε πως ήταν ήδη ανώτερός του. Το γλέντι που στήθηκε όταν η «Σωτήρα» έπεσε στο νερό λένε πως δεν είχε προηγούμενο, κασιώτικα και καρπάθικα όργανα δεν σταματούσαν τους γλυκούς τους σκοπούς, ενὠ οι μαντινάδες στόλιζαν ανθρώπους, Θεούς, και όλα τα πλεούμενα που έστεκαν περήφανα στο λιμάνι και όταν ήρθε η ώρα δυο μποτίλιες κρασί έσπασαν πάνω στα ξύλινα, μα ήταν γερά σαν το ατσάλι, πλευρά της «Σωτήρας»!
Το ιστιοφόρο γυρνούσε όλο το Αιγαίο, πότε έφερνε το ταχυδρομείο και μια κουβαλούσε υφάσματα από την Ανατολή ή φόρτωνε αχλάδια, μούσμουλα κι εκείνα τα θεσπέσια καρπάθικα καϊσια, με προορισμό τα παράλια της Μ. Ασίας. Κι όταν έπεφτε στις αναπάντεχα άγριες κακοκαιρίες και έβλεπαν το καράβι να θαλασοπνίγεται, να παλεύει για να βγει μέσα από τα αφρισμένα κύματα, για να μπει στον κόλπο της Καρπάθου, τότε οι κόρες του Κωσταντάκη έπαιρναν παραμάσχαλα την εικόνα της Βαγγελίστρας και έτρεχαν στο λιμάνι, εκεί έκαναν προσευχές θυμιάτιζαν και παρακαλούσαν να γυρίσουν πίσω όλοι ζωντανοί.
Το πιο πάνω απόσπασμα γράφτηκε στην εφ. «Αυγή της Καρπάθου» ιδιοκτησίας του Βωλαδιώτη Κάσσιου το 1937, με αφορμή μια δύσκολη στιγμή μέσα στη θάλασσα.
Δεύτερο σκαρί του καπετάν Κωσταντάκη Λάμπρου ήταν η τρικαντήλα Αγία Ειρήνη. Ένα όμορφο ιστιοφόρο τρεχαντήρι 70 τόνων.
Όπως θυμάται και μας διηγείται ο εγγονός του Κωσταντάκη και γιος του Νικόλα, ο Γιάννης Λάμπρος, σε ένα ταξίδι, με προορισμό τον Πειραιά, μετέφεραν με την "Αγία Ειρήνη" κονιάκ και στα πίσω έβαλαν στα αδειανά βαρέλια πόσιμο νερό.
Η κουμπάνια, το φαγητό για το ταξίδι, ήταν σκέτο ψωμί και νερό, έτσι αφού τακτοποίησαν τις προμήθειες ξεκίνησαν για πίσω. Είχαν και ένα μικρό ντεπόζιτο, μόλις όμως θα τελείωνε τότε θα έπιναν από τα βαρέλια, όμως τους περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη. Ο πάτος των ξύλινων βαρελιών ήταν γεμάτος... κατσαρίδες! Για μεγάλο διάστημα ο γιος του καπετάνου ζεμάτιζε με καυτό νερό όλη τη κουζίνα, μα οι άτιμες δε λέγαν να ψοφήσουν.
Μιχαήλ Αρχάγγελος
Ακολούθησε το Μιχαήλ Αρχάγγελος, ένα γκαζολίνο, περίπου 55 τόνων, 1926-1936. Ήταν ένα εμπορικό σκάφος που ταξίδεψε και δούλεψε σε όλα τα Δωδεκάνησα.
San Giorgio
Έπειτα γεννήθηκε το θρυλικό San Giorgio. Αυτό το σκαρί κατασκευάστηκε το 1933 στον ταρσανά της Ρόδου, στο Μαντράκι, με την επίβλεψη του γιού του Κωσταντάκη, καπετάν Μανώλη Γ. Λάμπρου. Ένα πολύ όμορφο σκαρί που ζήλεψε ο διοικητής Δωδεκανήσου Ντε Βέκκι και το 1938 το αγόρασε και για ένα μικρό διάστημα έγινε η θαλαμηγός του, όμως βγήκε σε δημοπρασία και το σκάφος πουλήθηκε.
Για την αγορά του σκάφους παρουσιάστηκε μία εταιρεία την οποία αποτελούσαν ο Αγαπητός Χατζηνικήτας, η αδελφή του Άννα Χατζηνικήτα-Διάκου και ο Μιχάλης Καβαλιέρος. Η επιτροπή που έκανε τον διαγωνισμό προτίμησε να κατακυρώσει τον πλειστηριασμό στην εταιρεία των τριών. Ένας από τους λόγους που την επηρέασαν σ΄ αυτή της την απόφαση ήταν ότι οι τρεις τους υπήρξαν οι ιδιοκτήτες του σκάφους "La Lupa" και είχαν μεγάλη εμπειρία στις εσωτερικές γραμμές. Έτσι έδωσαν το πλοίο σ΄ αυτούς και μάλιστα επειδή δεν υπήρχαν όλα τα χρήματα δόθηκε δάνειο από την Ιταλική τράπεζα της Ρόδου. Όταν η εταιρεία πήρε το σκάφος έκανε αρκετές μετατροπές ώστε να μεγαλώσει ο χώρος για τα μεταφερόμενα εμπορεύματα, να γίνουν κουκέτες για το πλήρωμα, κι ό,τι άλλο χρειαζόταν ένα καράβι της γραμμής.
Ξεκίνησαν να μεταφέρουν κόσμο και εμπορεύματα μέχρι που ξέσπασε ο πόλεμος. Τότε οι Γερμανοί προχώρησαν στην επίταξη του πλοίου κι έτσι ξεκίνησε να μεταφέρει γερμανικό στρατό και πολεμικό υλικό προς την πολιορκούμενη Κρήτη. Όταν ολοκληρώθηκε η κατάληψη της Κρήτης, οι Γερμανοί ξαναέστειλαν το πλοίο στη Λέρο και αγκυροβόλησε στο Παρθένι, το λιμάνι του νησιού. Δεν τη γλύτωσε, βυθίστηκε σε κάποιους από τους βομβαρδισμούς των Εγγλέζων. Όχι ολόκληρο, έμεινε στην επιφάνεια της θάλασσας ένα τμήμα του και συγκεκριμένα ένα κομμάτι της πρύμνης. Οι κάτοικοι του νησιού ήταν ταλαιπωρημένοι από το κρύο και τις κακουχίες και είχαν ανάγκη από φωτιά και το San Giorgio που ήταν φτιαγμένο από ξύλο βελανιδιάς ήταν μια ελπίδα. Κάθε τόσο πήγαιναν κι έκοβαν ξύλα για τις ανάγκες τους. Όταν τελείωσε ο πόλεμος το πλοίο ανελκύθηκε, αλλά η κατάστασή του ήταν τραγική και έτσι δεν μπόρεσε να σωθεί.
Στιγμιότυπο από την κηδεία του Νικόλα Λάμπρου, δεύτερου γιοy του Κωνσταντάκη, το 1950 στη Ρόδο
Ακολούθησε το άτυχο Cervo, το πετρελαιοκίνητο σκαρί, ιδιοκτησίας του γιου του Κωσταντάκη, του καπετάν Μανώλη Λάμπρου (1900-1955). Cervo σημαίνει στα Ιταλικά «έλαφος» και κατασκευάστηκε την εποχή που οι Ιταλοί απαγόρευαν τα Ελληνικά ονόμα σε μικρά και μεγάλα σκάφη της Δωδεκανήσου! Το γκαζολίνο έσπασε σε μια άγρια θαλασοταραχή μέσα στα Πηγάδια (η κόρη του καπετάνιου Άννα Λάμπρου-Σακελλάκη δίνει μια διαφορετική εκδοχή και μας λέει ότι χτυπήθηκε από συμμαχικό υποβρύχιο μια μέρα πριν από ένα επιταγμένο ταξίδι από τους Γερμανούς). Το πλοίο έγινε οδοντογλυφίδες, όμως ο καπετάν Μανώλης πρόλαβε να σώσει τη μηχανή που τη φόρεσε στο επόμενο πλοίο. Μετά τον πόλεμο ήρθε το Παναγία, είναι το τελευταίο πετρελαιοκίνητο σκάφος του Μανώλη Κ. Λάμπρου (ποσοστό στην ιδιοκτησία είχε και ο γαμπρός του Μανώλη, Χριστοδούλου), που κατασκευάστηκε στη Σύμη το 1949 και έπειτα από απίστευτες περιπέτειες κι αφού πρώτα πέρασε σε άλλα χέρια βούλιαξε το χειμώνα του 1959.
Ο Μανώλης Λάμπρος ήταν άριστος ναυτικός και διπλωματούχος καπετάνιος, φοίτησε στη σχολή που είχε ο δάσκαλος ναυτικής τέχνης και καπετάνιος Παναγιώτης Κουμπής στα Πηγάδια της Καρπάθου.
Το λιμάνι της Καρπάθου σήμερα
Αξίζει μια τελευταία στάση σε μια βάρκα με σημαδιακό όνομα, στη Νέα Ελπίδα. Πρόκειται για τη μεγάλη μαούνα του σημερινού αφηγητή της ιστορίας, του Γιάννη Νικολάου Λάμπρου, εγγονού του θαλασσόλυκου Κωσταντάκη.
Με τα κουπιά και ένα στραβό πανάκι ο εικοσάχρονος Γιάννης γυρνούσε γύρω από την Κάρπαθο, αρκετές φορές κινδύνεψε μεταφέροντας προϊόντα από την Ρόδο μέχρι την Κρήτη.
Μια απίστευτη θαλασσινή περιπέτεια, μέσα στον πόλεμο, το Πάσχα του '43, δεν έχει να ζηλέψει τίποτε από τις πιο σπουδαία ναυτικά μυθιστορήματα. Πρόκειται για μια μεταφορά παράνομων προιόντων, ένα κοντραμπάντο σύμφωνα με τους νόμους των κατακτητών.
Η κουβερτωμένη μαούνα, όπως περιγράφει ο Γιάννης, ξεκίνησε από τα Πηγάδια και ανέβαινε φορτωμένη μένουλα για το Διαφάνι κι από εκεί θα πουλούσαν στη Σητεία την πραμάτεια τους, συνολική απόσταση κοντά στα 90 μίλια.
Εκτός από τον Γιάννη Λάμπρο στο μικρό σκάφος επιβαίνουν ο Νίκος Διαμαντός, ο Ηλίας Λογοθέτης και ο Μιχάλης ο Καλύμνιος. Φόρτωσαν με προσοχή μα ο καιρός έδειχνε μαχαμούρης και διάλεξαν το απάγγειο λιμανάκι του Τριστόμου, μεταξύ Καρπάθου-Σαρίας, για περάσουν το βράδυ τους. Την αυγή ρίχτηκαν στη μάχη με τη θάλασσα, ξεκίνησαν το ταξίδι για τη Σητεία. Για εφόδια είχαν ψωμί, σαλάτα, λάδι και νερό, είχαν και δυο κουπιά καμωμένα από πεύκο, ένα άλμπουρο και μια αντέννα από φρέσκια λεύκη, που δεν ήταν ξερά και με τη πρώτη αλμύρα στράβωσαν και ήταν σχεδόν άχρηστα. Υπήρχε και ένας χάρτης από κάποιο ξεπερασμένο σχολικό βιβλίο!
Έκαμαν βάρδιες στα κουπιά και τραβούσαν για το νησάκι Αρμάθια, απέφυγαν την Αστακία αφού είχε ακουστεί ότι ναυάγησαν Γερμανοί και αν έπεφταν πάνω τους δεν θα την έβγαζαν καθαρή. Το δεύτερο βράδυ στα Αρμάθια ο καιρός έδειχνε να φρεσκάρει, Γιάννης έπρεπε να πάρει μια απόφαση: να κάνει μπροστά, προς το άγνωστο ή να γυρίσει προς τα πίσω. Ανέβηκε στο πιο ψηλό σημείο και αφού είδε αχνά τον Κάβο Σίδερο, την άκρη της Κρήτης, έτρεξε στη Νέα Ελπίδα, έλυσε τους κάβους και καμιά στιγμή δεν κοίταξε προς τα πίσω. Όμως η περιπέτεια δεν είχε τελειωμό κι όταν κάποτε άγγιξαν την Κρήτη τότε κατάλαβαν ότι είχαν ακόμη πολύ δρόμο μέχρι τη Σητεία. Το τρίτο βράδυ και ενώ ο αέρας είχε άλλη γνώμη και τους έσπρωχνε προς τα έξω, βρέθηκε ένα περαστικό καϊκι και ο φιλότιμος καπετάνιος του έδεσε και τράβηξε μέσα στο λιμάνι τη βάρκα και τους ταλαιπωρημένους Καρπάθιους, έτσι τέλειωσε μια θαλασσινή περιπέτεια που ξεκίνησε με οδηγό το αστείρευτο πάθος για πέταγμα μπροστά, τέτοιο που δεν είναι ικανό να το κόψει κανένα κύμα, ούτε θαλασσινό μα ούτε και από εκείνα τα πιο άγρια, που γράφουν οι ανθρώπινοι κανόνες και οι απαγορεύσεις.
Ο Γιάννης Λάμπρος έκλεισε την ιστορία του με μια σκέψη:
«σίγουρα ήταν μια παλαράγρα (η τρέλα στα καρπάθικα), μα είναι αυτό το μίγμα της απίστευτης ανθρώπινης ανάγκης και μιας γλυκιάς άγνοιας, μα αυτά τα δυο σε κάνουν ακόμη και ήρωα»!
Μαρτυρίες
Ευαγγελία Λάμπρου-Αντωνίου
Γιάννης Λάμπρου του Νικολάου
Μιχάλης και Άννα Σακελλάκη, κόρη του Μανώλη Λάμπρου
Μαρία Λογοθέτη, κόρη του Μηνά Λάμπρου, εγγονή του Νικόλας Γ. Λάμπρου
Γιάννης Νικολάου (γνωστός και σαν ληξίαρχος της Κάσου)
Πηγές
Φωτογραφικό αρχείο Ευαγγελίας Λάμπρου-Αντωνίου
Εφημερίδες Δωδεκανησιακή Αυγή και Φωνή της Καρπάθου
www.rodiaki.gr
Πηγή :
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου