Των Αγγελική Σπανού και Στέλιου Στυλιανίδη Αποφεύγοντας την αναπόφευκτη δόση νοσταλγίας και ρομαντικής εξιδανίκευσης, η Αντίπαρος αγαπήθηκε τη δεκαετία του 1980-1990 για αυτό που δεν είναι σήμερα:
Ένας τόπος με ήπια κορυφογραμμή, θαμνώδεις πλαγιές και χαμηλή βλάστηση, με το μοναδικό χρυσαφένιο χρώμα των – όχι απέραντων – ελεύθερων παραλιών του, την εμβληματική ανασκαφή του ναού του Απόλλωνα στο ακατοίκητο Δεσποτικό, μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς, με ήπια δόμηση και σεβασμό στην κυκλαδίτικη αρχιτεκτονική, με την ανόθευτη ζεστασιά, φιλοξενία και ανεκτικότητα των κατοίκων του, η οποία ευνοούσε την αρμονική συνύπαρξη διαφορετικών «φυλών» τουριστών – ξένοι Σκανδιναβοί στην αρχή της σεζόν, Γαλλοϊταλοί αργότερα, Έλληνες οικογενειάρχες της μεσαίας τάξης, μαζί με τους πιτσιρικάδες του θρυλικού κάμπινγκ και της ντισκοτέκ La Luna.
Όλα αυτά συνέθεταν μια –- όχι εύκολα περιγράψιμη με λέξεις – γλυκιά ατμόσφαιρα και μοναδική ενέργεια, που αποτέλεσαν τη διαχρονική δύναμη έλξης του νησιού.
Η Αγγελική Σπανού είναι δημοσιογράφος. Ο Στέλιος Στυλιανίδης είναι ομότιμος καθηγητής κοινωνικής ψυχιατρικής, ψυχίατρος-ψυχαναλυτής. .
Τα μείζονα ζητήματα που συνδέονται με τον υπερτουρισμό στις Κυκλάδες το καλοκαίρι, όπως η αναγκαιότητα σοβαρών υποδομών (δίκτυο ύδρευσης, επάρκεια ηλεκτροδότησης, χωροθέτηση θέσεων στάθμευσης, οδικό δίκτυο, διαχείριση απορριμμάτων, διασφάλιση στέγης σε δημόσιους λειτουργούς (εκπαιδευτικοί κ.ά.), υγειονομική περίθαλψη), απασχολούν πλέον το δημόσιο διάλογο.
Προφανώς κάθε νησί αποτελεί μια ιδιαίτερη κοινότητα με συγκεκριμένα ιστορικά, κοινωνικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Και προφανώς δεν υπάρχει μονοδιάστατη προσέγγιση αλλά στο πλαίσιο της τοπικής κοινωνίας συνυπάρχουν διαφορετικές αντιλήψεις, με διαφορετική επίδραση στη διαμόρφωση της μεγάλης εικόνας – αλλά χωρίς να εμποδίζεται η γενική κατεύθυνση της «μυκονοποίησης».
Στην Αντίπαρο, το πέρασμα από μια σχεδόν προ-καπιταλιστική οργάνωση οικονομικής ζωής (αγροτοκτηνοτροφική βάση, αλιεία και rooms to let) σε μια υπερτουριστική εξαλλοσύνη με στόχο την ασυγκράτητη κερδοφορία ήταν βίαιο.
Σε αντίθεση με άλλα νησιά στα οποία έγινε σταδιακή μετάβαση, εδώ η αλλαγή εποχής, εκτός από τις επιπτώσεις στη φυσιογνωμία του τοπίου, έφερε βαθύ μετασχηματισμό των κοινωνικών σχέσεων και των ψυχικών δεσμών μεταξύ των κατοίκων.
Οι διακοπές ρεύματος έρχονται συνήθως στη διάρκεια γιγαντιαίων πάρτι για τα οποία κλείνουν δρόμοι, καταπατώνται αιγιαλοί, μπλοκάρει ο κεντρικός οδικός άξονας από παρκαρισμένα αυτοκίνητα, αράζουν τεράστιες θαλαμηγοί σε μικρά κολπάκια, πηγαινοέρχονται ελικόπτερα, γεμίζει ο ουρανός από drones – με άλλα λόγια συντελείται κατασπατάληση ενέργειας και επίδειξη πλούτου εντελώς δυσανάλογη προς τις διαστάσεις και τις δυνατότητες του νησιού.
Η ανομία είναι κανονικότητα στην Αντίπαρο: Στήνεται εξέδρα χωρίς άδεια για τις ανάγκες διοργάνωσης γαμήλιας δεξίωσης, προκαλείται ηχορύπανση πέρα από κάθε όριο, γίνονται ανεκτές υψηλές ταχύτητες ειδικά από πανάκριβα οχήματα, σωρεύονται σκουπίδια και οικοδομικά υλικά γύρω από υπό ανέγερση βίλες χωρίς να υπάρχουν κάδοι, χημικές τουαλέτες και αποκομιδή.
Από το Απάντημα μέχρι τα Γλυφά, οι περισσότερες παραλίες είναι προσβάσιμες μόνο για τους ιδιοκτήτες των ακινήτων που βρίσκονται εκεί, στην περιοχή που αναβαθμίστηκε εντυπωσιακά, διεθνώς, μετά την εγκατάσταση του Τομ Χάνκς.
Η αυθαιρεσία δεν προκαλεί πια εντύπωση. Ιδιοκτήτης νεόδημητης τεράστιας κατοικίας, αισθητικής Μαϊάμι, πάνω από το μνημείο της Εθνικής Αντίστασης και το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, οριοθέτησε με μεγάλους βράχους σημεία για να εμποδίσει τη στάθμευση αυτοκινήτων. Η τοποθέτηση έγινε παράνομα εκτός των ορίων της ιδιοκτησίας του και έκτοτε δεν έχει ενοχληθεί από τις αρμόδιες αρχές, παρόλο που ο τοπικός σύλλογος απευθύνθηκε στον Δήμο.
Το νέο κεφάλαιο στην καταστροφή του νησιού είναι η προσπάθεια αποχαρακτηρισμού δασικών εκτάσεων με στόχο την έκδοση οικοδομικών αδειών.
Στο μεταξύ, η ιλιγγιώδης ακρίβεια απομακρύνει τους τελευταίους επιζώντες της μεσαίας τάξης που καταφεύγουν στο Airbnb για να μπορέσουν να συντηρήσουν τα εξοχικά τους και να εξασφαλίσουν εισόδημα, αφού πια οι διακοπές τους στο νησί είναι οικονομικά αδύνατες.
Το να βρει κανείς καθαρίστρια ή μάστορα, εάν δεν συγκαταλέγεται στους πολύ «πάνω», είναι εξαιρετικά δύσκολο.
Οι περισσότεροι έχουν αποκλειστική απασχόληση καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους για να είναι απολύτως διαθέσιμοι την κρίσιμη στιγμή (high season). Στον μικρόκοσμο της Αντιπάρου συμπυκνώνεται, στην πιο ακραία εκδοχή της, η θεσμική υπανάπτυξη της χώρας, ο πελατειασμός, η διαπλοκή του πολιτικού συστήματος με την οικονομική ελίτ, η απουσία μακροπρόθεσμου σχεδιασμού αειφόρου ανάπτυξης, η απληστία και οι ανισότητες, η αλλοτρίωση του πληθυσμού που πουλάει ακριβά τη γη και φτηνά την ψυχή του.
: Κεντρική εικόνα: Photo by Alkistis Calich on Unsplash
Πηγή: Βιώσιμες Κυκλάδες
Σωστά τα λέτε και για την ακτογραμμή πριν τα Γλυφά και για τους τεράστιους ογκόλιθους στον Αϊ Γιώργη. Πήγαμε για μπάνιο εκεί και δεν υπήρχε μέρος να παρκάρεις.
ΑπάντησηΔιαγραφήΧαίρομαι πραγματικά που έχετε αναφέρει όλα τα προβλήματα του νησιού όπως και τά ελαττώματα αυτών που κατοικούμε. Θά ήθελα και μια πρόταση διεξόδου από αυτό που συμβαίνει!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚουμουρτζή Στέλλα
Πράγματι έτσι είναι αλλά οι ίδιοι οι ντόπιοι ξεπούλησαν (και μοσχοπούλησαν) κάθε τραχανοπλαγιά και τετραγωνικό του νησιού τους τα τελευταία 15 χρόνια… και τώρα κροκοδείλια δάκρυα για όσα χάθηκαν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυγχαρητήρια όσοι αγαπάμε αυτό το νησί θα πρέπει αυτά τα πράγματα να ακουστούν και παρά έξω, το νησί είναι υπό εκτροχιασμό
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ συντάκτρια του παραπάνω άρθρου προσπαθεί να κατασκευάσει μια εικόνα για την Αντίπαρο που είναι εντελώς αποσπασμένη από την πραγματικότητα, επιλέγοντας να εστιάσει σε μεμονωμένες περιπτώσεις και υπερβολικές γενικεύσεις. Αυτό γίνεται ξεκάθαρο από την αντίφαση που ενσωματώνεται στη συλλογιστική της: από τη μία μιλάει για ένα νησί με μια σχεδόν ειδυλλιακή, προ-καπιταλιστική κοινωνία, ενώ από την άλλη παρουσιάζει το σήμερα σαν ένα τόπο εκτεταμένης ανομίας και άκρατης εκμετάλλευσης. Η πραγματικότητα της Αντιπάρου είναι πολύ πιο σύνθετη και μακριά από τα μονοδιάστατα σχήματα που επιδιώκει να επιβάλλει η συντάκτρια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο άρθρο ξεκινάει με μια προσπάθεια να εξιδανικεύσει την εικόνα της Αντιπάρου κατά τις δεκαετίες του 1980-1990, παρουσιάζοντάς την ως έναν τόπο σχεδόν ανέγγιχτο από τον μαζικό τουρισμό και τον σύγχρονο κόσμο. Όμως, αυτή η ιδεαλιστική αναπαράσταση παραβλέπει πως το νησί ήταν ανέκαθεν μια κοινωνία με τουριστικό προσανατολισμό και σταδιακή ανάπτυξη, κάτι που αποτελεί φυσικό αποτέλεσμα της γεωγραφικής του θέσης και της τουριστικής κουλτούρας των Κυκλάδων. Το νησί δεν ήταν ποτέ ένα απομονωμένο «παραδεισένιο» μέρος, όπως υπονοείται.
Ο ισχυρισμός ότι η αλλαγή στην οικονομική ζωή της Αντιπάρου ήταν "βίαιη" είναι απλουστευτικός και υπερβολικός. Το τουριστικό μοντέλο του νησιού εξελίχθηκε με τον χρόνο, όπως σε κάθε τουριστικό προορισμό. Δεν υπήρξε μια ξαφνική «εισβολή» της υπερτουριστικής πραγματικότητας, αλλά μια σταδιακή διαδικασία που ακολούθησε τον γενικότερο ρυθμό ανάπτυξης της χώρας. Τα επιχειρήματα περί "αποξένωσης" των κατοίκων ή "κατάρρευσης" των κοινωνικών σχέσεων είναι αβάσιμα και γενικευμένα, καθώς αγνοούν τη φυσική προσαρμογή της τοπικής κοινωνίας στις νέες συνθήκες.
Η περιγραφή της Αντιπάρου ως τόπου όπου κυριαρχεί η ανομία, η ηχορύπανση και η αυθαιρεσία υποδηλώνει μια εσκεμμένη μεγέθυνση μεμονωμένων περιστατικών. Η συντάκτρια εστιάζει σε μεμονωμένα παραδείγματα (γάμοι, θαλαμηγοί, ελικόπτερα) που προφανώς αφορούν συγκεκριμένες περιστάσεις και όχι την ευρύτερη καθημερινότητα του νησιού. Το να επικεντρώνεται κανείς σε τέτοια μεμονωμένα φαινόμενα και να τα γενικεύει σε επίπεδο κανονικότητας είναι παραπλανητικό. Τα προβλήματα που περιγράφει, όπως η διαχείριση των απορριμμάτων και η έλλειψη επαρκών υποδομών, είναι κοινά προβλήματα σε πολλά τουριστικά νησιά και δεν είναι ενδεικτικά μιας ειδικής, αποκλειστικής κατάστασης για την Αντίπαρο.
Ο όρος «μυκονοποίηση» που χρησιμοποιείται στο άρθρο υποδηλώνει ότι η Αντίπαρος έχει ακολουθήσει την ίδια διαδρομή με τη Μύκονο, δηλαδή την υπερβολική τουριστικοποίηση με πανάκριβα ακίνητα και κοσμικότητα. Ωστόσο, αυτό αγνοεί το γεγονός ότι το νησί διατηρεί ακόμα μεγάλο μέρος της αυθεντικότητας και της φυσικής του ομορφιάς. Ενώ πράγματι υπάρχει αύξηση στον τουρισμό και την ανάπτυξη, αυτό δεν σημαίνει ότι η κατάσταση είναι εκτός ελέγχου ή ότι το νησί έχει μετατραπεί πλήρως σε μια υπερ-τουριστική "Μύκονο".
Το άρθρο καταλήγει σε ένα μοτίβο δαιμονοποίησης των σύγχρονων τάσεων και εξιδανίκευσης ενός φανταστικού παρελθόντος, που δεν υπήρξε ποτέ σε αυτήν την απόλυτη μορφή. Ουσιαστικά, η συντάκτρια φαίνεται να αγνοεί την πολυπλοκότητα της πραγματικότητας και να περιορίζεται σε μια μονομερή, σχεδόν ιδεολογική αφήγηση. Αυτό αποδεικνύει πως έχει δημιουργήσει έναν δικό της μικρόκοσμο, στον οποίο τα προβλήματα είναι γιγαντωμένα και οι λύσεις ανύπαρκτες.
Η πραγματικότητα της Αντιπάρου είναι πιο σύνθετη και πολύπλευρη, με όλες τις αναμενόμενες προκλήσεις και ευκαιρίες που συνοδεύουν την ανάπτυξη ενός δημοφιλούς προορισμού. Το να επιλέγει κανείς μια τόσο επιλεκτική και απαισιόδοξη οπτική μόνο παραμορφώνει την αλήθεια, χωρίς να συμβάλλει σε έναν ουσιαστικό διάλογο για το μέλλον του νησιού.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑγαπητοί κ. Σπανού και κ. Στυλιανίδη,
Συμφωνώ πως το κείμενό σας περιέχει ορισμένες αλήθειες και αναδεικνύει πραγματικές ανησυχίες, ωστόσο, η κατάσταση στην Αντίπαρο δεν είναι τόσο μονοδιάστατη όσο παρουσιάζεται. Ναι, ο υπερτουρισμός είναι πρόβλημα σε πολλά νησιά, αλλά πρέπει να αναγνωριστεί ότι έχουν γίνει σημαντικές προσπάθειες τόσο από την αστυνομία όσο και από τον δήμο για να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις.
Η παρουσία της αστυνομίας στην Αντίπαρο έχει ενταθεί, με σκοπό τη διαχείριση της ανομίας που αναφέρετε. Επιπλέον, ο δήμος καταβάλλει συστηματικές προσπάθειες για τη ρύθμιση του τουρισμού, προωθώντας μέτρα που στοχεύουν στη βιώσιμη ανάπτυξη του νησιού. Αυτές οι προσπάθειες μπορεί να μην λύνουν όλα τα προβλήματα άμεσα, αλλά είναι βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση.
Το να βλέπουμε μόνο τη σκοτεινή πλευρά μπορεί να ενισχύει τη ρητορική, αλλά δεν αντανακλά πλήρως την πραγματικότητα και τις δράσεις που λαμβάνονται για την επίλυση των ζητημάτων.
Εκδικητική Δημοσιογραφία: Όταν η Ενημέρωση Γίνεται Όπλο
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ εκδικητική δημοσιογραφία αποτελεί μια μορφή δημοσιογραφικής πρακτικής που αποσκοπεί στην προσωπική επίθεση ή την υπονόμευση ενός ατόμου ή ενός οργανισμού, συχνά με σκοπό την εξόντωσή τους. Αντί να επικεντρώνεται στην αντικειμενική ενημέρωση του κοινού, η εκδικητική δημοσιογραφία χρησιμοποιεί μεροληπτικά στοιχεία, υπονοούμενα και συχνά αναληθείς πληροφορίες για να επιτύχει τους στόχους της.
Χαρακτηριστικά της Εκδικητικής Δημοσιογραφίας
Στόχευση: Συνήθως στρέφεται σε συγκεκριμένα άτομα ή ομάδες, με σκοπό να τα παρουσιάσει σε αρνητικό φως.
Μεροληψία: Τα δημοσιεύματα είναι φανερά μεροληπτικά και δεν προσφέρουν μια ισορροπημένη εικόνα των γεγονότων.
Υπονοούμενα και εικασίες: Αντί για σαφή στοιχεία, χρησιμοποιούνται υπονοούμενα και εικασίες για να δημιουργηθεί αρνητική εντύπωση.
Παραποίηση γεγονότων: Συχνά παραποιούνται ή εξυφαίνονται γεγονότα για να υποστηρίξουν μια συγκεκριμένη αφήγηση.
Προσωπικές επιθέσεις: Οι δημοσιογράφοι προβαίνουν σε προσωπικές επιθέσεις κατά των στόχων τους, αμφισβητώντας την προσωπικότητά τους, την ηθική τους ή την επαγγελματική τους ικανότητα.
Έλλειψη αντικειμενικότητας: Δεν υπάρχει προσπάθεια να παρουσιαστούν και οι άλλες πλευρές ενός ζητήματος.
Οι Επιπτώσεις της Εκδικητικής Δημοσιογραφίας
Βλάβη στη φήμη: Οι στόχοι της εκδικητικής δημοσιογραφίας βλέπουν τη φήμη τους να καταστρέφεται, ακόμη και αν οι κατηγορίες είναι αβάσιμες.
Δημιουργία τοξικού κλίματος: Προωθείται ένα τοξικό κλίμα, όπου οι άνθρωποι φοβούνται να εκφράσουν τις απόψεις τους και να συμμετέχουν στη δημόσια συζήτηση.
Υπονόμευση της εμπιστοσύνης στα ΜΜΕ: Η εκδικητική δημοσιογραφία υπονομεύει την εμπιστοσύνη του κοινού στα ΜΜΕ και στην ίδια τη δημοσιογραφία.
Παραβίαση των ηθικών κανόνων της δημοσιογραφίας: Παραβιάζει τους θεμελιώδεις ηθικούς κανόνες της δημοσιογραφίας, όπως η αλήθεια, η ακρίβεια και η αντικειμενικότητα.