13 «εκπρόσωποι της χαμένης γενιάς», αυτής που βρίσκεται μετά τα 30 και πριν τα 40, απαντούν στο πιο συνηθισμένο ερώτημα της εποχής μας
Φωτογραφίες: Παναγιώτης Τζάμαρος/ FOSPHOTOSΕχει χαθεί το μέτρημα. Πόσα Eurogroup, πόσα μνημόνια, πόσα τεντωμένα σχοινιά να περπατήσεις, σε πόσα χρόνια η κρίση εξελίσσεται σε κανονικότητα; Είναι κοντά στα δέκα χρόνια από τα πρώτα σημάδια το 2008, έχει αλλάξει μια γενιά και ακόμα υπάρχουν κάποιοι που διαπραγματεύονται κάτι.
Θυμάμαι πως λίγο πριν φέρουμε το ΔΝΤ και αρχίσουν τα νταούλια να χτυπάνε είχα κάνει την εξής ηλίθια σκέψη. Είχα βάλει κάτω τα λεφτά που κέρδιζα εκείνη την εποχή και είχα υπολογίσει πως τα επόμενα τρία χρόνια (τόσα θα κρατούσε το μνημόνιο) θα είχα τόση μείωση αλλά με την ανάλογη πτώση των τιμών αφού η αγορά θα προσαρμοζόταν, η ζωή μου δεν θα άλλαζε και σημαντικά, οπότε προχωράμε. Ήμουνα 25 ετών, έλεγα και καμιά ανοησία να περάσει η ώρα.
Προχωρήσαμε, όμως, τη στιγμή που όλα πηγαίναν κόντρα και για αυτό τα ξένα ειδησεογραφικά μέσα και ο τωρινός πρωθυπουργός της Ελλάδας αποκάλεσε όσους είναι αυτή τη στιγμή λίγο πάνω από τα τριάντα και λίγο κάτω από τα σαράντα ως «χαμένη γενιά». Δεν είναι εύκολο να βάλει κανείς το χέρι του στη φωτιά ότι όντως είναι «χαμένη» αλλά σίγουρα είναι αυτή που επιβιώνει μοναχικά, κατασκευάζοντας συνεχώς παράλληλες πραγματικότητες. Ποιες είναι αυτές; Απευθύνθηκα σε φίλες και φίλους, 13 τον αριθμό, που ανήκουν στην «χαμένη γενιά», παίρνοντας (σε αλφαβητική σειρά ) διαφορετικές απαντήσεις που συνθέτουν όμως το ψηφιδωτό των απόψεων των ανθρώπων που βρίσκονται στην πιο παραγωγική ηλικία τους σε μια χώρα που δεν παράγει και πολλά. Λιλιάνα Αβρούσιν: «Χωρίς πρόνοια θα οδηγηθούμε σε αγριότητες»
Έχουν υπάρξει ιστορικές φάσεις στις οποίες ήταν σχεδόν ρομαντικό, το να θεωρείται κανείς χαμένος ή άσκοπα περιπλανώμενος. Σήμερα το να συμμερίζεσαι τις απόψεις του Άνχελ Γκουρία και όσων αποδίδουν σε οποιαδήποτε γενιά τον χαρακτηρισμό της χαμένης, μπορεί και να λειτουργήσει σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Έχει κάτι το φαουστικό το να καταριέσαι την ελπίδα και τίποτα καλό δεν μπορεί να συμβεί σε εκείνον που τοποθετεί εαυτόν στο οχυρό των ηττημένων. Πιο σημαντικό είναι, μέσα στον προσωπικό του κατήφορο ο καθένας να αναζητά διαρκώς διεξόδους και ευκαιρίες.
Ούτε τους 18ρηδες που αδυνατούν αυτή τη στιγμή να σπουδάσουν σε άλλες πόλεις λόγω οικονομικής δυσχέρειας, θα έπρεπε να θεωρούμε χαμένους, όσο και αν αυτή η αδικία μας ρημάζει μέσα μας. Ας μη ξεχνάμε ότι μεγαλύτερη σημασία και από την παιδεία ενός πληθυσμού, έχει η ηθική του. Σήμερα βλέπουμε γύρω μας φασιστοειδή με τόσες σπουδές, άλλους να κερδοσκοπούν πάνω στην κρίση και μια πλειοψηφία να ατενίζει τη φρικαλεότητα σαν λαγός μπροστά σε προβολείς ομίχλης. Ίσως για την απώλεια της πολιτικής σκέψης σε μια μερίδα της γενιάς μου να ευθύνονται και οι ιδέες της ανέμελης κατανάλωσης, με τις οποίες γαλουχηθήκαμε. Την πολιτική τους ταυτότητα πάντως είναι θέμα χρόνου, οι νεότερες γενιές να την οικοδομήσουν. Μένει να φανεί, το αν θα ερωτευτούν παθιασμένα την ιδέα για κοινωνική δικαιοσύνη και προς ποια κατεύθυνση θα κινηθούν. Η σωστή κατεύθυνση σε αυτή τη ζωή είναι πιο σημαντική και από το σωστό timing.
Αν ως κράτος δεν σκεπτόμασταν και ενεργούσαμε μικροπολιτικά, αλλά εστιάζαμε στο αίτημα της παραγωγικής ανασυγκρότησης, θα μπορούσαμε ενδεχομένως να περπατήσουμε περήφανα προς στο μέλλον με παπούτσια ελβιέλες ή κάποιο άλλο ελληνικό υπόδημα της αρεσκείας μας. Με τέτοια λιτότητα, την ευρωπαϊκή συνταγή τόσων μνημονιακών ετών να μας βγαίνει ξινή και αυτή την περιρρέουσα τοξικότητα στις επενδύσεις, όσο και να το απευχόμαστε, νομοτελειακά τα πράγματα θα οδηγήσουν σε αγριάδες- κοινώς θα έρθει η ώρα που θα χυθεί αίμα. Ανάχωμα απέναντι σε τέτοιες εξελίξεις θα μπορούσαν να αποτελέσουν γενναίες δόσεις από κοινωνικές παροχές και ένα βαρβάτο πρόγραμμα αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης, όμως καλύτερα να μην προσποιηθούμε ότι κάτι τέτοιο δεν θυμίζει πια σενάριο φαντασίας.
Η Λιλιάνα Αβρούσιν είναι δημοσιογράφος.
Γιάγκος Αντίοχος: «Είμαστε «ελίτ των βαλκανίων» ή «ουρά της Ευρώπης;»
Αισθάνομαι στην επταετία της κρίσης όπως ο ήρωας της «Χαμένης Λεωφόρου», Φρεντ Μάντισον, που στην αρχή κάθε χρονιάς ακούω/λέω στο θυροτηλέφωνο, όχι ότι «Ο Ντικ Λορέν είναι νεκρός», αλλά ότι «Η Ελλάδα είναι νεκρή». Νοιώθω σα να είμαστε πρωταγωνιστές σε έναν λιντσεϊκό εφιάλτη σε λούπα, από τον οποίο δεν μπορείς να αποδράσεις. Για να αντιμετωπίσεις την τραγωδία της «ελληνικής κρίσης» πρέπει να τη χωρίσεις σε δύο μέρη. Το πρώτο έχει να κάνει με αυτούς που μας οδήγησαν στην χρεοκοπία, οι οποίοι σήμερα κυκλοφορούν ακόμη ελεύθεροι. Αυτός είναι ο πυρήνας του προβλήματος.
Από την άλλη, έχεις να κάνεις με τη διαχείριση της χρεοκοπίας, μια οικονομική σπαζοκεφαλιά για δυνατούς λύτες: Η Ελλάδα αποτελεί ένα κουφάρι παρασιτικής οικονομίας που χρησιμοποιεί ένα από τα ισχυρότερα νομίσματα στον πλανήτη –που σημειωτέον δεν υποτιμάται- δανειζόμενη ακριβά από τους «σωτήρες» της, οι οποίοι έχοντας τη δική τους ατζέντα επιβάλλουν οικονομίστικα μέτρα τύπου «πονάει πόδι, κόβω πόδι». Μάλιστα, πλέον η εγχώρια πολιτική περιορίζεται στο «μείγμα των μέτρων», μετά την συντριβή της εναλλακτικής οδού του ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι του 2015. Και ρωτώ υπάρχει φως στο έρεβος;
Πιστεύω ότι η έξοδος από το σισύφειο οικονομικό μας μαρτύριο είναι μια και μοναδική. Το πυρηνικό όπλο που λέγεται ειλικρίνεια. Η αποδοχή της ασχήμιας μας στον καθρέφτη. Η αλήθεια της ηθικής, οικονομικής, πολιτισμικής χρεοκοπίας μας, που θα λειτουργήσει εξιλεωτικά και η ταυτόχρονη ακύρωση του ελληνικού μεγαλοϊδεατισμού/ναρκισσισμού που εξακολουθεί να υφίσταται, βλέποντας την χώρα μας σαν κάτι a priori «μικρού και πολύτιμου». Την μοίρα της χώρας μας την καθορίζουμε μόνοι μας. Πρώτα πρέπει να νpιαστούμε εμείς για εμάς και μετά –αν θέλουν κιόλας- οι άλλοι. Χρέος της χαμένης γενιάς των 30-40 είναι να επανακαθορίσουμε την ταυτότητα της χώρας μας. Να αποφασίσουμε αν θέλουμε να είμαστε «ελίτ των βαλκανίων» ή «ουρά της Ευρώπης». Αν θέλουμε να είμαστε μια μικρή ταπεινή χώρα ή πρώτη δημοκρατία στον κόσμο. Αν θέλουμε να παράγουμε ή να παρασιτούμε. Αν θέλουμε να δουλεύουμε ή να είμαστε αφεντικά. Αν μας αρέσει η ασφάλεια ή εάν είμαστε διατεθειμένοι να ρισκάρουμε τα πάντα σε μια γεωπολιτική ζαριά που μπορεί να μας βρει (πολύ) χαμένους. Αν υπάρχει ένα χρέος για τη «χαμένη γενιά μας» είναι να κόψει τον ομφάλιο λώρο με το χρεοκοπημένο παλιό (οικογενειακή πολυκατοικία/ μερσέντα/ εξοχικό/ σκάφος/ μπουζούκι/ αρμάνι), τραβώντας προς το μέλλον χωρίς αποσκευές και μεγάλες προσδοκίες.
Ο Γιάγκος Αντίοχος είναι αρχισυντάκτης στο athinorama.gr.
Μάνος Αυγερίδης: «Αργά ή γρήγορα, “τα Μνημόνια” θα τελειώσουν»
«Ωραία θα ήταν αν κάτι απ’ όλα αυτά έβγαζε νόημα, έτσι γι’ αλλαγή», έλεγε με κάποια απογοήτευση η Αλίκη, χαμένη στη παράξενη και δυστοπική χώρα που έφτιαξε ο Λιούις Κάρολ μονάχα γι’ αυτήν. Ενάμιση αιώνα μετά, αναζητούμε κι εμείς ένα νόημα σε όσα ζούμε στη δική μας χώρα, της δικής μας «δυστοπίας».
Στο ερώτημά σας κάποιοι θα απαντούσαν χωρίς πολλές εισαγωγές: «Έχουμε ακόμα κρίση γιατί δεν έχουν εφαρμοστεί οι μεταρρυθμίσεις», θα έλεγε ο πιστός μιας ορισμένης ορθοδοξίας∙ «δεν είμαστε κανονική χώρα». «Φταίει η Γερμανία», θα έλεγε άλλος. «Η ΕΕ». «Το νόμισμα». «Οι πολιτικοί». «Είναι ο καπιταλισμός, ηλίθιε!». Παρότι ανάμεσα σ’ αυτά (τα οποία σε καμία περίπτωση δεν κρίνω ισόβαθμα) αναγνωρίζω κι εγώ αιτίες της διαιώνισης της παρούσας συνθήκης, αν κάτι έχω χάσει τα τελευταία χρόνια είναι η ικανότητα να απαντάω άμεσα, χωρίς δεύτερες και τρίτες σκέψεις. Χωρίς «ναι μεν αλλά».
Πιστεύω, ωστόσο, ακόμα στις έννοιες της κίνησης και της συμμετοχής, ως αντίδοτο. Αργά ή γρήγορα, «τα Μνημόνια» θα τελειώσουν – μαζί, ελπίζω, με την τελετουργία και τη γλώσσα τους: τη «δημοσιονομική προσαρμογή», τα Γιούρογκρουπ, το «κλείσιμο της αξιολόγησης» ως μέρα της μαρμότας. Οι συνέπειες όμως της βίας τους, οι δομικές κοινωνικές και πολιτισμικές της προεκτάσεις, αποτελούν ένα «μόνιμο» καθεστώς με το οποίο πρέπει να αναμετρηθούμε. Η πίστη στις έννοιες της κίνησης και της συμμετοχής, στη δυνατότητα δηλαδή της κοινωνικής αλλαγής, είναι προϋπόθεση ως προς αυτό. Όχι για να επιστρέψουμε σε ένα εξιδανικευμένο παρελθόν, αλλά για να μπορέσουμε να φανταστούμε ένα διαφορετικό μέλλον.
Ο Μάνος Αυγερίδης είναι ιστορικός.
Χρήστος Δεμέτης: «Μαθαίνουμε τι θα πει αυτοκριτική»
Η «συλλογική ευθύνη» είναι το μεγαλύτερο συγχωροχάρτι για τα κόμματα που μας έφεραν μέχρι εδώ και μια ιστορική γενίκευση, γι’ αυτό και δεν μπόρεσα ποτέ να την αποδεχθώ ως όρο. Ο μικρομεσαίος Έλληνας της προ κρίσης περιόδου, βολεύτηκε, καλόμαθε, έκανε τα στραβά μάτια στο πελατειακό κράτος και τον τάισαν πλαστικό χρήμα και φούσκες. Οι φούσκες έσκασαν και γέννησαν μνημόνια. Έχει ευθύνη, όχι όμως την κύρια. Το ελληνικό πολιτικό κράτος απέτυχε, όπως και η Ευρωπαϊκή πολιτική έχει αποτύχει. Το ευρώ από τη γέννηση του εξυπηρετεί τα κέντρα συμφερόντων ενός συστημικού καπιταλισμού, εμποτισμένου στα γρανάζια της ΕΕ, που με τη σειρά της έχει μαριναριστεί με εργασιακό νεοφιλελευθερισμό. Η Ευρώπη ακολουθεί δύο μέτρα και σταθμά για τα «προσαρμοσμένα» και τα «αντιδραστικά» παιδιά της. Η αλήθεια είναι πως ουδέποτε θα δέχονταν μια κυβέρνηση που έφερε μια αριστερή μαρκίζα, ακόμα κι αν στην ουσία δεν ήταν αριστερή. Και να μην υπήρχε ο ΣΥΡΙΖΑ όμως, θα τον είχαν «δημιουργήσει».
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το μόνο κόμμα που θα μπορούσε να κάμψει τις κοινωνικές αντιδράσεις στη χώρα, όπερ και εγένετο, γι’ αυτό και τον στήριξαν στη μετεξέλιξη του. Η αλήθεια είναι επίσης πως οι κυβερνήσεις μέχρι το ’15 δεν είχαν υλοποιήσει τις δεσμεύσεις τους ως προς την πάταξη της εσωτερικής διαφθοράς, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ της πρώτης φοράς, δεν είχε ενιαίο πλάνο. Και το πλήρωσε. Αισιοδοξώ πως η κρίση δεν θα τελειώσει, αλλά θα «μαλακώσει», γιατί αν δεν γίνει αυτό τώρα, σε τέσσερα πέντε χρόνια δεν θα υπάρχει καν Ευρωζώνη. Με άλλα λόγια το δόγμα «ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε» απασχολεί περισσότερο τώρα τον Γιούνκερ και το υπόλοιπο θεσμικό γκρουπ, παρά τη «μεταρρυθμιζόμενη» Ελλάδα. Από την άλλη, στα εσωτερικά μας ζητήματα, δείχνουμε να μαθαίνουμε σταδιακά τι σημαίνει αυτοκριτική. Και αυτό είναι ένα κέρδος για την επόμενη μέρα.
Δημήτρης Θεοδωρόπουλος: «Πίσω, έχει μόνο μίσος, Πολλάκηδες, Αδώνιδες και κάτι χρεοκοπημένα ταμεία»
Πριν από λίγο καιρό, συζητώντας με έναν φίλο για τον καλύτερο τρόπο να αντέξεις τη ζωή στην Ελλάδα, καταλήξαμε σε μια γενναία ταχυδακτυλουργική απόφαση: Αποφασίσαμε εκείνη τη στιγμή πως η κρίση είχε τελειώσει. Πως δεν θα μιλήσουμε ποτέ ξανά για την κατάσταση με την νοσταλγία που από ανάγκη έγινε μόδα. Δεν θα θυμηθούμε πόσα βγάζαμε το 2008, ούτε πόσα (σπίτια) θα είχαμε πάρει αν «κάναμε καριέρα» στα 90s. Τελειώσαμε την κρίση, πριν μας τελειώσει αυτή. Αποκτήσαμε αυτό που οι Άγγλοι ονομάζουν resilience, μια λέξη που μόνο κατά προσέγγιση μεταφράζεται ως «ελαστικότητα, ως η ανθεκτικότητα. Η ικανότητα να επιστρέψει κανείς από τις δυσκολίες».
Από ψυχολογική άποψη βοήθησε. Από πρακτική, όχι και τόσο. Εξακολουθούμε να ζούμε σε μια χώρα που με την βοήθεια του παραμορφωτικού καθρέφτη των social media, της παραπλανητικής εικόνας της τηλεόρασης και της αφόρητης αλήθειας των αριθμών, βρίσκεται στον 9ο χρόνο της Μεγάλης της Υφεσης. Και η ψυχραιμία της έχει τελειώσει προ πολλού.
Στο ερώτημα γιατί δεν έχουμε βγει ακόμα από την κρίση, υπάρχουν δυο σύνθετες απαντήσεις. Η πρώτη είναι λογιστική. Έχει να κάνει με τον συνδυασμό της καταστροφικής πολιτικής της λιτότητας και της απύθμενης εσωτερικής υποτίμησης με την ξεκάθαρη απροθυμία των πολιτικών όλων των παρατάξεων να παραδεχθούν μια βασική αλήθεια: Ο δανεισμός από τους «εταίρους» είναι βαρύς, αλλά αναπόφευκτος. Τα «μνημόνια» είναι ενοχλητικά, αλλά ένας αναγκαίος μονόδρομος. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με το θυμικό του Έλληνα, έχει οδηγήσει σε ελπίδες και διαψεύσεις, σε «γερμανοτσολιάδες» και «έντιμους συμβιβασμούς» που το μόνο που εξυπηρετούν είναι την αλλαγή των διαχειριστών ενός όλο και πιο φτωχού κράτους.
Και η δεύτερη απάντηση; Δεν έχουμε βγει από την κρίση γιατί δεν έχουμε λεφτά. Και δεν θα βγούμε ποτέ, όσο συνεχίζουμε να στρουθοκαμηλίζουμε, να ονειρευόμαστε μαγικές λύσεις δραχμών και φιλότιμου, όσο αφήνουμε τους αριβίστες της εξουσίας να ξερνάνε διχασμό, για να κερδίζουν χρόνο παραμονής στην Βουλή.
Έχω την υποψία πως ο μόνος τρόπος να βγεις από την κρίση, είναι ο τρικ της αρχής. Να προσποιηθείς πως ιδιωτεύεις. Να προσπαθήσεις να μην κοιτάξεις πίσω, να μην αγανακτήσεις, αλλά να δημιουργήσεις. Να στηρίξεις όσους αδύναμους μπορείς και να κοιτάξεις μπροστά. Γιατί πίσω, έχει μόνο μίσος, Πολλάκηδες, Αδώνιδες και κάτι χρεοκοπημένα ταμεία. Η κρίση μόλις τελείωσε.
Ο Δημήτρης Θεοδωρόπουλος είναι Managing Director στην ελληνική έκδοση του Vice.
Στέργια Κάββαλου: «Χρειάζεται ένας λαός που θα σέβεται τον εαυτό του»
Το μαθαίναμε στο σχολείο, το λέει το ρεπορτάζ περιπτώσεων επαγγελματικής ευδαιμονίας. Η κρίση είναι ευκαιρία. Καθόλου ευκαιρία δεν ηχεί στα αυτιά μου. Η κρίση είναι καθεστώς. Όταν ξεκίνησε, ξεκίνησα. Περπατάμε παράλληλα μα συναντιόμαστε κάθε μέρα. Οι προφανείς αποτυχίες των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων δεν αρκούν για να αιτιολογήσουν την ανέχεια και την κατάθλιψη «ενός ολόκληρου λαού». Αυτός και η πηγή της ανισορροπίας.
Ένας ολόκληρος λαός που τα θέλει όλα εδώ και τώρα, που υπνοβατεί σε υπεροχή περασμένων μεγαλείων, που ψηλώνει κάθε που νομίζει ότι σπάει τις νόρμες, που κλισέ but true, έχει κολλήσει μεταξύ Δύσης- Ανατολής αποτελώντας ένα φασαριόζικο και έξω καρδιά υβρίδιο φιλότιμου και κουτοπονηριάς. Ο λαός που μπερδεύει το σεβασμό με την καταπίεση δεν έχει να πάει μακριά. Θα μπουρδουκλώνεται συνεχώς στα πόδια του, θα σηκώνει την παντιέρα του αδικημένου όλο και πιο ψηλά, θα απλώνει το χέρι σαν έφηβος που απαιτεί μεγαλύτερο χαρτζιλίκι και θα απορεί για την περιφρόνηση και τη χλεύη των άλλων.
Η αλήθεια είναι πως η έννοια του σεβασμού δεν είναι κατάκτηση πολυτελείας αλλά αναγκαία προϋπόθεση επιβίωσης και δημιουργίας. Κι αν αυτός ο ολόκληρος λαός δεν σεβαστεί τον ίδιο του τον εαυτό (δεύτερο κλισέ) δεν βλέπω πώς η κρίση μπορεί να μη συνεχιστεί. Είπαμε, τα καθεστώτα πέφτουν εκ των έσω.
Η Στέργια Κάββαλου είναι συγγραφέας.
Μαρία Κριτσιλίγκου: «Μόνοι μας θα βγούμε από αυτή την ιστορία»
Δεν έχουμε βγει ακόμα από την κρίση, γιατί η κρίση δεν είναι μόνο μία, ούτε και είναι μονοδιάστατη. Η Ευρώπη δεν έχει πια σχέση με το όραμα του Μάαστριχτ, το κράτος και η κοινωνία έχουν γίνει ο εχθρός και ξεχάσαμε πως το χρήμα, μέσο ανταλλαγής αξιών, δεν παράγει αξίες, αξία παράγουν μόνο οι εργαζόμενοι.
Δεν έχουμε βγει ακόμα από την κρίση, γιατί είμαστε διεφθαρμένοι, πολύ ανασφαλείς και κακοί στη διαπραγμάτευση. Οι ξένες επενδύσεις φεύγουν, οι ντόπιες καταθέσεις φεύγουν, τα νέα μυαλά φεύγουν, οι ηγέτες στην αγορά δεν είναι μέντορες, οι εξαγωγές δεν υφίστανται, η παραγωγή και η παραγωγικότητα έχουν δευτερεύουσα σημασία και η οικονομία μας δε στηρίζεται καθόλου στις στέρεες βάσεις ενός πρωτογενή τομέα.
Δεν έχουμε βγει ακόμα από την κρίση, γιατί μια ολόκληρη γενιά που διανύει την πιο δημιουργική της φάση, όχι μόνο δεν ενισχύεται, δεν καθοδηγείται, δεν αναγνωρίζεται, αλλά θυσιάζεται από το ίδιο το κράτος σε μια λούπα ματαιότητας.
Δεν έχουμε βγει ακόμα από την κρίση, γιατί μας φταίνε συνήθως οι άλλοι που βρισκόμαστε σε κρίση και γιατί φοβόμαστε την αλλαγή. Γενικά, μας έχουν γαλουχήσει να φοβόμαστε, όχι να τολμάμε. Σε μια κοινωνία που η αλλαγή είναι εφάμιλλη της αστάθειας και η αναζήτηση η κατεξοχήν καταστροφή της σταθερότητας, δε μένουν και πολλά να κάνεις, πέραν της διαμαρτυρίας, η οποία και που να οδηγήσει όταν το κέντρο λήψης αποφάσεων, τελικά βρίσκεται πλανήτες μακριά;
Δεν έχουμε να περιμένουμε τίποτα κι από κανέναν. Συγκεκριμένα, η πολιτική τάξη έχει αποδείξει ότι ούτε θέλει μα ούτε και μπορεί να αλλάξει. Θα βγούμε από αυτή την ιστορία, αρχικά μόνοι μας και στη συνέχεια όλοι μαζί παρέα.
Ο καθένας καλείται να κάνει στροφή προς τα μέσα,να αυτοπροσδιοριστεί στη δεδομένη αυτή στιγμή κάτω από αυτές τις συνθήκες, να αποδομήσει για να επαναδομήσει. Θα βγούμε από αυτή την ιστορία όταν καταλάβουμε ότι η αξία μας δεν αποτιμάται σε χρήμα.
Η Μαρία Κριτσιλίγκου ασχολείται με το digital & content marketing βρίσκεται πίσω από το site Goseeleave.
Μαρία Λούκα: «Όχι, δεν θα τελειώσει ποτέ αυτό»
Δε βγαίνουμε από την κρίση γιατί μας αρέσει, ιντριγκάρει τα ήσυχα βράδια μας με «κρίσιμα» Eurogroup και διανθίζει τα πρωινά μας με τηλεοπτικά σεμινάρια ταχύρυθμης αφομοίωσης φορολογικών αλλαγών. Ο Maurice Attia γράφει σ’ ένα από τα βιβλία της τριλογίας του , νομίζω στην «Κόκκινη Μασσαλία», ότι το χιούμορ είναι αντίδοτο στην απελπισία . Στα σοβαρά λοιπόν, δεν ξέρω γιατί δεν έχουμε ξεπεράσει ακόμα την κρίση και έχω την αίσθηση ότι ο όρος «κρίση» πλέον δεν είναι αρκούντως περιγραφικός της συνθήκης που ζούμε.
Προσωπικά, νομίζω ότι η λέξη «δυστοπία» συμπυκνώνει εναργέστερα αυτή την κατάσταση, με την έννοια ότι δεν εντάσσει μόνο την οικονομική διάσταση αλλά κάτι ευρύτερο, το συλλογικό βίωμα. Μπορώ να σκεφτώ ότι δεν την έχουμε ξεπεράσει γιατί διεθνώς παραμένει κυρίαρχο το υπόδειγμα του νεοφιλελευθερισμού με τη δομική κοινωνική ανισότητα που συνεπάγεται κι εδώ τη ζούμε με πολλή μεγαλύτερη σφοδρότητα, γιατί δε συγκροτήθηκε το πολιτικό υποκείμενο που θα μπορούσε να ενοποιήσει και να εκφράσει τις κοινωνικές διεργασίες που συντελέστηκαν τα προηγούμενα χρόνια και ενδεχομένως , γιατί μετά τις πολλαπλές ματαιώσεις και διαψεύσεις εμπεδώθηκε η κρίση ως νέα πένθιμη κανονικότητα. Αυθόρμητα και βιωματικά θα λεγα ότι όχι δε θα τελειώσει ποτέ αυτό, θα περάσουμε την υπόλοιπη ζωή μας με τον Γιούνκερ να μας χτυπά παρηγορητικά την πλάτη. Προφανώς , όμως, θα τελειώσει κάποια στιγμή. Η οικονομία θα σταθεροποιηθεί. Το πώς θα είμαστε εμείς τότε είναι το πραγματικό διακύβευμα, αν θα είμαστε όλοι και όλες ή αν κάποιοι θα χουν χαθεί στο λαβύρινθο της απόγνωσης, αν θα είμαστε ενδυναμωμένοι ή στερημένοι και συμβιβασμένοι.
Η Μαρία Λούκα είναι δημοσιογράφος.
Τζίνα Μοσχολιού: «Η γενιά μας κατέληξε να συζητά στα μπαρ για τα «μπλοκάκια»
Το ερώτημα «γιατί δεν έχουμε βγει από την κρίση;» μου θυμίζει τις φορές που υπεραναλύω ανασφάλειες, γκομενικά, επαγγελματικά κλπ, για να πω ότι κατέβαλα προσπάθεια, ενώ η απάντηση είναι η προφανής, εκείνη που κουκούλωσα με τις παρόλες μου.
Κατά βάθος όλοι ξέρουμε γιατί δεν έχουμε βγει από την κρίση. Αυτό θα προϋπόθετε καταρχάς να αποδεχτούμε την κατάσταση, όχι ως σλόγκαν, κανονικά. Στη συνέχεια να γίνει μια κανονική, αναλυτική αλλά με απλά λόγια, για να την καταλάβει κι η γιαγιά μου, εξήγηση των όσων μας έφτασαν στην κρίση – όχι οι ηθικολογικές γενικούρες για αστακομακαρονάδες και διακοποδάνεια. Και μετά η κατάρτιση ενός προγράμματος που θα έβαζε στόχους πολιτικά γενναίους αλλά εφικτούς. Δεν είναι δυνατόν να συζητάμε ακόμη να εφαρμόσουμε τις ηλεκτρονικές πληρωμές. Ή να διαπιστώνουμε συνεχώς ότι το συνταξιοδοτικό δεν βγαίνει. Δεν γίνεται ο κόσμος να τρώει τις αποταμιεύσεις του σε φόρους κι εισφορές και το κράτος ακόμη να δαπανά ανορθολογικά.
Ίσως είμαι απαισιόδοξη ή ίσως υπερκαταναλώνω τον καθημερινό πολιτικό διάλογο που είναι όλο και πιο ανερμάτιστος, αλλά όσο χρονίζει η πληγή τόσο σαπίζει και δεν βλέπω πως και πότε μπορεί να σωθεί. Βλέπω μόνο τη γενιά μου, πάνω στο παραγωγικό peak της, να χαμηλώνει δραματικά τις προσδοκίες της, να συζητάνε στα μπαρ για τις εισφορές, τα μπλοκάκια και τις μηδενικές αποταμιεύσεις τους, να αναφέρονται στη χώρα μοιρολατρικά και κάπου, κάπως, κατά προτίμηση ανέξοδα, να ξεχνιέται. Να την παλεύει ο καθένας όπως ξέρει και μπορεί.
Η Τζίνα Μοσχολιού είναι δημοσιογράφος στον Αθήνα 9.84.
Δημήτρης Ρουμελιώτης: «Δεν φταίνε οι άλλο για τα δεινά μας»
Ηοικονομία είναι κάτι το δυναμικό. Ποτέ δεν μένει στάσιμη. Οι μεταβολές αυτές αποτελούν τον οικονομικό κύκλο. Οι φάσεις του οικονομικού κύκλου είναι τέσσερις: η «Ύφεση», η «Άνοδος», η «Ευημερία» και η «Συρρίκνωση». Η ελληνική οικονομία αλλά και η κοινωνία μας βρίσκεται εδώ και αρκετά χρόνια στις φάσεις συρρίκνωσης και ύφεσης. Αργά ή γρήγορα θα μπούμε στην φάση της ανόδου. Το πόσο γρήγορα απέχουμε από αυτή τη στιγμή είναι καθαρά στο χέρι μας.
Έχοντας δουλέψει για 5 χρόνια σε μεγάλη ελεγκτική εταιρεία με πελάτες από τον ιδιωτικό αλλά και από το δημόσιο τομέα, έχω καλή εικόνα για το πώς λειτουργούσε ο δημόσιος και ο ιδιωτικός τομέας. Σπατάλες, διασπάθιση δημοσίου χρήματος, γραφειοκρατία, αργομισθία, αναποτελεσματικότητα και συνδικαλιστικά προνόμια τα βασικά χαρακτηριστικά του δημόσιου τομέα. Παράλληλα ιδιωτικές εταιρείες, εκμεταλλευόμενες αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά, κερδοσκοπούσαν και φυτοζωούσαν εις βάρος του δημοσίου – και πιθανό να συνεχίζουν.
Από την αρχή της κρίσης αναζητάμε τις εύκολες λύσεις : «Λεφτά υπάρχουν», Ζάππεια και νταούλια. Δυστυχώς εύκολη λύση δεν υπάρχει. Πρέπει σαν κοινωνία και λαός να κάνουμε αυτοκριτική και να αποφασίσουμε να αλλάξουμε, πρώτα εμείς και σε συνέχεια και το κράτος, σταματώντας να κατηγορούμε συνέχεια κάποιους «άλλους» για τα δεινά μας.
Αν δεν δημιουργηθεί ένας ευέλικτος, μη σπάταλος, κρατικός μηχανισμός με σκοπό να προστατεύει και να υπηρετεί τον πολίτη, να οριοθετεί κανόνες στην ιδιωτική πρωτοβουλία και ταυτόχρονα να δημιουργεί σταθερό οικονομικό περιβάλλον ελκυστικό σε επενδύσεις ελληνικών και διεθνών κεφαλαίων, τόσο το «φως στο τουνελ» είτε θα μένει στον ορίζοντα, είτε θα συνεχίσει να ξεμακραίνει.
Ο Δημήτρης Ρουμελιώτης είναι ιδιωτικός υπάλληλος.
Αλκιβιάδης Σιαράβας: «Η κρίση δεν μπορεί να είναι ένα σταθερό mode»
Υπάρχει μια μερίδα ανθρώπων που θέλει να βγει από την κρίση και βλέπει θετικά στο μέλλον. Πρωτοβουλίες για να εκκινήσουμε ξανά τη χώρα, να αναδείξουμε την ομορφιά, τα μυαλά, την παράδοση, κοκ. Τίποτα όμως δεν φαίνεται να αναπτερώνει την πληγωμένη αυτοπεποίθηση της γενιάς μου, η οποία μετά το πρώτο της επαγγελματικό βήμα βρέθηκε μπροστά στη μαύρη τρύπα της κρίσης. Η κρίση δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να είναι ένα σταθερό mode. Πόσο μάλλον για μια χώρα όπως τη δική μας.
Πιστεύω πως αυτό θα αλλάξει. Πιστεύω ότι η «Αθήνα είναι η νέα Αθήνα» όχι γιατί είμαι τρελός αλλά γιατί βλέπω κάτι να κινείται. Μια το Κέντρο Πολιτισμού του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, μια η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, αλλά και αυτά που «έρχονται» όπως το Μουσείο Γουλανδρή στο Παγκράτι και το Ελληνικό θα αλλάξουν προς το καλύτερο την πόλη. Στο ίδιο μοτίβο νιώθω πως η Ελλάδα γίνεται ξανά hip, αυτό αισθάνομαι. Αν πατάξουμε τα πραγματικά εμπόδια υπάρχει ελπίδα, μπορεί να τελειώνουμε άμεσα με αυτήν ιστορία. Από εμάς ως κοινωνία και γενιά χρειάζεται να σταθούμε με αισιοδοξία σε όλες τις εξελίξεις, αλλά και η πολιτεία πρέπει με υπευθυνότητα να ενισχύσει την επιχειρηματικότητα σε όλες της μορφές.
Ο Αλκιβιάδης Σιαράβας είναι account director στην Asset Ogilvy Public Relations.
Στέλιος Φωτεινόπουλος: «Δεν έχουμε πει ακόμα την τελευταία μας λέξη»
Έχω διαφωνίες με τον όρο χαμένη γενιά. Κάποιος όταν είναι/νιώθει χαμένος, προμυνήεται και το τέλος του. Εμείς, οι 30 plus, δεν έχουμε πει ακόμα την τελευταία μας λέξη. Στην Ελλάδα υπάρχει εντυπωσιακή συνέχεια όσον αφορά την σχέση Ελλάδας-Ευρώπης. Δεν ζήσαμε διαφωτισμό και τώρα με την αταλάντευτη προσήλωσή μας σε ένα μη βιώσιμο σχέδιο που λέγεται αναδιανομή του πλούτου για τους λίγους aka λιτότητα και νομισματική πολιτική, θεωρούμε ότι αποδεικνύουμε τον ευρωπαϊσμό μας. Είναι το ίδιο μη βιώσιμο σχέδιο που έχει εξοντώσει εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, είτε τους έχει στείλει στο εξωτερικό είτε τους έχει καθηλώσει στην Ελλάδα. Είναι το ίδιο μη βιώσιμο σχέδιο που σε συνθήκες εξαθλίωσης, έχει αυξήσει τα ετήσια καθαρά κέρδη των 200 μεγαλύτερων Ελληνικών επιχειρήσεων.
Δεν θα βγούμε όμως από την κρίση όσο την ιστορία της γενιάς μου δεν την γράφουμε εμείς οι ίδιοι. Όσο δεν επιτρέπεται στις κοινωνίες να συνδιαμορφώνουν το μέλλον τους. Όσο οι δομικές ανισότητες της ΕΕ, είναι όρος για την παραμονή της Ελλάδας στην “προσαρμογή”. Όσο ο ρατσισμός και η ξενοφοβία κανονικοποιούνται και φοβίζουν τους φτωχούς από το να εξεγερθούν. Άλλος δρόμος δεν υπάρχει όμως. Μακροπρόθεσμα θα είμαστε όλοι νεκροί, είχε πει ο Κέυνς. Βραχυπρόθεσμα όμως, έχουμε μία ζωή να κερδίσουμε. Και αυτό θα κάνουμε. Η δική μας γενιά, και η επόμενη, οι γενιές που αντιμετωπίζουν την διάψευση της ίδιας τους της ζωής, θα έρθει η στιγμή που θα σηκώσουν και την συλλογική αποστολή μιας καλύτερης κοινωνίας, με δημοκρατία και δικαιώματα.
Άλλος δρόμος δεν υπάρχει όμως. Μακροπρόθεσμα θα είμαστε όλοι νεκροί, είχε πει ο Κέυνς. Βραχυπρόθεσμα όμως, έχουμε μία ζωή να κερδίσουμε. Και αυτό θα κάνουμε.
Ο Στέλιος Φωτεινόπουλος είναι πολιτικός επιστήμονας.
Τρύφων Χαίτης «Αν οι νέοι δεν οργανωθούν δεν πρόκειται ν’ αλλάξει τίποτα»
Μια εύκολη παρατήρηση είναι ότι συγκριτικά με τις ανάγκες της κοινωνίας, με το ποσοστό των συνανθρώπων μας που ζουν σε συνθήκες ανέχειας ή εκμετάλλευσης, την ανεπάρκεια του πολιτικού προσωπικού και ειδικά με τον αριθμό των ανέργων νέων, η απουσία κάποιου νέου μαζικού κοινωνικού/πολιτικού κινήματος που θα μπορούσε να δώσει λύση στα προβλήματά μας και να μας δώσει προοπτική είναι εκκωφαντική. Το ερώτημα εγείρεται αμείλικτα. Γιατί;
Κατά την άποψή μου είναι ένας συνδυασμός διάφορων παραγόντων, αλλά ο σημαντικότερος όλων είναι η στρεβλή και ελλιπής διαπαιδαγώγηση. Η ελληνική κοινωνία είναι μια βαθιά συντηρητική κοινωνία σε όλα τα ηλικιακά στρώματα. Είναι μια κοινωνία που θέλει να αλλάξουν τα πράγματα δίχως να αλλάξουν οι ίδιοι στο παραμικρό. Οι νέοι μπορεί να βλέπουν την γενιά των γονιών τους να αποτυγχάνει καθημερινά αλλά δεν έχουν τα εφόδια να κάνουν την δική τους επανάσταση. Δεν έχουν μάθει να σκέφτονται ελεύθερα και κριτικά, να εργάζονται συλλογικά και να βάζουν το κοινό καλό μπροστά από το προσωπικό συμφέρον. Επίσης, δεν έχουν ιδέα τι ακριβώς πρέπει να διεκδικήσουν και το πιο σημαντικό, δεν έχουν μάθει να διεκδικούν και να αμφισβητούν. Το σχολείο έχει κάνει καλή δουλειά σε αυτόν τον τομέα. Αν οι νέοι δεν αμφισβητήσουν και δεν οργανωθούν τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει, αν το κάνουν ίσως έχει έρθει η ώρα να περάσουμε στο επόμενο συνειδησιακό επίπεδο. Και τα δυο ενδεχόμενα είναι εξίσου εύκολα στην εποχή που ζούμε.
Ο Τρύφων Χαίτης είναι προγραμματιστής.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου