Ακούγεται και γράφεται με επιμονή σε ΜΜΕ υψηλού
μνημονιακού φρονήματος ότι η κρίση που διερχόμαστε ως χώρα δεν είναι
ταξική, αλλά ολοσχερώς εθνική. Η άποψη διατυπώνεται κυρίως ως απάντηση
στην αντίστροφη ανάλυση των κομμάτων της Αριστεράς, η οποία με τη σειρά
της κυμαίνεται από την αντίληψη ότι όλα εξελίσσονται βάσει «σχεδίου
της πλουτοκρατίας που θέλει να μεγιστοποιήσει οφέλη και κέρδη» (ΚΚΕ),
μέχρι την κριτική ότι η διαχείριση της κρίσης από την τρόικα και τη
συγκυβέρνηση γίνεται με τρόπο που να εξυπηρετεί την εγχώρια διαπλοκή,
τις τράπεζες κι άλλους θύλακες οικονομικής ισχύος (ΣΥΡΙΖΑ).
Η πρώτη αντίληψη, περί εθνικής και όχι ταξικής
κρίσης, αναζητά την τεκμηρίωσή της στο γεγονός ότι η Ελλάδα, αυτό το
υβρίδιο καπιταλιστικής οικονομίας και κοινωνίας που οικοδομήθηκε
μεταπολεμικά, ουδέποτε απέκτησε εθνική αστική τάξη, μια ηγέτιδα τάξη με
κουλτούρα εθνικής συνείδησης. Κι ακόμη στο ότι τα υπόλοιπα κοινωνικά
στρώματα διαχωρίστηκαν με κριτήρια αμιγώς εισοδηματικά και όχι ταξικά.
Και τελικά κυριαρχήθηκαν από τον μικροαστικό χυλό, ο οποίος
«μεταμορφώθηκε σε ρουφήχτρα που κατάπιε τους πάντες και τα πάντα».
Εν μέρει, είναι αλήθεια αυτό. Τα ταξικά σύνορα
ήταν ανέκαθεν δυσδιάκριτα και στο πεδίο της κοινωνικής πραγματικότητας
και, πολύ περισσότερο, στο πεδίο της συνείδησης και του
αυτοπροσδιορισμού.
Η ιθύνουσα τάξη αυτής της χώρας υπήρξε κατά κανόνα
συνονθύλευμα τυχοδιωκτικών ομάδων -ραντιέρηδων, κλεπτοκρατών,
κρατικοδίαιτων, κερδοσκόπων χωρίς στέρεη παραγωγική βάση- που με
ευκολία άλλαζαν αφεντικά, προστάτες και φιλοδοξίες. Ήταν και με τη
Μεγάλη Ιδέα και με τους Γερμανούς κατακτητές και με τους Άγγλους
«απελευθερωτές» και με τους Αμερικανούς «αναμορφωτές» και με τους
Ευρωπαίους «εκσυγχρονιστές».
Και με τη δημοκρατία και με τη δικτατορία.
Διέθετε μια «εθνική συνείδηση» α λα καρτ. Και σε γενικές γραμμές την
επέβαλε στην πλειοψηφία της κοινωνίας και στην πολιτική ελίτ της χώρας.
Με εξαίρεση τη δεκαετία του ’40 και τη γερμανική κατοχή, κατά την
οποία η δωσιλογική «εθνική συνείδησή» της απορρίφθηκε κι έγινε
συνιστώσα μιας πραγματικής εθνικής κρίσης, η οποία κορυφώθηκε τραγικά
στον Εμφύλιο.
Στον αντίποδα, όλα τα υποτελή στρώματα της
ελληνικής κοινωνίας μετά τον πόλεμο συνωθούνταν από την ύπαιθρο στις
πόλεις με την προσδοκία της κοινωνικής ανέλιξης και του πλουτισμού,
προκαλώντας τρομακτική ρευστότητα στον ενδιάμεσο, μικροαστικό χώρο, ο
οποίος κατά καιρούς αποκτούσε πλειοψηφικά και ηγεμονικά χαρακτηριστικά.
Ιδιαίτερα από τη Μεταπολίτευση και εντεύθεν, οπότε η Ελλάδα εξελίχθηκε
σε ανεπτυγμένη χώρα, «κοπιάροντας» όλα τα καταναλωτικά, πιστωτικά και
παραγωγικά πρότυπα της Δύσης.
Στη βάση αυτής της ανάλυσης τεκμηριώνεται ως πηγή
της κρίσης το κατά Πάγκαλον «μαζί τα φάγαμε» και ως αποτέλεσμά της το
«μαζί -και δικαίως- τα πληρώνουμε». Πράγμα που υποτίθεται ότι καθιστά
την κρίση α-ταξική ή δια-ταξική και τελικά «εθνική». Η πραγματικότητα
είναι, βεβαίως, πολύ διαφορετική. Και ως προς τη γέννηση της κρίσης και
ως προς τη διαχείρισή της.
Αν θεωρήσουμε ως κοιτίδα της κρίσης χρέους που
ξέσπασε στην Ευρώπη με επίκεντρο την Ελλάδα τη χρηματοπιστωτική
κατάρρευση η οποία ξεκίνησε από τις ΗΠΑ το 2007, προκύπτει μάλλον
αβίαστα πως αυτή είναι κυρίως προϊόν της παλιρροϊκής μετακίνησης
κεφαλαίων από την παραγωγική δραστηριότητα στο κυνήγι των άυλων
υπεραξιών – των μετοχών, του εταιρικού και κρατικού χρέους, των
δαιμονικών παραγώγων προϊόντων και όλων των οβιδιακών μεταμορφώσεων του
έξυπνου χρήματος που επιμένει πως αναπαράγεται με παρθενογένεση («το
χρήμα γεννάει χρήμα»). Επομένως, η κρίση είναι γνήσιο τέκνο της
παγκόσμιας ελίτ του πλούτου που επιπλέει πάνω στο τελευταίο κύμα
χρηματιστικής μετάλλαξης της οικονομίας.
Το γεγονός ότι η σωτηρία αυτής
της ελίτ, αποτυπωμένη στις τεράστιες ποσότητες δημόσιου χρήματος που
διατέθηκαν για τη διάσωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, προκαλεί
και μια εκτεταμένη «καταστροφή» σε άλλους θύλακες πλούτου και κατόχους
κεφαλαίου δεν αναιρεί τον ταξικό χαρακτήρα της κρίσης.
Άλλωστε, αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός
ότι η διαχείριση της κρίσης γίνεται με μια τεράστια μεταφορά πόρων από
τα φτωχότερα στρώματα στον χρηματοπιστωτικό αφρό της οικονομικής
πυραμίδας. Και, πολύ περισσότερο, με βασικό εργαλείο την αποδυνάμωση
της μισθωτής εργασίας. Και ως προς την τιμή της και ως προς την
πολιτική και κοινωνική της ισχύ.
Οφείλουμε, άλλωστε, στην τρόικα, αλλά
και σε πολλούς άλλους προθύμους υποβολείς των «μεταρρυθμίσεων», το ότι,
παρά το καμουφλάζ της λιτότητας κάτω από ρητορείες περί ανάταξης του
σπάταλου πελατειακού κράτους και της διεφθαρμένης εγχώριας διαπλοκής,
ορίζουν ως ταξική πεμπτουσία της πολιτικής τους την ισοπέδωση του
μισθού.
Άθελά τους, σκάβουν βαθιά στο χώμα και φέρνουν στην επιφάνεια
τη θαμμένη κάτω από τόνους λήθης και αμεριμνησίας αντίθεση κεφαλαίου –
εργασίας.
Το ότι όλοι πληρώνουν ένα κάποιο τίμημα δεν
καθιστά την κρίση «εθνική». Όσοι χρυσοκάνθαροι της νεοελληνικής
επιχειρηματικότητας κι αν οδηγηθούν για χρέη ή για απάτες στη φυλακή,
όσοι «σελέμπριτις» της μπίζνας κι αν εξαφανιστούν από το επιχειρηματικό
τοπίο -είτε γιατί τους καταστρέφει η ύφεση είτε γιατί την κάνουν με
τα λεφτά τους στο εξωτερικό-, ο έλεγχος του κοινωνικού πλούτου θα
καταλήξει σε μια νέα ελίτ.
Μικρή σημασία έχει αν η νέα ιθύνουσα τάξη
της χώρας θα είναι λιγότερο ελληνική και περισσότερο γερμανική,
αμερικανική, ρωσική ή πολυεθνική. Τουλάχιστον για τους πληβείους της
εργασίας και της ασθμαίνουσας μικροεπιχειρηματικότητας είναι αδιάφορο.
Προβληματική είναι, ωστόσο, και η άλλη, η αριστερή
ανάγνωση της κρίσης, που την παρουσιάζει περίπου ως αποτέλεσμα μιας
καλοσχεδιασμένης συνωμοσίας της ολιγαρχίας ή επί μέρους θυλάκων της.
Η
αλήθεια είναι ότι οι καπιταλιστικές κρίσεις εδώ και αιώνες είναι πάνω
από τις δυνάμεις και τις βουλήσεις των ίδιων των καπιταλιστών. Κανένας
καπιταλιστής δεν αγαπάει τις κρίσεις, ούτε καν αυτοί που στη διάρκειά
τους καταφέρνουν να πολλαπλασιάσουν τον πλούτο τους εις βάρος των
ανταγωνιστών τους και εις βάρος της κοινωνίας.
Η πραγματικότητα είναι
ότι όλοι, ακόμη κι οι πιο τυχοδιώκτες κάτοχοι κεφαλαίων, θα ήθελαν μια
οικονομία αδιατάρακτη από κύκλους και υφέσεις. Θα προτιμούσαν μια
γραμμική μεγέθυνση των οικονομιών που θα εξασφάλιζε διαρκή αύξηση του
ποσοστού κέρδους τους. Ως γνωστόν, αυτό είναι τόσο αδύνατο όσο κι η
φιλοσοφική λίθος για τους αλχημιστές.
Αλλά συμβαίνει το εξής παράδοξο:
στο κυνήγι της μεγιστοποίησης του κέρδους, κάθε μεμονωμένος
καπιταλιστής επιδιώκει να έχει όσο λιγότερους κι όσο φθηνότερους
εργαζομένους γίνεται. Και θα επιθυμούσε κανείς άλλος ανταγωνιστής του
να μην ακολουθήσει την «ευφυή» του στρατηγική. Αλλά, επειδή όλοι
διαθέτουν το ίδιο γονίδιο της απληστίας, όλοι οι καπιταλιστές κάνουν
περίπου ταυτόχρονα το ίδιο και καταλήγουν να καταστρέφουν συλλογικά τη
βάση δημιουργίας εισοδημάτων, ζήτησης και τελικά κερδών. Αυτή είναι η
ουσία κάθε κρίσης, πέρα από τις ποικίλες μεταμορφώσεις της.
Κι είναι
μια ουσία πέρα για πέρα ταξική. Κι αυτή την ταξική ουσία ακολουθούν
ακόμη και τα κράτη, όταν ως συλλογικοί καπιταλιστές επιδιώκουν να
εξορθολογίσουν τα δημοσιονομικά τους, καταστρέφοντας με παρόμοιο τρόπο
τα εισοδήματα, τη ζήτηση και άρα τις πηγές των εσόδων τους. Σ’ αυτό
ακριβώς το σημείο βρισκόμαστε τώρα, με την κυβέρνηση να ανακαλύπτει ότι
η διάσωση του πολύτιμου «κεφαλαίου» των πιστωτών της χώρας -αδιάφορο
αν είναι ιδιώτες ή κράτη- καταστρέφει τις ίδιες τις πηγές εξόφλησής
του.
Το συμπέρασμα είναι ότι η α-ταξική ανάλυση της
κρίσης, αλλά και σε έναν βαθμό η αμιγώς «ταξική», αγνοούν τόσο την
κοινωνική φύση της όσο και τους μηχανισμούς της μεροληπτικής της
διαχείρισης υπέρ μιας όλο και μικρότερης ομάδας κατόχων του πλούτου.
Παραδόξως, οι δύο προσεγγίσεις συγκλίνουν στο να αντιμετωπίζουν την
κρίση και τη μεροληπτική της διαχείριση αποσπασμένη από τη φύση της
ίδιας της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς. Η πρώτη αντίληψη
ανάγοντας την εγχώρια κρίση σε ακραία έκφραση της «παγκόσμιας ελληνικής
ιδιαιτερότητας». Και η δεύτερη αντιμετωπίζοντάς την ως προϊόν του
τυχοδιωκτικού βολονταρισμού μιας συνωμοτικής ομάδας αστών.
Από την άποψη αυτή, ίσως αποδεικνύεται απείρως πιο
εύστοχο το συμπέρασμα στο οποίο, χωρίς πολλές αναλύσεις, διατυπώνουν
οι αναρχικοί σε αρκετούς τοίχους της Αθήνας: «Η κρίση είναι ένα αγγούρι που τ’ αφεντικά έχουν στον κ****λο τους και θέλουν να το χώσουν στον δικό μας».
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
…Πράγματι, υπάρχει ένας ταξικός πόλεμος σε εξέλιξη τα
τελευταία 20 χρόνια, και η τάξη μου τον έχει κερδίσει. Αν κοιτάξετε
τους 400 που πλήρωσαν τους υψηλότερους φόρους στις ΗΠΑ το 1992, το
πρώτο έτος αναφοράς, θα δείτε ότι κατείχαν περίπου 40 εκατ. δολάρια
κατά κεφαλήν εισόδημα. Τα τελευταία χρόνια έχουν φτάσει στα 227 εκατ.
δολάρια κατά κεφαλήν – το πενταπλασίασαν. Στο διάστημα αυτό οι φόροι
που τους αναλογούσαν έπεσαν από το 29% στο 21% του εισοδήματός τους.
Λοιπόν, εάν υπάρχει ταξικός πόλεμος, η τάξη των πλουσίων τον έχει
κερδίσει.
Γουόρεν Μπάφετ, συνέντευξη στο CNN, 30.9.2011
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου