Αλεξάνδρα Δεληγιώργη
Από τη δεκαετία του 1970, υπό την πίεση του εκσυγχρονισμού, το εκπαιδευτικό μας σύστημα ανέπτυξε μηχανισμούς απλούστευσης των διεργασιών μάθησης, με αποτέλεσμα η δημοσιογραφική κακοποίηση της γλώσσας και ο ευνουχισμός της σκέψης που επέβαλε η μαζική κουλτούρα να αναδειχθούν σε ηχηρές συνέπειες της διάβρωσης της παιδείας.
Το πλήθος των εφήβων που εγκατέλειψαν την υποχρεωτική μέση εκπαίδευση, τα τελευταία 25 χρόνια, αυξήθηκε, ενώ με την ιδιωτική παραπαιδεία ως παραπλήρωμα της δημόσιας εκπαίδευσης, η φοίτηση των χαμηλότερων εισοδημάτων στο Λύκειο μειώθηκε τις δυο τελευταίες δεκαετίες.
Την ίδια στιγμή, οι φοιτητές που συνωστίζονται στα Πανεπιστήμια, με βαθμούς αγκιστρωμένους κάτω από τη βάση προδιέγραψαν την έκπτωση της αλυσιδωτής γνωσιακής διαδικασίας (παραδόσεις χωρίς την υποχρεωτική ενεργό συμμετοχή των διδασκομένων, αποστήθιση της ύλης χωρίς κριτική πρόσληψη, εξετάσεις με πλημμελή επιτήρηση, διδακτορικά χωρίς επίβλεψη, κ.λπ.).
Αρνητικές ιδιαιτερότητες της εκπαίδευσής μας θα πρέπει να θεωρηθούν, μεταξύ άλλων:
Το ότι η ευθύνη της δημόσιας παιδείας δεν συνδέθηκε με τον περιορισμό ή την κατάργηση της ιδιωτικής παραπαιδείας και, ενώ σε εποχές δανεικής ευημερίας, εναντιωθήκαμε στη δημιουργία ιδιωτικών επαγγελματικών σχολών, δεν επιμείναμε στην εφαρμογή μέτρων προστασίας και ανάπτυξης του δημόσιου Πανεπιστημίου, ούτε μας προβλημάτισε η αφαίμαξη της δεινοπαθούσας οικονομίας μας λόγω φοίτησης των νέων σε ιδιωτικές επαγγελματικές σχολές του εξωτερικού.
Το ότι η κοσμική εκπαίδευση και θρησκευτική κατήχηση παραμένουν αδιαχώριστες, με αποτέλεσμα οι μαθητές με την ενηλικίωσή τους να κληρονομούν τη διπλή ταυτότητα πολιτών και ποιμνίου ως άλυτη αντινομία, μια και όσα μαθαίνουν στις εγκύκλιες σπουδές, με αφετηρία τον Διαφωτισμό και την εκκοσμίκευση αναιρούν λογικά όσα προσλαμβάνουν μέσω της εκκλησιαστικής κατήχησης.
Η αδιασαφήνιστη στο μυαλό των μαθητών σχέση ορθού λόγου και πίστεως υπονομεύει διαχρονικά την κριτική δύναμη, με αποτέλεσμα στη χώρα που γέννησε τον λόγο, η αποστήθιση της ύλης να θεωρείται άκριτα και αλόγιστα ως επαρκής ένδειξη διάθεσης για μάθηση και ως τρόπος πρόσληψης της γνώσης, πράγμα που χονδροειδώς παραπέμπει στο «πίστευε και μη ερεύνα».
Το ότι η επέμβαση διά νόμου στη γλώσσα έχει ως συνέπεια, σε διάστημα δύο ή τριών γενεών, οι δάσκαλοι αντί να εμβαθύνουν στη γνώση των ελληνικών που διδάσκουν, να ενημερώνονται για τις αλλαγές στη γραμματική και την ορθογραφία που επέβαλε ένας ολέθριος σχετικισμός και ο πρωτοφανής για χώρα με μακραίωνη ιστορία κάθετος διαχωρισμός των νέων ελληνικών από τα αρχαία ελληνικά.
Μόνο στη χώρα μας συμβαίνει άλλη ορθογραφία να έχουν μάθει οι γονείς και άλλη να διδάσκονται τα παιδιά τους.
Συμβιβάζοντας τον λαϊκισμό με τον ιστορικισμό, η πολιτεία εμφανίζεται να συγχέει την ελευθερία με την έλλειψη πειθαρχίας και να υψώνει την ευκολία σε πρόταγμα της εκπαίδευσης.
Θετική ιδιαιτερότητα, μοναδικής σημασίας, για την εκπαίδευσή μας είναι αναμφίβολα το ότι η χώρα μας είναι η κοιτίδα ενός αξιοποιήσιμου αρχαίου πολιτισμού, του αρχαιότερου στην Ευρώπη, όπου έχει τις ρίζες της η ευρωπαϊκή παιδεία.
Βέβαια, η παιδεία, εδώ και πολλές δεκαετίες, έπαψε βαθμιαία να είναι καλλιέργεια και ανάπτυξη των θεωρητικών και πρακτικών ικανοτήτων της humanitas για να μετατραπεί, παγκοσμίως, σε επαγγελματική κατάρτιση και επιστημονική εξειδίκευση.
Κυβερνητική, μικρο-πληροφορική, ρομποτική, μάρκετινγκ, που μετέτρεψαν τις σύγχρονες κοινωνίες σε αποικίες της παγκόσμιας οικονομίας, συνέβαλαν αποφασιστικά σ’ αυτή την εξέλιξη, με αποτέλεσμα την προσαρμογή της εκπαίδευσης στις ανάγκες της αγοράς και την παραγωγή τεχνογνωσίας ως της κατ’ εξοχήν εμπορεύσιμης γνώσης.
Αυτή η εξέλιξη, την οποία στηλίτευσαν οι σπουδαιότεροι φιλόσοφοι, από τον Διαφωτισμό μέχρι πρόσφατα, υπήρξε ο αναγκαίος και επαρκής όρος για την εδραίωση μιας παγκόσμιας τεχνοκρατίας όπου το σοβαρότερο και δαπανηρότερο έλλειμμα της κοινωνίας δεν αφορά πλέον την τεχνογνωσία, αλλά την αυτογνωσία.
Στην τεχνοκρατική ισοπέδωση των πολιτισμικών ιδιομορφιών που ευνόησε η μαζική δημοκρατία και, στη συνέχεια, η παγκοσμιοποίηση, η μακρά παράδοση του αριστοτελικού σώζειν διά της γνώσεως μπορεί και αναδεικνύει το ανθρώπινο πνεύμα ως σύστημα συντονισμού όλων των γνωστικών ικανοτήτων (αισθήσεις, διάνοια, κρίση, στοχασμός, συναίσθημα, φαντασία, βούληση) για την παραγωγή ιστορικής αυτογνωσίας.
Η μελέτη των όσων κληροδότησε αυτή η παράδοση στην Ευρώπη και στη Δύση, ευρύτερα, μπορεί να γίνει ένας βασικός προορισμός της δικής μας παιδείας, μια συνεχώς παρούσα αποστολή της.
Αυτή μας θυμίζει ότι μπορούμε να αντλήσουμε πλούτο και ανάπτυξη όχι μόνον από την τεχνογνωσία –την οποία δεν θα πάψουμε να εισάγουμε από τα μεγάλα κέντρα του τεχνοκαπιταλισμού– αλλά και από τη διάσωση και την ανάπτυξη αυτογνωσίας και αυτοσυνειδησίας του δυτικού πνεύματος που μπορούμε να προωθήσουμε, σε μιαν εποχή εντατικής πλην όμως αδιέξοδης τεχνοκρατίας που απειλεί με εκβαρβαρισμό.
* ομ. καθηγήτρια Φιλοσοφίας, συγγραφέας
Πηγή : https://www.efsyn.gr/
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου