Oι λέξεις «τουρίστας» και «τουρισμός» πρωτο-χρησιμοποιήθηκαν στα 1772 και στα 1811 αντίστοιχα. Σύμφωνα με την άποψη του Άγγλου Theobalt, γιατί υπάρχει και γαλλική άποψη, ετυμολογικά οι λέξεις προέρχονται από τη λατινική λέξη “tornare” και την ελληνική “τόρνος”, δηλαδή κύκλος και κίνηση γύρω από κεντρικό άξονα. Έτσι λοιπόν μια κυκλική κίνηση που ξαναγυρνάει στο ίδιο σημείο και κατ’ επέκταση ο γύρος ή και αυτός που κάνει έναν γύρο, αυτός που ξαναγυρνά στο σημείο εκκίνησης του, ο τουρίστας λοιπόν.
Ας θυμηθούμε όμως ότι τo απαραίτητο, για κάθε Άγγλο ευγενή, ήδη από τον 18ο αιώνα, ταξίδι προς την Ανατολή, το Grand Tour, ο Μεγάλος Γύρος, ήταν ένα ταξίδι αναψυχής αλλά και επιμόρφωσης. Τον 19ο αιώνα η καλυτέρευση των μέσων μεταφοράς επέφερε τη βαθμιαία ραγδαία μετακίνηση των ταξιδιωτών. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο τουρισμός αποτέλεσε την απαραίτητη πλέον φυγή, του κάθε πολίτη από την καθημερινότητα του, κυρίως αυτών από τα αστικά κέντρα, και την πραγματοποίηση ονειρικών διακοπών σε τόπους μακρινούς.
Η αναπτυξιακή πορεία του τουρισμού σε παγκόσμιο επίπεδο υπήρξε εντυπωσιακή, αφού από το 1997 αναγνωρίζεται πλέον ως η μεγαλύτερη βιομηχανία στον πλανήτη. Σ` αυτό βοήθησαν: ο περισσότερο ελεύθερος χρόνος για διακοπές και ξεκούραση των εργαζόμενων στις χώρες του δυτικού κόσμου, η ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη στα μέσα μαζικής μεταφοράς και τέλος η απλούστευση των διατυπώσεων εισόδου-εξόδου στις χώρες υποδοχής και φιλοξενίας των τουριστών.
Οι εξελίξεις στον τομέα του τουρισμού είναι ραγδαίες και σε συνδυασμό με την τεράστια αλλαγή που έχει παρατηρηθεί στο φυσικό περιβάλλον και τις κλιματολογικές συνθήκες διαφαίνεται η ανάγκη να δημιουργηθεί ένα νέο ρεύμα ξεφεύγοντας από το κλασικό μοντέλο του μαζικού τουρισμού. Έχουν λοιπόν στις μέρες μας αναπτυχθεί νέες μορφές του λεγόμενου ήπιου τουρισμού βασισμένες ασφαλώς στην φιλικότητα προς το περιβάλλον, στο σεβασμό των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των τοπικών κοινωνιών αλλά και της φέρουσας ικανότητας του τόπου υποδοχής των τουριστών. Εξ` άλλου, σύμφωνα με έρευνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού, η πλειοψηφία των τουριστών σήμερα επιθυμεί να επισκέπτεται περιοχές με υψηλή περιβαλλοντική ποιότητα και έντονα στοιχεία τοπικού πολιτισμού.
Ο σύγχρονος τουρίστας είναι πλέον, περισσότερο έμπειρος, αλλά και ενημερωμένος, σε ζητήματα τουριστικής και περιβαλλοντικής συμπεριφοράς και διαχείρισης, από ότι στο παρελθόν. Μετά την απομάκρυνση του σύγχρονου ανθρώπου από τη φύση, εξαιτίας του αστικού τρόπου ζωής του, οι συνέπειες αυτού του νέου τρόπου διαβίωσης, ερμηνεύουν την τάση που επικρατεί για αύξηση της ζήτησης σε ταξίδια κοντά στο φυσικό περιβάλλον, όπου πλέον ο επισκέπτης ενεργεί με σεβασμό προς τη φύση. Παράλληλα, η ευαισθητοποίηση της εκπαίδευσης με αντίστοιχα προγράμματα, αλλά και η ραγδαία ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών, όπως το διαδίκτυο έχουν συμβάλλει στην αφύπνιση του σύγχρονου ταξιδιώτη, ακόμα και στο γεγονός ότι αποδέχεται πια έναν ενεργό και υπεύθυνο ρόλο κατά τη διάρκεια της περιήγησής του.
Το 1975, με επικεφαλής τον αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη στον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού, ξεκίνησε ένα πρόγραμμα που είχε σαν στόχο την “δυναμική” προστασία των παραδοσιακών οικισμών στην Ελλάδα. Βασικό μέλημα υπήρξε η διάσωση αξιόλογων στοιχείων της αρχιτεκτονικής παράδοσης του τόπου, ταυτόχρονα με την πραγματοποίηση τουριστικής υποδομής, εναρμονισμένης με το περιβάλλον.
Αρχικά το πρόγραμμα περιελάμβανε έξι οικισμούς: Βάθεια Μάνης, Βυζίτσα Πηλίου, Μεστά Χίου, Οία Σαντορίνης, Πάπιγκο Ηπείρου και Φισκάρδο Κεφαλονιάς. Η επιλογή τους είχε γίνει βάσει της ποιότητας της αρχιτεκτονικής τους δομής, της ένταξής τους στο φυσικό περιβάλλον, της αντιπροσωπευτικότητας της οικιστικής τους τυπολογίας αλλά και της δυνατότητας τουριστικής τους ανάπτυξης. Στους οικισμούς που προαναφέρθηκαν επιλέχθηκαν ορισμένα κτήρια τα οποία, μετά από τις απαραίτητες μελέτες, αποκαταστάθηκαν και διαμορφώθηκαν κατάλληλα προκειμένου να στεγάσουν τουριστικές δραστηριότητες. Βασική αρχή των επεμβάσεων υπήρξε ο σεβασμός της δομής, της αισθητικής και του αρχιτεκτονικού ύφους του κάθε κτηρίου. Οι επισκευές έγιναν με τη χρησιμοποίηση παραδοσιακών υλικών ούτως ώστε να μην αλλοιωθεί ο χαρακτήρας του κτίσματος και κατ’ επέκταση, του οικισμού.
Το 1976 άρχισαν να υπογράφονται συμβόλαια με ιδιοκτήτες κτηρίων για δεκαετή παραχώρησή τους στον ΕΟΤ, ο οποίος αναλάμβανε την υποχρέωση να τα επισκευάσει, να τα διαρρυθμίσει σε ξενώνες και, αφού τα λειτουργήσει για ένα διάστημα 10 ετών, να τα επιστρέψει στους ιδιοκτήτες τους. Τα ικανοποιητικά αποτελέσματα αυτών των διεργασιών, σε σύγκριση με τα υπόλοιπα Μαστιχοχώρια εμφανίστηκαν άμεσα στα Μεστά.
Σήμερα μπορούμε τόσο με πρωτοβουλία των δημόσιων και τοπικών φορέων, όσο και με αυτή των ιδιωτών να εφαρμόσουμε και στα υπόλοιπα χωριά ένα παρόμοιο πρόγραμμα, και μάλιστα χρηματοδοτoύμενο. Όσοι όμως εμπλέκονται σ` αυτή την υπόθεση πρέπει να λάβουν υπ` όψιν τους μερικές ιδιαιτερότητες του χώρου.
Στα Νοτιόχωρα, το πυκνό, συνεχές σύστημα δόμησης, με τις θολωτές κατασκευές, που η μία αντιστηρίζει την άλλη, η ανεξαρτησία των κατόψεων ισογείου και ορόφου με την δημιουργία και κατοικήσιμων δωματίων πάνω από τους δρόμους, δίνει την εντύπωση μιας μεγακατασκευής. Αυτό το κλειστό πολεοδομικό σύστημα και ο τρόπος ανέγερσης, έτσι ώστε, οι χώροι δύο γειτονικών σπιτιών να συμπλέκονται μεταξύ τους, έκανε πάντα πολύ δύσκολη την κατεδάφιση μιας κατοικίας και την ανέγερση νέας στη θέση της. Για τον λόγο αυτό, σε περίπτωση κατάρρευσης τυχόν κατοικιών θα πρέπει άμεσα να αποκαθίστανται με υλικά δόμησης, συμβατά με τα παρακείμενα, για την αποφυγή ανισορροπιών στο σύνολο του οικισμού.
π.χ. στη Βέσσα, ένα κομμάτι του πυρήνα του καστροοικισμού που έχει καταρρεύσει εδώ και δύο δεκαετίες, μπορεί και πρέπει να αποκατασταθεί, δημιουργώντας έναν συγκροτημένο χώρο υποδοχής και εστίασης για τους τουρίστες οι οποίοι θα διαμένουν σε συντηρημένα σπίτια που βρίσκονται διάσπαρτα μέσα στον οικισμό και εξασφαλίζουν δροσιά το καλοκαίρι και ζεστασιά τον χειμώνα.
Στον Ανάβατο, εδώ και 20 χρόνια έχουν σχεδιαστεί πλήρης αρχιτεκτονικές, πολεοδομικές και οικονομικοτεχνικές μελέτες, για την αναβίωσή του, τόσο από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, εγκεκριμένες μάλιστα και από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, όσο και ιδιωτών, που βραβεύτηκαν σε αρχιτεκτονικό διαγωνισμό. Στις μελέτες αυτές, ο δημόσιος ή τοπικός φορέας μπορεί να αναλάβει τα δίκτυα υποδομών και οι ιδιώτες τις αποκαταστάσεις και διαμορφώσεις των κτιρίων. Κατάλληλα εκπαιδευμένα συνεργεία μπορούν να εκτελέσουν τέτοια έργα με επιτυχία, καθ` όσον εργάστηκαν στις μέχρι σήμερα συντηρήσεις-στερεώσεις που πραγματοποίησε το Υπουργείο Πολιτισμού στον συγκεκριμένο χώρο. Επιπλέον, η σχολή που οι βραβευθέντες προτείνουν να δημιουργηθεί για τους συντηρητές λίθινων και αναστηλωτικών εργασιών, θα εκπαιδεύσει και θα εξειδικεύσει και άλλο προσωπικό τόσο για την συνέχεια συντήρησης του οικισμού του, όσο και για αντίστοιχες εργασίες σ` όλο το νησί.
Ο Ανάβατος χωρίζεται σε τρεις ζώνες. Αυτή του σύγχρονου οικισμού που βρίσκεται στο χαμηλό του τμήμα και έχει 41 κατοικίες εκ των οποίων οι 10 είναι ερειπωμένες. Η ενδιάμεση ζώνη μέχρι την καστρόπορτα έχει 103 κατοικίες εκ των οποίων οι 22 είναι σε κατάσταση ερειπίων. Στον καστροχώρο δεν επιτρέπεται να γίνει καμία επέμβαση από ιδιώτες. Η πρόταση περιλαμβάνει συνολικά 29 κτιριακές μονάδες από τις οποίες οι 26 χρησιμοποιούνται για καθαυτό ξενώνες, σε διώροφη διάταξη, με πατάρι, συνολικής έκτασης 900μ2 και ορόφων 550μ2 και οι άλλες 3 κτηριακές μονάδες να χρησιμοποιηθούν ως βοηθητικοί χώροι. Η πρόταση επίσης περιλαμβάνει συνεδριακό κέντρο συνολικού εμβαδού 580μ2 και αποτελείται από 4 κτίρια. Θα υπάρχει αίθουσα διαλέξεων, χώρος διοίκησης, βιβλιοθήκη, αναψυκτήριο και υπόγειο με τουαλέτες, αποθηκευτικούς χώρους, μηχανοστάσιο και λεβητοστάσιο, όπως και μουσείο οικοδομικής ιστορίας που θα περιλαμβάνει δύο τμήματα για σεμινάρια με τεχνίτες λιθοδομών.
Επίσης, τα εγκαταλειμμένα χωριά Αγρελωπός και Παλιά Ποταμιά θα μπορούσαν να συντηρηθούν και να φιλοξενήσουν ομάδες που ασχολούνται με τον οικοτουρισμό, τη φυσιολατρία, την ορειβασία, τα μονοπάτια, τις ξερολιθιές, την χλωρίδα και πανίδα της περιοχής. Με παρόμοιες δραστηριότητες εξ` άλλου, η Βολισσός, έχει ήδη κερδίσει επισκέπτες αυτού του είδους, εκτός από αυτούς που έρχονται για τον θαλάσσιο, αλιευτικό και πολιτιστικό τουρισμό.
Όσον αφορά τον τομέα του Αγροτοτουρισμού ξεχωρίζει το κτήμα Περλέα, σε μια έκταση 17 στρεμμάτων στον Κάμπο της Χίου. Όλες οι καλλιέργειες, από εσπεριδοειδή, ελιές και κηπευτικά είναι βιολογικές. Η οικοτεχνική μονάδα που παράγει μαρμελάδες και γλυκά και η αντίστοιχη μικρή κτηνοτροφική, αναπτύχθηκαν τα τελευταία χρόνια, με την θετική εξέλιξη της επιχείρησης. Οι επισκέπτες μπορούν να περιηγηθούν στο περιβόλι και να παρακολουθήσουν όλες αυτές τις δραστηριότητες να πραγματοποιούνται στο χώρο. Συγχρόνως η επιχείρηση αποκατέστησε ένα καμπούσικο αρχοντικό που το διαμόρφωσε έτσι ώστε να λειτουργεί σαν ξενώνας των επισκεπτών του.
Όσον αφορά τα παλιά βιομηχανικά κτίρια, όπως βυρσοδεψεία, ελαιοτριβεία, κεραμεία, ανεμόμυλοι μπορούν να υποδεχτούν έναν οργανωμένο συνεδριακό τουρισμό, να διαμορφωθούν σε πολυθεματικούς χώρους ή και ξενοδοχεία. Καθ` όσον βρίσκονται είτε μέσα στη πόλη, είτε στις παρυφές της μπορούν να εξυπηρετήσουν όλους τους ενδιαφερόμενους για τα δρώμενα που πραγματοποιούνται σε διάφορους χώρους της πολιτείας (μουσεία, εκθέσεις, συναυλίες, θεατρικές παραστάσεις, κ.ά.).
Τα διάφορα υφιστάμενα προσκυνήματα του νησιού μπορούν να προσελκύσουν ομάδες θρησκευτικού τουρισμού. Οι προσκυνητές μπορούν να εγκατασταθούν σε μονές που δεν λειτουργούν πια, όπως ο Αγ. Γιώργης στο Πυργί, η Παναγιά στα Μεστά, η Μονή Μουνδών στα Διευχά, η Αγ. Μαρκέλα, στην ομώνυμη περιοχή. Σε όλα αυτά τα μοναστήρια υπάρχουν κελιά που μπορούν να συντηρηθούν ώστε να έχουν τη δυνατότητα να φιλοξενήσουν τουλάχιστον 20 άτομα το καθένα. Απαιτείται όμως η δημιουργία κοινόχρηστων χώρων και η διαμόρφωση του περιβάλλοντος. Πριν από περίπου 20 χρόνια είχανε γίνει, από την Ιερά μητρόπολη της Χίου, απόπειρες μελέτης αποκατάστασης κελιών για διαμόρφωση ξενώνων, αλλά δεν ευόδωσαν, λόγω απειρίας σχεδιασμού σε αναστηλωτικά έργα.
Τέλος, στα Αγιάσματα βρίσκεται η μοναδική πηγή ιαματικού νερού στο νησί. Εκτός από την παραδοσιακή υδροθεραπεία με το ιαματικό νερό χρησιμοποιείται σε συνδυασμό και το θαλασσινό νερό σε κάποιες περιπτώσεις, όπως το περιγράφει η ίδια η Κοινωνική Συνεταιριστική Επιχείρηση που έχει αναλάβει τη διαχείριση των λουτρών. Με την αποκατάσταση και την λειτουργία του ερειπωμένου ξενοδοχείου Ομόνοια και των παρακείμενων κελυφών, όλα κτίσματα του μεσοπολέμου, και σχεδόν πάνω στη θάλασσα, ο ιαματικός τουρισμός θα βρει έναν καινούργιο στόχο, με την θεραπεία, την πρόληψη, την ίαση, την ευεξία και την αναζωογόνηση των επισκεπτών.
Εν κατακλείδι, τα μεγάλα ξενοδοχειακά συγκροτήματα βρίσκονται πάντα μακριά από τους υπάρχοντες οικισμούς. Άρα δέχονται τουρίστες που τους αποκόβουν από την τοπική κοινωνία. Διαθέτουν στον σχεδιασμό τους πισίνες, τζακούζι, γκολφ, άρα απαιτήσεις για μια υπερβολική κατανάλωση νερού, που θα οδηγήσει βαθμιαία στην υφαλμύρινση, σε ένα νησί το οποίο ήδη υποφέρει από λειψυδρία και με παρόμοιους σχεδιασμούς, πιθανότατα μελλοντικά να επιφέρουν την ερημοποίησή του.
Αντιθέτως παρ` όλα αυτά τα υπάρχοντα κελύφη των παραδοσιακών οικισμών, ικανοποιούν επιθυμίες των τουριστών για ενσωμάτωσή τους στην κοινωνία, για την κατανόηση της ιστορικής, αρχιτεκτονικής και πολιτιστικής εικόνας του τόπου και επιπλέον διασφαλίζουν την αειφορική ανάπτυξη του νησιού για τις μελλοντικές γενιές.
Γιώργος Πασχαλίδης
αρχιτέκτονας
Πηγή :
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου